Πρόσφατα είχα τα γενέθλιά μου. Δεν ήταν από εκείνα τα πολύ «σημαντικά» που αλλάζει κανείς δεκαετία, όμως αποτέλεσε αφορμή για να σκεφτώ σχετικά με το γηράσκειν. Όταν ήμουν παιδί, το να μεγαλώσω, μου φαινόταν σαν επίτευγμα. Για μένα η ενήλικη ζωή σήμαινε ανεξαρτησία και ελευθερία και έτσι ανυπομονούσα.
Γι’ αυτό και ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς αυτή την κυρίαρχη αντιπάθεια προς την τρίτη ηλικία. Στις δεκαετίες των 20 και των 30, οι φίλοι μου θα γκρίνιαζαν συχνά επαναλαμβάνοντας τη φράση «Γεράσαμε παιδιά». Συνοφρυωνόμουν και σχολίαζα ότι ήμασταν τόσο νέοι. Έτσι το ένιωθα και γιατί έπρεπε να σπαταλάμε τα νιάτα μας εστιάζοντας σε ό,τι ήταν ήδη πίσω μας;
Advertisment
Η δεκαετία των 20 ήταν πολύ καλύτερη για εμένα από τα εφηβικά μου χρόνια – είχα περισσότερες δυνατότητες και επιλογές – τα 30 μου ακόμα καλύτερα από τα 20. Απέκτησα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ξεκίνησα ψυχοθεραπεία και ήρθα αντιμέτωπη με τα παιδικά μου τραύματα, έμαθα να επικοινωνώ τις ανάγκες μου και αναγνώριζα πια καλύτερα και τις ανάγκες των άλλων. Δεν θα αντάλλαζα αυτά τα επιτεύγματα με τις λίγες ρυτίδες στο πρόσωπό μου ή με τις άσπρες τρίχες στο κεφάλι μου.
Τώρα που διανύω τη δεκαετία των 40 όμως, η γήρανση δεν είναι μια μελλοντική έννοια. Και μόνο το ότι είμαι ζωντανή σημαίνει ότι γερνάω, όλοι ακολουθούμε αυτή την πορεία από τότε που γεννηθήκαμε. Αλλά από ένα σημείο και μετά, η σκέψη του πώς θα είναι η ζωή μου σε δύο δεκαετίες αρχίζει να γίνεται πιο πραγματική και τότε ξεκινώ κι εγώ να συλλογίζομαι για το τι σημαίνουν οι τωρινές μου επιλογές για τον μελλοντικό μου εαυτό.
Κοιτώ προς τα πίσω και αναρωτιέμαι τι σημαίνει τώρα για μένα η ακραία ζωή που είχα στα 20 μου. Θα είχα ένα πιο υγιές σώμα αν πρόσεχα περισσότερο τότε; Και αν τώρα προσέξω περισσότερο θα έχει αντίκρισμα στο μέλλον μου;
Advertisment
Ο κυρίαρχος λόγος για τη γήρανση, ειδικά όσον αφορά στις γυναίκες, περιστρέφεται γύρω από το «γερνώντας χαριτωμένα». Αυτό γενικά περιλαμβάνει το να δείχνουμε στη χειρότερη περίπτωση 3-5 χρόνια νεότερες απ’ ότι είμαστε, ενώ δεν κάνουμε υποτίθεται τίποτα για να το πετύχουμε. Σημαίνει επίσης το να ντυνόμαστε κατάλληλα ανάλογα με την ηλικία μας, να έχουμε τα αντίστοιχα μαλλιά και τις κατάλληλες δραστηριότητες – αλλά ίσως και να έχουμε 1-2 συνήθειες που παραπέμπουν στα νιάτα (χορός για παράδειγμα) που δείχνουν ότι έχουμε ακόμα ενέργεια.
Η «χαριτωμένη γήρανση» προϋποθέτει το να περπατάμε σε ένα σκοινί ανάμεσα σε μια κοινωνία εμμονική με τα νιάτα, η οποία μας λέει ότι η αξία μας μειώνεται καθώς μεγαλώνουμε, και σε μια κουλτούρα που λέει ότι τίποτα δεν είναι τόσο «ξενέρωτο» όσο η απελπισία, η έντονη επιθυμία για κάτι που δεν μπορούμε να έχουμε. Οι διαφημιστές εκμεταλλεύονται αυτή μας την επιθυμία για νεότητα και στη συνέχεια μας προκαλούν ντροπή επειδή οι προσπάθειές μας πέφτουν στο κενό.
Έτσι, ο άνθρωπος που γερνά χωρίς να τον ενδιαφέρει η εμφάνισή του σημαίνει ότι «έχει παραιτηθεί» και εκείνου του οποίου το πρόσωπο παραμένει για πάντα 35 χάρη στο νυστέρι του πλαστικού χειρούργου θεωρείται γελοίος και ο μόνος τρόπος να θεωρηθείς αποδεκτός είναι να έχεις τυχερά γονίδια ή να καλύπτεις τις μάχες σου ενάντια στο χρόνο κάτω από ένα τέλειο χαμόγελο. Όλα αυτά σας ακούγονται τρομερά εξουθενωτικά, σωστά;
Πώς λοιπόν μπορούμε να βγούμε από αυτό το καταστροφικό – και ειλικρινά μισογυνίστικο – πλαίσιο; Μήπως αντί να βλέπουμε τη γήρανση ως κάτι που χρειάζεται να πολεμήσουμε και να κατακτήσουμε, να το αγκαλιάσουμε; Να δούμε τι είναι αυτό που βελτιώνεται με την ηλικία και να μετριάσουμε τις απώλειες της νεότητας;
Δεν προτείνω να αγνοήσουμε τις πολύ πραγματικές δυσκολίες, τόσο σωματικές όσο και ψυχολογικές, που συνοδεύουν τα γηρατειά. Όμως, ίσως θα μπορούσαμε να δούμε αυτές τις δυσκολίες χωρίς κριτική ή ντροπή και αντιθέτως να αναζητήσουμε ευχάριστους τρόπους να τις διαχειριστούμε.
Ingrid Fetell Lee