Advertisment
Μακριά από συγκεκριμενοποιήσεις, η αλληγορία της Φάρμας των Ζώων φωτίζει μικρές και μεγάλες δικτατορίες, μιλάει για τη δίψα του γουρουνιού… του Βολευτή, ανθρώπου για εξουσία και “Πώς τίποτε δεν θ’ αλλάξει στον κόσμο των ανθρώπων όσο αφήνουν τα γουρούνια να κυβερνούν”
Η Φάρμα των Ζώων είναι το προτελευταίο μυθιστόρημα του Τζορτζ Όργουελ (προηγείται 4 χρόνια του 1984 και κυκλοφόρησε το 1945). Αναφέρεται σε μία δυστοπική ιστορία κατά την οποία τα ζώα μιας φάρμας μη ανεχόμενα την σκληρή αντιμετώπιση του ανθρώπου-αφέντη επαναστατούν. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στα τεκταινόμενα μετά την Επανάσταση και τη διαμόρφωση της κοινωνίας των ζώων της φάρμας κατά την ανεξαρτησία τους από τους ανθρώπους.
Τα γουρούνια είναι τα μεγάλα μυαλά της φάρμας. Κυρίως με την καθοδήγηση του Σνόουμπολ, ενός γενναίου γουρουνιού καταφέρνουν να φέρουν σε πέρας την Επανάσταση και η φάρμα είναι Ελεύθερη. Το πολιτικό σκηνικό που ακολουθεί είναι γενικά αισιόδοξο, χωρίς να λείπουν οι δυσκολίες, με τα γουρούνια σιγά σιγά όμως να αποκτούν την κύρια εξουσία και τον έλεγχο της φάρμας. Σίγουρα όμως το κλίμα παραμένει θετικό.
Advertisment
Η μεγάλη ανατροπή έρχεται όταν ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Σνόουμπολ, ο Ναπολέων, ένα άλλο γουρούνι που σχεδόν πάντα διαφωνούσε με τον Σνόουμπολ – εκτός και αν το ερώτημα αναφερόταν στο γιατί τα γουρούνια να έχουν περισσότερη τροφή – καταφέρνει να ανατρέψει την κυβέρνηση της φάρμας και να εγκαθιδρύσει μονοκρατορία κάτω από το όνομά του. Μεγάλη βοήθεια, θα έλεγε κάποιος στρατιωτική, προσέφεραν διάφορα σκυλιά τα οποία είχε αναθρέψει από μικρά.
Η ιστορία εξελίσσεται με τον Ναπολέοντα να αποκτά όλο και περισσότερη εξουσία, να περιορίζει όλο και περισσότερες ελευθερίες που είχαν έρθει μετά την επανάσταση, να αναθεωρεί όλο και περισσότερους νόμους που είχαν καθιερώσει (σε μορφή 7 !!! εντολών) και γενικά να κάνει την ζωή όλο και πιο αφόρητη για τα ζώα. Η προπαγάνδα (κυρίως μέσω των λόγων και δικαιολογιών του Σκουίλερ, ενός άλλου γουρουνιού) ήταν επίσης σε συνεχή χρήση για να κατευνάσει τις αμφιβολίες που κατά καιρούς εμφανίζονταν.
Το αποκορύφωμα της κατρακύλας και το τέλος της ιστορίας έρχεται όταν τα ζώα παρακολουθούν μια κεκλεισμένων των θυρών συγκέντρωση των γουρουνιών με τους ανθρώπους-αφέντες των γειτονικών φαρμών (σύμβολα κρατών ή ενώσεων κρατών της Ν.Τ.Π.) …
Οι αναφορές του Όργουελ στην ιστορία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού είναι προφανείς. Ο γηραιός, σοφός Old Major που πεθαίνει προτού δει τις θεωρίες του να γίνονται πραγματικότητα είναι μία σαφής αναφορά στον Μαρξ, αλλά και τον Λένιν. Ο Snowball είναι ο «αποδιοπομπαίος» Τρότσκι. Και ο Ναπολέων, όπως υποδηλώνει και το «απολυταρχικό» όνομά του, μία συγκαλυμμένη εκδοχή του Στάλιν που εγκαθιδρύει μία νέα κόκκινη αιματοβαμμένη δικτατορία.
Η Ελπιδοφόρα Αρχή: Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Ο κύριος Τζόουνς, ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού αγροκτήματος, είχε κλειδώσει τα κοτέτσια, αλλά ήταν πολύ μεθυσμένος για να θυμηθεί να κλείσει και τα παραθυράκια τους. Μόλις έσβησε το φως της κρεβατοκάμαρας, παρατηρήθηκε μια ταραχή και ένα βουητό απλώθηκε ολόγυρα στο αγρόκτημα. Στο διάστημα της μέρας είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι ο γέρο-στρατηγός, ο τιμημένος άσπρος κάπρος είχε δει ένα παράξενο όνειρο την προηγούμενη νύχτα και ήθελε να το αφηγηθεί στα άλλα ζώα. Συμφωνήθηκε ότι θα συναντιόνταν όλα στην μεγάλη σιταποθήκη, αφού βεβαιώνονταν ότι ο κ. Τζόουνς είχε αποκοιμηθεί.
Όταν ο στρατηγός είδε ότι όλοι είχαν βολευτεί και περίμεναν με προσοχή, καθάρισε το λαρύγγι του και άρχισε: «Σύντροφοι, όλοι ακούσατε για το παράξενο όνειρο που είδα χθες βράδυ. Θα σας μιλήσω όμως αργότερα γι’ αυτό. Τώρα έχω κάτι άλλο να σας πω. Δεν νομίζω, σύντροφοι, ότι θα είμαι μαζί σας για πολύ καιρό ακόμη, και πριν πεθάνω, αισθάνομαι καθήκον μου να σας μεταδώσω όλη την πείρα που απόκτησα.
> Ας δούμε τώρα, σύντροφοι, πια ακριβώς είναι η ζωή που κάνουμε. Ας την αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια: Η ζωή μας είναι σύντομη, δυστυχισμένη και κουραστική. Γεννιόμαστε, μας δίνουν τόσο φαγητό όσο μας χρειάζεται για να σταθούμε στα πόδια μας, μας εξαντλούν στη δουλειά, και όταν παύουμε να είμαστε χρήσιμοι, μας σφάζουν κατά το χειρότερο τρόπο. Η ζωή ενός ζώου είναι κακομοιριά και σκλαβιά αυτή είναι η αλήθεια.
> Αλλά μήπως φταίει γι’ αυτό η φύση; Γιατί συνεχίζουμε τότε να ζούμε σ’ αυτή τη φρικτή κατάσταση; Γιατί, σχεδόν ολόκληρη την παραγωγή του μόχθου μας, την κλέβουν τα’ ανθρώπινα όντα. Εκεί, σύντροφοι, βρίσκεται η απάντηση σ’ όλα μας τα προβλήματα. Όλα συνοψίζονται σε μια μοναδική λέξη: Άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι ο μόνος πραγματικός εχθρός μας.
> Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον στον κόσμο που παίρνει χωρίς να δίνει. Παρ’ όλα αυτά είναι ο αφέντης όλων των ζώων. Τα βάζει στη δουλειά, τους δίνει για αντάλλαγμα τόσο φαγητό όσο χρειάζεται για να μην πεθάνουν στην πείνα, και τα υπόλοιπα τα κρατάει για τον εαυτό του.
> Δεν είναι ολοφάνερο, σύντροφοι, ότι όλα μας τα δεινά προέρχονται από την τυραννία των ανθρώπων; Ας ξεφορτωθούμε τον άνθρωπο και οι καρποί της εργασίας μας θά ναι δικοί μας. Σχεδόν μέσα σε μια νύχτα θα μπορούσαμε να γίνουμε πλούσιοι κι’ ελεύθεροι. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Τι άλλο από το να εργαστούμε νύχτα μέρα με όλη μας την ψυχή και το σώμα για να πετάξουμε από πάνω μας τον ανθρώπινο ζυγό!
Αυτό είναι το μήνυμά μου σύντροφοι: Επανάσταση! Προσανατολιστείτε λοιπόν σ’ αυτό το δρόμο, σύντροφοι, σ’ όλο το υπόλοιπο της σύντομης ζωής σας, και πάνω απ’ όλα, μεταδώστε τούτο το μήνυμα μου σ’ αυτούς που θάρθουν μετά από σας, ώστε οι μέλλουσες γενεές να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι να έρθει η νίκη.
> Και να θυμάστε, σύντροφοι, η απόφασή σας να μείνει ακλόνητη. Κανένα επιχείρημα να μη σας παραπλανήσει. Ποτέ μην πειστείτε όταν σας λένε ότι ο άνθρωπος και τα ζώα έχουν κοινά συμφέροντα, ή ότι η ευημερία του ενός, είναι η ευημερία του συνόλου. Όλα αυτά είναι ψέματα. Ο άνθρωπος εξυπηρετεί μόνο τα απολύτως δικά του συμφέροντα. Τα ζώα πρέπει να μείνουν ενωμένα, και να έχουν απόλυτη σύμπνοια στον αγώνα. Όλοι οι άνθρωποι είναι εχθροί. Όλα τα ζώα είναι σύντροφοι».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος. Την ώρα που ο στρατηγός μιλούσε, τέσσερις μεγάλοι αρουραίοι ξετρύπωσαν και κάθισαν ν’ ακούσουν. Οι σκύλοι τους πήραν είδηση και παραλίγο να γίνουν μακαρίτες αν δεν ξαναγύριζαν στην τρύπα τους σαν αστραπή. Ο στρατηγός σήκωσε το μπροστινό του πόδι για να επιβάλλει σιωπή.
«Σύντροφοι», είπε, «υπάρχει εδώ ένα σημείο που πρέπει να διευκρινιστεί: Τα άγρια ζώα είναι φίλοι ή εχθροί; Ας το βάλουμε σε ψηφοφορία αυτό. Κάνω τούτο το ερώτημα στη συγκέντρωση: Είναι οι αρουραίοι σύντροφοι; Η ψηφοφορία έγινε αμέσως, και συμφωνήθηκε με μια συντριπτική πλειοψηφία ότι οι αρουραίοι ήταν σύντροφοι. Ο στρατηγός συνέχισε:
«Λίγα έχω να πω ακόμη. Επαναλαμβάνω να θυμάστε ότι έχει δύο πόδια είναι εχθρός. Ότι έχει τέσσερα ή έχει φτερά είναι φίλος. Και να θυμάστε επίσης, ότι στον αγώνα μας ενάντια στον άνθρωπο, δεν πρέπει να καταντήσουμε σαν αυτόν. Όλες οι συνήθειες του ανθρώπου είναι κακές. Και, πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει ποτέ ένα ζώο να καταπιέσει την ίδια του τη φυλή.
Όλα τα ζώα είναι ίσα. Και τώρα, σύντροφοι, θα σας μιλήσω για το χθεσινό μου όνειρο. Δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Ήταν ένα όραμα της γης, όπως θα είναι όταν εξαφανιστεί ο άνθρωπος. Αλλά μου θύμισε ένα παλιό τραγούδι θα σας τραγουδήσω αυτό το τραγούδι τώρα σύντροφοι.».
Το τραγούδισμα αυτού του ύμνου, οδήγησε τα ζώα σ’ ένα άγριο παραλήρημα. Σχεδόν πριν ο στρατηγός φτάσει στο τέλος, είχαν αρχίσει να το τραγουδούν μόνα τους. Ήταν όλα τόσο ενθουσιασμένα με το τραγούδι, ώστε το τραγούδησαν πέντε φορές συνέχεια, και θα μπορούσαν να το τραγουδούν όλη τη νύχτα αν δεν τους διέκοπτε κάτι.
Δυστυχώς ο θόρυβος ξύπνησε τον κύριο Τζόουνς, που σηκώθηκε από το κρεβάτι του, σίγουρος ότι είχε έρθει στη φάρμα μια αλεπού. Άρπαξε τ’ όπλο που είχε πάντα στη γωνία της κρεβατοκάμαρας του, και πυροβόλησε στο σκοτάδι. Η συγκέντρωση διαλύθηκε βιαστικά. Ο καθένας πήγε στο κρεβάτι του, ολόκληρο το αγρόκτημα αποκοιμήθηκε στο λεπτό.
Τρεις νύχτες αργότερα, ο γέρο – στρατηγός πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του. Το σώμα του θάφτηκε στον κήπο. Αυτό συνέβη στις αρχές του Μάρτη. Τους επόμενους τρεις μήνες, άρχισε μια μυστική οργάνωση. Ο λόγος του γέρο – στρατηγού είχε δώσει στα πιο έξυπνα ζώα του κτήματος μια νέα άποψη της ζωής. Δεν ήξεραν πότε θα γινόταν η επανάσταση, αλλά είδαν καθαρά ότι ήταν καθήκον τους να προετοιμαστούν γι’ αυτή. Η δουλειά της οργάνωσης και της διδασκαλίας είχε πέσει φυσικά στα γουρούνια, που ήταν κατά γενική ομολογία τα πιο έξυπνα απ’ όλα τα ζώα.
Ανάμεσά τους ξεχώριζαν δύο νέα γουρούνια, που ονομάζονταν Σνόουμπωλ και Ναπολέων. Όλα τα άλλα γουρούνια ήταν ασήμαντα. Το πιο γνωστό ανάμεσά τους ήταν ένα νεαρό γουρούνι με πολύ παχιά μάγουλα, σπινθηροβόλα μάτια, σβέλτες κινήσεις και διαπεραστική φωνή, που ονομάζονταν Σκουίλερ.
Αυτοί οι τρεις επεξεργάστηκαν τις διδαχές του στρατηγού και δημιούργησαν ένα πλήρες σύστημα σκέψης, στο οποίο έδωσαν το όνομα Ζωϊσμός. Αρκετές βραδιές τη βδομάδα, αφού ο κύριος Τζόουνς πήγαινε για ύπνο, έκαναν μυστικές συγκεντρώσεις στη σιταποθήκη και εξηγούσαν τις βασικές αρχές του Ανιμαλισμού (εκ του αγγλικού Animal, κάθε -ισμός και θάνατος, για τους φέρελπις επαναστάτες)
Όπως αποδείχτηκε, η Επανάσταση έγινε πολύ νωρίτερα κι ευκολότερα απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να περιμένει. Στο παρελθόν, ο κύριος Τζόουνς, παρ’ όλο που ήταν σκληρός αφέντης, ήταν ένας ικανός κτηματίας, τελευταία όμως περνούσε άσχημες μέρες. Είχε απογοητευθεί πολύ, επειδή είχε χάσει λεφτά σε μια δίκη, και άρχισε να πίνει πάρα πολύ. Για ένα μεγάλο διάστημα, καθόταν επί μέρες ολόκληρες ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του στην κουζίνα. Οι άνθρωποί του ήταν νωθροί και ανέντιμοι, τα χωράφια ήταν γεμάτα αγριόχορτα, τα κτήρια ήθελαν καινούργια στέγη και τα ζώα υποσιτίζονταν. Επιτέλους δεν μπορούσαν πια να το ανεχθούν άλλο. Μια από τις αγελάδες έσπασε την πόρτα του υπόστεγου με τα κέρατά της και όλα τα ζώα άρχισαν να τρώνε μόνα τους από το κελάρι.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ξύπνησε ο κύριος Τζόουνς. Το επόμενο λεπτό, αυτός και οι άνθρωποί του βρίσκονταν στο υπόστεγο με τα μαστίγια στα χέρια τους, χτυπώντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό ήταν πάρα πολύ για να το σηκώσουν τα ζώα. Όλα μαζί ενωμένα, και με μια κίνηση, ρίχτηκαν πάνω στους βασανιστές τους παρ’ όλο που τίποτα δεν είχε σχεδιαστεί από πριν. Ο Τζόουνς και οι άνθρωποί του, βρέθηκαν ξαφνικά να χτυπιούνται από παντού. Λίγο αργότερα τό σκασαν τρέχοντας στον αμαξόδρομο προς τον κεντρικό δρόμο, με τα ζώα πίσω τους να τους κυνηγούν θριαμβολογώντας. Κι έτσι, πριν να καταλάβουν τι συνέβη, η Επανάσταση είχε τελειώσει με επιτυχία.
Τις πρώτες στιγμές, τα ζώα δεν μπορούσαν να πιστέψουν την καλή τους τύχη. Μέσα σε λίγη ώρα, τα ζώα είχαν καταστρέψει κάθε τι που θύμιζε τον κύριο Τζόουνς.
Το πρωί ξύπνησαν όπως συνήθως, και ξαφνικά θυμήθηκαν τα θαυμάσια γεγονότα της προηγουμένης, κι έτρεξαν όλα μαζί στο λιβάδι. Έπειτα, έκαναν μια επιθεώρηση σ’ όλο το κτήμα και κοίταζαν με ανείπωτο θαυμασμό την οργωμένη γη, το χωράφι με το σανό. Τους φαινόταν σα να μην τα είχαν ξαναδεί ποτέ μέχρι τώρα, και ακόμη δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι όλα αυτά ήταν δικά τους.
Τότε, ξαναγύρισαν στα κτίρια του κτήματος και κοντοστάθηκαν σιωπηλά έξω από την πόρτα του σπιτιού. Ήταν και εκείνο δικό τους, αλλά φοβόνταν να μπουν μέσα. Ύστερ’ από ένα λεπτό, πάντως, τα ζώα μπήκαν ένα ένα περπατώντας με τη μεγαλύτερη προσοχή, από φόβο μη χαλάσουν τίποτα. Αμέσως πάρθηκε μια απόφαση: το σπίτι του αγροκτήματος θα το διατηρούσαν σα μουσείο. Όλοι συμφώνησαν ότι κανένα ζώο δεν θα κατοικούσε εκεί μέσα.
Τα γουρούνια εξήγησαν ότι τους τελευταίους τρεις μήνες, μελετώντας, κατάφεραν να συνοψίσουν τις αρχές του Ανιμαλισμού σε Εφτά Εντολές (!!!) Ήταν οι εξής:
Ότι έχει δύο πόδια είναι εχθρός.
Ότι έχει τέσσερα, ή έχει φτερά, είναι φίλος.
Κανένα ζώο δεν πρέπει να φορέσει ρούχα.
Κανένα ζώο δεν πρέπει να κοιμηθεί σε κρεβάτι.
Κανένα ζώο δεν πρέπει να κάνει χρήση οινοπνευματωδών.
Κανένα ζώο δεν πρέπει να σκοτώσει άλλο ζώο.
Όλα τα ζώα είναι ίσα.
Ο Σνόουμπωλ τις διάβασε δυνατά για να τις ακούσουν όλοι. Όλα τα ζώα έδειξαν ότι συμφωνούν, και τα εξυπνότερα, άρχισαν να μαθαίνουν τις Εντολές.«Τώρα σύντροφοι», είπε ο Σνόουμπωλ, «στο χωράφι! Ας γίνει για μας ζήτημα τιμής να μαζέψουμε το σιτάρι πιο γρήγορα απ’ ότι ο Τζόουνς και οι άνθρωποί του».
Αλλά εκείνη τη στιγμή, οι αγελάδες, που φαίνονταν ανήσυχες από ώρα, έβγαλαν μια δυνατή φωνή. Δεν τις είχαν αρμέξει εδώ κι ένα εικοσιτετράωρο, και κόντευαν να σκάσουν. Μετά από λίγη σκέψη, τα γουρούνια ζήτησαν κουβάδες και άρμεξαν τις αγελάδες με αρκετή επιτυχία «Τι θα γίνει όλο αυτό το γάλα;» είπε κάποιος.
«Αφήστε το γάλα σύντροφοι!» φώναξε ο Ναπολέων μπαίνοντας μπροστά από τους κουβάδες. «Θάρθει η ώρα και γι’ αυτό. Εκείνο που προέχει είναι η συγκομιδή. Ο σύντροφος Σνόουμπωλ θα σας δείξει το δρόμο. Θα έρθω και εγώ σε λίγο. Εμπρός, σύντροφοι! Το χωράφι περιμένει». Έτσι, όλα μαζί τα ζώα κατέβηκαν ν’ αρχίσουν το θερισμό, και, όταν γύρισαν το βράδυ, παρατηρήθηκε ότι το γάλα είχε εξαφανιστεί. (!!)
Πόσο μόχθησαν και ίδρωσαν για να μαζέψουν το σανό! Αλλά οι προσπάθειες τους αμείφθηκαν, γιατί η συγκομιδή στάθηκε μια επιτυχία μεγαλύτερη απ’ όσο την περίμεναν. Τα γουρούνια δε δούλευαν, αλλά διηύθυναν και παρακολουθούσαν τα άλλα ζώα. Με τις ανώτερες γνώσεις που διέθεταν, ήταν φυσικό ν’ αναλάβουν την αρχηγία.
Τελικά κατάφεραν να τελειώσουν τη συγκομιδή δύο μέρες νωρίτερα απ’ ότι ο Τζόουνς και οι άνθρωποί του. Επί πλέον, ήταν η πλουσιότερη συγκομιδή που έγινε ποτέ στο αγρόκτημα. Δεν έγινε καμιά σπατάλη. Και κανένα ζώο στο κτήμα δεν έκλεψε για τον εαυτό του περισσότερο από μια μπουκιά σανό.
Σ’ όλο το διάστημα αυτού του καλοκαιριού, η δουλειά στο αγρόκτημα πήγαινε ρολόι. Συνάντησαν πολλές δυσκολίες, αλλά τα γουρούνια με την εξυπνάδα τους, τα έβγαλαν πέρα.
Αλλά όλοι εργάζονταν σύμφωνα με τις δυνατότητες τους. Κανείς δεν τεμπέλιαζε – ή σχεδόν κανείς. Και η στάση του γάτου ήταν περίεργη. Γρήγορα παρατηρήθηκε ότι όταν υπήρχε δουλειά, ο γάτος δεν βρισκόταν πουθενά. Εξαφανιζόταν επί ώρες, και ξανάκανε την εμφάνισή του τις ώρες του φαγητού, ή τα βράδια, όταν είχε τελειώσει η δουλειά, σα να μη συνέβαινε τίποτε.
Αλλά πρόβαλε πάντα τόσο καλές δικαιολογίες, και ρονρόριζε τόσο γλυκά, που ήταν αδύνατον μα μην πιστέψει κανείς στις καλές του προθέσεις. Ο γέρο – Βενιαμίν, ο γάιδαρος, ήταν τελείως αμετάβλητος από την Επανάσταση. Έκανε τη δουλειά του με τον ίδιο αργό πεισματάρικο ρυθμό που την έκανε και τον καιρό του Τζόουνς, χωρίς να αποφεύγει τίποτα, αλλά χωρίς να προσφέρεται για τίποτα.
Για την Επανάσταση και τα αποτελέσματά της δεν εξέφραζε καμία γνώμη. Όταν τον ρώτησαν αν ήταν πιο ευτυχισμένος τώρα που ο Τζόουνς είχε φύγει, είπε μόνο: «Οι γάιδαροι ζουν πολλά χρόνια. Κανείς από σας δεν έχει δει ποτέ πεθαμένο γάιδαρο», και οι άλλοι έπρεπε να μείνουν ευχαριστημένοι μ’ αυτή την αινιγματική απάντηση.
Όλα τα ζώα έμπαιναν ομαδικά στη μεγάλη σιταποθήκη, για μια γενική συνέλευση, που ήταν γνωστή με το όνομα Συνεδρίαση. Εδώ, γίνονταν τα σχέδια της δουλειάς για την προσεχή βδομάδα κι εδώ συζητούσαν κι’ έπαιρναν τις αποφάσεις. Πάντα τα γουρούνια έπαιρναν τις αποφάσεις. Τα άλλα ζώα ήξεραν πώς να ψηφίσουν, αλλά δεν μπορούσαν ποτέ ν’ αποφασίσουν μόνα τους. Ο Σνόουμπωλ και ο Ναπολέων ήταν οι πιο μαχητικοί στις συζητήσεις. Αλλά παρατηρήθηκε ότι αυτοί οι δύο δεν συμφωνούσαν ποτέ. Τα γουρούνια είχαν κάνει το στάβλο στρατηγείο τους.
Γενικά, αυτά τα σχέδια απέτυχαν. Η προσπάθεια εξημέρωσης των άγριων ζώων, π.χ. σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Εξακολουθούσαν να φέρονται όπως πριν και όταν τα ζώα τους φέρονταν με καλοσύνη, απλώς εκμεταλλεύονταν την κατάσταση.
Οι τάξεις ανάγνωσης και γραφής, πάντως είχαν μεγάλη επιτυχία. Το φθινόπωρο, σχεδόν όλα τα ζώα είχαν, μάθει από λίγα γράμματα. Όσο για τα γουρούνια, μπορούσαν ήδη να γράφουν και να διαβάζουν. Επίσης αποδείχθηκε ότι τα πιο κουτά ζώα, όπως τα πρόβατα, οι κότες και οι πάπιες, δεν μπορούσαν να μάθουν απ’ έξω τις Εφτά Εντολές. Ύστερα από πολλή σκέψη, ο Σνόουμπωλ δήλωσε ότι οι Εφτά Εντολές μπορούσαν να συνοψιστούν σ’ ένα μόνο ρητό:
«Τέσσερα πόδια καλό, δύο πόδια κακό».
Αυτό, είπε, περιείχε την ουσιώδη αρχή του Ζωισμού. Όποιος μπορούσε να μπει στο νόημα του θα ήταν ασφαλής από την ανθρώπινη επιρροή. Τα πουλιά στην αρχή εναντιώθηκαν μια που κι’ αυτά είχαν δύο πόδια, αλλά ο Σνόουμπωλ τους απέδειξε ότι δεν ήταν έτσι:
«Η φτερούγα ενός πουλιού σύντροφοι», είπε, «είναι ένα όργανο προωθήσεως και όχι χειρισμού. Επομένως μπορεί να θεωρηθεί σαν πόδι. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι το ΧΕΡΙ, το όργανο με το οποίο κάνει όλες του τις αδικίες».
Επιτέλους, το μυστήριο για το που πήγαινε το γάλα λύθηκε. Το έβαζαν τα γουρούνια κάθε μέρα στο φαγητό τους. Τα πρώιμα μήλα είχαν ωριμάσει, και η αυλή ήταν γεμάτη από μήλα που είχε ρίξει κάτω ο άνεμος. Τα ζώα το θεώρησαν φυσικό να τα μοιραστούν μεταξύ τους, μια μέρα, όμως, δόθηκε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα μήλα και να μεταφερθούν στο στάβλο για αποκλειστική χρήση των γουρουνιών. Πάνω σ’ αυτό, μερικά ζώα μουρμούρισαν με αποδοκιμασία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όλα τα γουρούνια βρέθηκαν σύμφωνα σ’ αυτό το σημείο, ακόμα και ο Σνόουμπωλ με το Ναπολέοντα. Ο Σκουήλερ στάλθηκε να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις στους άλλους.
«Σύντροφοι!» φώναξε. «Δεν πιστεύω να περνάει απ’ το νου σας, ότι αυτό που γίνεται από μας τα γουρούνια γίνεται επειδή είμαστε ατομιστές, ή θέλουμε ν’ αποκτήσουμε προνόμια. Στην πραγματικότητα, πολλοί από μας, σιχαίνονται το γάλα και τα μήλα. Εγώ προσωπικά, τα σιχαίνομαι. Ο μοναδικός λόγος που μας κάνει να τα θέλουμε, είναι για να διατηρήσουμε την υγεία μας. Τα γάλα και τα μήλα (αυτό έχει αποδειχτεί επιστημονικά, σύντροφοι), περιέχουν ουσίες απαραίτητες για την καλή υγεία των γουρουνιών.
Εμείς τα γουρούνια εργαζόμαστε πνευματικά. Όλη η οργάνωση και η διεύθυνση αυτού του αγροκτήματος εξαρτάται από μας. Μέρα – νύχτα δουλεύουμε για την ευημερία σας. Για το Δικό σας χατίρι πίνουμε αυτό το γάλα και τρώμε αυτά τα μήλα. Ξέρετε τι θα γινόταν αν εμείς τα γουρούνια δεν εκτελούσαμε καλά το καθήκον μας; Θα ξαναγύριζε ο Τζόουνς! »
Αφού λοιπόν τους ετέθει έτσι το ζήτημα, δεν είχαν τίποτα να πουν. Η επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί η καλή υγεία των γουρουνιών, έγινε πια εντελώς φανερή σ’ όλα τα ζώα. Έτσι, συμφωνήθηκε χωρίς άλλη συζήτηση, ότι από εδώ και πέρα, το γάλα και τα μήλα θα μοιράζονταν αποκλειστικά και μόνο στα γουρούνια.
Κατά το τέλος του καλοκαιριού, τα νέα για τα συμβάντα στο κτήμα των Ζώων, είχαν διατρέξει τη μισή χώρα. Κάθε μέρα, ο Σνόουμπολ και ο Ναπολέων έστελναν περιστέρια με οδηγίες ν’ ανακατεύονται με τα άλλα των γειτονικών κτημάτων, να τους διηγούνται την ιστορία της Επανάστασης.
Ο κ. Τζόουνς, περνούσε τον καιρό του στο καπηλειό κάνοντας παράπονα σ’ όποιον τον άκουγε. Από θέμα αρχής, οι άλλοι ιδιοκτήτες τον συμπόνεσαν, αλλά δεν του έδωσαν καμιά βοήθεια στην αρχή. Στο βάθος ο καθένας τους, αναρωτιόταν μέσα του πως θα μπορούσε να επωφεληθεί ο ίδιος από την ατυχία του κ. Τζόουνς.
Ήταν ευτύχημα το ότι οι ιδιοκτήτες των δύο κτημάτων που συνόρευαν με το κτήμα των Ζώων, βρισκόταν μονίμως σε εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους. Οπωσδήποτε, και οι δύο είχαν αναστατωθεί από την Επανάσταση στο κτήμα των Ζώων, και προσπαθούσαν να εμποδίσουν τα δικά τους ζώα να μάθουν πολλά γι’ αυτήν.
Στην αρχή κάγχαζαν και μόνο στην ιδέα ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν ζώα να καταφέρουν μόνα τους να τα βγάλουν πέρα με το αγρόκτημα. Όταν ο καιρός πέρασε, άλλαξαν τροπάρι και άρχισαν να μιλούν για τη φοβερή διαφορά που επικρατούσε τώρα στο αγρόκτημα των Ζώων. Διαδόθηκε ότι τα ζώα ασκούσαν κανιβαλισμό, ότι έκαναν βασανιστήρια μεταξύ τους και ότι είχαν τα θηλυκά ζώα από κοινού.
Οπωσδήποτε, αυτές οι ιστορίες δεν έγιναν ποτέ αληθινά πιστευτές. Εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν διαδόσεις, για ένα υπέροχο αγρόκτημα, όπου τα ζώα είχαν διώξει τους ανθρώπους, και διεύθυναν εκείνα μόνα τους και σ’ όλο το διάστημα εκείνης της χρονιάς ένα επαναστατικό κίνημα διέτρεξε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Επιπλέον ο σκοπός και τα λόγια του ύμνου διαδόθηκαν παντού μ’ αστραπιαία ταχύτητα. Οι άνθρωποι, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τη λύσσα τους όταν άκουσαν αυτό το τραγούδι, παρ’ όλο που προσποιήθηκαν πως το θεωρούσαν απλούστατα γελοίο.
Κάθε ζώο που έπιαναν να το τραγουδά, το μαστίγωναν επί τόπου. Αλλά παρ’ όλα αυτά, το τραγούδι ήταν ασυγκράτητο. Και όταν οι άνθρωποι το άκουγαν, έτρεμαν μυστικά, νιώθοντας σ’ αυτό μια προφητεία της μελλοντικής τους καταστροφής.
Τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη, ο Τζόουνς και οι άνθρωποί του μαζί με μισή ντουζίνα άλλους, πέρασαν την πύλη. Όλοι κρατούσαν ραβδιά, εκτός από τον Τζόουνς, που βάδιζε επικεφαλής κρατώντας ένα όπλο. Ήταν φανερό ότι θα επιχειρούσαν να ξαναπάρουν το κτήμα. Αυτό το περίμεναν από καιρό, και ήταν προετοιμασμένα να το αντιμετωπίσουν.
Καθώς οι άνθρωποι προχωρούσαν προς το κτήριο, ο Σνόουμπωλ εξαπέλυσε την πρώτη του έφοδο. Όλα τα περιστέρια πέταξαν δεξιά και αριστερά πάνω από τους ανθρώπους, και κουτσούλισαν στα κεφάλια τους, οι χήνες που ήταν κρυμμένες πίσω από το φράχτη, όρμισαν και τσίμπησαν με μανία τα πόδια τους.
Οπωσδήποτε, αυτό δεν ήταν παρά μια μανούβρα, που έγινε για να προκαλέσει σύγχυση, και οι άνθρωποι έδιωξαν γρήγορα τις χήνες με τα ραβδιά τους. Τότε, ο Σνόουμπωλ, εξαπέλυσε τη δεύτερη έφοδο, όλα τα πρόβατα, με επικεφαλής τον Σνόουμπωλ, όρμησαν εμπρός, κι’ έσπρωξαν και κουτούλησαν τους ανθρώπους από κάθε μεριά. Αλλά για μια ακόμα φορά οι άνθρωποι, με τα ραβδιά τους και τις μπότες τους, αποδείχτηκαν πολύ δυνατοί για τα ζώα.
Οι άνθρωποι άφησαν ένα ουρλιαχτό θριάμβου. Αυτό ακριβώς περίμενε και ο Σνόουμπωλ. Μόλις μπήκαν στην αυλή, τα τρία άλογα, οι τρείς αγελάδες, και τα υπόλοιπα γουρούνια, που ενέδρευαν στο υπόστεγο, βρέθηκαν ξαφνικά πίσω τους και τους έκοψαν. Ο Σνόουμπωλ έδωσε αμέσως το σύνθημα για έφοδο. Ο ίδιος ρίχτηκε πάνω στον Τζόουνς.
Ο Τζόουνς τον είδε να έρχεται, σήκωσε τα’ όπλο του, και τράβηξε. Τα βλήματα χάραξαν ματωμένες ραβδώσεις στην πλάτη του Σνόουμπωλ κι ένα πρόβατο έπεσε νεκρό. Χωρίς να διστάσει λεπτό, ο Σνόουμπωλ εκσφενδόνισε μια πελώρια κοτρώνα στο πόδι του Τζόουνς.
Ο Τζόουνς έπεσε μέσα σ’ ένα σωρό από κοπριές κι’ έφυγε τ’ όπλο απ’ τα χέρια του. Τους έπιασε όλους πανικός, και τότε τα ζώα τους κυνήγησαν ολόγυρα στην αυλή. Δεν υπήρξε ούτε ένα ζώο στο κτήμα, που να μην εκδικήθηκε με το δικό του τρόπο. Σε μια στιγμή, μόλις έφτασαν στην έξοδο , οι άνθρωποι όρμησαν έξω από την αυλή και πολύ ευχαριστημένοι που κατάφεραν να σώσουν το τομάρι τους τό βαλαν στα πόδια.
Όλοι οι άνθρωποι είχαν φύγει. Τα ζώα τώρα ξαναμαζεύτηκαν, και γεμάτα έξαψη, διαλαλούσε το καθένα με περηφάνια τ’ ανδραγαθήματά του στη μάχη. Αμέσως, οργανώθηκε μια πρόχειρη γιορτή.
Ο Γενάρης ήρθε πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα στα χωράφια. Πολλές συσκέψεις έγιναν στη σιταποθήκη, και τα γουρούνια καταγίνονταν με τα σχέδια της εργασίας του ερχόμενου χρόνου. Έγινε παραδεκτό ότι τα γουρούνια, που φανερά ήταν πιο έξυπνα από τα’ άλλα ζώα, θα αποφάσιζαν για όλα τα θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση, όμως οι αποφάσεις έπρεπε να εγκρίνονται από την πλειοψηφία.
Αυτό το τελευταίο θα ήταν αποτελεσματικό, αν δεν υπήρχαν οι διαφωνίες μεταξύ του Ναπολέοντα και του Σνόουμπωλ. Αυτοί οι δύο, διαφωνούσαν σ’ όλα τα θέματα. Ο καθένας είχε τους δικούς του οπαδούς, και γινόταν σκληροί αγώνες. Αλλά απ’ όλες τους τις φιλονικίες καμιά δεν ήταν τόσο άγρια όσο αυτή που αφορούσε το θέμα του ανεμόμυλου.
Ολόκληρη η φάρμα βρέθηκε διχασμένη πάνω στο θέμα του ανεμόμυλου. Ο Σνόουμπωλ, παραδέχτηκε, ότι το χτίσιμο του θα ήταν δύσκολη δουλειά. Αλλά ισχυρίζονταν ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν μέσα σ’ ένα χρόνο και μετά απ’ αυτό, δήλωσε, θα εργάζονταν μόνο τρεις φορές τη βδομάδα. Ο Ναπολέων, απ’ την άλλη μεριά, υποστήριζε πως εκείνο που προέχει προς το παρόν, είναι να αυξήσουν την παραγωγή των τροφίμων, και ότι αν σπαταλούσαν τον καιρό τους για τον ανεμόμυλο, θα πέθαιναν όλοι από την πείνα.
Τα ζώα αμέσως, χωρίστηκαν σε δύο κόμματα με τα ακόλουθα συνθήματα: «Ψηφίστε Σνόουμπωλ για λιγότερη δουλειά» και «Ψηφίστε Ναπολέοντα για γεμάτο στομάχι». Ο Βενιαμίν, ήταν το μόνο ζώο που πήγε με κανένα κόμμα. Αρνήθηκε να πιστέψει ότι τα τρόφιμα θα αυξάνονταν, ή ότι ο ανεμόμυλος θα γλύτωνε δουλειά. Με ή χωρίς μύλο, έλεγε, η ζωή θα κυλούσε ολόιδια, δηλαδή άσχημα.
Εκτός από τις φιλονικίες για τον ανεμόμυλο, υπήρχε και το ζήτημα του αμυντικού συστήματος του αγροκτήματος. Ήταν φανερό, ότι παρ’ όλο που οι άνθρωποι νικήθηκαν μπορεί ν’ αποφάσιζαν νέα απόπειρα. Σύμφωνα με τον Ναπολέοντα, τα ζώα θάπρεπε να πάρουν όπλα και να εξασκηθούν πάνω στη χρήση τους. Κατά τη γνώμη του Σνόουμπωλ, θάπρεπε να στέλνουν ολοένα και περισσότερα περιστέρια, με σκοπό να ξεσηκώσουν τα ζώα των άλλων κτημάτων σε επανάσταση. Τα ζώα δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πιο είναι το σωστό· στην πραγματικότητα, συμφωνούσαν πάντα με όποιον μιλούσε εκείνη τη στιγμή.
Τελικά, έφτασε η μέρα που θα γινόταν ψηφοφορία για το αν θάπρεπε να χτιστεί ο ανεμόμυλος ή όχι. Όταν μαζεύτηκαν όλα τα ζώα στη μεγάλη σιταποθήκη, ο Σνόουμπωλ στάθηκε στο βήμα και παρ’ όλο που τον διέκοπταν ολοένα τα βελάσματα των προβάτων, εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους υπεράσπιζε το χτίσιμο του ανεμόμυλου. Τότε ο Ναπολέων σηκώθηκε να απαντήσει. Είπε πολύ ήσυχα ότι ο ανεμόμυλος ήταν ανοησία και ότι δε συμβούλευε κανέναν να ψηφίσει υπέρ, και κάθισε αμέσως.
Πάνω σ’ αυτό ο Σνόουμπωλ σηκώθηκε, και διατάζοντας τα πρόβατα να σωπάσουν (γιατί είχαν αρχίσει πάλι να βελάζουν) έκανε μια έντονη έκκληση να ψηφίσουν υπέρ του ανεμόμυλου. Μέχρι τώρα τα ζώα ήταν όμοια διχασμένα, αλλά η ευγλωττία του Σνόουμπωλ τα πήρε με το μέρος του. Στο τέλος της ομιλίας του, δεν υπήρχε πια αμφιβολία για το ποιον θα ψήφιζαν τα ζώα. Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Ναπολέων σηκώθηκε και ρίχνοντας ένα περίεργο λοξό βλέμμα στον Σνόουμπωλ, έβγαλε μια κραυγή, που όμοιά της, δεν είχε ξανακουστεί ποτέ.
Πάνω σ’ αυτό, ακούστηκε ένα τρομερό γαύγισμα απ’ έξω, και εννέα πελώρια σκυλιά, φορώντας μπρούτζινους λαιμοδέτες. Ήρθαν τρέχοντας μέσα στη σιταποθήκη. Όρμησαν κατ’ ευθείαν πάνω στον Σνόουμπωλ, που μόλις πρόφτασε να πεταχτεί από τη θέση του για να γλιτώσει. Κατάπληκτα, πολύ τρομαγμένα για να μπορούν να μιλήσουν, τα ζώα μαζεύτηκαν στην πόρτα για να δουν το κυνηγητό. Ο Σνόουμπωλ έτρεχε. Τότε, έδωσε ένα γερό πήδο και γλίστρησε μέσα από μια τρύπα του φράκτη κι έγινε άφαντος.
Σιωπηλά και τρομαγμένα τα ζώα ξαναγύρισαν στην αποθήκη. Τα σκυλιά ήλθαν αμέσως χοροπηδώντας. Στην αρχή, κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί από πού ερχόταν αυτά τα πλάσματα, αλλά γρήγορα η απορία τους λύθηκε: ήταν τα σκυλάκια που είχε πάρει ο Ναπολέων απ’ τις μητέρες τους μικρά και ανάθρεψε μυστικά, συνεχώς καθόταν κοντά στον Ναπολέοντα. Παρατηρήθηκε ότι κουνούσαν την ουρά τους σ’ αυτόν, κατά τον ίδιο τρόπο που συνήθιζαν οι άλλοι σκύλοι να κάνουν στο παρελθόν με τον κύριο Τζόουνς.
Ο Ναπολέων, ακολουθούμενος από τους σκύλους του, ανέβηκε στην εξέδρα, εκεί όπου άλλοτε ο μακαρίτης ο γέρο-στρατηγός είχε σταθεί να βγάλει το λόγο του. Ανήγγειλε ότι από τώρα και στο εξής, οι συνεδριάσεις της Κυριακής θα έπαιρναν τέλος. Δεν ήταν απαραίτητες, είπε, και ήταν σπατάλη χρόνου.
Στο μέλλον όλα τα θέματα που αφορούσαν τη δουλειά στο αγρόκτημα, θα τα αναλάμβανε μια ειδική επιτροπή από γουρούνια, κάτω από τη δική του ηγεσία. Τα ζώα θα έπρεπε να μαζεύονται πάντα τις Κυριακές το πρωί και να λαμβάνουν τις οδηγίες για όλη τη βδομάδα, αλλά συζητήσεις δεν θα γίνονταν πια.
Αν και ήταν ήδη τρομοκρατημένα τα ζώα θορυβήθηκαν. Μερικά γουρούνια, πάντως, στάθηκαν πιο θαρραλέα, έβγαλαν μερικές κραυγές αποδοκιμασίας, σηκώθηκαν και άρχισαν να μιλάνε όλα μαζί. Αλλά ξαφνικά, τα σκυλιά που ήταν γύρω από τον Ναπολέοντα άφησαν κάτι βαθιά γρυλίσματα τόσο απειλητικά, που τα γουρούνια σώπασαν αμέσως και ξανακάθισαν.
Τότε τα πρόβατα ξέσπασαν σε κάτι φοβερά βελάσματα «Τέσσερα πόδια καλό, δύο πόδια κακό!» πράγμα που συνέχισαν σχεδόν επί ένα τέταρτο της ώρας, κι έτσι έβαλαν τέλος στην παραμικρή απόπειρα συζήτησης.
Αμέσως μετά, ο Σκουήλερ στάλθηκε ένα γύρο στη φάρμα να εξηγήσει τη νέα κατάσταση στους άλλους. «Σύντροφοι», είπε, «πιστεύω ότι κάθε ζώο εδώ μέσα εκτίμησε τη θυσία που έκανε ο Ναπολέων, με το αναλάβει όλη τούτη τη πρόσθετη εργασία. Μη φαντάζεστε σύντροφοι ότι η ηγεσία είναι ευχάριστη! Αντίθετα, είναι μια σοβαρή και βαριά ευθύνη. Κανείς δεν πιστεύει πιο σταθερά από το σύντροφο Ναπολέοντα ότι όλα τα ζώα είναι ίσα.
Θα ήταν ευτυχής αν μπορούσε να σας αφήσει να παίρνετε μόνοι σας τις αποφάσεις για τον εαυτό σας. Αλλά καμιά φορά θα μπορούσατε να πάρετε λανθασμένες αποφάσεις σύντροφοι, και τότε τι θα γινόταν; Αν υποθέσουμε πως αποφασίζατε ν’ ακολουθήσετε τον Σνόουμπωλ με τη τρέλα του για τους ανεμόμυλους και τα παρόμοια – τον Σνόουμπωλ, που, όπως ξέρουμε τώρα, δεν υπήρξε παρά ένας εγκληματίας;»
«Πολέμησε γενναία», είπε κάποιος. «Η ανδρεία δεν φτάνει», είπε ο Σκουήλερ. «Πειθαρχία σύντροφοι, σιδερένια πειθαρχία! Αυτό είναι το σύνθημα της σήμερον. Ένα βήμα λάθος, και οι εχθροί μας έφτασαν. Σίγουρα, σύντροφοι, δεν θέλετε ξανά τον Τζόουνς;» Για άλλη μια φορά, δεν υπήρχε θέμα.
Ο καιρός είχε καλυτερέψει και η εποχή του οργώματος άρχισε. Κάθε Κυριακή πρωί στις δέκα η ώρα, τα ζώα συγκεντρώνονταν στη μεγάλη σιταποθήκη για να πάρουν τις διαταγές της εβδομάδας. Το κρανίο του γέρο-στρατηγού, ξεθάφτηκε από τον κήπο και τοποθετήθηκε σ’ ένα κούτσουρο, τα ζώα ήταν υποχρεωμένα να περνούν μπροστά από το κρανίο και να το χαιρετούν με ευλάβεια προτού μπουν στην αποθήκη. Τώρα πια, δεν κάθονταν όλα μαζί, όπως γινόταν στο παρελθόν.
Ο Ναπολέων με τον Σκουήλερ, κι ένα άλλο γουρούνι που ονομαζόταν Μένιμους και που είχε το εξαιρετικό χάρισμα να συνθέτει τραγούδια και στίχους, κάθονταν στην εξέδρα με τους εννέα νεαρούς σκύλους να σχηματίζουν ένα ημικύκλιο γύρω τους, και τ’ άλλα γουρούνια από πίσω. Τα υπόλοιπα ζώα κάθονταν αντίκρυ στο κέντρο της αίθουσας. Ο Ναπολέων διάβαζε τις διαταγές της εβδομάδας, και αφού τραγουδούσαν μια φορά τον ύμνο, όλα τα ζώα σκορπίζονταν.
Την τρίτη Κυριακή μετά το διωγμό του Σνόουμπωλ, τα ζώα άκουσαν με έκπληξη τον Ναπολέοντα να αναγγέλλει ότι τελικά ο ανεμόμυλος θα χτιστεί. Δεν έδωσε εξηγήσεις για την αλλαγή της απόφασης του, αλλ’ απλώς προειδοποίησε τα ζώα ότι το πρόσθετο αυτό έργο, σήμαινε εξαιρετικά σκληρή δουλειά. Μπορεί ακόμα να χρειαζόταν να μειωθούν οι μερίδες στο συσσίτιο. Το χτίσιμο του ανεμόμυλου, με διάφορες άλλες βελτιώσεις, θα τους έπαιρνε δύο χρόνια.
Εκείνο το απόγευμα, ο Σκουήλερ εξήγησε ιδιαιτέρως στα ζώα ότι ο Ναπολέων, στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε αντίρρηση στα σχέδια του ανεμόμυλου. Ο Σνόουμπωλ το είχε κλέψει από τα χαρτιά του Ναπολέοντα. Τότε, γιατί, ρώτησε κάποιος, είχε εναντιωθεί τόσο πολύ γι’ αυτό το ζήτημα; Εδώ, ο Σκουήλερ πήρε ένα ύφος εξαιρετικά πανούργο. Αυτό, είπε, ήταν το κόλπο του συντρόφου Ναπολέοντα.
Έκανε δήθεν πως εναντιώνεται, ακριβώς από ελιγμό, για να ξεφορτωθεί τον Σνόουμπωλ, που ήταν ένας επικίνδυνος χαρακτήρας και ασκούσε πολύ καλή επιρροή. Επανέλαβε πολλές φορές, «Τακτική, σύντροφοι, τακτική!» Τα ζώα δεν ήταν σίγουρα για το νόημα της λέξης, αλλά ο Σκουήλερ μιλούσε τόσο πειστικά, και οι τρείς σκύλοι που ήταν μαζί του γρύλλιζαν τόσα απειλητικά, ώστε δέχτηκαν την εξήγηση του χωρίς άλλες ερωτήσεις.
Όλη τη χρονιά, τα ζώα δούλεψαν σαν σκλάβοι. Αλλά ήταν ευτυχισμένα με τη δουλειά τους, δεν βαρυγκωμούσαν καθόλου γιατί ήξεραν πως ότι έκαναν ήταν για το καλό τους και για κείνους που θα ερχόταν μετά απ’ αυτούς, και όχι για ένα μάτσο άχρηστους, τεμπέληδες ανθρώπους.
Σ’ όλο το διάστημα της άνοιξης και του καλοκαιριού, εργάζονταν εξήντα ώρες την εβδομάδα, και τον Αύγουστο, ο Ναπολέων ειδοποίησε ότι θάπρεπε να εργάζονται και την Κυριακή το απόγευμα. Βέβαια, αυτή η επιπλέον εργασία ήταν εθελοντική, αλλά όποιο ζώο δεν θα πήγαινε, θα μειώνονταν το συσσίτιό του στο μισό. Όμως, παρ’ όλα αυτά τα μέτρα, η δουλειά έμενε πάντα πίσω.
Ο ανεμόμυλος παρουσίασε απροσδόκητες δυσκολίες. Παρ’ όλο το φόρτο εργασίας, τα ζώα δεν αισθάνονταν άσχημα αυτό το καλοκαίρι. Αν και δεν είχαν περισσότερο φαγητό απ’ όσο τον καιρό του Τζόουνς τουλάχιστον δεν είχαν λιγότερο. Το γεγονός ότι είχαν να τρέφουν μόνο τους εαυτούς τους και όχι τους πέντε άχρηστους ανθρώπους που είχαν πριν, τους φαινόταν τόσο σπουδαίο πλεονέκτημα, που μπορούσε ν’ αντισταθμίσει πολλά κακά. Όπως και να ‘ναι, καθώς έφευγε το καλοκαίρι, άρχισαν να γίνονται αισθητές διάφορες απρόβλεπτες ελλείψεις.
Μια Κυριακή πρωί, που τα ζώα είχαν μαζευτεί για να πάρουν διαταγές, ο Ναπολέων τους ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να εφαρμόσει νέα τακτική. Από τώρα και στο εξής το Κτήμα των Ζώων, θα συναλλασσόταν με τα γειτονικά κτήματα: όχι βέβαια για κανένα εμπορικό σκοπό, αλλά απλώς για να αποκτήσουν ορισμένα υλικά που χρειάζονταν επειγόντως.
Για μια φορά ακόμα, τα ζώα ένοιωσαν μια αόριστη ανησυχία. «Ποτέ δεν πρέπει να έχουμε δοσοληψίες με τους ανθρώπους». «Ποτέ δεν πρέπει να κάνουμε εμπορικές συμφωνίες». «Ποτέ δεν πρέπει ν’ αγγίζουμε χρήματα». Αυτές δεν ήταν από τις πρώτες αποφάσεις που πάρθηκαν μετά το διωγμό του Τζόουνς;
Όλα τα ζώα θυμόνταν αυτές τις αποφάσεις: ή τουλάχιστον νόμιζαν ότι τις θυμόνταν. Τα τέσσερα γουρούνια που είχαν διαμαρτυρηθεί όταν ο Ναπολέων κατήργησε τις συνεδριάσεις, ύψωσαν δειλά τη φωνή τους, αλλά σώπασαν αμέσως μετά το τρομακτικό ουρλιαχτό που έμπηξαν οι σκύλοι. Τότε, όπως συνήθως, τα πρόβατα ξέσπασαν στο «Τέσσερα πόδια καλό, δύο πόδια κακό!» και η στιγμιαία αμηχανία πέρασε.
Τελικά ο Ναπολέων σήκωσε το πόδι του για να γίνει ησυχία και ανήγγειλε ότι είχε ήδη τακτοποιήσει το ζήτημα. Δεν θα χρειαζόταν να έρθει κανένα ζώο σ’ επικοινωνία με ανθρώπους, πράγμα που βέβαια θα ήταν πολύ δυσάρεστο. Σκόπευε να σηκώσει ο ίδιος αυτό το βάρος στους ώμους του. Κάποιος κύριος Ουάιμπερ, ένας δικηγόρος είχε αναλάβει να μεσολαβήσει μεταξύ του Κτήματος των Ζώων και του έξω κόσμου. Ο Ναπολέων τελείωσε το λόγο του με τη συνηθισμένη του κραυγή «Ζήτω το Κτήμα των Ζώων!», και αφού τραγούδησαν τον ύμνο, τα ζώα διαλύθηκαν.
Κάθε Δευτέρα, όπως είχαν συμφωνήσει, ο κύριος Ουάιμπερ έκανε την επίσκεψή του στο αγρόκτημα. Τα ζώα παρακολουθούσαν το πήγαινε έλα του με ένα είδος φόβου, και τον απέφευγαν όσο μπορούσαν. Οπωσδήποτε, η θέα του Ναπολέοντα στα τέσσερα του πόδια, να δίνει διαταγές στον Ουάιμπερ που στεκόταν στα δύο του πόδια, εξύψωνε την περηφάνια τους, και συνθηκολόγησαν με τη νέα κατάσταση.
Τώρα οι σχέσεις με την ανθρώπινη ράτσα, δεν ήταν όπως πριν. Οι άνθρωποι δε μισούσαν, τώρα λιγότερο το κτήμα των Ζώων: για να πούμε την αλήθεια, το μισούσαν περισσότερο από ποτέ. Κάθε άνθρωπος είχε σαν άρθρο πίστης ότι το αγρόκτημα αργά ή γρήγορα θα χρεοκοπούσε, και πάνω απ’ όλα, ότι ο ανεμόμυλος ήταν σχέδιο καταδικασμένο να αποτύχει. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, χωρίς να το θέλουν, είχαν ένα είδος σεβασμού για την αποτελεσματικότητα με την οποία τα ζώα διεκπεραίωναν τις υποθέσεις τους.
Περίπου τότε ήταν που τα γουρούνια ξαφνικά μετακόμισαν στο σπίτι του αγροκτήματος και το έκαναν μόνιμη κατοικία τους. Ακόμα μια φορά τα ζώα έδειξαν να θυμούνται ότι τις πρώτες μέρες είχε βγει μια απόφαση εναντίον αυτής της συνήθειας και ακόμα μια φορά ο Σκουήλερ φάνηκε πρόθυμος να τα πείσει ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα.
Ήταν εντελώς απαραίτητο, είπε, για τα γουρούνια, που ήταν το μυαλό του αγροκτήματος, να έχουν μια ήσυχη γωνιά να εργάζονται. Επίσης ταίριαζε περισσότερο στην αξιοπρέπεια του Αρχηγού (τελευταία είχε αρχίσει να προσφωνεί τον Ναπολέοντα «Αρχηγό»), να μένει σ’ ένα σπίτι αντί σε μια σκέτη τρώγλη. «Δεν πιστεύω να υπάρχει κανένας που να επιθυμεί να ξανάρθει ο Τζόουνς;»
Τα ζώα τον βεβαίωσαν αμέσως για το αντίθετο, και έτσι δεν ειπώθηκε τίποτα πια πάνω στο θέμα Κι όταν, έπειτα από μερικές μέρες, ανακοινώθηκε ότι τα γουρούνια στο εξής θα σηκώνονταν μια ώρα αργότερα απ’ τα’ άλλα ζώα, δεν έγινε κανένα παράπονο ούτε και γι’ αυτό.
Κατά το φθινόπωρο τα ζώα ήταν κατάκοπα, αλλά ευτυχισμένα. Πέρασαν ένα δύσκολο χρόνο, μετά το πούλημα του σανού και του καλαμποκιού, οι προμήθειες των τροφίμων για το χειμώνα δεν ήταν αρκετές, αλλά ο ανεμόμυλος ήταν αρκετή ανταμοιβή για όλα. Ήταν τώρα σχεδόν μισοκτισμένος. Στις ελεύθερες ώρες τα ζώα γυρόφερναν τον μισοτελειωμένο μύλο θαυμάζοντας τους τεράστιους, κάθετους τοίχους, έχοντας ταυτόχρονα κι ένα αυτοθαυμασμό για το πώς κατάφεραν να χτίσουν κάτι τόσο επιβλητικό και μεγαλοπρεπές.
Μόνο ο γέρο-Βενιαμίν δε φάνηκε να ενθουσιάζεται με τον ανεμόμυλο, και όπως συνήθως, επανέλαβε την αινιγματική του παρατήρηση ότι οι γάιδαροι ζουν πολλά χρόνια.
Ο Νοέμβριος, έφτασε με κάτι λυσσασμένους νοτιοδυτικούς ανέμους. Μια νύχτα η θύελλα ξέσπασε τόσο μανιασμένη, που τα κτίρια του κτήματος σείστηκαν συθέμελα. Το πρωί, τα ζώα βγήκαν από το παχνί τους Ξαφνικά, μια κραυγή απελπισίας βγήκε απ’ τα χείλια όλων. Αντίκρισαν κάτι τρομερό: Ο ανεμόμυλος είχε σωριαστεί σ’ ερείπια.
Όλα μαζί, όρμησαν προς τα εκεί. Ο Ναπολέων, ο οποίος έβγαινε σπάνια, έτρεξε πιο μπροστά απ’ όλους. Ναι, ο καρπός του μόχθου τους, κείτονταν εκεί σωριασμένος στα θεμέλιά του. Ο Ναπολέων περπατούσε πέρα – δώθε σιωπηλά. Ξαφνικά, σταμάτησε σα να φωτίστηκε το μυαλό του.
«Σύντροφοι», είπε ήσυχα, «ξέρετε ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό; Ξέρετε ποιος είναι ο εχθρός που ήρθε μέσα στη νύχτα και κατάστρεψε τον ανεμόμυλο μας; Ο ΣΝΟΟΥΜΠΩΛ!», βρυχήθηκε ξαφνικά με μια φωνή σαν κεραυνό. «Ο Σνόουμπωλ το έκανε αυτό! Από καθαρή κακία, με πρόθεση να χαλάσει τα σχέδιά μας και να εκδικηθεί για την ντροπιασμένη εξορία του. Σύντροφοι, αυτή τη στιγμή αποφασίζω τη θανατική καταδίκη του Σνόουμπωλ. Δίνω το παράσημο «Ήρως Δευτέρας Τάξεως» και μισό κιλό μήλα σ’ όποιον τον σκοτώσει. Ολόκληρο κιλό, σ’ όποιον τον πιάσει ζωντανό!»
«Όχι άλλες αργοπορίες, σύντροφοι!» είπε ο Ναπολέων «Έχουμε δουλειά να κάνουμε. Σήμερα κιόλας θα αρχίσουμε να ξαναχτίζουμε τον ανεμόμυλο, θα δείξουμε σ’ αυτόν τον άθλιο προδότη ότι δεν μπορεί να καταστρέψει το έργο μας τόσο εύκολα. Να θυμόσαστε σύντροφοι, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση τα σχέδιά μας να μείνουν απραγματοποίητα. Πρέπει να εκτελεστούν μέχρι τέλους. Εμπρός, σύντροφοι! Ζήτω ο ανεμόμυλος! Ζήτω το Κτήμα των Ζώων!».
Ήταν ένας σκληρός χειμώνας. Τα ζώα εξακολουθούσαν ν’ αγωνίζονται μ’ όλες τους τις δυνάμεις να ξαναχτίσουν τον ανεμόμυλο, ξέροντας ότι ο έξω κόσμος τους παρακολουθούσε και πως οι ζηλόφθονοι άνθρωποι θα χαίρονταν και θα θριαμβολογούσαν αν ο μύλος δεν τελείωσε στην ώρα του.
Το Γενάρη το φαγητό λιγόστεψε. Η μερίδα του καλαμποκιού περιορίστηκε δραστικά, και ανακοινώθηκε ότι θα μοίραζαν στη θέση του μια μερίδα πατάτας επιπλέον. Τότε ανακάλυψαν ότι το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς της πατάτας είχε παγώσει γιατί δεν τις είχαν σκεπάσει όπως έπρεπε. Επί μέρες τα ζώα δεν είχαν να φάνε τίποτα άλλο από σκύβαλα. Αντιμετώπιζαν άμεσα λιμό.
Ήταν ζωτική ανάγκη να κρύψουν αυτό το γεγονός απ’ τον έξω κόσμο. Ο Ναπολέων κατάλαβε πως θα είχε άσχημα επακόλουθα αν μαθευόταν η πραγματική τους κατάσταση, γι’ αυτό αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Ουάιμπερ για να δώσει μια αντίθετη εντύπωση. Δόθηκε διαταγή σε μερικά διαλεγμένα ζώα -ως επί το πλείστον πρόβατα- όταν περνάει ο κύριος Ουάιμπερ, να σχολιάζουν δήθεν τυχαία ότι αυξήθηκε το συσσίτιο.
Επιπλέον, ο Ναπολέων διέταξε να γεμίσουν με άμμο τα άδεια κιβώτια της αποθήκης σχεδόν ως το χείλος, και να σκεπάσουν την άμμο, μ’ ένα στρώμα από τα περισσεύματα του σταριού. Με κάποιο πρόσχημα, οδήγησαν τον Ουάιμπερ μέσα στην αποθήκη και τον άφησαν να ρίξει μια ματιά στα κιβώτια. Έτσι ξεγελιόταν.
Οπωσδήποτε προς το τέλος του Γενάρη έγινε φανερό ότι ήταν ανάγκη να προμηθευτούν από κάπου σιτάρι. Μια Κυριακή πρωί. Ο Σκουήλερ ανακοίνωσε ότι οι κότες, που ήταν καιρός να γεννήσουν πάλι, πρέπει να παραδώσουν τα’ αυγά τους. Το αντίτιμο των αυγών θα έφτανε για να αγοράσουν αρκετό σιτάρι και τροφή ώστε να συντηρηθεί το κτήμα ώσπου νάρθει το καλοκαίρι.
Όταν το άκουσαν αυτό οι κότες, έβγαλαν μια κραυγή απελπισίας. Ήταν έτοιμες να κλωσήσουν, και διαμαρτυρήθηκαν λέγοντας ότι το να δώσουν τώρα τα’ αυγά τους θα ήταν καθαρή δολοφονία. Για πρώτη φορά ύστερα από την ανατροπή του Τζόουνς, δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα που θύμιζε επανάσταση.
Έχοντας τρεις φραγκόκοτες επικεφαλείς, δεν γέννησαν τα αυγά τους στις φωλιές, αλλά ανέβηκαν στα δοκάρια και από κει τα’ άφηναν να θρυμματιστούν στο πάτωμα. Ο Ναπολέων έδρασε γοργά και χωρίς οίκτο. Έκοψε το συσσίτιο για τις κότες και έβγαλε διαταγή να τιμωρηθεί με θάνατο όποιος δοκίμαζε να δώσει έστω κι ένα σπειρί καλαμποκιού σε κότα. Οι σκύλοι φρόντισαν να εφαρμοστούν αυτές οι διαταγές. Οι κότες άντεξαν πέντε μέρες
Όλο αυτό το διάστημα δεν είδε κανείς το Σνόουμπωλ. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι κρυβόταν σε μια από τις γειτονικές φάρμες, είχε γίνει συνήθεια κάθε φορά που πήγαινε κάτι άσχημα να το αποδίδουν στον Σνόουμπωλ.
Μετά τέσσερις μέρες, αργά το απόγευμα, ο Ναπολέων διέταξε να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα στην αυλή. Όταν μαζεύτηκαν όλα, ο Ναπολέων βγήκε από το σπίτι του κτήματος, φορώντας και τα δύο του παράσημα
(γιατί πρόσφατα είχε απονείμει στον εαυτό του τα μετάλλια «Ήρως, Πρώτης Τάξεως», και «Ήρως, Δευτέρας Τάξεως»), έχοντας γύρω του τα εννέα του σκυλιά που χοροπηδούσαν κι έβγαζαν ουρλιαχτά που έκαναν τα ζώα να ριγούν. Όλα είχαν ζαρώσει σιωπηλά, μαντεύοντας ότι κάτι τρομερό πρόκειται να συμβεί σε λίγο.
Ο Ναπολέων στάθηκε κοιτάζοντας αυστηρά ένα γύρω το ακροατήριό του, και έβγαλε μια βροντερή κραυγή. Αμέσως οι σκύλοι όρμησαν μπροστά, άρπαξαν τέσσερα γουρούνια από τα αυτιά, τα έσυραν στα πόδια του Ναπολέοντα.
Ο Ναπολέων τα διέταξε να ομολογήσουν τα εγκλήματά τους. Ήταν τα ίδια εκείνα γουρούνια που είχαν διαμαρτυρηθεί όταν ο Ναπολέων κατήργησε τις κυριακάτικες συνεδριάσεις. Χωρίς καμιά παραπάνω πίεση, ομολόγησαν ότι είχαν έρθει σε μυστική επαφή με τον Σνόουμπωλ από τον καιρό του διωγμού του, όταν τελείωσαν την ομολογία τους, οι σκύλοι τους ξέσκισαν το λαρύγγι κι ο Ναπολέων, με μια τρομερή φωνή, ρώτησε αν κανένα άλλο ζώο είχε να ομολογήσει τίποτα.
Οι τρεις κότες που ήταν οι αρχηγοί στην απόπειρα της επανάστασης των αυγών, βγήκαν μπροστά. Ύστερα, παρουσιάστηκε μια χήνα. Οι ομολογίες και εκτελέσεις συνεχίστηκαν μέχρι που συγκεντρώθηκε μπροστά στα πόδια του Ναπολέοντα ένας σωρός από πτώματα.
Όταν όλα τελείωσαν, τα ζώα που είχαν απομείνει –εκτός απ’ τα γουρούνια και τους σκύλους- απομακρύνθηκαν μουδιασμένα. Δεν ήξεραν τι ήταν πιο φρικτό – η προδοσία των ζώων, ή η άγρια τιμωρία τους στην οποία στάθηκαν μάρτυρες. Από τότε που ο Τζόουνς έφυγε απ’ το κτήμα μέχρι σήμερα, κανένα ζώο δεν είχε σκοτώσει το άλλο.
Πάνω που είχαν τραγουδήσει (τον ύμνο) για Τρίτη φορά, φάνηκε ο Σκουήλερ, συνοδευόμενος από δύο σκύλους μ’ ένα ύφος βαρυσήμαντο. Ανήγγειλε ότι, κατόπιν ειδικής διαταγής του συντρόφου Ναπολέοντα, ο ύμνος καταργείται. Από εδώ και πέρα απαγορευόταν να το τραγουδούν.
Τα ζώα μαρμάρωσαν. «Γιατί» φώναξαν «Δε χρειάζεται πια συντρόφισσα», είπε ο Σκουήλερ σκληρά. «Ο ύμνος, ήταν τραγούδι της Επανάστασης. Αλλά η Επανάσταση τώρα τελείωσε. Η εκτέλεση των προδοτών σήμερα ήταν η τελική φάση. Ο εχθρός απ’ έξω κι από μέσα νικήθηκε. Επομένως αυτό το τραγούδι δεν έχει πια κανένα σκοπό»
Στη θέση του , ο Κούτσικος, ο ποιητής, συνέθεσε ένα άλλο τραγούδι που άρχιζε:
“Ω, Κτήμα των Ζώων, ώ, Κτήμα των Ζώων.
Εγώ ποτέ κακό δε θ’ αφήσω να πάθετε!”
κι’ αυτό τραγουδιόταν κάθε Κυριακή πρωί, μετά την ανύψωση της Σημαίας. Για τα ζώα, όμως, ο σκοπός και τα λόγια των Ζώων της Αγγλίας ήταν πάντα ομορφότερα. Λίγες μέρες αργότερα, όταν κόπασε ο τρόμος που είχαν σπείρει οι εκτελέσεις, κάποια ζώα θυμήθηκαν, ή νόμισαν πως θυμήθηκαν, ότι η Έκτη Εντολή πρόσταζε: Κανένα ζώο δε θα σκοτώνει το άλλο. Και παρόλο που κανένα δεν το ανέφερε, μην τυχόν και το ακούσουν τα γουρούνια και τα σκυλιά, αισθάνονταν πως οι σφαγές που είχαν γίνει δεν ταίριαζαν καθόλου με την Εντολή.
Η Τριφύλλω ζήτησε από τον Βενιαμίν να της διαβάσει την Έκτη Εντολή, κι όταν αυτός είπε, κατά τη συνήθειά του, πως δεν ήθελε να μπλέκει σε τέτοια θέματα, πήγε να βρει την Μπεεμπέεκα. Η Μπεεμπέεκα διάβασε την Εντολή: «Κανένα ζώο δε θα σκοτώνει το άλλο χωρίς λόγο».
Φαίνεται ότι κατά κάποιο τρόπο οι δυο τελευταίες λέξεις είχαν σβηστεί απ’ τη μνήμη των ζώων. Έβλεπαν τώρα πως η Εντολή δεν είχε παραβιαστεί. Κι έτσι, σοφά έπραξαν και σκότωσαν τους προδότες που είχαν συνεργαστεί με τον Σνόουμπωλ.
Ολόκληρη εκείνη τη χρονιά, τα ζώα δούλεψαν σκληρότερα απ’ την προηγουμένη. Το ξαναχτίσιμο του ανεμόμυλου, με τοίχους δυο φορές πιο χοντρούς από πριν, και το τελειωμό του στον καθορισμένο χρόνο, κάνοντας ταυτόχρονα και τις συνηθισμένες δουλειές στη φάρμα, απαιτούσαν τεράστιο μόχθο.
Υπήρχαν φορές που τους φαινόταν πως δούλευαν περισσότερο κι έτρωγαν πιο λίγο απ’ ό,τι στον καιρό του Τζόουνς. Τα πρωινά της Κυριακής, ο Γρυλής, κρατώντας ένα ρολό χαρτί με το πόδι του, τους διάβαζε κατεβατά με αριθμούς που αποδείκνυαν ότι η παραγωγή για όλα τα είδη των τροφίμων είχε αυξηθεί κατά διακόσια, τριακόσια ή πεντακόσια τοις εκατό, ανάλογα με την περίσταση.
Τα ζώα δεν έβρισκαν κανένα λόγο να δυσπιστούν, έτσι κι αλλιώς, δε θυμόνταν και πολύ καθαρά τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από την Επανάσταση.
Έρχονταν όμως και μέρες που επιθυμούσαν μικρότερους αριθμούς και περισσότερο φαγητό. Όλες οι διαταγές διαβιβάζονταν τώρα μέσω του Γρυλή ή κάποιου άλλου γουρουνιού. Ο Ναπολέων είχε κόψει τις δημόσιες εμφανίσεις κι έβγαινε μια φορά το δεκαπενθήμερο. Όταν εμφανιζόταν, δεν τον συνόδευαν μόνο τα σκυλιά, αλλά κι ένας μαύρος πετεινός,που προπορευόταν κι έπαιζε το ρόλο του σαλπιγκτή. Βγάζοντας ένα δυνατά «κικιρίκουουου», πριν αρχίσει να μιλά ο Ναπολέων.
Είχε ακουστεί πως και στο σπίτι ο Ναπολέων κατοικούσε σε χωριστά διαμερίσματα από τους άλλους. Γευμάτιζε μόνος, έχοντας δυο σκυλιά να τον υπηρετούν, κι έτρωγε πάντα σε σερβίτσια φαγητού «Κράουν Ντέρμπυ» που είχαν βρεθεί στο σκρίνιο του σαλονιού.
Ανακοινώθηκε επίσης πως θα έπεφτε άλλη μια τουφεκιά το χρόνο, στα γενέθλια του Ναπολέοντα, όπως ίσχυε και για τις άλλες δύο επετείους.Τον Ναπολέοντα δεν τον προσφωνούσαν πια απλώς«Ναπολέοντα». Τον αποκαλούσαν επίσημα «Ο Αρχηγός μας, σύντροφος Ναπολέων», και στα γουρούνια άρεσε ιδιαίτερα να επινοούν τίτλους όπως: «Πατέρα Όλων των Ζώων», «Τρομοκράτη της Ανθρωπότητας»,«Προστάτη της Στάνης», κι άλλα παρόμοια.
Ο Γρυλής μιλούσε πάντα με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι στα μάγουλά του, για τη σοφία του Ναπολέοντα, για τη μεγαλοψυχία του, και για τη βαθιά αγάπη που έτρεφε για όλα τα ζώα, ιδιαίτερα για όσα ήταν δυστυχισμένα και ζούσαν ακόμη στις άλλες φάρμες βυθισμένα στην άγνοια και τη σκλαβιά. Είχε γίνει συνήθεια να αποδίδουν στον Ναπολέοντα κάθε καλοτυχία.
Και συχνά άκουγες μια κότα να λέει στην άλλη: «Με την καθοδήγηση του Αρχηγού μας, του συντρόφου Ναπολέοντα, έκανα πέντε αυγά σε έξι μέρες».
Ή δυο αγελάδες,απολαμβάνοντας το δροσερό νεράκι της λιμνούλας να αναφωνούν: «Τι νέκταρ πίνουμε χάρη στην ηγεσία του συντρόφου Ναπολέοντα!» Το γενικό αίσθημα που κυριαρχούσε στη φάρμα εκφράστηκε σ’ ένα ποίημα με τίτλο Ο σύντροφος Ναπολέων που είχε γράψει ο Κούτσικος κι έλεγε τα εξής:
Φίλε των ορφανών!
Πηγή της ευτυχίας!
Άρχοντα των αγαθών!
Πώς φλογίζεται η ψυχή μου,
σαν αγγίζει η ματιά μου,
ο ήρεμο αρχηγικό σου βλέμμα,
που είναι το φως τ’ ουρανού,
Σύντροφε Ναπολέων!
Εσύ μας δίνεις ό,τι λαχταράμε,
στομάχι γεμάτο και στρώμα καθαρό.
Κάθε ζώο μεγάλο ή μικρό
χαίρεται στο στάβλο ύπνο ειρηνικό,
Σύντροφε Ναπολέων,εσένα προσκυνάμε.
Αν τύχαινε ένα μικρό
γουρούνι να γεννιόταν,
και πριν μεγάλο να γινόταν,
θα άρμοζε σ’ εσέ ν’ αφοσιωνόταν.
Και σαν επήγαινε την πρώτη του
γλυκιά μιλιά να πει, μία θα ήταν και ιστορική:
Σύντροφε Ναπολέων!
Ο Ναπολέων ενέκρινε το ποίημα κι έβαλε να το γράψουν στον τοίχο της μεγάλης σιταποθήκης, στην απέναντι άκρη του τοίχου όπου ήταν γραμμένες οι Εφτά Εντολές. Πάνω απ’ το ποίημα υπήρχε ένα πορτρέτο του Ναπολέοντα σε προφίλ, ζωγραφισμένο από τον Γρυλή με άσπρη μπογιά.
Στο μεταξύ, ο Ναπολέων είχε αναμειχθεί, μέσω του Ουάιμπερ, σε περίπλοκες διαπραγματεύσεις με τον Φρέντερικ και τον Πίλκινγκτον. Η ξυλεία παρέμενε απούλητη. Ο Φρέντερικ φλεγόταν να την αγοράσει, αλλά δεν πρόσφερε λογική τιμή. Τον ίδιο καιρό, ξαναφούντωσαν οι φήμες ότι ο Φρέντερικ και οι άντρες του σχεδίαζαν να επιτεθούν στη Φάρμα των Ζώων και να καταστρέψουν τον ανεμόμυλο, το χτίσιμο του οποίου είχε ξυπνήσει την άγρια ζήλια του. Πίστευαν πως ο Σνόουμπωλ κρυβόταν ακόμη στη Φάρμα του Μοσχολίβαδου.
Στα μέσα του καλοκαιριού τα ζώα θορυβήθηκαν πολύ. Έμαθαν πως τρεις κότες είχαν ομολογήσει ότι, παρακινημένες από τον Σνόουμπωλ, ετοίμαζαν τη δολοφονία του Ναπολέοντα. Εκτελέστηκαν αμέσως και πάρθηκαν καινούρια μέτρα ασφαλείας για τον Ναπολέοντα. Τέσσερα σκυλιά φρουρούσαν το κρεβάτι του την ύχτα, ένα σε κάθε γωνιά, κι ένα γουρουνάκι, που το ‘λεγαν Ροζούλη, ορίστηκε προσωπικός δοκιμαστής του φαγητού του, μην τυχόν και τον δηλητηριάσουν. Εκείνες περίπου τις μέρες ακούστηκε πως ο Ναπολέων είχε κανονίσει να πουλήσει την ξυλεία στον κύριο Πίλκινγκτον. Είχε επίσης σκοπό να προχωρήσει σε τακτική συμφωνία για την ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ της Φάρμας των Ζώων και του Αλεπόδασους.
Οι σχέσεις του Ναπολέοντα με τον Πίλκινγκτον, παρόλο που υπήρχε πάντα η μεσολάβηση του Ουάιμπερ, ήταν τώρα σχεδόν φιλικές. Τα ζώα δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στον Πίλκινγκτον, αφού ήταν άνθρωπος, αλλά οπωσδήποτε τον προτιμούσαν από τον Φρέντερικ, τον οποίο φοβόντουσαν και μισούσαν.
Καθώς έφευγε το καλοκαίρι, και ο ανεμόμυλος κόντευε να τελειώσει, οι ψίθυροι για επικείμενη επίθεση φούντωναν. Ο Φρέντερικ,έλεγαν, σκόπευε να τους επιτεθεί με είκοσι οπλισμένους άντρες, και είχε ήδη δωροδοκήσει τους δικαστές και την αστυνομία, ώστε αν κατάφερνε να βάλει στο χέρι τους τίτλους ιδιοκτησίας της Φάρμας των Ζώων,να μην έχει μαζί τους μπλεξίματα. Εκτός των άλλων, είχαν διαρρεύσει φριχτές ιστορίες γύρω από τη σκληρότητα του Φρέντερικ απέναντι στα ζώα του.
Είχε μαστιγώσει μέχρι θανάτου ένα γέρικο άλογο, είχε πεθάνει στην πείνα τις αγελάδες, είχε θανατώσει ένα σκυλί ρίχνοντας το στο καμίνι, και διασκέδαζε βάζοντας τα κοκόρια του να χτυπιούνται μεταξύ τους με ξυριστικές λεπίδες δεμένες στα πόδια τους. Τα ζώα τα άκουγαν όλα αυτά κι ένιωθαν το αίμα τους να βράζει από λύσσα και οργή. Μερικές φορές, ζητούσαν να τους επιτρέψουν να επιτεθούν όλα μαζί στο Μοσχολίβαδο, να πάρουν στο κυνήγι τους ανθρώπους και ν’ απελευθερώσουν τους συντρόφους τους που βασανίζονταν.
Ο Γρυλής όμως τα συμβούλεψε ν’ αποφύγουν τις παράτολμες πράξεις και να έχουν εμπιστοσύνη στη στρατηγική του συντρόφου Ναπολέοντα. Παρ’ όλα αυτά, τα συναισθήματα μίσους εναντίον του Φρέντερικ δυνάμωναν.
Μια Κυριακή πρωί, ο Ναπολέων εμφανίστηκε στη σιταποθήκη κι εξήγησε ότι σε καμιά περίπτωση δεν είχε σκεφτεί να πουλήσει την ξυλεία στον Φρέντερικ. Θεωρούσε ιδιαίτερα αναξιοπρεπές να έχει δοσοληψίες με τέτοιου είδους καθάρματα. Απαγόρευσε στα περιστέρια, που εξακολουθούσαν να διαδίδουν τα νέα της Επανάστασης, να ξαναπατήσουντο πόδι τους στο Αλεπόδασος, και έδωσε διαταγή ν’ αλλάξουν το σύνθημα «Θάνατος στην Ανθρωπότητα» με το «Θάνατος στον Φρέντερικ».
Στο τέλος του καλοκαιριού, ήρθε στο φως κι άλλη ραδιουργία του Σνόουμπωλ. Το στάρι είχε γεμίσει ζιζάνια, κι αποκαλύφθηκε ότι σε μια από τις νυχτερινές του επισκέψεις ο Σνόουμπωλ είχε ανακατέψει τους σπόρους του σταριού με σπόρους από αγριόχορτα. Ένας χήνος που ήταν συνεργός στην εγκληματική αυτή πράξη, ομολόγησε την ενοχή του στον Γρυλή, κι αμέσως μετά, αυτοκτόνησε καταπίνοντας δηλητηριώδη μούρα.
Τα ζώα έμαθαν επίσης πως ο Σνόουμπωλ δεν τιμήθηκε ποτέ με το μετάλλιο του «Ήρωα Πρώτης Τάξης», κι ας πίστευαν έτσι μέχρι τώρα. Ήταν ένα παραμύθι που είχε μόνος του επινοήσει ο Σνόουμπωλ μετά τη Μάχη της Στρούγκας. Όχι μόνο δεν παρασημοφορήθηκε, αλλά τον επέπληξαν κιόλας για τη δειλία που είχε δείξει. Άλλη μια φορά, τα ζώα βρέθηκαν σε σύγχυση, αλλά ο Γρυλής φρόντισε να τα πείσει πως η μνήμη τους είχε αρκετά κενά.
Το φθινόπωρο, ύστερα από εξαντλητική προσπάθεια, γιατί έπρεπε να γίνει και ο θερισμός, κατάφεραν να τελειώσουν και τον ανεμόμυλο. Δεν είχαν προλάβει να βάλουν τα μηχανήματα, γιατί ο Ουάιμπερ διαπραγματευόταν ακόμα την αγορά τους. Το χτίσιμο, πάντως, είχε ολοκληρωθεί. Σε πείσμα όλων των δυσκολιών, της απειρίας τους, των πρωτόγονων εργαλείων που διέθεταν, των κακοτυχιών και της προδοσίας του Σνόουμπωλ, το έργο τελείωσε την ημέρα ακριβώς που έπρεπε!
Αποκαμωμένα, αλλά γεμάτα περηφάνια, τα ζώα έκοβαν βόλτες γύρω από το αριστούργημα τους, που τώρα τους έμοιαζε πολύ πιο όμορφο από την προηγούμενη φορά. Επιπλέον, οι τοίχοι ήταν δυο φορές πιο χοντροί. Ούτε εκρηκτικά δε θα τους γκρέμιζαν αυτή τη φορά.
Κι όσο αναλογίζονταν τους κόπους που είχε κοστίσει και τις δυσκολίες που είχαν υπερνικήσει, αλλά και τη μεγάλη αλλαγή που θα ερχόταν στη ζωή τους όταν θ’ άρχιζαν να γυρίζουν τα φτερά και να λειτουργούν οι μηχανές, η κούραση χανόταν και χοροπηδούσαν γύρω απ’ το μύλο βγάζοντας κραυγές θριάμβου.
Ο ίδιος ο Ναπολέων με την κουστωδία των σκύλων και του πετεινού κατάφτασε να επιθεωρήσει το τελειωμένο έργο. Έδωσε τα συγχαρητήρια του στα ζώα για το επίτευγμα τους και ανακοίνωσε ότι ο ανεμόμυλος θα βαφτιζόταν Μύλος του Ναπολέοντα.
Δυο μέρες αργότερα, κάλεσαν όλα τα ζώα σε έκτακτη συγκέντρωση στη σιταποθήκη. Κοκάλωσαν από την έκπληξη όταν τους ανακοίνωσε ο Ναπολέων ότι είχε πουλήσει την ξυλεία στον Φρέντερικ. Τα κάρα του Φρέντερικ θα έρχονταν την επόμενη μέρα και θ’ άρχιζαν τη μεταφορά. Όλο τούτο τον καιρό που ο Ναπολέων έκανε το φίλο στον Πίλκινγκτον, ταυτόχρονα έκλεινε κρυφές συμφωνίες και με τον Φρέντερικ.
Κόπηκε κάθε σχέση με το Αλεπόδασος και στάλθηκαν υβριστικά μηνύματα στον Πίλκινγκτον. Τα περιστέρια πήραν εντολή να αποφεύγουν το Μοσχολίβαδο και ν’ αλλάξουν το μήνυμα τους από «Θάνατος στον Φρέντερικ» σε «Θάνατος στον Πίλκινγκτον».
Την ίδια στιγμή, ο Ναπολέων διαβεβαίωνε τα ζώα πως οι διαδόσεις για την υποτιθέμενη επίθεση εναντίον της φάρμας ήταν ολωσδιόλου ανακριβείς, και πως οι φήμες για τη σκληρότητα του Φρέντερικ απέναντι στα ζώα του είχαν μεγάλη δόση υπερβολής.
Όλα τούτα ήταν προφανώς παραμύθια του Σνόουμπωλ και των πρακτόρων του. Κι αποδείχτηκε υστέρα απ’ όλα αυτά πως ο Σνόουμπωλ όχι μόνο δεν κρυβόταν στο Μοσχολίβαδο, αλλά δεν είχε καν πατήσει το πόδι του εκεί. Αντίθετα, όπως ακούστηκε, περνούσε ζωή χαρισάμενη στο Αλεποδάσος κι ήταν οικότροφος του Πίλκινγκτον εδώ και χρόνια.
Τα γουρούνια ήταν εκστασιασμένα από την καπατσοσύνη του Ναπολέοντα. Με το να παριστάνει το φίλο στον Πίλκινγκτον, είχε αναγκάσει τον Φρέντερικ ν’ ανεβάσει την τιμή κατά δώδεκα λίρες. Αλλά η ευφυΐα του Ναπολέοντα, όπως είπε ο Γρυλής, αποδείχτηκε από το γεγονός ότι δεν εμπιστεύτηκε κανέναν, ούτε καν τον Φρέντερικ.
Ο Φρέντερικ ήθελε να πληρώσει την ξυλεία με κάτι που το έλεγαν επιταγή, και δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κομμάτι χαρτί, που είχε γραμμένη πάνω του την υπόσχεση πληρωμής. Ο Ναπολέων όμως ήταν εξυπνότερος και απαίτησε να πληρωθεί με αληθινά πεντόλιρα που έπρεπε να εισπραχθούν πριν γίνει η μεταφορά.
Ο Φρέντερικ είχε ήδη προπληρώσει, και το ποσό ήταν αρκετό για ν’ αγοραστούν τα μηχανήματα του μύλου.
Στο μεταξύ, τα ξύλα μεταφέρονταν με εξαιρετική ταχύτητα. Έπειτα, σε μια δεύτερη έκτακτη συγκέντρωση,κάλεσαν τα ζώα να δουν από κοντά τα χρήματα του Φρέντερικ. Χαμογελώντας αυτάρεσκα και φορώντας και τα δυο του παράσημα, ο Ναπολέων τα περίμενε ξαπλωμένος σ’ ένα αχυρένιο στρώμα στην εξέδρα, με τα λεφτά δίπλα του στοιβαγμένα με τάξη σ’ ένα προσελάνινο πιάτο που είχαν βρει στην κουζίνα του σπιτιού. Τα ζώα περνούσαν στη σειρά και κοιτούσαν το χρήμα με γουρλωμένα μάτια.
Ο Γροθιάς έχωσε τη μουσούδα του να μυρίσει τα χαρτονομίσματα και τα λεπτά αυτά χαρτάκια πετάρισαν και θρόισαν κάτω απ’ την ανάσα του.Τρεις μέρες αργότερα, ήρθαν τα πάνω κάτω. Ο Ουάιμπερ, χλομός σαν το κερί, ανέβηκε αλαφιασμένος το μονοπάτι με το ποδήλατο, το πέταξε μες στην αυλή κι όρμησε στο σπίτι. Το επόμενο λεπτό, ένα πνιχτό μούγκρισμα ακούστηκε απ’ τα διαμερίσματα του Ναπολέοντα.
Τα νέα διαδόθηκαν σαν αστραπή. Τα χαρτονομίσματα ήταν πλαστά! Ο Φρέντερικ είχε πάρει την ξυλεία τζάμπα!Ο Ναπολέων μάζεψε αμέσως όλα τα ζώα, και με τρομερή φωνή απήγγειλε τη θανατική καταδίκη του Φρέντερικ. Όταν θα τον έπιαναν, είπε, θα τον σούβλιζαν ζωντανό.
Τα προειδοποίησε ακόμη πως ύστερα απ’ αυτή την προδοτική πράξη θα ‘πρεπε να περιμένουν το χειρότερο. Ο Φρέντερικ και οι άντρες του ήταν πιθανό να προχωρήσουν στην επίθεση που σχεδίαζαν από καιρό. Φρουροί τοποθετήθηκαν σ’ όλες τις προσβάσεις της φάρμας. Έστειλαν και τέσσερα περιστέρια στο Αλεπόδασος να μεταφέρουν ένα μήνυμα συμφιλίωσης, ελπίζοντας πως έτσι θα αποκαθιστούσαν και τις φιλικές σχέσεις με τον Πίλκινγκτον.
Την επόμενη κιόλας μέρα, δέχτηκαν επίθεση. Τα ζώα έπαιρναν το πρωινό τους, όταν ήρθαν τρέχοντας οι σκοποί να αναγγείλουν πως ο Φρέντερικ και η στρατιά του είχαν ήδη περάσει τη σιδερένια πύλη. Τα ζώα χίμηξαν με τόλμη να τους αντιμετωπίσουν, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα απ’ ό,τι στη Μάχη της Στρούγκας. Ήταν δεκαπέντε άντρες με μισή ντουζίνα όπλα,που άνοιξαν πυρ μόλις βρέθηκαν σε απόσταση πενήντα μέτρων.
Τα ζώα δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν πέρα με τα τσουχτερά σκάγια, και παρά τις προσπάθειες του Ναπολέοντα και του Γροθιά να τα συγκρατήσουν, υποχώρησαν γρήγορα. Μερικά είχαν πληγωθεί. Βρήκαν καταφύγιο στα σπιτάκια της φάρμας απ’ όπου κρυφοκοίταζαν με αγωνία μέσ’ απ’ τις τρυπούλες και τις χαραμάδες. Όλο το βοσκοτόπι, μαζί με τον ανεμόμυλο, βρέθηκε στα χέρια του εχθρού. Για την ώρα, ακόμη κι ο Ναπολέων έδειχνε να τα ‘χει χαμένα.
Περπατούσε πάνω κάτω βουβός, χτυπώντας νευρικά την ουρά του, κι έριχνε απελπισμένες ματιές κατά τη μεριά του Αλεπόδασους. Αν ο Πίλκινγκτον και οι άνθρωποι του τους βοηθούσαν, υπήρχαν ελπίδες να κερδίσουν τη μάχη. Εκείνη τη στιγμή, τα τέσσερα περιστέρια που είχαν σταλεί την προηγούμενη μέρα, γύρισαν μεταφέροντας το μήνυμα του Πίλκινγκτον. Σ’ ένα κομμάτι χαρτί ήταν γραμμένο με μολύβι: «Καλά να πάθετε».
Στο μεταξύ, ο Φρέντερικ και οι άντρες του είχαν σταματήσει κοντά στον ανεμόμυλο. Τα ζώα τους κοιτούσαν έντρομα. Δυο απ’ τους άντρες είχαν βγάλει ένα λοστό και μια βαριά. Ήταν έτοιμοι να ισοπεδώσουν τον ανεμόμυλο.
«Αδύνατον!» στρίγκλισε ο Ναπολέων. «Οι τοίχοι είναι πολύ γεροί. Δε θα καταφέρουν να τους ρίξουν ούτε σε μια βδομάδα. Κουράγιο, σύντροφοι!» Ο Βενιαμίν παρακολουθούσε τις κινήσεις των αντρών επισταμένως. Αυτοί με το λοστό και τη βαριά είχαν βάλει μπρος κι άνοιγαν μια τρύπα στη βάση του ανεμόμυλου. Ο Βενιαμίν κούνησε το κεφάλι του αργά σαν να κορόιδευε.
«Το είχα φανταστεί. Δε βλέπετε τι κάνουν; Σε λίγο, θα γεμίσουν την τρύπα δυναμίτη». Κατατρομαγμένα τα ζώα περίμεναν. Ήταν αδύνατον πια να ριψοκινδυνεύσουν και να βγουν απ’ το καταφύγιο. Σε λίγο, είδαν τους ανθρώπους να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κι αμέσως ακούστηκε ένας ορυμαγδός. Τα περιστέρια στροβιλίστηκαν στον αέρα, κιόλα τα ζώα, εκτός απ’ τον Ναπολέοντα, έπεσαν μπρούμυτα κι έκρυψαν τις μούρες τους.
Όταν ανασηκώθηκαν, ένα πελώριο μαύρο σύννεφο καπνού δέσποζε στη θέση του ανεμόμυλου. Το αεράκι το φύσηξε μακριά. Ο ανεμόμυλος είχε χαθεί. Αντικρίζοντας το θέαμα, τα ζώα ξαναβρήκαν το κουράγιο τους. Ο φόβος κι η απελπισία που τα είχε κυριέψει πνίγηκαν μες στην οργή για την αισχρή και αποτρόπαιη αυτή πράξη. Μια λυσσαλέα κραυγή εκδίκησης ξεχύθηκε από παντού, και χωρίς να περιμένουν νεότερες διαταγές, όλα τα ζώα όρμησαν πάνω στον εχθρό.
Ετούτη τη φορά, αδιαφόρησαν τελείως για τα βόλια που σφύριζαν γύρω τους. Ήταν μια σκληρή και άγρια μάχη. Οι άντρες πυροβολούσαν απανωτά, κι όταν τα ζώα κέρδισαν έδαφος, ρίχτηκαν πάνω τους με μαγκούρες και με κλοτσιές. Μία αγελάδα, τρία πρόβατα και δύο χήνες έχασαν τη ζωή τους, και σχεδόν όλα τα ζώα πληγώθηκαν. Ώς κι ο Ναπολέων, που έδινε διαταγές απ’ τα μετόπισθεν, βρέθηκε με την ουρά του πετσοκομμένη από ένα βόλι.
Αλλά κι οι άνθρωποι δεν έμειναν χωρίς απώλειες. Τρεις βρέθηκαν με σπασμένα κεφάλια απ’ τις κλοτσιές του Γροθιά, άλλος έμεινε με ανοιγμένη την κοιλιά απ’ τα κέρατα μιας αγελάδας, και η Σουλτάνα με τη Γαβγούλα καταξέσκισαν το παντελόνι ενός άλλου.
Κι όταν τα εννιά σκυλιά της σωματοφυλακής του Ναπολέοντα, κατόπιν εντολής του, έκαναν το γύρο πίσω απ’ το φράχτη και πετάχτηκαν στο πλάι τους γαβγίζοντας μανιασμένα, οι άντρες πανικοβλήθηκαν. Κατάλαβαν πως υπήρχε κίνδυνος να τους περικυκλώσουν.
Ο Φρέντερικ φώναξε στους άντρες του να φύγουν όσο ήταν καιρός, κι αυτοί οι δειλοί το ‘βαλαν αμέσως στα πόδια για να σώσουν το τομάρι τους. Τα ζώα τους κυνήγησαν ώς την άλλη άκρη του χωραφιού, και τους έδωσαν μερικές τελευταίες κλοτσιές καθώς εκείνοι προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν δρόμο απ’ το συρματόπλεγμα. Είχαν νικήσει, μα ήταν κατάκοπα και καταματωμένα.
Πήραν το δρόμο κούτσα κούτσα για τη φάρμα. Το θέαμα των νεκρών συντρόφων τους πάνω στο χορτάρι, έκανε τα ζώα να δακρύσουν.
Μέσα σε πένθιμη σιωπή,σταμάτησαν για λίγο στο μέρος όπου υψωνόταν παλιά ο ανεμόμυλος. Δεν υπήρχε πια! Και το τελευταίο χνάρι του μόχθου τους είχε σβηστεί! Ακόμη και τα θεμέλια είχαν μισογκρεμιστεί. Κι αν ήθελαν να τον ξαναχτίσουν, δε θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες πέτρες όπως την άλλη φορά -δεν είχε μείνει ούτε μία. Με την έκρηξη είχαν εκσφενδονιστεί εκατοντάδες μέτρα μακριά. Λες και δεν υπήρξε ποτέ ανεμόμυλος.
Καθώς πλησίαζαν στη φάρμα, ο Γρυλής, που για κάποιο μυστήριο λόγο ήταν κάπου αλλού όλη την ώρα της μάχης, πήγε κοντά τους χοροπηδώντας και λάμποντας από ικανοποίηση. Την ίδια στιγμή, τα ζώα άκουσαν έναν εορταστικό πυροβολισμό. «Για ποιο λόγο πέφτουν ντουφεκιές;» ρώτησε ο Γροθιάς.
«Για να γιορτάσουμε τη νίκη μας» έσκουξε ο Γρυλής.
«Ποια νίκη;» ξαναρώτησε ο Γροθιάς. Τα γόνατα του ήταν καταματωμένα, του είχε φύγει το ένα πέταλο κι είχε σκιστεί η οπλή του, ενώ μια ντουζίνα σκάγια είχαν σφηνωθεί στο πισινό του πόδι.
«Ποια νίκη ρωτάς, σύντροφε; Δε διώξαμε τον εχθρό απ’ τη γη μας, την ευλογημένη γη της Φάρμας των Ζώων;»
«Γκρέμισαν τον ανεμόμυλο -δυο χρόνια δουλεύαμε για να τον χτίσουμε!»
«Και τι μ’ αυτό; Θα χτίσουμε καινούριο. Θα χτίσουμε έξι σαν κι αυτόν άμα μας κάνει κέφι. Σύντροφε, δε φαίνεται να εκτιμάς αυτά που έχουμε καταφέρει. Ο εχθρός είχε στα χέρια του τη γη που τώρα πατάμε εμείς. Χάρη στην αρχηγία του συντρόφου Ναπολέοντα, πήραμε πάλι πίσω και την τελευταία σπιθαμή της».
«Δηλαδή, πήραμε πίσω αυτά που είχαμε και πριν» είπε ο Γροθιάς.
«Αυτή είναι η νίκη μας» απάντησε ο Γρυλής.
Έσυραν τα πόδια τους ως την αυλή. Τα σκάγια στο πόδι του Γροθιά έτσουζαν φοβερά. Έβλεπε μπροστά του όλη την ταλαιπωρία για το χτίσιμο του ανεμόμυλου κι ενθουσιαζόταν με τη σκέψη της καινούριας προσπάθειας. Πρώτη φορά αναλογίστηκε πως ήταν έντεκα χρόνων κι ίσως οι δυνάμεις του ν’ άρχιζαν να τον εγκαταλείπουν.
Ωστόσο, όταν τα ζώα είδαν την πράσινη σημαία να κυματίζει κι άκουσαν ξανά μια τουφεκιά -ήταν η έβδομη στη σειρά- καθώς και τα επαινετικά λόγια του Ναπολέοντα για το κατόρθωμά τους, τους φάνηκε πως πράγματι είχαν κερδίσει μια νίκη μεγάλη.
Τα ζώα που έπεσαν στη μάχη κηδεύτηκαν μεγαλοπρεπώς. Ο Γροθιάς και η Τριφύλλω έσυραν το κάρο που τους χρησίμεψε για νεκροφόρα, και ο Ναπολέων βάδισε επικεφαλής της πομπής. Δυο μέρες κράτησαν οι πανηγυρισμοί με τραγούδια, ομιλίες και κουμπουριές.
Τα ζώα πήραν δώρο από ένα μήλο, τα πουλερικά πενήντα γραμμάρια σιτάρι και τα σκυλιά από τρία μπισκότα. Αναγγέλθηκε πως η μάχη θα έμενε στην ιστορία ως«Μάχη του Ανεμόμυλου», και πως ο Ναπολέων είχε καθιερώσει ένα καινούριο παράσημο, το «Παράσημο της Πράσινης Σημαίας», το οποίο είχε απονείμει στον εαυτό του.
Μέσα στο γλέντι και τη χαρά, η άτυχη υπόθεση με τα χαρτονομίσματα ξεχάστηκε εντελώς.
Λίγες μέρες αργότερα, τα γουρούνια ανακάλυψαν στα κελάρια ένα κασόνι με ουίσκι, που δεν το είχαν προσέξει όταν πρώτο-μπήκαν στο σπίτι. Εκείνη τη νύχτα, το σπίτι πλημμύρισε με εύθυμα τραγούδια, κι ανάμεσα τους ακούστηκαν -προς έκπληξη όλων- και μερικές στροφές από τα Ζώα της Αγγλίας.
Κατά τις εννιάμισι, τα ζώα είδαν τον Ναπολέοντα, που φορούσε ένα παλιό καπέλο του Τζόουνς, να βγαίνει από την πίσω πόρτα, να ρίχνει ένα τρεχαλητό γύρω γύρω στην αυλή και να εξαφανίζεται πάλι μες στο σπίτι. Το επόμενο πρωί, απόλυτη σιωπή επικράτησε στο σπίτι.
Δεν εμφανίστηκε ούτε ένα γουρούνι. Η ώρα είχε πάει εννιά όταν ο Γρυλής ξεπρόβαλε μελαγχολικός, με βήματα βαριά,την ουρά κρεμασμένη, με μάτια θολά και όψη αρρωστιάρικη. Κάλεσε τα ζώα και τους ανακοίνωσε πως είχε δυσάρεστα νέα να τους πει. Ο σύντροφος Ναπολέων έπνεε τα λοίσθια!
Κραυγές θρήνου ξέσπασαν παντού. Άπλωσαν άχυρο έξω από τις πόρτες του σπιτιού και τα ζώα περπατούσαν στα νύχια των ποδιών τους. Με δάκρυα στα μάτια αναρωτιόνταν τι θ’ απογίνουν αν χάσουν τον Αρχηγό τους. Κυκλοφόρησε η φήμη πως ο Σνόουμπωλ είχε βρει τρόπο να ρίξει δηλητήριο στο φαγητό του Ναπολέοντα.
Στις έντεκα, ο Γρυλής ξαναβγήκε κι έκανε νέα ανακοίνωση. Ο σύντροφος Ναπολέων, ως τελευταία πράξη του πάνω στη γη, είχε εκδώσει το ακόλουθο διάταγμα: Η κατανάλωση οινοπνεύματος θα τιμωρείται με την ποινή του θανάτου.
Το βράδυ όμως, ο Ναπολέων άρχισε να συνέρχεται, και το επόμενο πρωί ο Γρυλής τους ανακοίνωσε πως ο Αρχηγός τους βρισκόταν στο στάδιο της ανάρρωσης.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο Ναπολέων ανέλαβε πάλι τα καθήκοντά του, και την επομένη ακούστηκε πως είχε παραγγείλει στον Ουάιμπερ κάτι εγχειρίδια σχετικά με την παρασκευή της μπίρας και την απόσταξη.
Μια βδομάδα αργότερα, ο Ναπολέων έδωσε εντολή να οργωθεί το λιβάδι που βρισκόταν πίσω απ’ το περιβόλι, εκείνο που προοριζόταν για την ανάπαυση των γέρικων ζώων.
Ισχυρίστηκε πως το χώμα χρειαζόταν ανανέωση και έπρεπε να το σπείρουν ξανά, αλλά πολύ σύντομα μαθεύτηκε πως ο Ναπολέων είχε στο μυαλό του να το σπείρει με κριθάρι.Τον ίδιο καιρό περίπου, συνέβη ένα περίεργο γεγονός που κανείς δεν μπόρεσε να το καταλάβει.
Ένα βράδυ γύρω στις δώδεκα, ακούστηκε ένας δυνατός βρόντος κι όλα τα ζώα βγήκαν αμέσως από τους στάβλους. Ήταν μια φεγγαρόλουστη νύχτα. Στη βάση του τοίχου της σιταποθήκης όπου ήταν γραμμένες οι Εφτά Εντολές, βρήκαν χάμω μια σκάλα σπασμένη στα δυο. Δίπλα της, ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς ο Γρυλής, μισολιπόθυμος, και παραδίπλα ένα φανάρι, ένα χοντρό πινέλο κι ένα αναποδογυρισμένο κουτί με άσπρη μπογιά.
Τα σκυλιά σχημάτισαν αμέσως έναν κύκλο γύρω του, και μόλις ο Γρυλής μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του, τον πήγαν στο σπίτι. Κανένα απ’ τα ζώα δεν μπορούσε να βγάλει άκρη μ’ αυτό που είχε συμβεί, εκτός από τον Βενιαμίν, που κούνησε το κεφάλι περιφρονητικά, αλλά δεν έβγαλε μιλιά.
Ύστερα από μερικές μέρες, καθώς η Μπεεμπέεκα ξαναδιάβαζε τις Εφτά Εντολές για λογαριασμό της, πρόσεξε πως υπήρχε κι άλλη μία που τα ζώα δεν τη θυμόνταν καλά. Νόμιζαν πως η Πέμπτη Εντολή έλεγε: «Κανένα ζώο δε θα πίνει οινοπνευματώδη» –υπήρχαν όμως άλλες δυο λέξεις που τις είχαν ξεχάσει. Στην πραγματικότητα, η Πέμπτη Εντολή έλεγε:
«Κανένα ζώο δε θα πίνει οινοπνευματώδη, χωρίς μέτρο».
Το Αναμενόμενο Τέλος Των Ονείρων και της Ουτοπίας: Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
> Ο Βενιαμίν ένιωσε μια μουσούδα να τον αγγίζει στον ώμο. Γύρισε κι αντίκρισε την Τριφύλλω. Τα γέρικα μάτια της έδειχναν πιο θολά παρά ποτέ. Χωρίς να πει τίποτα, τον τράβηξε απαλά απ’ τη χαίτη και τον πήγε στη μεγάλη σιταποθήκη όπου ήταν γραμμένες οι Εφτά Εντολές.
Στάθηκαν δυο λεπτά και κοιτούσαν τον πισσαρισμένο τοίχο με τα άσπρα γράμματα.«Δε βλέπω καλά πια» του είπε η Τριφύλλω. «Ακόμη κι όταν ήμουν νέα, δεν μπορούσα να διαβάσω τι έλεγε εκεί πάνω. Μου φαίνεται όμως πως ο τοίχος είναι αλλιώτικος. Δε μου λες, Βενιαμίν, οι Εφτά Εντολές είναι οι ίδιες οι παλιές;»
Πρώτη φορά ο Βενιαμίν δέχτηκε να παραβεί την αρχή του και να της διαβάσει δυνατά ό,τι βρισκόταν γραμμένο στον τοίχο. Μόνο που τώρα δεν υπήρχε παρά μόνο μία και μοναδική Εντολή:
ΟΛΑ ΤΑ ΖΩΑ ΕΙΝΑΙ ΙΣΑ ΑΛΛΑ ΜΕΡΙΚΑ ΖΩΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΙΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΛΑ
Κατόπιν αυτού, δεν τους φάνηκε διόλου παράξενο όταν την επομένη είδαν τα γουρούνια που επέβλεπαν τις δουλειές στη φάρμα, να κρατούν μαστίγιο. Κι ούτε τους έκανε εντύπωση η πληροφορία πως τα γουρούνια είχαν αγοράσει ραδιόφωνο, σχεδίαζαν να βάλουν τηλέφωνο και είχαν γραφτεί συνδρομητές στις εφημερίδες Τζον Μπουλ, Τιτ-Μπιτς και Ντέιλυ Μίρορ.
Δεν ξαφνιάστηκαν όταν είδαν τον Ναπολέοντα να κόβει βόλτες στον κήπο καπνίζοντας τσιμπούκι -καθόλου, ούτε καν όταν τα γουρούνια φόρεσαν τα ρούχα που είχαν βρει στην ντουλάπα του κυρίου Τζόουνς. Ο ίδιος ο Ναπολέων έκανε την εμφάνισή του με μαύρη ρεντικότα, παντελόνι ιππασίας και δερμάτινες γκέτες, ενώ η αγαπημένη του γουρούνα παρουσιάστηκε με το ιριδίζον μεταξωτό φόρεμα που έβαζε τις Κυριακές η κυρία Τζόουνς
Μια βδομάδα αργότερα, ένα απόγευμα, έφτασαν στη φάρμα μερικά δίτροχα αμαξάκια που τα έσερναν σκυλιά. Κάποιοι ιδιοκτήτες από γειτονικές φάρμες είχαν λάβει πρόσκληση να επισκεφθούν τη Φάρμα των Ζώων. Τους έδειξαν ολόκληρη τη φάρμα κι αυτοί εξέφραζαν το θαυμασμό τους για καθετί που έβλεπαν, ιδιαίτερα για τον ανεμόμυλο.
Τα ζώα ξεχορτάριαζαν τα γογγύλια. Δούλευαν με ζήλο χωρίς να σηκώνουν κεφάλι. Δεν ήξεραν αν τους τρόμαζαν περισσότερο τα γουρούνια ή οι επισκέπτες. Εκείνο το βράδυ, ακούστηκαν στο σπίτι γέλια, τραγούδια κι ανάκατες φωνές που ξύπνησαν την περιέργεια των ζώων. Τι να συνέβαινε άραγε εκεί μέσα, τώρα που ζώα και άνθρωποι συναντιόνταν πρώτη φορά σαν ίσος προς ίσον; Μ’ ένα νόημα άρχισαν όλα να γλιστρούν κρυφά κι αθόρυβα στον κήπο του σπιτιού.
Στην αυλόπορτα κοντοστάθηκαν, διστάζοντας να προχωρήσουν, αλλά η Τριφύλλω τράβηξε μπροστά. Πλησίασαν το σπίτι στα νύχια των ποδιών τους, και τα ψηλότερα ζώα έριξαν κλεφτές ματιές απ’ το παράθυρο της τραπεζαρίας. Στο μακρύ τραπέζι ήταν καθισμένοι έξι κτηματίες κι έξι από τα πιο έγκριτα γουρούνια.
Ο Ναπολέων είχε καταλάβει την τιμητική θέση στην κεφαλή του τραπεζιού. Τα γουρούνια είχαν θρονιαστεί με όλη τους την άνεση στις καρέκλες. Η συντροφιά απολάμβανε μια παρτίδα χαρτιά, αλλά σταμάτησαν για λίγο, προφανώς για να κάνουν μια πρόποση. Στο τραπέζι κυκλοφορούσε μια μεγάλη κανάτα και γέμιζαν συνεχώς τα ποτήρια τους μπίρα. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί τα απορημένα βλέμματα των ζώων στο παράθυρο.
Ο κύριος Πίλκινγκτον από το Αλεπόδασος, ήταν όρθιος, με το ποτήρι του στο χέρι. Σε λίγο, είπε, θα έκανε μια πρόποση για τη συντροφιά. Αλλά προηγουμένως,ένιωθε χρέος του να πει πέντε κουβέντες. Ένιωθε, είπε, ιδιαίτερα ικανοποιημένος -κι ήταν βέβαιος πως έτσι ένιωθαν κι οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες από το γεγονός ότι η μακρά περίοδος της δυσπιστίας και των παρεξηγήσεων είχε πάρει τέλος.
Υπήρξε εποχή –όχι πως ο ίδιος ή κάποιος άλλος από τη συντροφιά συμμεριζόταν αυτά τα αισθήματα- αλλά υπήρξε εποχή που οι αξιοσέβαστοι ιδιοκτήτες της Φάρμας των Ζωών αντιμετωπίζονταν από τους γειτονικούς κτηματίες, αν όχι με εχθρότητα, με κάποια δυσπιστία. Είχαν απλώς συμβεί μερικά ατυχή περιστατικά και είχαν κυκλοφορήσει φήμες που ήταν λαθεμένες. Λόγου χάρη, η ύπαρξη μιας φάρμας που τη διαχειρίζονται γουρούνια, ήταν πράγμα αφύσικο, και ίσως επικίνδυνο για τη γειτονιά.
Πολλοί κτηματίες θεωρούσαν δεδομένο, χωρίς βέβαια να εξετάσουν σχολαστικά το ζήτημα, ότι σε μια τέτοια φάρμα δεν μπορούσε να επικρατεί, παρά αχαλίνωτη συμπεριφορά και ακολασία. Κι είχαν θορυβηθεί για τις πιθανές επιπτώσεις πάνω στα δικά τους ζώα, και γιατί όχι, και τους υπαλλήλους τους. Τώρα όμως, όλες οι αμφιβολίες είχαν διασκεδαστεί.
Σήμερα, αυτός και οι φίλοι του είχαν επισκεφθεί τη Φάρμα των Ζώων, είχαν επιθεωρήσει και την τελευταία γωνιά της, και τι είχαν δει; Όχι μόνο τις πιο σύγχρονες μεθόδους, αλλά και μια πειθαρχία, μια τάξη, που θα ‘πρεπε ν’ αποτελεί παράδειγμα για τους απανταχού κτηματίες. Και είχε δίκιο όταν έλεγε πως τα κατώτερα ζώα στη φάρμα δούλευαν περισσότερο κι έτρωγαν λιγότερο από οποιοδήποτε άλλο ζώο στην επαρχία.
Εν κατακλείδι, ο ίδιος και οι συνεργάτες του είχαν παρατηρήσει πολλά αξιοσημείωτα και σκόπευαν να τα εφαρμόσουν και στις δικές τους φάρμες.Τελείωσε το λόγο του, εξαίροντας άλλη μια φορά τα φιλικά αισθήματα που υπήρχαν -και επιβαλλόταν να υπάρχουν- μεταξύ της Φάρμας των Ζώων και των γειτόνων της. Ανάμεσα στα γουρούνια και στους ανθρώπους δεν υπήρχε κι ούτε θα ‘πρεπε να υπάρξει ποτέ σύγκρουση συμφερόντων. Οι αγώνες και οι δυσκολίες τους αφορούσαν όλους από κοινού. Μήπως το εργατικό πρόβλημα δεν ήταν το ίδιο παντού;
Σ’ εκείνο το σημείο, ο κύριος Πίλκινγκτον είχε προετοιμάσει ένα ευφυολόγημα για τη συντροφιά, αλλά τον έπιασαν τα γέλια και δεν κατάφερε να το πει. Απ’ το πολύ γέλιο, είχε γίνει μπλαβής, μα τελικά ηρέμησε και το είπε: «Αν εσείς έχετε για δούλους τα κατώτερα ζώα, εμείς έχουμε τις κατώτερες τάξεις μας!» Αυτό το καλαμπούρι προκάλεσε βροντερά γέλια στην ομήγυρη.
Ο κύριος Πίλκινγκτον έδωσε άλλη μια φορά τα συγχαρητήριά του στα γουρούνια για τις μειωμένες μερίδες του φαγητού,για τις αυξημένες ώρες της εργασίας και για τη γενική έλλειψη καλοπέρασης στη Φάρμα των Ζώων. «Και τώρα» συνέχισε, «παρακαλώ τη συντροφιά να σηκωθεί, αφού προηγουμένως βεβαιωθούν όλοι ότι τα ποτήρια τους είναι γεμάτα. «Κύριοι» κατέληξε ο κύριος Πίλκινγκτον, «σας προτείνω να πιούμε στην ευημερία της Φάρμας των Ζώων!» Ακολούθησαν ζητωκραυγές και ποδοκροτήματα.
Ο Ναπολέων αισθανόταν τέτοια ικανοποίηση, που άφησε τη θέση του κι έκανε το γύρο του τραπεζιού για να τσουγκρίσει το ποτήρι του με του κυρίου Πίλκινγκτον, πριν το κατεβάσει μονορούφι. Μόλις κόπασε η φασαρία, ο Ναπολέων, που είχε μείνει όρθιος, ανακοίνωσε πως ήθελε κι αυτός να πει δυο λόγια.
Όπως όλοι οι λόγοι του Ναπολέοντα, ήταν κι αυτός περιεκτικός και σύντομος. Εξέφρασε τη μεγάλη το υχαρά που η περίοδος των παρεξηγήσεων είχε πάρει τέλος. Ένα διάστημα κυκλοφορούσαν φήμες -και είχε λόγους να πιστεύει πως υπεύθυνος γι’ αυτές ήταν ένας κακόβουλος εχθρός- ότι υπήρχε κάτι ανατρεπτικό και επαναστατικό στη συμπεριφορά τόσο του ίδιου όσο και των συνεργατών του.
Όλοι ήταν βέβαιοι πως είχαν την πρόθεση να ξεσηκώσουν σε επανάσταση τα ζώα των γειτονικών κτημάτων. Μεγαλύτερο ψέμα απ’ αυτό δεν μπορούσε να ειπωθεί! Μοναδική τους επιθυμία, και τώρα και στο παρελθόν, ήταν να ζήσουν ειρηνικά και να έχουν ομαλές εμπορικές σχέσεις με τους γείτονες τους. Η φάρμα που είχε την τιμή να διευθύνει, πρόσθεσε, ήταν μια συνεταιρική επιχείρηση. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας που είχε στην κατοχή του, ανήκαν από κοινού σε όλα τα γουρούνια.
Πίστευε, συνέχισε, πως όλες οι παλιές καχυποψίες είχαν εξαλειφθεί, και πως τα καινούρια μέτρα που είχε λάβει σχετικά με την καλύτερη διαχείριση της φάρμας θα συνέβαλλαν σημαντικά στο να κερδίσουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη τους.
Έως τώρα, τα ζώα είχαν την ανόητη συνήθεια να προσφωνούνται μεταξύ τους «Σύντροφοι». Αυτό έπρεπε να σταματήσει. Είχαν, επίσης, υιοθετήσει ένα παράδοξο έθιμο του οποίου η προέλευση ήταν άγνωστη- να περνούν κάθε Κυριακή πρωί μπροστά από το κρανίο ενός κάπρου, που ήταν καρφωμένο σ’ ένα κούτσουρο στον κήπο.
Όφειλαν κι αυτό να το καταργήσουν, και είχαν ήδη φροντίσει να ενταφιαστεί το κρανίο. Οι επισκέπτες θα είχαν ίσως παρατηρήσει την πράσινη σημαία που κυμάτιζε στο κοντάρι. Αν την είχαν όντως παρατηρήσει, θα πρόσεξαν βέβαια πως η άσπρη οπλή και το κέρατο, που αποτελούσαν τα διακριτικά της στο παρελθόν, είχαν αφαιρεθεί.
Από δω και πέρα θα ανέμιζε μια καταπράσινη σημαία. Είχε μόνο ένα σχόλιο να κάνει στην εξαίσια και φιλική ομιλία του κυρίου Πίλκινγκτον. Ο κύριος Πίλκινγκτον είχε αναφερθεί συχνά στη «Φάρμα των Ζώων». Δεν μπορούσε βέβαια να είναι ενήμερος –αφού τώρα θα το ανακοίνωνε επισήμως ο Ναπολέων- για το ότι η ονομασία αυτή είχε καταργηθεί. Η «Φάρμα των Ζώων» στο εξής θα ήταν γνωστή ως «Φάρμα των Αφεντάδων». Πίστευε πως αυτή η ονομασία ήταν πιο γνήσια και πιο σωστή.
«Κύριοι» συμπλήρωσε ο Ναπολέων, «θα κάνω την ίδια πρόποση, αλλά με μια μικρή αλλαγή.
Γεμίστε τα ποτήρια σας ώς πάνω. Κύριοι, πίνω στην ευημερία της Φάρμας των Αφεντάδων!» Ακούστηκαν ξανά οι γνωστές εγκάρδιες επευφημίες,και τα ποτήρια άδειασαν μεμιάς. Ωστόσο, καθώς τα ζώα παρακολουθούσαν απ’ έξω τη σκηνή, τους φάνηκε πως κάτι αλλόκοτο συνέβαινε. Τι ήταν αυτό που είχε αλλάξει στις φάτσες των γουρουνιών;
Τα ζώα αποτραβήχτηκαν σιωπηλά. Δεν είχαν προχωρήσει ούτε είκοσι μέτρα και σταμάτησαν. Σαματάς ακούστηκε στο σπίτι. Γύρισαν τρέχοντας πίσω και κόλλησαν στο παράθυρο. Είχε ανάψει άγριος καβγάς. Φωνές, χαλασμός, γροθιές στο τραπέζι, βλέμματα όλο καχυποψία και έντονες λογομαχίες.
Ο λόγος που είχαν γίνει μαλλιά κουβάρια ήταν, προφανώς, το γεγονός ότι ο Ναπολέων και ο κύριος Πίλκινγκτον είχαν ρίξει ταυτόχρονα έναν άσο μπαστούνι. Δώδεκα φωνές ούρλιαζαν με μανία και ήταν όλες ίδιες.
Τώρα ήταν ολοφάνερο τι είχε συμβεί στις φάτσες των γουρουνιών. Τα ζώα απ’ έξω κοιτούσαν πότε τα γουρούνια και πότε τους ανθρώπους, πότε τους ανθρώπους και πότε τα γουρούνια, ύστερα πάλι τα γουρούνια και πάλι τους ανθρώπους, αλλά ήταν αδύνατον να διακρίνουν ποιος ήταν ποιος.
O Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Τζορτζ Όργουελ, Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν Η Φάρμα των Ζώων και το 1984.
Ο Τζορτζ Όργουελ γεννήθηκε στο Μοντιχάρι της Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911.
Τα χρόνια 1917-1921 σπούδασε υπότροφος στο Ήτον, όπου πρωτοδημοσίευσε κείμενά του σε περιοδικά. Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ’ όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.
Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
Με την έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ’ όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.
To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του. Ο Τζορτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία των 47 ετών.