,

Οι γονείς την γλεντάνε την καθημερινότητα

Οι γονείς την γλεντάνε την καθημερινότητα Είναι εκείνες οι μέρες που σε ξεπερνούν κι οι στιγμές που θέλεις απλώς να επιστρέψεις στην αγκαλιά της

Οι γονείς την γλεντάνε την καθημερινότητα

Οι γονείς την γλεντάνε την καθημερινότητα

Είναι εκείνες οι μέρες που σε ξεπερνούν κι οι στιγμές που θέλεις απλώς να επιστρέψεις στην αγκαλιά της μάνας σου. Εσένα που κάποτε δεν σε ένοιαζε πράμα κι είχες να σκεφτείς το φουστάνι ή το παντελόνι που θα βάλεις. Κι έπλεκες κλωστίτσα την κλωστίτσα αραχνοΰφαντα τα όνειρα και τα ανέβαζες με μια ανεμόσκαλα μέχρι τα αστέρια για να συναντηθείς με τους συνοδοιπόρους μιας συνομοταξίας που αγαπούσε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα… Ναι, σ’ αυτή τη δική σου Εαρινή Συμφωνία με τον Ρίτσο μπροστάρη να ξεφυσά τα σεκλέτια μιας ξέγνοιαστης ζωής, που σου φέρθηκε καλά κι ανέφελα.

Advertisment

Ήσουν μόνος και ξέγνοιαστος κι είχες τον κόσμο στα πόδια σου, έως τη στιγμή που αποφάσισες να τον κουβαλήσεις στο σπίτι σου και μαζί του και μια αδιόρατη βελούδινη θλίψη. Στην πραγματικότητα μια αέναη χαρμολύπη, στο “άπειρο κι ακόμη παραπέρα”. Να σεργιανάς μαζί της μέχρι το ύστατο αντίο, καταμεσής του πελάγους, φοβισμένος κι αταξίδευτος σε ένα ταξίδι μονόδρομο. Ποτέ σου δεν θα επέστρεφες ο ίδιος. Εσύ, η μάνα παραμάνα με το γάλα στις χούφτες και το καρδιοχτύπι στο στήθος. Γιατί κανείς δεν σε είχε προετοιμάσει για όλο αυτό; Γιατί κανείς δε σε τρόμαξε; Δεν σου μίλησε για τη δύναμή του να κατατροπώνει και να παρασέρνει; Κι έγινες ο μόνος, δυο και τρεις ακόμη κι είχες κι άλλο πιάτο να βάλεις στο τραπέζι κι άλλα ρούχα να πλύνεις, παραμύθια να διαβάσεις κι ελπίδες να φυλάξεις. Εσένα που σε γλεντούσε η νύχτα και σε έβρισκε το ξημέρωμα κι ο ίσκιος σου δεν σε προλάβαινε.

Οι γονείς την γλεντάνε την καθημερινότητα. Είναι δική τους απ’ άκρη σ’ άκρη. Την κερδίζουν κάθε μέρα. Πάει καιρός που τους χαρίστηκε οτιδήποτε. “Έχουν αρμύρα στα χείλη, στα μάτια τους, καίνε την οικουμένη”. Κοιμούνται και ξυπνάνε με μια πέτρα στο στήθος. Κι έχουν επίγνωση πως τίποτα δεν είναι ίδιο πια κι οι ίδιοι μοιάζουν με οργωμένο χωράφι, με βουνά που ‘χουν φωλιές στις κορυφές. Ξαναγράφουν ιστορία. Αέναοι κα μακρινοί μέσα στο χρόνο, στρώνουν το δρόμο για να πατήσουν οι γιοι και οι κόρες. Ναι, εκείνα τα λιονταρόπουλα κι οι νεράιδες. Να διώξουν τους δράκους και τις μάγισσες, να φυτέψουν μεγάλα δέντρα με γερή ρίζα κι απλωμένα κλαδιά, για να ξαπλώνουν από κάτω τα μικρά παιδιά και να δροσίζονται. Τα δικά τους παιδιά.

Πώς να σας το πω! Όλες του κόσμου τις περπατησιές, όλο τον πόνο και τη γλύκα οι γονείς τα φορούν στεφάνι στα μαλλιά τους και μια καρφίτσα εκεί πιο κάτω από τη καρδιά. Να ξύνει, να τρυπάει λίγο λίγο σαν τη μύτη του σπουργιτιού. Πώς να ξεχαστούν! Πώς να ανταλλάξουν την καθημερινότητά τους! Πώς να γυρίσουν τον χρόνο πίσω! Κι αν κάποτε μπαίνουν στον πειρασμό εκείνες τις φορές τις αβάσταχτες, τις κουραστικές, που το κορμί εκδικείται κι η ψυχή δειλιάζει, γνωρίζουν καλά πως είναι φευγαλέος σαν τα αποδημητικά πουλιά.

https://enallaktikidrasi.com/2017/02/goneis-glentane-kathimerinotita/

Πώς να σας το πω! Είναι σκληρό να είσαι γονιός! Πολύ σκληρό κι ώρες ώρες ανυπόφορο κι εύχεσαι να γινόσουν έστω και για μια στιγμή μια απειροελάχιστη κουκίδα και να χανόσουν στους αιθέρες. Να ταξίδευες με τα σύννεφα, για να επέστρεφες καθαρός και φρεσκοπλυμένος. Να ‘πιανες το τραγούδι από την αρχή.

Πώς να σας το πω! Είναι σκληρό να είσαι γονιός, για όλα τα αισθήματα που νιώθεις στον υπερθετικό βαθμό και δεν μπορείς να τα βάλεις φρένο. Κι εύχεσαι κάθε φορά, ελπίζεις, να είναι όλα και πιο λίγο. Να αγαπάς λιγότερο, να φοβάσαι λιγότερο, να νοιάζεσαι λιγότερο, να πονάς λιγότερο. Αν είναι δυνατόν! Να φτιάξεις ένα χρυσό κλουβί και σαν άλλος βασιλιάς με το αηδόνι του, να κλείσεις εκεί μέσα το παιδί σου “να μην το φτάνουν οι κακοί” για να το ακούς να κελαηδά μόνο για σένα.

Οι γονείς την γλεντάνε την καθημερινότητα. Την γυρνάνε ανάποδα κι ας μην μπορούν να τη φέρουν στα μέτρα τους. Πίσω από τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους ανασταίνουν μια νέα κοινωνία ανθρώπων. Κι είναι τούτο ευθύνη μεγάλη για τις μέρες που θα ξυπνήσουν, τα χαμόγελα που θα ανατείλουν, τη δυστυχία που θα λιγοστέψει. Είναι κάτι μικροί ήρωες της καθημερινότητας, είναι Δον Κιχώτες που κυνηγούν χίμαιρες με τα φανταστικά κοντάρια τους. Παλεύουν με τις τύψεις, τις ενοχές και τις ανάγκες τους. Τις κάνουν μια μπάλα και την κλωτσούν στο χορτάρι. Είναι φωνές βραχνιασμένες, ανάσες κοφτές κι αγχωμένες, ξάγρυπνα μάτια με μαύρους κύκλους, ρυτίδες στο μέτωπο και ταλαιπωρημένα χέρια. Είναι το φως σε έναν κόσμο που αγαπάει να βυθίζεται στο σκοτάδι.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Θυμάμαι πράγματα που δεν έζησα... Θυμάμαι και πράγματα που έζησα, αν είναι αλήθεια...
Ρώσος blogger καταδικάστηκε σε 8 χρόνια για τον θάνατο από πείνα του νεογέννητου γιου του επειδή ζητούσε «να τρέφεται με φως»
Μπορούμε να αποφύγουμε την άνοια αν μάθουμε μια νέα γλώσσα;
Αν δεν το πεις εσύ, θα το πει το σώμα σου

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση