Στην συνέχεια αφοσιώθηκε με πάθος στην ποίηση και με το ποιητικό της ταλέντο κατόρθωσε και νόημα να δώσει στη ζωή της και να αναδειχθεί σε πνευματική προσωπικότητα.
Εντούτοις, η Αργεία ποιήτρια έμεινε περισσότερο γνωστή από την ηρωική άμυνα που αντέταξε κατά του Σπαρτιάτη Κλεομένη το 494 π.Χ.
Advertisment
Μετά την καταστροφή που υπέστη ο στρατός των Αργείων στο ιερό άλσος της Σηπείας μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας, όπου ο Κλεομένης με δόλο και ύστερα με εμπρησμό προκάλεσε το θάνατο 8.000 Αργείων μαχητών, την άμυνα της πόλης οργάνωσε η κοντόσωμη και μαχητική Τελέσιλλα.
Όπλισε γυναίκες, γέρους και παιδιά με όπλα και κάθε λογής αντικείμενα και τους παρέταξε στις επάλξεις.
Στην κρίσιμη στιγμή για την πατρίδα της, η ποιήτρια Τελέσιλλα δημηγόρησε με θερμά λόγια πατριωτισμού στις γυναίκες της πόλης, καλώντας αυτές να πολεμήσουν και να θυσιαστούν για την ελευθερία των παιδιών τους και της πόλης τους.
Advertisment
Ο λόγος της είχε θαυμαστό αποτέλεσμα. Όλες οι γυναίκες της πόλης φόρεσαν πανοπλίες και έζωσαν τα τείχη της πόλης σαν στεφάνι, έτοιμες να την υπερασπιστούν έναντι των οπλιτών του Κλεομένη.
Ο Παυσανίας αναφέρει πως ο Κλεομένης αντικρίζοντας τις γυναίκες του Άργους, θεώρησε (ορθά) πως η εύκολη νίκη που θα ερχόταν δεν θα πρόσθετε δάφνες δόξας αλλά θα ατίμαζε τα Σπαρτιατικά όπλα.
Ο Κλεομένης ρώτησε τους άντρες του, και αυτοί του απάντησαν ότι προτιμάνε να πέσουν από το βουνό παρά να επιτεθούν σε γυναίκες και παιδιά.
Έτσι αποφάσισε διακριτική πολιορκία χωρίς μάχες μέχρι να παραδοθούν από την πείνα. Αλλά μετά από τρεις μέρες άλλαξε άποψη γιατί οι δωρική ηθική δεν επέτρεπε να αφήσει παιδιά να πεθάνουν.
Έτσι πήρε την ευθύνη και διάταξε υποχώρηση στην Σπάρτη, όπου παρουσιάστηκε μπροστά στους Έφορους και δήλωσε ντροπιασμένος αλλά υπάκουος στον νόμο γιατί δε πολέμησε γυναικόπαιδα και ζήτησε να τον σκοτώσουν γιατί επίσης παραβίασε τον νόμο της Σπάρτης και δείλιασε μπροστά στον εχθρό.
Τώρα το δίλλημα ήταν στους Εφόρους. Αποφάσισαν ότι ο Κλεομένης δεν θα αναλάβει άλλη εκστρατεία μέχρι νεωτέρας ενώ και οι άντρες του θα δουλεύουν στα χωράφια γιατί είχαν επίορκο αρχηγό. Από βασιλιά κ στρατιώτη αι δεν μπορούσαν να τον καθαιρέσουν γιατί το απαγόρευε ο νόμος.
Για δύο χρόνια δεν του ανατέθηκε άλλη εκστρατεία αλλά μόνο όταν θεώρησαν ότι είχε ντροπιαστεί αρκετά και επειδή ήταν ο καλύτερος στρατηγός της Σπάρτης επανήλθε αυτός και οι άντρες του ενεργά στο στράτευμα. Πάντα όμως θα ήταν δακτυλοδεικτούμενοι λόγω δειλίας. Αυτά είναι τα απίστευτα του Σπαρτιατικού Κώδικα!
Ο Πλούταρχος από την άλλη υποστηρίζει ότι έγινε κανονικά μάχη, όπου οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν και υποχώρησαν, κάτι που είναι εντελώς απίθανο.Όπως και να έχει η Τελέσιλλα και οι γυναίκες του Άργους έσωσαν την πόλη τους από σίγουρη καταστροφή επιδεικνύοντας
θάρρος και ευψυχία σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας ήταν υποτιμημένη και πάντως εντελώς ασύμβατη με τον πόλεμο.
Εις ανάμνησιν της θαυμαστής σωτηρίας της πόλης τους, οι Αργίτες καθιέρωσαν τη γιορτή των “Υβριστικών”. Στην γιορτή αυτή, οι γυναίκες του Άργους ντύνονταν με ανδρικά χιτώνια και χλαμύδες, ενώ οι άνδρες με γυναικεία πέπλα και ενδύματα.
Οι Αργείτισσες τότε, λόγω της λειψανδρίας, πoλιτoγράφησαν περιοίκους και τους παντρεύτηκαν· αλλά με νόμο καθιέρωσαν να βάζουν προσθετά γένια, όταν πλάγιαζαν μαζί τους, για να τους θυμίζουν την ταπεινή τους καταγωγή.
Οι Αργείοι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ανήγειραν προς τιμή της Τελέσιλλας μεγάλη στήλη στην οποία παριστάνονταν αυτή όρθια έχοντας στα πόδια της βιβλία και κρατώντας στα χέρια κράνος που παρατηρούσε έτοιμη να το φορέσει στο κεφάλι της.
Η στήλη αυτή ήταν τοποθετημένη πάνω από το θέατρο του Άργους και μπροστά από το ιερό άγαλμα της θεάς Αφροδίτης. Η στήλη αυτή σώζονταν μέχρι το 170 μ.Χ. που την είδε ο Παυσανίας.
Ο Παυσανίας αναφέρει ( ΙΙ, 20, 8 ) ότι στο ιερό της Αφροδίτης, νότια του θεάτρου, είχε δει στήλη με ανάγλυφη παράσταση της Τελέσιλλας, η οποία ετοιμαζόταν να φορέσει το κράνος της, ενώ στα πόδια της ήταν σκορπισμένα τα βιβλία της.
Για την Τελέσιλλα έχουν γράψει πολλοί αρχαίοι συγγραφείς μέχρι και τον 2ο μ.Χ. αιώνα και στη συνέχεια έχουν δημοσιευτεί αρκετές μελέτες. Οι πληροφορίες από τις αρχαίες πηγές είναι ίδιες και μόνο στις λεπτομέρειες διαφέρουν.
Εντύπωση μας προξενεί το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος, ο οποίος είναι σχεδόν σύγχρονος των γεγονότων και αναφέρεται διεξοδικά στην επίθεση του Κλεομένη και στον αποδεκατισμό των Αργείων (VI 76-85) δεν τη μνημονεύει καν.
Το ίδιο κι ο μεταγενέστερος Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρεται στην πολιτογράφηση των περιοίκων στα «πολιτικά» του (1303 α, β). Η «ποιητική» του Αριστοτέλη δυστυχώς δε μας παρέχει καμία πληροφορία, γιατί ο πρώτος τόμος, που σώθηκε, αναφέρεται μόνο στο έπος και στην τραγωδία.
Άλλοι συγγραφείς, αλλά πολύ μεταγενέστεροι, όπως ο Παυσανίας, ο Πλούταρχος, ο Πολύαινος, της πλέκουν το εγκώμιο, τονίζοντας την ηρωική της αντίσταση κατά των Σπαρτιατών.
Επισημαίνουμε, όμως, ότι ο Κλεομένης τότε δεν είχε πρόθεση να καταλάβει το Άργος, αλλά μόνο να το εξασθενήσει και να το ταπεινώσει, ώστε να μην αποτελεί πια υπολογίσιμη δύναμη στην Πελοπόννησο, πράγμα που είχε επιτύχει ήδη με την εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού.
Δεν μπόρεσε τότε να προβλέψει ότι το Άργος σύντομα θα παρουσίαζε και πάλι μεγάλη ακμή και ότι η Σπάρτη θα είχε τα ίδια και χειρότερα προβλήματα.
Εξάλλου, ο Κλεομένης ήθελε ν’ αποφύγει τυχόν απώλειες από τον αμυνόμενο άμαχο πληθυσμό, που ήταν αποφασισμένος, ιδιαίτερα λόγω της λειψανδρίας που αντιμετώπιζε ανέκαθεν η πατρίδα του, και θεώρησε φρόνιμο να μην επιτεθεί στην πόλη. Η Τελέσιλλα πάντως έγινε θρύλος και μυθοποιήθηκε στη συνείδηση του Αργειακού λαού.
Το μοναδικό ποίημα της Τελέσιλλας που σώθηκε ολόκληρο και μάλιστα όχι σε πάπυρο, αλλά ως επιγραφή χαραγμένη σε λίθο του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνος, που βρέθηκε στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, είναι ένας ύμνος στη «μητέρα των θεών», που αξίζει να τον παραθέσουμε, όπως μας παραδόθηκε στο αρχαίο κείμενο, και σε μετάφραση:
[Ματρί Θεών] [Στη Μητέρα των Θεών]
Ω Μνημόσυνας κόραι Κόρες της Μνημοσύνης
Δευρ’ έλθετε απ’ ωρανώ ελάτε εδώ απ’ τον ουρανό
και μοι συναείσατε και τραγουδήστε μαζί μου
ταν ματέρα των θεών, τη μητέρα των θεών,
ως ήλε πλανωμένα που ήρθα, αφού περιπλανήθηκα
κατ’ ώρεα και νάπας στα όρη και στις πηγές
σύρουσα αβρόταν κόμαν, με ανεμοπαρμένα τα μαλλιά
κατωρημένα φρένας. ξετρελαμένη στα βουνά.
Ο Ζεύς δ’ εσιδών άναξ Και ο βασιλιάς ο Δίας σαν είδε
ταν Ματέρα των θεών, τη μητέρα των θεών
κεραυνόν έβαλλε και έριξε κεραυνό και
τα τύμπαν’ ελάμβανε, πήρε τα τύμπανα,
πέτρας διέρρησε και έσπασε τα βράχια
τα τύμπαν’ ελάμβανε και πήρε τα τύμπανα.
Μάτηρ, άπιθ’ εις θεούς, -Μητέρα, φύγε στους θεούς
και μη κατ’ όρη πλανώ, και μη γυρνάς στα όρη,
μη σε χαροποί λέον- γιατί τ’ άγρια λιοντάρια
τες ή πολιοί λύκοι και οι γκρίζοι οι λύκοι
[έδωσι πλανωμέναν.] [θα σε φάνε κυνηγημένη.]
και ουκ άπειμι εις θεούς, -Δε θα φύγω στους θεούς
αν μη τα μέρη λάβω, αν δεν πάρω μερίδια,
το μεν ήμισυ ουρανώ, το μισό απ’ τον ουρανό,
το δε ήμισυ Γαίας, τ’ άλλο μισό απ’ τη γη
πόντω το τρίτον μέρος˙ το τρίτο μέρος απ’ τη θάλασσα,
χούτως απελεύσομαι, κι έτσι θ’ αποχωρήσω.
χαιρ’ ω μεγάλα άνα -Χαίρε, μεγάλη βασίλισσα,
σα Μάτερ Ολύμπω. Μητέρα του Ολύμπου.