Όταν πέθανε η γυναίκα του Τουάγκ Τσε πήγε να το συλληπηθεί ο HUI SHIH.
Προς μεγάλη του έκπληξη τον βρήκε να τραγουδά, ενώ ταυτόχρονα χτυπούσε ρυθμικά ένα τύμπανο. Στον HUI SHIH που εξέφρασε την απορία του ο Τσουάγκ Τσε απάντησε: Όταν πέθανε η γυναίκα μου, ήταν φυσικό να πονέσω. Αργότερα συγκέντρωσα τις σκέψεις μου πάνω στο νόημα της ύπαρξης: προτού γεννηθεί δεν είχε σωματική μορφή, δεν είχε πνοή. Όμως μετά το σκοτεινό χάος (πριν γίνει ο κόσμος) προέκυψε η γένεση, έτσι προέκυψε και η ζωή της γυναίκας μου.
Advertisment
Τώρα επήλθε μια νέα αλλαγή, πέθανε. Η σειρά αυτών των γεγονότων μοιάζει με την διαδοχή των τεσσάρων εποχών, που αρχίζει με την άνοιξη για να συνεχιστεί με το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και να καταλήξει στο χειμώνα. Νάτηνε τώρα ξαπλωμένη με το πρόσωπο προς τα πάνω, στο άπειρο διάστημα μεταξύ γης και ουρανού.
Εάν λοιπόν συνέχιζα τους λυγμούς, θα συμπεριφερόμουν με τρόπο που θα σήμαινε πως δεν καταλαβαίνω τη μοίρα των πάντων (που είναι η συνεχής μεταβολή).
Γι’ αυτό και συγκρατούμαι.
Λόγια που περικλείουν τόση ανθρωπιά, αλλά και τόσο μεγαλείο, γιατί ανάμεσά τους διαφαίνεται και η οξύτητα του ανθρώπινου πόνου για το χαμό του αγαπητού προσώπου, αλλά και η μεγάλη πνοή του φιλόσοφου που θέλει να τον καταπνίξει επικαλούμενος την παροδικότητα της ύπαρξης”.
Advertisment