Πώς αλλάζουν οι ανθρώπινες σχέσεις στην εποχή της “εικόνας”: Ο ηθικός πανικός και η σύγχρονη “Ιερά Εξέταση”

Η νέα ιερά εξέταση καίει φήμες, σχέσεις, καριέρες και ενίοτε ψυχές. Το κάνει χωρίς αίμα, αλλά με το ίδιο σαδιστικό βάθος.

Πώς αλλάζουν οι ανθρώπινες σχέσεις στην εποχή της "εικόνας": Ο ηθικός πανικός και η σύγχρονη "Ιερά Εξέταση"

Σε ένα από τα πλέον παράδοξα φαινόμενα της εποχής μας, η κοινωνία που περηφανεύεται για την πρόοδό της στον τομέα των δικαιωμάτων, της ελευθερίας έκφρασης και της αποδοχής της διαφορετικότητας, τείνει ταυτόχρονα να εκφράζει έναν πρωτοφανή ηθικό φανατισμό. Δεν μιλάμε πια για τον λεκέ της αμαρτίας, για το ανάθεμα του ιερέα ή για την κατακραυγή του χωριού. Η δημόσια διαπόμπευση δεν απαιτεί πλέον το ικρίωμα ή τη φωτιά — αρκεί μια οθόνη και ένα hashtag. Στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα, η ιερά εξέταση δεν καταργήθηκε· απλώς ανανεώθηκε αισθητικά.

Η ηθική οργή που εκρήγνυται στα σχόλια κάτω από μια ανάρτηση, η επιμονή να τιμωρηθεί κάποιος «για παραδειγματισμό», η βιασύνη να ταυτοποιηθεί ο φταίχτης, η χαρά που γεννά η καταστροφή της υπόληψης κάποιου άλλου, όλα αυτά δεν είναι παρά εκφάνσεις μιας πολιτισμικής νεύρωσης που φέρει ιστορικές ρίζες.

Advertisment

Ο ηθικός πανικός δεν είναι νέο φαινόμενο. Η κοινωνιολογία τον έχει περιγράψει από τη δεκαετία του 1970 (Cohen, 1972), όταν τα μέσα ενημέρωσης διογκώνουν ένα γεγονός ή μια συμπεριφορά, κατασκευάζοντας έναν «λαϊκό εχθρό» που απειλεί τις αξίες της κοινωνίας. Σήμερα, ο λαϊκός εχθρός δεν χρειάζεται να απειλεί τίποτα. Αρκεί να είναι αντιδημοφιλής σε ένα κυμαινόμενο ρεύμα κοινής γνώμης. Δεν έχει σημασία αν έχει άδικο ή δίκιο. Η κρίση εκτελείται με την ταχύτητα ενός like.

Η ψηφιακή δημόσια διαπόμπευση φέρει τα χαρακτηριστικά της τελετουργίας. Υπάρχει ένα συμβολικό «αμάρτημα» (μια φράση, μια συμπεριφορά, μια αμφισβητήσιμη επιλογή), μια ιερατική κάστα χρηστών που αποφασίζει τι είναι ηθικά ανεκτό, και μια μάζα που αποζητά λύτρωση μέσω της τιμωρίας. Ολόκληρη η διαδικασία αποσκοπεί όχι στην αποκατάσταση κάποιας ζημιάς, αλλά στην κάθαρση της κοινότητας από την παρουσία του «κακού».

Και εδώ εμφανίζεται το πιο ανησυχητικό στοιχείο. Η συλλογική ικανοποίηση. Η χαρά με την οποία αντιμετωπίζεται η πτώση ενός δημόσιου προσώπου, η εξόντωση ενός απλού χρήστη που είπε κάτι άκομψο, η δαιμονοποίηση ανθρώπων χωρίς τη δυνατότητα απολογίας — όλα αυτά υποδηλώνουν ότι η «δικαιοσύνη» στην ψηφιακή εποχή δεν είναι τόσο αναζήτηση αλήθειας όσο ανάγκη εκτόνωσης.

Advertisment

Αυτός ο μηχανισμός ηθικής τιμωρίας διαφέρει από την παραδοσιακή έννοια της δικαιοσύνης. Δεν προβλέπει διαδικασία, δεν προβλέπει αναστοχασμό. Είναι άμεση, συνοπτική, σχεδόν αυτόματη. Αυτό που την καθιστά ακόμα πιο επικίνδυνη είναι η αίσθηση της ηθικής ανωτερότητας που προσφέρει σε όσους συμμετέχουν. Το να αποδοκιμάσεις δημόσια, να «ξεμπροστιάσεις» ή να «ακυρώσεις» κάποιον, προσφέρει ένα αίσθημα κοινωνικής συμμετοχής, μια τελετουργική επιβεβαίωση ότι «ανήκεις» στους καλούς.

Η παλαιά ιερά εξέταση βασιζόταν στην πεποίθηση ότι ο κόσμος κινδυνεύει αν δεν καταστραφούν οι αιρετικοί. Η σύγχρονη εκδοχή της βασίζεται στην ιδέα ότι η κοινωνία είναι «τοξική» και πρέπει να «καθαριστεί». Οι όροι αλλάζουν· το ένστικτο μένει.

Η δομή αυτής της ψηφιακής ηθικής βίας δεν είναι τυχαία. Έχει τα ίδια θεμέλια που εξηγεί ο Durkheim στις αναλύσεις του περί συλλογικής συνείδησης. Η κοινωνία λειτουργεί με μηχανισμούς αυτοπροστασίας, αλλά και αυτοεπιβεβαίωσης. Όταν λείπουν ισχυρά συλλογικά νοήματα (όπως η θρησκεία ή η ιδεολογία), η ανάγκη για ενότητα κατασκευάζεται μέσω του αποκλεισμού. Είναι αυτό που ο René Girard, εμπνευσμένος από την αρχαιοελληνική πρακτική της αποπομπής, περιγράφει. Πώς οι κοινωνίες ενώνουν τις διασπασμένες τους δυνάμεις μέσα από τη θυσία ενός συμβολικού ενόχου — ενός ατόμου που προσωποποιεί τις εντάσεις τους και φορτώνεται τις συλλογικές ενοχές. Η κοινωνική συνοχή επιτυγχάνεται, όχι μέσω συμφιλίωσης, αλλά μέσω εξόντωσης. Σήμερα, αυτός ο κάποιος είναι συνήθως ένα πρόσωπο χωρίς ισχύ, κάποιος που έκανε ένα λάθος, ή κάποιος που απλώς παρέβη μια ορισμένη πολιτική ορθότητα.

Η επιλεκτικότητα με την οποία εφαρμόζεται η δημόσια διαπόμπευση μαρτυρά τη βαθιά κοινωνική της λειτουργία. Συχνά, οι ισχυροί προστατεύονται από ένα πλέγμα επιρροής και επικοινωνιακής διαχείρισης, ενώ οι ανίσχυροι στοχοποιούνται ευκολότερα. Η δύναμη της επίπληξης είναι σχεδόν πάντα επιλεκτική. Κάποιος που παρεκτράπηκε, αλλά δεν έχει κοινό ή εξουσία, μπορεί να συνθλιβεί από τη σιωπηρή συμφωνία ενός αόρατου πλήθους.

Αν αναρωτηθούμε γιατί το φαινόμενο έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, αρκεί να κοιτάξουμε την ψυχολογία της εποχής. Η πολιτισμική ανασφάλεια — η αίσθηση ότι δεν υπάρχει σταθερότητα, ότι όλα είναι ρευστά, ότι απειλούμαστε — γεννά την ανάγκη για ξεκάθαρους κανόνες. Και όποιος τους παραβαίνει, πρέπει να τιμωρηθεί για να καθησυχαστούμε. Ο φόβος γίνεται ηθική.

Η δημόσια διαπόμπευση προσφέρει κάτι ακόμα πιο δελεαστικό. Την ψευδαίσθηση της πολιτικής συμμετοχής. Αφού η πολιτική έχει χάσει την ελκυστικότητά της ή μοιάζει μακρινή και απρόσιτη, το να πάρεις θέση σε ένα «θέμα» γίνεται υποκατάστατο εμπλοκής. Η επίκριση κάποιου στα social media δίνει την εντύπωση ότι κάνεις κάτι, ότι συμμετέχεις σε μια μάχη για το καλό. Το ηθικό κύρος αντικαθιστά τη συλλογική δράση. Αλλά στην πραγματικότητα, δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα παρά μόνο η ψυχολογία των θεατών.

Το πιο τραγικό όμως είναι ότι η δημόσια διαπόμπευση συχνά προβάλλεται ως πράξη προοδευτική. Η καταγγελία συγχέεται με την ηθική εγρήγορση· το να φωνάζεις δυνατά θεωρείται ισοδύναμο του να έχεις δίκιο. Έτσι, η υπεράσπιση δικαιωμάτων εκπίπτει σε ψηφιακό λιθοβολισμό. Ο ακτιβισμός μετατρέπεται σε εθισμό στο δράμα.

Δεν είναι φυσικά όλες οι αντιδράσεις αδικαιολόγητες. Υπάρχουν όντως εγκληματικές συμπεριφορές που πρέπει να αναδεικνύονται, αδικίες που χρειάζονται φωνή. Η αντίδραση εδώ είναι αναγκαία ως πράξη αντίστασης, σε όλα αυτά που διαβρώνουν ζωές, κοινωνίες, τον κόσμο ολόκληρο.  Στην κουλτούρα όμως της επιτήρησης και της καταστροφής ανθρώπων, δεν είναι η αλήθεια που κυνηγάμε, αλλά το θέαμα της πτώσης.

Η νέα ιερά εξέταση καίει φήμες, σχέσεις, καριέρες και ενίοτε ψυχές. Και το κάνει με ευγένεια, με λέξεις όπως «λογοδοσία», «τοξικότητα», «συνέπεια». Το κάνει χωρίς αίμα, αλλά με το ίδιο σαδιστικό βάθος.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια νέα ηθική. Όχι εκείνη που στηρίζεται στο θυμικό του όχλου, αλλά εκείνη που πηγάζει από την κατανόηση. Μια ηθική που να αναγνωρίζει το ανθρώπινο σφάλμα, να επιτρέπει την απολογία, να διαχωρίζει την πράξη από την ύπαρξη. Που να μη βλέπει στους άλλους μόνο ενόχους ή αθώους, αλλά και αδέξιους, μπερδεμένους, φοβισμένους ανθρώπους.

Ίσως τότε να καταφέρουμε να μετατρέψουμε την κοινωνία από ψηφιακό δικαστήριο σε κοινότητα συγκατάβασης. Όχι γιατί δεν έχει σημασία τι λέμε ή τι κάνουμε, αλλά γιατί η κοινωνική υγεία δεν προκύπτει από τις τελετές εξαγνισμού, αλλά από τον αργό και δύσκολο δρόμο της ενσυναίσθησης και του διαλόγου. Μέχρι τότε, ας είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί όταν ανεβαίνουμε στο βάθρο του δικαστή.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

feminist
intellectuals
Από Hotspot σε Flashpoint: Η κρίση του τουρισμού στη Βαρκελώνη και η αντίσταση των πολιτών
Βιβλία στον δρόμο, όνειρα στο μέλλον: Η ήσυχη επανάσταση της εκπαίδευσης

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση