Όταν συλλογιστεί κανείς, έστω και κατά προσέγγιση, το σύνολο των κακών, των βασάνων και των ταλαιπωριών κάθε είδους που ο ήλιος φωτίζει στην καθημερινή του διαδρομή, είναι αναγκασμένος να παραδεχτεί την ευχή να μην είχε το άστρο αυτό για τη γη μεγαλύτερη δύναμη να δίνει ζωές, από κείνη που έχει για το φεγγάρι. Καλύτερα θα ήτανε πράγματι, όπως σ’ εκείνον τον πλανήτη, η επιφάνεια της γης να βρισκόταν ακόμα σκεπασμένη με πάγους. (βάλε το βίντεο να παίζει, πριν συνεχίσεις το διάβασμα)
Μπορεί επίσης να θεωρηθεί η ζωή ένα επεισόδιο που διακόπτει χωρίς σκοπό τη μακάρια γαλήνη του μηδενός. Οπωσδήποτε, ακόμα κι ο ευτυχισμένος, που η ύπαρξή του είναι σχεδόν υποφερτή, με το πέρασμα των χρόνων σχηματίζει πάντα ξαστερότερη την πεποίθηση πως η ζωή είναι στο κάτω κάτω a disappointment, may, a cheat (μια διάψευση ελπίδας, κάτι περισσότερο, μια πλάνη), μ’ άλλα λόγια, ότι παρουσιάζεται σαν κολοσσιαία απάτη, αν όχι χειρότερα σαν αγυρτεία.
Advertisment
Όποιος έζησε να δει δυο τρεις γενιές, βρίσκεται στην ίδια πνευματική διάθεση με εκείνο το θεατή που αγόρασε εισιτήριο σε παράσταση σαλτιμπάγκων σε κάποια εμποροπανήγυρη και κάθεται να δει δυο τρεις φορές συνέχεια την ίδια παντομίμα. Το αποτέλεσμα, όντας υπολογισμένο για μια μοναδική παράσταση, δεν κάνει πια καμιά εντύπωση τώρα που κάθε ψευδαίσθηση διαλύθηκε μαζί με την περιέργεια που προκαλεί το καινούργιο στο θέαμα.
Είναι πραγματικά να χάνει κανείς το νου του, όταν συλλογίζεται τη σπατάλη ενέργειας που γίνεται στο σύμπαν. Οι αναρίθμητοι απλανείς αστέρες, παραδείγματος χάρη, λαμποκοπούν στο άπειρο των ουρανών με μόνο τους σκοπό να φωτίζουν κόσμους, όπου, αν δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, απ’ ό,τι ξέρουμε από το ωραίο δείγμα όπου ζούμε, διαιωνίζεται η ανία.
Δεν υπάρχει γέννημα γυναίκας που ν’ αξίζει να το ζηλεύουμε. Απεναντίας πόσοι και πόσοι δεν είναι αξιολύπητοι! Η ζωή είναι ένας προορισμός που πρέπει με κόπο να εκπληρωθεί. Απ’ αυτή την άποψη, η λέξη «defunctus» (δηλαδή έχοντας ξοφλήσει με την αγγαρεία της ζωής) είναι μια ωραία λέξη.
Advertisment
Σκεφτείτε για μια στιγμή αν η λειτουργία της τεκνοποιίας δεν ανταποκρινόταν σε μια ανάγκη, ούτε έδινε κάποια ηδονή, αλλ’ ότι δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μια πράξη σκέψης και συλλογισμού. Θα εξακολουθούσε τάχα η ανθρωπότητα να ζει πάνω στη γη; Ή μάλλον κάθε ζωντανός δεν θα καταλαμβανόταν από τόση συμπόνια για τη μέλλουσα γενιά, ώστε να την απαλλάξει απ’ το βάρος της ύπαρξης ή τουλάχιστον δεν θα δίσταζε πολύ πριν της το επιβάλει με ψύχραιμη σκέψη;
Αυτός ο κόσμος είναι μια κόλαση και σ’ αυτήν οι άνθρωποι χωρίζονται σε ψυχές που βασανίζονται και σε δαίμονες που βασανίζουν.
Θα μου πειτε πως η δική μου είναι μια φιλοσοφία θλιβερή – κι αυτό όχι γι’ άλλο λόγο παρά μόνο γιατί λέω την αλήθεια, ενώ στις φοβισμένες ψυχές αρέσει ν’ ακούν να επαναλαμβάνεται: «Ό,τι έκαμε ο καλός Θεός είναι καλά καμωμένο». Τι να σας πω; Μαζευτείτε στην εκκλησία κι αφήστε ήσυχους τους φιλοσόφους. Ή, αν μη τι άλλο, μην έχετε την απαίτηση να τακτοποιήσουν τις διδασκαλίες τους σύμφωνα με τον κατηχισμό των καρδιών σας, όπως συνηθίζουν μερικοί μισθωτοί ψευτοφιλόσοφοι, που μπορείτε, αν σας αρέσει, να του δώσετε παραγγελίες για συστήματα σύμφωνα με τα γούστα σας. Απεναντίας, για μένα τίποτα δεν είναι ευκολότερο και διασκεδαστικότερο πρά να κάνω άνω κάτω τη φουσκωμένη αισιοδοξία των προφεσόρων της φιλοσοφίας.
Κατά τον Βράχμα, ο κόσμος προέρχεται από ένα είδος αμαρτίας ή παρεκτροπής, και ήρθε αυτός στον κόσμο για να εξαγνίσει την αμαρτία του ως τη σωτηρία. Πολύ ωραία! Κατά τη βουδιστική παράδοση, το σύμπαν είναι το αποτέλεσμα μιας ανεξήγητης αναστάτωσης, που έγινε έπειτα από μια μακρόχρονη περίοδο γαλήνης σ’ εκείνη την ξαστεριά του ουρανού, σ’ εκείνη τη μακάρια ευτυχία που λέγεται Νιρβάνα και που η μετάνοια μόνο θα την κάνει να ξαναπαρουσιαστεί. Είναι λοιπόν ένα είδος μοιραίου, που ερμηνεύεται με ηθική σημασία, γιατί αυτός ο τρόπος αντίληψης της γένεσης του πρωτόγονου κόσμου ανταποκρίνεται ακριβώς στις επιστημονικές μας θεωρίες για το σχηματισμό του, όπου γίνεται λόγος για ένα απέραντο νεφέλωμα προορισμένο να μεταβληθεί σε ήλιο.
Αλλά οι ηθικές διαστροφές επηρέασαν ακόμα και το φυσικό κόσμο, κάνοντάς τον σιγά σιγά πιο κακό και χειροτερεύοντας τον πάντα, ώσπου να καταντήσει στη σημερινή του αθλιότητα. Ακριβώς! Οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τους θεούς σαν προϊόν μιας ανεξιχνίαστης ανάγκης. Μπορούμε να δεχτούμε κι αυτήν ακόμα την εξήγηση που, τουλάχιστον προσωρινά μας ικανοποιεί.
Ο Ωρομάσδης πολεμά με τον Αριμάν – μπορούμε να φτάσουμε να παραδεχτούμε κι αυτό ακόμα. Αλλά ένας θεός σαν αυτόν τον Ιεχωβά που, έτσι θέλοντας, γιατί έτσι του άρεσε, και μ’ αλαφρή συνείδηση, μας φτιάνει αυτή την κοιλάδα των δακρύων και της δυστυχίας κι έχει επιπλέον το κουράγιο να χαίρεται γι’ αυτό και να φωνάζει στον εαυτό του: «Μπράβου! Μ’ εκείνο το “Πάντα καλά λίαν”» του, α! αυτό δα ειναι πάρα πολύ! Απ’ την άποψη αυτή πρέπει να θεωρούμε την εβραϊκή θρησκεία την κατώτερη απ’ τις θρησκευτικές παραδόσεις των πολιτισμένων λαών, κι αυτό συμφωνεί και με το γεγονός πως είναι ακόμα η μόνη που στερείται απολύτως κάθε χαρακτήρα αθανασίας.
Κι αν ακόμα θεαμε να δεχτούμε γι’ αληθινή την απόδειξη του Λάιμπνιτς κι αν ακόμα παραδεχόμαστε πως αυτός είναι ο καλύτερος κόσμος που θα μπορούσε να γίνει, και πάλι δεν θα βρίσκαμε καμιά βάση για την ύπαρξη Θείας Δίκης.
Επειδή ο δημιουργός δεν έχει φτιάξει μόνο τον κόσμο, αλλά κι αυτή την ίδια τη δυνατότητα της ύπαρξής του – προκύπτει απ’ αυτό πως όφειλε να κάνει δυνατή την ύπαρξη ενός κόσμου καλύτερου.
Η δυστυχία που καταπιέζει τη γη είναι μια πολύ δυνατή διαμαρτυρία ενάντια στην υπόθεση πως ο κόσμος είναι ένα έργο τέλειο, που οφείλεται σ’ ένα ον με υπέρτατη σοφία, με υπέρτατη αγάπη και, εκτός απ’ αυτό, παντοδύναμο. Από το άλλο μέρος, είναι ολοφάνερη η απόλυτη ατέλεια κι ακόμα η γελοία καρικατούρα του ανθρώπινου πλάσματος, που ωστόσο θα ‘πρεπε να βγει το πιο καλοφτιασμένο απ’ τα έργα της δημιουργίας. Κι αυτό αποτελεί αντίφαση που δεν μπορεί να συνταιριαστεί.
Πόνοι και δυστυχίες, απεναντίας, είναι άλλα τόσα επιχειρήματα για την υποστήριξη της θεωρίας, που σύμφωνα μ’ αυτήν εμείς θεωρούμε τον κόσμο προϊόν των δικών μας σφαλμάτων, επομένως ένα πράμα που δεν θα μπορούσε να ‘ναι καλύτερο.
Ενώ, κατά την θεϊστική αντίληψη, η γήινη θλίψη είναι μια τρομακτική κατηγορία κατά του δημιουργού και μπορεί να προκαλέσει πικρές ειρωνείες, σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση μας παρουσιάζεται ως μια πολύ εξευτελιστική κατηγορία εναντίον του εαυτού μας και της θέλησής μας. Απ’ την υπόθεση αυτή προέρχεται η βαθιά σκέψη ότι ήρθαμε σ’ αυτόν τον κόσμο φθαρμένοι κιόλας, σαν παιδιά γονέων εξαντλημένων από κραιπάλη, και πως, αν η ύπαρξή μας είναι τόσο άθλια και βρίσκει τον επίλογό της στο θάνατο, αυτό συμβαίνει γιατί πάνω μας βαραίνει στην αιωνιότητα η αμαρτία αυτή για την οποία πρέπει να εξιλεωθούμε.
Αντιμετωπίζοντας το θέμα με την πλατιά του σημασία, αυτό είναι αναμφισβήτητη αλήθεια – είναι το βαρύ φορτίο των ανθρώπινων αμαρτιών που φορτώνει στην ανθρωπότητα τόσες και τόσες φρικτές δυστυχίες. Και στη σχέση αυτή εμείς αποδίδουμε μια σημασία όχι φυσική ή εμπειρική, αλλά μεταφυσική. Έτσι, η παράδοση του προπατορικού αμαρτήματος με κάνει να συμβιβάζομαι με την Παλαιά Διαθήκη, γιατί κείνη, μολονότι παρουσιασμένη κάτω απ’ τον πέπλο της αλληγορίας, μου φαίνεται η μονη μεταφυσική αλήθεια μέσα στα ιερά βιβλία. Και πράγματι, η ζωή μας φαίνεται το άμεσο αποτέλεσμα ενός μεγάλου αμαρτήματος και της αισχρής ικανοποίησης μιας αμαρτωλής επιθυμίας.
Θα σας άρεσε να ‘χετε πάντα για οδηγό σας μια πυξίδα τέλεια για να μπορείτε να προσανατολίζεστε στη ζωή χωρίς φόβο γι’ απατηλές χίμαιρες; Συνηθίστε να θεωρείτε τη γη έναν τόπο μετάνοιας, μια αποικία καταδίκων, ένα «εργαστήριον» όπως την είχαν κιόλας ονομάσει οι αρχαιότεροι φιλόσοφοι (Κλήμης Αλεξανδρινός, Στρώματα, βιβλίο Γ’, κεφ. 3, σελ. 399) και μερικοί απ’ τους Πατέρες της Εκκλησίας (Άγιος Αυγουστίνος, De Civitate Dei, βιβλίο 11, κεφ. 23).
Σε κάθε εποχή, η φιλοσοφία, ο βραχμανισμός όποως και ο βουδισμός, ο Εμπεδοκλής όπως και ο Πυθαγόρας, συναντήθηκαν στην ίδια σκέψη. Ο Κικέρων (Fragmenta de Philosophia, τόμος 1, σελ. 316) αναφέρει πως οι αρχαίοι σοφοί στη μύηση των μυστηρίων εδίδασκαν:
- «Nos ob aliqua scelera suscepta in vita superiore, poenarum luendarum causa natos esse». (Γεννιόμαστε για να ξεπληρώσουμε μια ποινή που μας έχει επιβληθεί για σφάλματα που κάναμε σε κάποιαν άλλη προηγούμενη ζωή μας).
Ο Βανίνι – εκείνος ο Βανίνι που βρήκανε πιο εύκολο να τον καταδικάσουν στην πυρά παρά να ελέγξουν τις διδασκαλίες του – εκφράζει την ίδια ιδέα με πιο κατηγορηματικό τρόπο λέγοντας: «Tot, tantisque homo repletur miseriis ut, si Christianae religioni non repugnaret, dicere auderem: si daemones dantur, ipsi in hominum corpora transmigrantes, sceleris poenaw luunt». (Τόσο γεμάτοι είναι από αθλιότητα οι άνθρωποι που, αν δεν ήταν αντίθετο με τη χριστιανική θρησκεία, θα τολμούσε κανείς να πει ότι οι δαίμονες ενσαρκωμένοι ως ανθρώπινα κορμιά πληρώνουνε τα κρίματά τους). (De Admirandis Naturae Arcanis. Διάλογος L, σελ. 353).
Τι περισσότερο; Ακόμα και στον καθαυτό χριστιανισμό, για κείνον που θέλει να τον καταλάβει καλά, η ζωή θεωρείται συνέπεια ενός παραπτώματος, μιας πτώσεως. Όταν εξοικειωθούμε μ’ αυτή τη βεβαιότητα, δεν θα περιμένουμε απ’ τη ζωή παρά ό,τι αυτή μπορεί να μας δώσει. Κι αντί να θεωρούμε απρόοπτες κι εξαιρετικές συμπτώσεις τις ατυχίες της, τα βάσανά της, τους πόνους της και τα μεγάλα ή μικρά κακά της, θα σκεφτούμε πως έτσι πρέπει να ‘ναι, ξέροντας πολύ καλά πως εδώ κάτω καθένας έχει το σταυρό του, που τον μεταφέρει στον ώμο του με το δικό του τρόπο.
Ανάμεσα στα βασανιστήρια της φυλακής, ένα απ’ τα σκληρότερα είναι εξάπαντος εκείνο που προκαλείται απ’ το περιβάλλον που συναντάει κανείς εκεί μέσα. Το ίδιο συμβαίνει και με την κοινωνία των ανθρώπων, κι ας το πει μόνος του κείνος που θ’ άξιζε να ζει σε μια καλύτερη.
Μια ανώτερη ψυχή ή μια διανοητική μεγαλοφυία πολύ συχνά συγκλονίζονται απ’ το ίδιο συναίσθημα που δοκιμάζει ένας ευγενικός πολιτικός κατάδικος κλεισμένος στη φυλακή με κοινούς εγκληματίες γύρω του. Σαν κι αυτόν γυρεύουν κι εκείνες ν’ απομονωθούν. Αλλά γενικά η τέτοια αντίληψη του κόσμου όπως είναι μας προκαλεί τη συνήεια να θεωρούμε φυσικές, επομένως χωρίς να νιώσουμε καμιά στενοχώρια, εκείνες που λέμε ανθρωπιστικές ατέλειες, δηλαδή την άθλια διάπλαση του πνεύματος και της ψυχής στο σύνολο των ανθρώπων. Κι αυτό σχεδόν πάντα παρουσιάζεται ολοφάνερο στα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας των περισσοτέρωνω ανθρώπων.
Η πεποίθηση πως ο κόσμος, κι ο άνθρωπος κατ’ ανάγκή, είναι τέτοιοι ώστε να μην αξίζουν να υπάρχουν μας κάνει όλους μας επιεικείς. Τι καλύτερο θα μπορούσατε να περιμένετε από μια τέτοια ράτσα; Κατά τη γνώμη μου, στις αμοιβαίες σχέσεις μας δεν θα ‘πρεπε να ονομαζόμαστε «Κύριε», «Εξοχότατε» ή τα παρόμοια, αλλά μάλλον «συντροφε στη δυστυχία, συνέταιρε στα κακά, αδελφέ στον πόνο, fellow sufferer».
Μπορεί να φαίνεται αυτή μια παράξενη έκφραση, αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν η καταλληλότερη, γιατί θα παρουσίαζε ποιος είναι πραγματικά ο πλησίον μας, θυμίζοντάς μας την ανάγκη της ανοχής, της υπομονής, της συγχώρεσης, της αγάπης προς τους ομοίους, που ο καθένας μας τη χρειάζεται και γι’ αυτό δεν έχει το δικαίωμα να την αρνηθεί σε κανένα.
Άρθουρ Σοπενχάουερ
Για τον Σοπενάουερ, η ανθρώπινη επιθυμία, η «βούληση» και η θέληση προκαλούν πόνο και ανέχεια. Ένας προσωρινός τρόπος να απαλλαχθεί κανείς από τον πόνο είναι μέσω της αισθητικής περισυλλογής. Αυτός είναι ο αμέσως καλύτερος τρόπος καταστολής της βούλησης, πέρα από την πλήρη εξάλειψη του θέλειν. Η ολική απορρόφηση στον κόσμο νοούμενο ως Παράσταση, μέσω της αναπαραγωγής της πραγματικότητας από το έργο τέχνης, σώζει τον άνθρωπο από τον κόσμο ως Βούληση, που είναι ο καθαυτό κόσμος. Η μουσική κατέχει μείζονα θέση στην αισθητική θεώρηση του Σοπενάουερ καθώς, λόγω της αφαιρετικότητας της, δεν βασίζεται σ’ ένα φαινομενολογικό παραστατικό μέσον. Η μουσική αισθητικά αναπαριστά την Βούληση καθαυτήν, αδιαμεσολάβητη, και όχι όπως αυτή παρουσιάζεται υπό του ατομικιστικού πρίσματος. Σύμφωνα με τον Daniel Albright «ο Σοπενάουερ πίστευε ότι η μουσική ήταν η μόνη τέχνη η οποία δεν αντέγραφε απλά ιδέες, αλλά ήταν η ίδια η ενσάρκωση της Βούλησης».
Η ηθική θεωρία του Σοπενχάουερ πρότεινε ότι υπάρχουν τρία κύρια ηθικά ελατήρια: η συμπόνια, η μοχθηρία και ο εγωισμός. Η συμπόνια είναι το κύριο κίνητρο της ηθικής έκφρασης. Η μοχθηρία και ο εγωισμός είναι εκφυλισμένες εναλλακτικές ηθικές εκφράσεις.
Η επιρροή του Σοπενχάουερ ήταν πιθανόν πιο έντονη πάνω στην πραγμάτευσή του για την ψυχολογία του ανθρώπου παρά πάνω στη σφαίρα της φιλοσοφίας. Οι φιλόσοφοι μέχρι τον Σοπενάουερ δεν είχαν εντυπωσιαστεί από την πίεση που ασκεί το σεξ πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό, αλλά ο Σοπεάουερ αναφέρθηκε σ’ αυτό και σε συναφή θέματα εκτενώς:
…ο καθένας πρέπει να μένει έκπληκτος που ένα πράγμα [σεξ] το οποίο παίζει ένα τόσο σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή έχει μέχρι τώρα πρακτικά παραμεληθεί από το σύνολο των φιλοσόφων, και στέκει μπροστά μας σαν ανεπεξέργαστο και ακατέργαστο υλικό.
Έδωσε όνομα σε μία δύναμη εντός του ανθρώπου, η οποία, όπως ο Σοπενάουερ διαισθανόταν, σταθερά επικρατούσε έναντι της λογικής: τη Βούληση του ζην (Wille zum Leben). Την όρισε ως μία εγγενή ώθηση εντός των ανθρώπινων όντων, και των πλασμάτων γενικά, να παραμείνουν ζωντανοί και να αναπαραχθούν. Ο Σοπενάουερ αρνιόταν να εκλάβει την αγάπη ως κάτι ασήμαντο ή τυχαίο, αλλά αντίθετα την εξέλαβε ως μια αστείρευτη δύναμη που βρισκόταν αθέατη εντός της ανθρώπινης Ψυχής αλλάζοντας δραματικά τη μορφή του κόσμου.
Ο απόλυτος σκοπός όλων των υποθέσεων αγάπης… είναι πιο σημαντικός από κάθε άλλο σκοπό στη ζωή του ανθρώπου και γι’ αυτό αξίζει τη μέγιστη σοβαρότητα με την οποία καθένας τον επιδιώκει. Αυτό το οποίο σχεδιάζεται μέσω των υποθέσεων αυτών δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σύνθεση της επόμενης γενιάς.
Αυτές οι ιδέες αποτελούσαν προοικονομία της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης και των φροϋδικών εννοιών πάνω στη λίμπιντο και το ασυνείδητο.