Η Ζωή δεν είναι σκέψη. Δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί τη Ζωή, ούτε να τη διευθετήσει με τη σκέψη, ούτε να τη συλλάβει με τη φαντασία, ούτε να την εξηγήσει με τις ιδέες, φιλοσοφίες και θεωρίες. Επομένως, η σκέψη είναι άχρηστη αφού δεν αγγίζει καθόλου τη Ζωή. Δεν υπάρχει, άλλωστε, θέμα για σκέψη, αφού η Ζωή, όσο και να προσπαθήσουμε να τη διευθετήσουμε ή να την κατευθύνουμε με τη σκέψη, ξεφεύγει απ’ αυτήν και κινείται σύμφωνα με τους δικούς της νόμους. Για να ζήσει κανείς, δεν χρειάζεται να σκέπτεται τη Ζωή, αφού η Ζωή έχει τη δική της σκέψη, τους δικούς της νόμους, τους δικούς της στόχους, αφού διευθετεί μόνη της τον εαυτό της και δεν νοιάζεται αν ο άνθρωπος ιδρώνει να την βάλει σε τάξη με τη σκέψη του. Είναι μάταιο ακόμα και να το σκεφτεί κανείς πώς να εξασφαλίσει την αύριο, την τροφή του, τι τον περιμένει στο μέλλον, τι τον συμφέρει να κάνει ή να μην κάνει, αφού η Ζωή, με μία και μόνη κίνησή της, μπορεί να ανατρέψει όλα του τα σχέδια. Τώρα καταλαβαίνω ακόμα καλύτερα γιατί ο Χριστός έλεγε στους ανθρώπους να μην μεριμνούν για την αύριο, για το τι θα φάνε, τι θα πιούν, πως θα ζήσουν, γιατί αυτό δεν είναι δουλειά των ανθρώπων, αλλά του Θεού που φροντίζει για όλα, παράδειγμα τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού.
Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να μεριμνά και να φροντίζει μόνο για ένα πράγμα, κι αυτό είναι το πώς να ξαναγυρίζει στη Βασιλεία των Ουρανών. Αν η μόνη του έγνοια είναι αυτή, τότε ο Θεός θα αναλάβει όλες τις βιοτικές του ανάγκες. Εδώ βλέπω μιαν αντιστροφή. Ο άνθρωπος φροντίζει τα του Θεού και ο Θεός τα του ανθρώπου, δηλ. τα υλικά. Σαν να έχουν κάνει μια μυστική συμφωνία. «Εσύ φρόντισε να ξαναγυρίσεις στη Βασιλεία των Ουρανών και άσε τη γήινή σου επιβίωση σε Μένα. Αυτό μόνο ζητώ από σένα, γι’ αυτό σ’ έφερα στη γη.» Εδώ βλέπουμε την τεράστια διαστρέβλωση που έχει υποστεί η μυστική αυτή συμφωνία. Ο άνθρωπος, που ο φυσικός του ρόλος είναι να φροντίζει τα του Θεού, αρνήθηκε το ρόλο του και αγωνιά για τις υλικές του ανάγκες. Έτσι χάνει και τη γη και τον ουρανό, ενώ θα μπορούσε να τα είχε και τα δύο. Πως τα χάνει; Μα είναι απλό. Με το να παίρνει στα δικά του χέρια τη φροντίδα για τις υλικές του ανάγκες, παίζει το ρόλο του Θεού – Φροντιστή. Είναι σα να του λες κατάμουτρα: «Για ποια Βασιλεία των Ουρανών μου μιλάς; Αν θέλω πιστεύω σε τέτοια παραμύθια. Ποιός είδε ποτέ τον Θεό και τους Ουρανούς; Ενώ η γη, η ύλη και οι υλικές ανάγκες, είναι κάτι το απτό, ίσως η μόνη πραγματικότητα. Και δε πιστεύω σε Θεό και σε Βασιλεία των Ουρανών, δε μου μένει παρά να παλέψω για να εξασφαλίσω την επιβίωσή μου. Στηρίζομαι στον εαυτό μου, στα χέρια μου, στο μυαλό μου.»
Advertisment
Έτσι ο άνθρωπος κάνει τον εαυτό του Θεό και βασίλειό του την ύλη. Και δεν βλέπει ότι δεν έχει γίνει μέχρι τώρα βασιλιάς και δαμαστής της. Η Ζωή του ανατρέπει τα ταξινομημένα του σχέδια και προγράμματα, επιμένει να είναι απρόβλεπτη, άγνωστη, αινιγματική, μυστηριώδης. Είναι με λίγα λόγια, υπέρτερή του, τον διέπει, τον πλάθει, τον χρησιμοποιεί, χωρίς να νοιάζεται για τις νοητικές θεωρίες του, τις σκέψεις και τις ιδέες του για τη Ζωή.
Τον τελευταίο καιρό δεν έχω όρεξη για κουβέντες, αφού έρχομαι σε σιωπηλή επαφή με τους ανθρώπους, αφού νιώθω άμεσα τη γυμνή καρδιά τους, την αόρατη ακτινοβολία τους, την αύρα και τον κραδασμό τους. Και εδώ που τα λέμε, ο αυθεντικός άνθρωπος είναι ο κραδασμός του, όχι οι ιδέες του. Δεν μπορώ πια να συνδιαλέγομαι με τους φίλους μου, να τους προσεγγίζω με νοητική κατανόηση. Στο κάτω – κάτω, τι να καταλάβει κανείς σ’ έναν άλλο; Το μόνο που μπορεί να «καταλάβει» ο φλοιός είναι τα μπερδέματα του άλλου, τα σχέδια του, οι ιδέες του, οι σκέψεις του, οι παλιές συνθήκες του που δημιουργούν επιπλοκές στο παρόν και τα λοιπά. Αλλά όλα αυτά ανήκουν στον κόσμο του γνωστού και ταξινομημένου, στον κόσμο του φλοιού. Ο πραγματικός άνθρωπος, η ουσία του, μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικός από την ιδεατή εικόνα που εμφανίζει στον εαυτό του και στους άλλους. Όλα τα πράγματα, όταν γίνουν σκέψεις, εκφυλίζονται.
Σοφία Άντζακα – Ιερός Γάμος 5
Advertisment