Χαλίλ Γκιμπράν: Ο επαναστάτης της αγάπης

Θερμός και ανυπόκριτος αγωνιστής για τα δικαιώματα του ανθρώπου ηταν ο Γκιμπράν, απο τους πιο ξεχωριστούς στην ιστορία των ανθρώπων. Έδωσε μάχη μακρόχρονη και

Θερμός και ανυπόκριτος αγωνιστής για τα δικαιώματα του ανθρώπου ηταν ο Γκιμπράν, απο τους πιο ξεχωριστούς στην ιστορία των ανθρώπων. Έδωσε μάχη μακρόχρονη και σκληρή, για ν’ αναγνωριστούν τα δικαιώματα των νεων, αντρών και γυναικών, στο ζήτημα του έρωτα και του γάμου. Αγωνίστηκε ιδιαίτερα για την κατάργηση των δυναστικών εθίμων και συνηθειών του γάμου που επικρατούσαν απο αιώνες στην κοινωνική δομή των χωρών της Μέσης Ανατολής. Το πιο άδικο απο τα έθιμα αυτα ήταν να αρραβωνιάζουν οι γονείς τα παιδιά τους και να κανονίζουν το γάμο τους χωρίς αυτα να έχουν γνώμη, αλλα και ούτε γνώση πολλές φορές, γιατί τα αρραβώνιαζαν απο πολύ μικρή ηλικία. Η ατομική ελευθερία χτυπιόταν ετσι στο πιο ζωτικό σημείο της.

Όσοι επαναστατούσαν ενάντια στα έθιμα αυτα, τους περίμενε σκληρό χτύπημα, συκοφαντία απο την εκκλησία και την Πολιτεία, απομόνωση και αργός θάνατος, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Όμως η καρδιά του Γκιμπράν είναι μ’ αυτούς τους επαναστάτες, που δεν πετούν στα άχρηστα το χάρισμα της ελευθερίας. Δεν τον τρομάζει ο θάνατος, γιατι «η αγάπη είναι δυνατότερη απο το θάνατο», γράφει. Το έργο του «Ανυπόταχτες Ψυχές» κάηκε δημόσια στη Βηρυτό, με δια

Advertisment

ταγή του σουλτάνου, και ο ιδιος αφορίστηκε απο την Εκκλησία και εξορίστηκε απο την πατρίδα του. Αλλά πέρα απο το θαρραλέο ξεσκέπασμα των καταχρήσεων της εξουσίας, κοσμικής ή θρησκευτικής, ο Γκιμπράν εκφράζει, με τη δύναμη που χαρακτηρίζει τον αληθινά πη
γαίο λόγο, αλήθειες παγκόσμιες κι αιώνιες. Και τις παρουσιάζει με το γοητευτικό ντύμα της παραβολής, κληρονομιά της αρχαίας αραμαικής παράδοσης.

Ξεκάθαρα τονίζει το γεγονός, που ολοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να κατανοήσουν, αλλά που οι πιο πολλοί το αγνοούν, οτι πολύ λίγα είναι τα σπουδαία πράγματα στη ζωή. Πολύ συχνά ο Λιβανέζος ποιητής μας θυμίζει πως αν οι ανθρώπινες σχέσεις πάσχουν, κανένα άλλο μέρος της ζωής δεν μπορεί να εχει μεγάλη σημασία. Μήπως τάχα μπορούν ο πλούτος, ή δύναμη ή το κύρος να αναπληρώσουν τη σιωπηλή αγωνία της προδομένης καρδιάς; Πως μπορεί να υπάρχει χαρά και νόημα στη ζωή μας οταν η αγάπη εξαφανίζεται και η φιλία καταστρέφεται; Για να εξασφαλίσουμε την αληθινή πρόοδό μας, αλλα και αυτή την επιβίωσή μας, οφείλουμε να δυναμώσουμε τους δεσμούς της αδελφικότητας με ολους τους συνανθρώπους μας, χωρίς διάκριση, όπως κάνουμε με τους προσωπικούς και οικογενειακούς δεσμούς μας. Τις αλήθειες αυτές ο Γκιμπράν τις χαράζει στην καρδιά μας, με τη δύναμη του λόγου του, κι εύκολα δεν σβήνουν. Σαν την αθάνατη μουσική του Μπετόβεν, για την οποία ο δημιουργός της ειπε, «Απο την καρδιά ανάβλυσε και στην καρδιά θα τρέξει», τα γραφτά του Γκιμπράν, με την πηγαία ειλικρίνειά τους, φτάνουν στο πιο μεγάλο βάθος της συγκινησιακής και διανοητικής μας επίγνωσης.

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο: Τα σπασμένα Φτερά (Η Λίμνη της Φωτιάς)

Advertisment

Όλα οσα κάνει ο άνθρωπος κρυφά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, θα ξεφανερωθούν στο φως της μέρας. Λόγια που ειπώθηκαν ιδιωτικά θα γίνουν απροσδόκητα κοινή συνομιλία. Πράξεις που κρύβουμε σήμερα στις γωνιές του σπιτιού μας θα τις κραυγάσουν στους δρόμους αύριο. Έτσι ακριβώς τα φαντάσματα της νύχτας αποκάλυψαν
το σκοπό της συνάντησης του επισκόπου Μπούλος Γκαλίμπ με τον Φαρίς Έφάντη Καράμη, και τη συνομιλία τους την ξανάπε όλη η γειτονιά μέχρι που έφτασε στ’ αφτιά μου. Η κουβέντα που έγινε κείνο το βράδυ ανάμεσα στον επίσκοπο Μπούλος Γκαλίμπ και τον Φαρίς Εφάντη δεν είχε
τίποτα να κάνει με τα προβλήματα των φτωχών, των χήρων και των ορφανών. Ο κύριος σκοπός που ο επίσκοπος κάλεσε τον Φαρίς Έφάντη και τον έφερε με το ιδιωτικό του αμάξι στο σπίτι του ήταν να αρραβωνιάσει τον ανεψιό του Μανσούρ Μπέη Γκαλίμπ με τη Σέλμα.

Η Σέλμα ήταν η μοναχοκόρη του πλούσιου Φαρίς Εφάντη, και ο επίσκοπος τη διάλεξε όχι για την ομορφιά της και την ευγένεια του πνεύματός της, αλλα για τα χρήματα του πατέρα της που θα εξασφάλιζαν στο Μανσούρ Μπέη μια σπουδαία περιουσία και θα του έδιναν σημαντι
κή κοινωνική θέση.

Οι θρησκευτικοί αρχηγοί στην Ανατολή δεν ικανοποιούνται με το δικό τους πλούτο, αλλα προσπαθούν να κάνουν όλα τα μέλη των οικογενειών των οικονομικά ανώτερους και καταπιεστές. Η δόξα ενός πρίγκηπα πηγαίνει στον πρωτότοκο γιο του με την κληρονομιά, αλλα το μεγάλο όνομα του θρησκευτικού αρχηγού είναι μεταδοτικό και στα αδέρφια του και στους ανεψιούς του. Έτσι, ο χριστιανός επίσκοπος, και ο μωαμεθανός ιμάμης και ο βραχμάνος ιερέας, γίνονται σαν τα ερπετά της θάλασσας που περισφίγγουν τη λεία τους με πολλές λαβίδες και αναρροφούν το αίμα τους με αναρίθμητα στόματα.

Όταν ο επίσκοπος ζήτησε το χέρι της Σέλμας για τον ανεψιό του, η μόνη απάντηση που έλαβε απο τον πατέρα της ήταν βαθιά σιωπή και δάκρυα, γιατί δεν ήθελε να χάσει το μόνο του παιδί. Η ψυχή κάθε πατέρα τρέμει όταν χωρίζεται απο τη μοναχοκόρη του, που τη μεγάλωσε και την έφτασε σε ηλικία γάμου.

Η λύπη των γονέων για το γάμο μιας θυγατέρας είναι ιση με τη χαρά τους για το γάμο ενος γιού, γιατί ο γιος φέρνει στην οικογένεια ενα καινούργιο μέλος, ενω η κόρη, με το γάμο της, φεύγει για πάντα απο κοντά τους. Ο Φαρίς Εφάντη αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην απαίτηση του επισκόπου, να υπακούσει στη θέλησή του χωρίς να το θέλει, γιατί ήξερε τον ανεψιό του επισκόπου πολύ καλά, ήξερε οτι ήταν άνθρωπος επικίνδυνος, γεμάτος μίσος, πονηριά και διαφθορά.

Στο Λίβανο, κανένας χριστιανός δε θα μπορούσε να αντιταχτεί στον επίσκοπο του και μετά να διατηρήσει την κα
λή του θέση. Κανένας δε θα μπορούσε να παρακούσει το θρησκευτικό του αρχηγό και μετά να εχει την καλή του φήμη. Το μάτι δε θα μπορούσε να αντισταθεί σε μία λόγχη χωρίς να τρυπηθεί, και το χέρι δε θα μπορούσε να πιάσει ενα σπαθί χωρίς να κοπεί.

Αν υποθέσουμε πως ο Φαρίς Εφάντη ειχε αντισταθεί στη θέληση του επισκόπου, τότε η καλή φήμη της Σέλμας θα καταστρεφόταν και τ’ ονομά της θα βρωμιζόταν απο τη
λάσπη των γλωσσών και των χειλιών. Σύμφωνα με την πονηριά της αλεπούς, τα τσαμπιά των σταφυλιών που βρίσκονται ψηλά και δεν μπορεί να τα φτάσει, είναι ξυνά. Έτσι η μοίρα άρπαξε τη Σέλμα και την οδήγησε σαν.

ταπεινωμένο σκλάβο στο δρόμο των δυστυχισμένων γυναικών της Ανατολής, κι ετσι αυτό το ευγενικό πνεύμα έπεσε στην παγίδα αφού πρώτα πέταξε ελεύθερα με τα κάτασπρα φτερούγια της αγάπης σ’ έναν ουρανό γεμάτο με το φως του φεγγαριού κι αρωματισμένο με το άρωμα των λουλουδιών. Σε ορισμένες χώρες, ο πλούτος των γονέων είναι πηγή δυστυχίας για τα παιδιά τους. Το μεγάλο σιδερένιο σεντούκι που χρησίμευσε στον πατέρα και στη μητέρα σα χρηματοκιβώτιο του πλούτου τους, γίνεται μια στενή, σκοτεινή φυλακή για τις ψυχές των κληρονόμων τους. Το παντοδύναμο χρήμα που λατρεύουν οι άνθρωποι γίνεται ενας δαίμονας που τυράννα το πνεύμα και σκοτώνει την καρδιά. Η Σέλμα Καράμη ήταν ενα απο αυτά τα θύματα του πλούτου των γονιών και της άπληστης λαιμαργίας των γαμπρών. Αν δεν υπήρχε ο πλούτος του πατέρα της, η Σέλμα θα ζούσε ακόμη ευτυχισμένη.

Πέρασε μια βδομάδα, και η αγάπη της Σέλμας ήταν η μόνη μου παρηγοριά, που μου τραγουδούσε τραγούδια ευτυχίας τη νύχτα, και με ξυπνούσε την αυγή, και μ’ έκανε να νιώσω το νόημα της ζωής και τα μυστικά της φύσης.
Είναι μια ουράνια αγάπη ελεύθερη απο τη ζήλεια, πλούσια και άβλαβη για το πνεύμα. Είναι μια βαθιά συγγένεια που
λούζει την ψυχή στην ευλογία, μια βαθιά πείνα για στοργή που, όταν ικανοποιηθεί, γεμίζει την ψυχή με γενναιοδωρία. μια τρυφεράδα που γεννά ελπίδες χωρις να ταρά
ζει την ψυχή, και μεταμορφώνει τη γη σε παράδεισο και τη ζωή σ’ ενα γλυκό και όμορφο όνειρο. Τα πρωινά, όταν περπατούσα στα χωράφια, έβλεπα την αποδειξη της αιω
νιότητας στο ξύπνημα της φύσης, κι όταν καθόμουν στην ακρογιαλιά, άκουγα τα κύματα να τραγουδούν το τραγούδι του αιώνιου. Κι όταν περπατούσα στους δρόμους, έβλεπα την ομορφιά της ζωής και το θαύμα της ανθρωπότητας στα πρόσωπα των περαστικών και στις κινήσεις των εργατών.

Οι μέρες αυτές πέρασαν σα φαντάσματα κι εξαφανίστηκαν σα σύννεφα, και σε λίγο δεν έμεινε τίποτα για μένα εκτος απο θλιβερές αναμνήσεις. Τα μάτια που είχα για να
βλέπω την ομορφιά της άνοιξης και το ξύπνημα της φύσης,
δεν έβλεπαν πια τίποτ’ άλλο εκτος απο τη μανία της καταιγίδας και την αθλιότητα του χειμώνα. Τα αφτιά με τα όποια πριν άκουγα με χαρά το τραγούδι των κυμάτων, δεν μπορούσαν τώρα ν’ ακούσουν άλλο απο τις κραυγές του ανέμου και τη λύσσα της θάλασσας που χτυπούσε στους βράχους. Η ψυχή που ειχε άντικρύσει μ’ ευτυχία την ακούραστη κίνηση των ανθρώπων και το μεγαλείο του σύμπαντος, βασανιζόταν τώρα απο τη γνώση της απογοήτευσης και της αποτυχίας. Τίποτα δεν ηταν πιο ωραίο απο κείνες τις μέρες της αγάπης και τίποτα πιο φριχτό απο κείνες τις φριχτές νύχτες της θλίψης.

Όταν δεν μπορούσα άλλο να αντισταθώ στην παρόρμηση μου, πήγα, στο τέλος της βδομάδας, άλλη μια φορά στο σπίτι της Σέλμας – το ιερό που ειχε χτίσει η ομορφιά κι
ειχε ευλογήσει η αγάπη, και που το πνεύμα θα μπορούσε να λατρεύει κι η καρδιά να γονατίζει ταπεινή και να προσεύχεται. Όταν μπήκα στον κήπο, ένιωσα μια δύναμη να με διώχνει μακριά απο αυτό τον κόσμο και να με τοποθετεί σε μια σφαίρα υπερφυσικά ελεύθερη απο τον αγώνα και τα βάσανα. Σαν το μύστη που δέχεται μια αποκάλυψη του ουρανού, ειδα τον εαυτό μου ανάμεσα σε δέντρα και λουλούδια, και καθώς πλησίασα στην είσοδο του σπιτιού, ειδα τη Σέλμα να κάθεται στο παγκάκι, στον ίσκιο του γιασεμιού, όπου είχαμε καθίσει και οι δυο μαζί την περασμένη βδομάδα, τη νύχτα εκείνη που η πρόνοια ειχε διαλέξει για την αρχή της ευτυχίας μου και της θλίψης μου.

Η Σέλμα δεν έκανε καμιά κίνηση και δεν είπε τίποτα καθώς πλησίασα κοντά της. Φαινόταν σα να ειχε νιώσει διαισθητικά οτι θα ‘ρχόμουν, και όταν κάθισα κοντά της, με κοίταξε για μια στιγμή κι αναστέναξε βαθιά, μετά ύψωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον ουρανό. Κι υστέρα απο λίγες στιγμές μαγικής σιωπής, ξαναγύρισε προς έμενα και τρέμοντας πήρε το χέρι μου και ειπε με αδύναμη φωνή, «Κοίταξέ με, φίλε μου. παρατήρησε το πρόσωπό μου και διάβασε σ’ αυτό ο,τι θέλεις να μάθεις και ο,τι δεν μπορώ
να σου πω. Κοίταξέ με, αγαπημένε μου… Κοίταξέ με, αδερφέ μου…»

Κοίταξα το πρόσωπό της έντονα και είδα οτι τα μάτια εκείνα, που λίγες μέρες πριν χαμογελούσαν σα χείλη και
κουνιόνταν ζωηρά σαν τα φτερά του αηδονιού, είχαν κιόλας καταποντιστεί κι έκαιγαν απο τη θλίψη και τον πόνο.
Το πρόσωπό της, που έμοιαζε πριν με τα ανοιχτά και ήλιοφιλημένα φύλλα του κρίνου, ειχε μαραθεί και ειχε γίνει άχρωμο. Τα γλυκά της χείλη ηταν σα δυο μαραμένα ρόδα που το φθινόπωρο ειχε παρατήσει πάνω στους μίσχους τους. Ο λαιμός της, που ήταν πριν μια στήλη φιλντισένια, ειχε τώρα μια κλίση προς τα εμπρός σα να μη μπορούσε να βαστάξει το φορτίο της θλίψης που βάραινε μέσα στο κεφάλι της.

Παρατήρησα ολες αυτές τις αλλαγές στο πρόσωπό της Σέλμας, αλλα για μένα ολα αυτά ήταν σαν ενα σύννεφο διαβατικό που σκέπαζε την οψη του φεγγαριού και το έκα
νε πιο όμορφο. Μια έκφραση που φανερώνει κάποια εσωτερική αγωνία προσθέτει κι άλλη ομορφιά στο πρόσωπο,
άσχετα με την τραγωδία και τον πόνο που φανερώνει. αλλά το πρόσωπο που, μέσα στη σιωπή του, δε φανερώνει κά
ποια κρυμμένα μυστήρια δεν είναι όμορφο, άσχετα απο τη συμμετρία των χαρακτηριστικών. Η κούπα του κρασιού δεν προκαλεί τα χείλη μας παρά μόνο αν μπορούμε να δούμε το χρώμα του κρασιού μέσα απο το διάφανο γυαλί.
Η Σέλμα, εκείνο το βράδυ, ήταν σα μια κούπα γεμάτη απο ουράνιο κρασί, μίγμα της γλύκας και της πίκρας της ζωής. Χωρις να το ξέρει, η Σέλμα συμβόλιζε τη γυναίκα της Ανατολής που ποτέ δε φεύγει απο το σπίτι των γονιών της ως τη μέρα που θα βάλει γυρω στο λαιμό της το βαρύ ζυγό του συζύγου της, που ποτέ δε φεύγει απο την αγκαλιά
της αγαπημένης της μητέρας ως τη μέρα που πρέπει να φύγει σα σκλάβα, και να υποφέρει τη σκληρότητα της μητέρας του συζύγου της.

Συνέχισα να παρατηρώ τη Σέλμα και ν’ ακούω την αγωνία της ψυχής της και να υποφέρω μαζι της μέχρι που
ένιωσα πως ο χρόνος ειχε σταματήσει και το σύμπαν ειχε πάψει να υπάρχει. Δεν έβλεπα παρά μονάχα τα δυο μεγάλα της μάτια που με κοίταζαν σταθερά, και δεν ένιωθα άλλο απο το κρύο, τρεμάμενο χέρι της που κρατούσε το δικό μου.

Ξύπνησα απο το λήθαργό μου, όταν άκουσα τη Σέλμα να λεει ήσυχα, «Έλα, αγαπημένε μου, ας κουβεντιάσουμε
το φριχτό μέλλον πριν φτάσει. Ο πατέρας μου μόλις έφυγε απο το σπίτι και παει να δει τον άντρα που θα γίνει ο σύντροφός μου μέχρι το θάνατό μου. Ο πατέρας μου, που ο Θεός τον διάλεξε για το σκοπό της ύπαρξής μου, θα συναντήσει τον άντρα που ο κόσμος διάλεξε να γίνει κύριός μου για την υπόλοιπη ζωή μου. Στην καρδιά αυτής της πόλης, ο γέρος που με συνόδευε στη νιότη της ζωής μου, θα συναντήσει το νεο που θα είναι ο συνοδός μου για ολα τα ερχόμενα χρόνια μου. αποψε οι δυο οικογένειες θα ορίσουν τη μέρα του γάμου. Τι παράξενη και απερίγραπτη ωρα! Την περασμένη βδομάδα, τέτοια ώρα, κάτω απ’ αυτό το δέντρο του γιασεμιού, η αγάπη αγκάλιασε την ψυχή μου για πρώτη φορά, ενω το πεπρωμένο έγραφε την πρώτη λέξη στην ιστορία της ζωης μου στο αρχοντικό του επισκόπου. Τώρα, ενω ο πατέρας μου και ο αρραβωνιαστικός μου κανονίζουν τη μέρα του γάμου, βλέπω το πνεύμα σου να τριγυρίζει γύρω μου, οπως το διψασμένο πουλί σιγοπετά πάνω απο μια πηγή νερού που τη φρουρεί ενα πεινασμένο ερπετό. Ω, πόσο μεγάλη είναι αυτή η νύχτα και πόσο βαθύ το μυστήριό της!»

Ακούγοντας αυτα τα λόγια, ένιωσα οτι το σκοτεινό πνεύμα της απελπισίας άρπαζε την αγάπη μας για να την πνίξει πάνω στη γέννησή της, και απάντησα, «Το πουλί αυτό θα μείνει εκει και θα σιγοπετα πάνω απο την πηγή του νερού μέχρι που η δίψα να το σκοτώσει ή μέχρι να πέσει στην
παγίδα του ερπετού και να γίνει λεία του.»

Η Σέλμα απάντησε, «Όχι , αγαπημένε μου, το αηδόνι αυτό πρέπει να μείνει ζωντανό και να τραγουδήσει ωσότου σκοτεινιάσει, ωσότου περάσει η άνοιξη, ως το τέλος του
κόσμου, και να συνεχίσει να τραγουδά αιώνια. Η λαλιά του δεν πρέπει να σωπάσει, γιατί αυτή φέρνει ζωή στην καρδιά μου, τα φτερά του δεν πρέπει να σπάσουν, γιατί το φτερούγισμα τους διώχνει το σύννεφο απο την ψυχή μου.» Τότε, ψιθύρισα, «Σέλμα, αγαπημένη μου, η δίψα θα το εξουθενώσει. κι ο φόβος θα το σκοτώσει.»

Η Σέλμα απάντησε αμέσως με χείλη που έτρεμαν, «Η δίψα της ψυχής είναι πιο γλυκειά απο το κρασί των υλικών πραγμάτων, κι ο φόβος του πνεύματος είναι πιο ακριβός απο την ασφάλεια του σώματος. Άκουσε όμως, αγαπημένε μου, άκου προσεκτικά, στέκομαι σήμερα στην πόρτα μιας καινούργιας ζωης για την οποία δεν ξέρω τίποτα. Είμαι σαν τον τυφλό που ψάχνει το δρόμο του για να μη πέσει. Ο πλούτος του πατέρα μου μ’ έριξε στο σκλαβοπάζαρο, κι ο άντρας αυτός με αγόρασε. Ούτε τον ξέρω, ούτε τον αγαπώ, αλλα θα μάθω να τον αγαπώ, και θα τον υπακούω, θα τον υπηρετώ, και θα τον κάνω ευτυχισμένο, θα του δώσω ολα οσα μπορεί να δώσει μια αδύναμη γυναίκα
σ’ ενα δυνατό άντρα. αλλα εσυ, αγαπημένε μου, βρίσκεσαι ακόμα στην άνοιξη της ζωης. Μπορείς να περπατήσεις ελεύθερα πάνω στον πλατύ δρόμο της ζωής που είναι στρωμένος με λουλούδια. Είσαι ελεύθερος να διασχίσεις τον κόσμο και να κάνεις την καρδιά σου πυρσό που θα φωτίσει το δρόμο σου. Μπορείς να σκεφτείς, να μιλήσεις, και να δράσεις ελεύθερα μπορείς να γράψεις το ονομά σου πάνω στην όψη της ζωης γιατί
είσαι άντρας. μπορείς να ζήσεις σαν αφέντης γιατί ο πλούτος του πατέρα σου δε θα σε ρίξει στο σκλαβοπάζαρο, στην
αγοραπωλησία. μπορείς να παντρευτείς τη γυναίκα που θα διαλέξεις και, πριν αυτή κατοικήσει στο σπίτι σου, μπορείς να την αφήσεις να κατοικήσει στην καρδιά σου και να ανταλλαξεις τα μυστικά σου χωρις εμπόδιο.»

Σιωπή βασίλεψε για μια στιγμή, και μετά η Σέλμα συνέχισε, «αλλα, είναι τάχα η ζωή που σπάζει την ένωσή μας για να μπορέσεις εσυ να φτάσεις στη δόξα του άντρα κι εγω στο καθήκον της γυναίκας; Είναι τάχα γι’ αυτο που η κοιλάδα απορροφά το τραγούδι του αηδονιού στα βάθη της, κι ο άνεμος διασκορπίζει τα πέταλα του ρόδου και τα πόδια ποδοπατούν την κούπα του κρασιού; Ήταν λοιπόν μάταιες ολες αυτές οι νύχτες που περάσαμε στο φως του φεγγαριού δίπλα στο δέντρο του γιασεμιού όπου ενώθηκαν οι ψυχές μας; Πετάξαμε ορμητικά προς τα άστρα οπου οι φτερούγες μας κουράστηκαν, και κατεβαίνουμε τώρα προς την άβυσσο; Ή μήπως η αγάπη ήταν κοιμισμένη όταν ήρθε σε μας, κι όταν ξύπνησε, θύμωσε κι αποφάσισε να μας τιμωρήσει; Ή μήπως τα πνεύματά μας μετατρέψανε την αύρα της νύχτας σε άνεμο που μας έκανε κομμάτια και μας πέταξε σα σκόνη στο βάθος της κοιλάδας; Δεν παρακούσαμε καμιά εντολή, ουτε γευτήκαμε καρπό απαγορευμένο, τι ειναι κείνο λοιπόν που μας αναγκάζει να φύγουμε απο τον παράδεισο; Ποτέ δε συνωμοτήσαμε ουτε κάναμε στάση, γιατί λοιπόν κατεβαίνουμε στην κόλαση; Όχι, οχι, οι στιγμές που μας ένωσαν είναι μεγαλύτερες κι απο τους αιώνες, και το φως που φώτισε τα πνεύματά μας είναι πιο δυνατό απ’ το σκοτάδι. κι αν η καταιγίδα μας ξεχωρίσει πάνω σ’ αυτό τον άγριο ωκεανό, τα κύματα θα μας ενώσουν πάνω στη γαλήνια ακροθαλασσιά. κι αν αυτή η ζωή μας σκοτώσει, ο θάνατος θα μας ενώσει. Η καρδιά της γυναίκας δεν αλλαζει με τον καιρό ή με τις εποχές. ακόμα κι αν πεθάνει για πάντα, ποτέ δε θα χαθεί. Η καρδιά της γυναίκας είναι σαν ενα χωράφι που μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. οταν τα δέντρα ξεριζωθούν, κι η χλόη κατακαεί και οι βράχοι κοκκινίσουν απο το αίμα και η γη φυτευτεί με κόκκαλα και κρανία, είναι και πάλι ήρεμη και σιωπηλή σα να μην έγινε τίποτα. γιατί η άνοιξη και το φθινόπωρο θα ξανάρθουν στην ωρα τους και θα ξαναρχίσουν τη δουλειά τους.

Και τώρα, αγαπημένε μου, τι θα κάνουμε; Πως θα χωρίσουμε και πότε θα ξανανταμώσουμε; Θα δούμε την αγάπη σαν έναν ξένο επισκέπτη που ήρθε σε μας το βράδυ κι έφυγε το πρωί; Ή θα υποθέσουμε οτι η αγάπη μας ήταν ενα όνειρο που ήρθε στον ύπνο μας και έσβησε όταν ξυπνήραμε;

Θα σκεφτούμε οτι η βδομάδα αύτη ήταν μια ωρα μέθης που πρέπει τώρα να αντικατασταθεί απο τη νηφαλιότητα; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και άφησέ με να σε κοιτάξω, αγαπημένε μου. άνοιξε τα χείλη σου κι άφησε να ακούσω τη φωνή σου. μίλησέ μου! Θα με θυμάσαι όταν η τρικυμία θα εχει καταποντίσει το καράβι της αγάπης μας; Θα ακούς το θρόϊσμα των φτερών μου στη σιωπή της νύχτας; θ’ άκούς το πνεύμα μου να φτερουγίζει πάνω σου; Θα ακούς τους αναστεναγμούς μου; Θα βλέπεις τη σκια μου να πλησιάζει μαζί με τις σκιές του σούρουπου και να εξαφανίζεται με το ρόδισμα της αυγής; Πες μου, αγαπημένε μου, τι θα είσαι μετά απο τις στιγμές που ήσουν μαγική ακτίνα για τα μάτια μου, γλυκό τραγούδι για τα αφτιά μου, και φτερά για την ψυχή μου; Τι θα είσαι;»

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η καρδιά μου έλιωσε και της απάντησα, «Θα είμαι ό,τι θέλεις εσύ να είμαι, αγαπημένη μου.»

Μετά εκείνη ειπε, «Θέλω να μ’ αγαπάς όπως ο ποιητής αγαπά τις θλιβερές του σκέψεις. Θέλω να με θυμάσαι όπως ο ταξιδιώτης θυμάται την ήρεμη λιμνούλα όπου είδε την εικόνα του καθώς έπινε το νερό της. Θέλω να με θυμάσαι όπως η μητέρα θυμάται το παιδί της που πέθανε πριν δει το φως. Και θέλω να με θυμάσαι, όπως ο σπλαχνι
κός βασιλιάς θυμάται το φυλακισμένο που πέθανε πριν τον προλάβει η συγνώμη του. Θέλω να εισαι ο σύντροφός μου και να επισκέφτεσαι τον πατέρα μου και να τον παρηγορείς στη μοναξιά του, γιατί πολύ σύντομα θα τον εγκαταλείψω και θα είμαι μια ξένη γι’ αυτόν.»

Της απάντησα, λέγοντας, «Θα κάνω ολα οσα μου ειπες και θα κάνω την ψυχή μου περιτύλιγμα για τη δική σου ψυχή, και την καρδιά μου κατοικία για την ομορφιά σου
και τα στήθη μου τάφο για τις λύπες σου. Θα σε αγαπώ,
Σέλμα, οπως τα λιβάδια αγαπούν την άνοιξη, και θα ζω με σένα τη ζωή του λουλουδιού κάτω απο τις ακτίνες του ήλιου, θα τραγουδώ το ονομά σου οπως η κοιλάδα τραγουδά την ηχω απο τις καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού. θα ακούω τη γλώσσα της ψυχής σου οπως η ακρογιαλιά ακούει τις ιστορίες των κυμάτων. Θα σε θυμάμαι οπως ο ξενιτεμένος θυμάται την αγαπημένη του πατρίδα, κι οπως ο πεινασμένος θυμάται το φαί, κι οπως ο εκθρονισμένος βασιλιάς θυμάται τις μέρες της δόξας του, κι οπως ο φυλακισμένος θυμάται τις μέρες της ελευθερίας και της ευτυχίας. Θα σε θυμάμαι οπως ο θεριστής θυμάται τα δέματα του σταριού στο χωράφι του, κι οπως ο βοσκός θυμάται τα πράσινα λιβάδια και τα πανέμορφα ρυάκια.»

Η Σέλμα άκουσε τα λόγια μου με καρδιοχτύπι και ειπε, «Αύριο η αλήθεια θα γίνει φάντασμα και το ξύπνημα θα εί
ναι σαν όνειρο. Μπορεί ένας εραστής να ευχαριστηθεί αγκαλιάζοντας ενα φάντασμα, ή μπορεί ένας διψασμένος να σβήσει τη δίψα του απο την πηγή ενός ονείρου;» Της απάντησα, «Αύριο, η μοίρα θα σε φέρει σε μια ειρηνική οικογένεια, ενω εμένα θα με στείλει στον κόσμο του αγώνα και της μάχης. Εσύ θα βρίσκεσαι στο σπίτι ενός ανθρώπου που η τύχη τον έκανε πολύ ευτυχισμένο με την ομορφιά σου και την αρετή σου, ενω εγω θα ζω μια ζωή πόνου και φόβου. Εσυ θα περάσεις την πύλη της ζωής, ενω εγω θα περάσω την πύλη του θανάτου.

Εσένα θα σε δεχτούν φιλόξενα, ενω εγω θα ζω στη μοναξιά, αλλα θα στήσω ενα άγαλμα της αγάπης και θα το λατρεύω στην κοιλάδα του θανάτου. Η αγάπη θα είναι η μόνη μου παρηγοριά, και θα πίνω την αγάπη σαν κρασί και θα τη φορώ σα ρούχο. Την αυγή, η αγάπη θα με ξυπνά απο τον ύπνο και θα με οδηγεί στα μακρινά χωράφια, ενω το μεσημέρι θα με φέρνει κάτω απο τις σκιές των δέντρων, όπου θα βρίσκω καταφύγιο μαζί με τα πουλιά απο τη ζέστη του ήλιου. Το βράδυ, θα με κάνει να σταματώ μπροστά στο ηλιοβασίλεμα για ν’ ακούσω το αποχαιρετιστήριο τραγούδι της φύσης προς το φως της μέρας και θα μου δείχνει τ’ άπιαστα σύννεφα που θα ταξιδεύουν στον ουρανό. Τι
νύχτα, η αγάπη θα μ’ αγκαλιάζει και θα κοιμούμαι και θα ονειρεύομαι τον ουράνιο κόσμο όπου κατοικούν τα πνεύματα των εραστών και των ποιητών. Την άνοιξη θα περπατώ χέρι με χέρι με την αγάπη ανάμεσα στις βιολέτες και τα γιασεμιά και θα πίνω τις τελευταίες σταγόνες του χειμώνα μέσα στις κούπες των κρίνων. Το καλοκαίρι θα κάνουμε μαξιλάρι μας τα δεμάτια του χόρτου και τη χλόη κρεβάτι μας κι ο γαλάζιος ουρανός θα μας σκεπάζει καθώς θα ατενίζουμε τα άστρα και το φεγγάρι. Το φθινόπωρο, η αγάπη κι εγω θα πάμε στο αμπέλι και θα καθίσουμε κοντά στο πατητήρι και θα παρατηρούμε τα σταφύλια που θα ξεχύνουν το γλυκό χυμό τους και τα κο
πάδια των πουλιών που θα μεταναστεύουν πετώντας πάνω μας. Το χειμώνα, θα καθόμαστε στο τζάκι και θα διηγούμαστε ιστορίες του παλιού καιρού και των μακρινών χωρών. Σ’ όλη τη νιότη μου, η αγάπη θα είναι δάσκαλός μου. στη μέση ηλικία, η βοήθειά μου. και στα γερατειά, η χαρά μου. Η αγάπη, αγαπημένη μου Σέλμα, θα μείνει μαζί μου ως το τέλος της ζωής μου, και μετά το θάνατο το χέρι του Θεού θα μας ενώσει πάλι!»

Όλα αυτά τα λόγια βγήκαν απο τα βάθη της καρδιάς μου σα φλόγες της φωτιάς που πηδούν ορμητικά απο το
τζάκι και μετά εξαφανίζονται μέσα στις στάχτες. Η Σέλμα έκλαιγε ωσάν τα μάτια της να ήταν χείλη που απαντούσαν στα λόγια μου με δάκρυα.

Οι άνθρωποι εκείνοι που η αγάπη δεν τους έχει δώσει φτερά δεν μπορούν να πετάξουν πάνω απο το σύννεφο των
φαινομένων για να δουν το μαγικό κόσμο όπου το πνεύμα της Σέλμας και το δικό μου κατοικούσαν μαζι σ’ εκείνη τη θλιβερά ευτυχισμένη ώρα. Εκείνοι, που η αγάπη δεν τους διάλεξε δικούς της, δεν ακούν το κάλεσμά της. Η ιστορία μου αυτή δεν είναι για κείνους. Ακόμα κι αν καταλάβουν αυτές τις σελίδες, δε θα μπορούσαν να πιάσουν τις άπιαστες σα σκιές έννοιες που δεν μπορούν να ντυθούν με λόγια και δεν μπορούν να κατοικήσουν πάνω στο χαρτί, αλλα τι ανθρώπινο πλάσμα είναι εκείνο που ποτέ δε γεύτηκε κρασί απο την κούπα της αγάπης και τι πνεύμα είναι κείνο που ποτέ δε στάθηκε ταπεινά μπροστά στον αναμμένο βωμό του ναού εκείνου που το δάπεδό του είναι στρωμένο με τις καρδιές των αντρών και των γυναικών και που ο θόλος του είναι η μυστική στέγη των ονείρων; Τι λουλούδι είναι κείνο που στα φύλλα του η αυγή δε στάλαξε ποτέ τι δροσιά της. τι ποταμάκι είναι κείνο που έχασε την πορεία του χωρίς να κατεβεί στη θάλασσα;

Η Σέλμα ανασήκωσε το κεφάλι της προς τον ουρανό και ατένισε τ’ άστρα που στόλιζαν το στερέωμα. Άπλωσε τα χέρια της. τα μάτια της μεγάλωσαν και τα χείλη της έτρεμαν. Πάνω στο ωχρό πρόσωπό της έβλεπα τα σημάδια της θλίψης, της καταπίεσης, της απελπισίας και του πόνου. Ύστερα κραύγασε, «Ω , Κύριε, τι έχει κάνει μια γυναίκα που να σε πρόσβαλε; Τι αμάρτημα διέπραξε για ν’ αξίζει τέτοια τιμωρία; Για ποιο έγκλημα την καταδικάζεις σε αιώ νια καταδίκη; Ω, Κύριε, εσύ είσαι δυνατός κι εγω ειμαι αδύνατη. Γιατί με κάνεις να υποφέρω; Εσύ είσαι μεγάλος και παντοδύναμος, ενω εγω είμαι τίποτα, ενα μικροσκοπικό πλάσμα που σέρνεται μπροστά στο θρόνο σου. Γιατί με σύντριψες με το πόδι σου; Εσυ είσαι μια ορμητική καταιγίδα κι εγω είμαι σαν τη σκόνη. γιατί, Κύριε μου, μ’ έριξες πάνω στην κρύα γη ; Εσυ είσαι δυνατός κι εγω είμαι αβοήθητη. γιατί με πολεμάς; Εσυ είσαι μεγαλοδύναμος, κι εγω είμαι φρόνιμη. γιατί με καταστρέφεις;

Εσύ έπλασες τη γυναίκα με την αγάπη, και γιατί με την αγάπη πάλι την καταστρέφεις; Με το δεξί σου χέρι την ανεβάζεις και με το αριστερό σου τη ρίχνεις στην άβυσσο. Κι εκείνη δεν ξέρει το γιατί. Στο στόμα της φύσηξες την πνοή της ζωής, και στην καρδιά της έσπειρες τους σπόρους του θανάτου. Εσυ της δείχνεις το μονοπάτι της ευτυχίας, αλλα εσυ την οδηγείς στο δρόμο της αθλιότητας. Στο στόμα της βάζεις ενα τραγούδι ευτυχίας, αλλα μετά σφαλνάς τα χείλη της με τον πόνο και δένεις τη γλώσσα της με την αγωνία. Με τα μυστηριώδη δάχτυλά σου δένεις τις πληγές της, και με τα χέρια σου σφίγγεις το σχοινί του πόνου γύρω απο τη χαρά της. Στο κρεβάτι της έχεις κρύψει χαρά και ειρήνη, αλλα δίπλα σ’ αυτό χτίζεις εμπόδια και φόβο. Διαγείρεις την αγάπη της με τη θέλησή σου, κι απ’ την αγάπη της γεννιέται ντροπή. Με τη θέλησή σου της δείχνεις την ομορφιά της δημιουργίας, αλλα η αγάπη της για την ομορφιά γίνεται φοβερός λιμός. Εσυ την κάνεις να πίνει τη ζωή στην κούπα του θανάτου, και το θάνατο στην κούπα της ζωης. Εσυ την εξαγνίζεις με τα δάκρυα και με τα δάκρυα η ζωη της χάνεται. Ω, Κύριε, εσυ άνοιξες τα μάτια μου με την αγάπη, και με την αγάπη με τύφλωσες. Με φίλησες με τα χείλη σου και με το βαρύ σου χέρι με χτύπησες. Εσυ φύτεψες στην καρδιά μου ενα λευκό ρόδο και γύρω απο το ρόδο ενα φράχτη απο αγκάθια. Εσυ έδεσες το παρόν μου με το πνεύμα ενος νέου άντρα που αγαπώ, αλλα έδεσες τη ζωή μου με έναν άγνωστο άντρα. Βοήθησέ με λοιπόν, Κύριε μου, να φανώ δυνατή σ’ αυτόν το θανατερό αγώνα και βοήθα με να μείνω πιστή και ενάρετη ως το θάνατο. Ας γίνει το θέλημά σου, ω, Κύριε και Θεέ μου.»
Ακολούθησε σιωπή. Η Σέλμα χαμήλωσε το βλέμμα της ωχρή και αδύναμη. τα χέρια της κρεμάστηκαν κάτω και το κεφάλι της έγειρε, και μου φάνηκε ωσάν η καταιγίδα να ειχε σπάσει το κλαδί του δέντρου και να το ειχε ρίξει χάμω για να ξεραθεί και να χαθεί.

Έπιασα το κρύο της χέρι και το φίλησα, αλλα οταν δοκίμασα να την παρηγορήσω, ήμουν εγω που ειχα ανάγκη απο παρηγοριά περισσότερο απο εκείνη. Έμεινα σιωπηλός,
σκεφτόμουν τη δυστυχία μας κι άκουγα το καρδιοχτύπι μου. Κανείς μας δεν ειπε άλλη λέξη.

Ο δυνατός πόνος είναι άφωνος, κι έτσι καθόμασταν σιωπηλοί σαν πετρωμένοι, σα στήλες μαρμάρινες που θάφτηκαν κάτω απο την άμμο του σεισμού. Κανείς μας δεν επι
θυμούσε ν’ ακούσει τον άλλο, γιατί τα νήματα της καρδιάς μας είχαν αδυνατίσει, κι ακόμα και η ανάσα μας θα μπορούσε να τα σπάσει.

Ήταν μεσάνυχτα και είδαμε το μισοφέγγαρο που ανέβαινε πίσω απο το όρος Σανίν κι έμοιαζε, ανάμεσα στ’ αστέρια, σαν το πρόσωπο κάποιου νεκρού μέσα στο κιβούρι που το τριγυρίζουν τα αχνά φώτα των κεριών. Και ολάκερος ο Λίβανος έμοιαζε με κάποιο γέρο που η ράχη του είχε γείρει απο τα χρόνια και που τα μάτια του ήταν το λιμάνι της αγρύπνιας, που παραφύλαγε στο σκοτάδι και περίμενε την αυγή, σαν κάποιος βασιλιάς που καθόταν πάνω στις στάχτες του θρόνου του στα ερείπια του παλατιού του. Τα βουνά, τα δέντρα και τα ποτάμια αλλαζουν την οψη τους ανάλογα με τις μεταβολές των καιρών και των εποχών, οπως ο άνθρωπος αλλαζει ανάλογα με τις εμπειρίες και τα συναισθήματά του. Η μεγαλόπρεπη λεύκα που μοιάζει με νύφη τη μέρα, μοιάζει με στήλη καπνού τη νύχτα. Ο πελώριος βράχος που στέκεται μεγαλόπρεπος και απορ

θητος το μεσημέρι φαίνεται τη νύχτα σαν άθλιος ζητιάνος, που εχει για κρεβάτι του τη γη και τον ουρανό για σκέπασμα του. και το ποταμάκι που το βλέπουμε να λαμποκοπά στο πρωινό φως και το ακούμε να τραγουδά τον ύμνο της αιωνιότητας, το βράδυ μεταμορφώνεται σ’ ενα ρυάκι δακρύων και θρηνεί σαν τη μητέρα που έχασε το παιδί της. Και ο Λίβανος, που φάνταζε μεγαλόπρεπος μια βδομάδα πριν, οταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο κι οι ψυχές μας ευτυχισμένες, φαινόταν όλος θλίψη και μοναξιά εκείνη τη νύχτα. Σηκωθήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε, αλλα η αγάπη κι η απελπισία στέκονταν ανάμεσά μας σα δυο φαντάσματα, που το ενα έκλαιγε και το άλλο σάρκαζε φριχτά. Καθώς έπιασα το χέρι της Σέλμας και το έφερα στα χείλη μου, εκείνη με πλησίασε και ακούμπησε ενα φιλί στο μέτωπό μου, κι ύστερα έπεσε πάλι πάνω στο ξύλινο παγκάκι. Έκλεισε τα μάτια της και ψιθύρισε απαλά, «Ω , Κύριε και Θεέ μου, λυπήσου με και γιάτρεψε τα σπασμένα μου φτερά!»

Καθώς άφηνα τη Σέλμα στον κήπο, ένιωσα ωσάν οι αισθήσεις μου να σκεπάστηκαν απο ενα πυκνό πέπλο, όπως
η λίμνη σκεπάζεται απο την ομίχλη.

Η ομορφιά των δέντρων, το φως του φεγγαριού, η βαθιά σιωπή, τα πάντα γύρω μου φαίνονταν άσχημα και φριχτά. Το αληθινό φως που μου ειχε δείξει την ομορφιά και
το θαύμα του σύμπαντος ειχε μετατραπεί σε μια μεγάλη φλόγα που κατάκαιγε την καρδιά μου. κι η μουσική της αιωνιότητας που ειχα ακούσει έγινε θόρυβος, πιο τρομακτικός κι απο το βρύχισμα του λιονταριού.

Έφτασα στο δωμάτιό μου, και σα λαβωμένο πουλί, χτυπημένο απο τον κυνηγό, έπεσα στο κρεβάτι μου, ξαναλέ γοντας τα λόγια της Σέλμας: «Ω , Κύριε και Θεέ μου, λυπήσου με και γιάτρεψε τα σπασμένα μου φτερά!»

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Όσα κρύβουν οι σελίδες | Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
bruce lipton_hero (2)
HeartMath: Αποκαλύπτοντας τη Δύναμη της Καρδιάς και της Παγκόσμιας Συνείδησης | Συνέντευξη με τον Howard Martin
Διονύσιος Σολωμός: Τα συντηρημένα χειρόγραφα του εθνικού ποιητή θα εκτεθούν στο Βυζαντινό Μουσείο στις 21/3

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση