Είναι ο Δον Χουάν ζωντανός και υγιής;

Μετάφραση: Σάκης Τότλης Ήρθε ο καιρός στη ζωή μου να αφοσιωθώ σε εσωτερικές εξερευνήσεις, σε απόπειρες να νιώσω με νέο τρόπο, να αντιληφθώ τα

Μετάφραση: Σάκης Τότλης

Ήρθε ο καιρός στη ζωή μου να αφοσιωθώ σε εσωτερικές εξερευνήσεις, σε απόπειρες να νιώσω με νέο τρόπο, να αντιληφθώ τα πράγματα με νέο τρόπο. Η ανάγκη να είμαι απλά «ένας από τα παιδιά» έχει ελαττωθεί αρκετά μέσα μου, για να κινηθώ προς νέες κατευθύνσεις, να τολμήσω να πω νέα πράγματα. Η εσωτερική ζωή μου έχει κερδίσει διαστάσεις. Το μυαλό μου τώρα, όλο και λιγότερο παρακολουθεί με αγωνία τη γνώμη των άλλων, είναι λιγότερο πικραμένο που ζει σε ένα ανορθόδοξο σώμα, λιγότερο αμήχανο από την τάση του να απαιτεί προσοχή. Μπορεί να περιπλανηθεί ελεύθερα, να οραματιστεί, να σκεφτεί με υπέροχους ευρείς διαλογισμούς.

Advertisment

Κέρδισα δύσκολα την ελευθερία αυτή και την πραγματοποίησα σταδιακά, με διαδοχικές εξορμήσεις στ’ ανοιχτά και μερικές οπισθοχωρήσεις. Υιοθέτησα την οντολογία των ασκήσεων, την εξάντληση, τον κόπο και τον ιδρώτα της φυσικής ευεξίας. Μετά ήρθε η ύπνωση, ασφαλής, συνειδητή εγκατάλειψη του ελέγχου, αρχικά με κάποιον άλλον, έμπιστο και με θετικότερη προσέγγιση στα πράγματα από μένα. Στην αρχή ήταν κάπως θεατρικό. Ο υπνωτιστής τα παρουσίαζε έτσι, που θα έλεγες ότι μόνο άτομα με υψηλή νοημοσύνη ήταν καλά υποκείμενα ύπνωσης – το έκανε για μένα, για να τα καταφέρω όλα, ακόμα και αυτό. «Είναι θέμα αυτοσυγκέντρωσης». Το μυαλό μου, ανακάλυψα, ήταν πρόθυμο να ρισκάρει την εγκατάλειψη και να ελευθερωθεί μες στην αχλύ αυθόρμητων σκέψεων και παραστάσεων – όλα ακούσια – ρέοντας προς νέους τόπους. Ένιωθα ευφορικά με την ικανότητά μου να ξεφεύγω από το κουτί με τις κοφτερές αιχμές εσωτερικά, που με κάρφωναν από όποια πλευρά και αν προσπαθούσα να ξεκουραστώ. Οι επίμονες φωνές παραμελημένων υποχρεώσεων, η κριτική των άλλων, οι ταπεινώσεις από αποτυχίες μου, μπορούσαν να μετατραπούν σε μουρμουρητό προ-ευφορικών κυμάτων, όχι πάντα, αλλά όλο και συχνότερα με την άσκηση.

Μετά, η διερεύνηση των διαθέσεων μου, με οδήγησε να μελετήσω τη δομή και τη λειτουργία σκευασμάτων διαφόρων τάξεων στη διαμόρφωση της εγκεφαλικής νευροδιαβίβασης, τις αμφεταμίνες methoxy και τα αλκαλούχα indole. Ο τεχνικός μέσα μου επικεντρώθηκε στη χημεία του εγκεφάλου και τη συμπεριφορά των ποντικών. Ο κλινικός μέσα μου απαίτησε μια προσωπική δοκιμή. Οι νευροδιαβιβαστές που δοκίμασα με ταξίδεψαν προσχεδιασμένα και εύκολα μέσα στο (ή μέσα από το) μουρμουρητό και το φως ιδεών και οραμάτων, σαν ένας μεγεθυντικός φακός να μεγέθυνε το τμήμα του εγκεφάλου που συνήθως κρατούσα κλειστό, γιατί δεν είχε να κάνει με την εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών. Αυτά που ο πατέρας μου τα είχε κουρντίσει γερά, όταν ήμουν μικρός.

Η εμπειρία αυτής της άλλης πλευράς του εγκεφάλου χρωματίζει την υπόλοιπη ζωή. Η ένταση των μίζερων χρησιμοθηρικών λεπτομερειών αρχίζει να χάνει το σφρίγος της. O αέναος διαλογιστής μέσα μου, άφησε το κρεβάτι με τα καρφιά και πήγε σε πουπουλένιο καναπέ. Τρόμαξα. Έψαξα να βρω ιστορίες άλλων που είχαν κάνει το ταξίδι. Αυτά που βρήκα ήταν ποικίλα, όσο και οι άνθρωποι. Καλλιτεχνικά δημιουργικοί οδοντίατροι, κορυφαίοι ακαδημαϊκοί διαχειριστές, κουρελιασμένοι μαζοχιστές. Η εμπειρία του Castaneda* είχε να μου πει τα περισσότερα.

Advertisment

Οδηγεί αυτά τα γραπτά μου.

………………………………………………………………..……………………….……

*Carlos Castaneda, ανθρωπολόγος, έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία για την υποτιθέμενη μαθητεία του δίπλα στον μυστηριώδη Don Juan, ινδιάνο Μάγο της φυλής των Yaqui.

……………………………………………………………………………………..………….

Παιχνίδια με τον Don Juan που άφηναν τον Castaneda είτε πιο έμπειρο και πιο θλιμμένο, είτε πιο πλούσιο εσωτερικά και πιο κυνικό, μου ήταν αρκετά γνώριμα. Τα σκεφτόμουν. Τον ήξερα το διάλογο: «να μαθαίνεις ξεμαθαίνοντας, ν’ αποζητάς το όλο και όχι το ένα. Το παράδοξο ως συμμετρία, η συμμετρία ως στειρότητα. Η αλήθεια ως απάτη, η απάτη ως περιπλοκότητα, η περιπλοκότητα ως αλήθεια». Αλλά από ποιον τα ήξερα όλα αυτά? Οι πρώτες σκέψεις μου πήγαν στον πατέρα μου. Ήταν αυτός ο τρόπος της ρητορικής του; Όχι, ακριβώς το αντίθετο. Να προτιμάς πάντα το ξεκάθαρο, ακόμα και όταν είναι λανθασμένο. Ποτέ να μην τελειώνεις με τη μεγάλη εβδόμη συγχορδία. Όταν ήταν μικρός ο Σοπέν, πήγαινε στο πιάνο μες στη νύχτα, για να παίξει τη μεγάλη συγχορδία, για να πιάσει τη μεγάλη εβδόμη, που ο δάσκαλός του είχε παίξει στο τέλος του μαθήματος την περασμένη μέρα. Ο πατέρας μου ποτέ δεν άφηνε τέτοιες εκκρεμότητες.

Μήπως ήταν ο ψυχαναλυτής μου; Ευγενικός, διαβασμένος, λεφτάς, έκανε ό,τι μπορούσε. Το καλύτερο δυνατό, μάλλον, παρά το απόλυτο, ήταν το ζητούμενο στις αναλύσεις του. Ένα τικ στο χέρι μπορούσε να μετατραπεί σε σιάξιμο της γραβάτας. Κάποια, με εσωτερική παρόρμηση να χοροπηδάει πάνω-κάτω, μπορούσε να καθοδηγηθεί, για να βρει το σκοπό της ζωής της ως cheerleader.

Όχι, ο ψυχαναλυτής μου ήταν ένας καλός κι ευγενικός μηχανικός ανθρώπων, που έβλεπε δυνατότητες πίσω από κάθε απελπιστικό χούι. Δεν ήταν Don Juan. Τότε, ποιος;

Η έμπνευση μού ήρθε τυχαία, όπως προετοίμαζα μια διάλεξη για την ψυχιατρική διάγνωση. Είναι δύσκολο να είσαι δάσκαλος υψηλόβαθμων ιερέων σε μια θρησκεία στην οποία η ίδια η πίστη σου είναι ρευστή. Ένας τρόπος να παρακάμψεις τη δυσκολία αυτή, είναι να τα λες σαν ιστορία. Πολλές από τις ψυχιατρικές μεθόδους και πρακτικές είναι αποτέλεσμα ιστορικής εξέλιξης, κι αυτός είναι πολλές φορές ο καλύτερος τρόπος να παρουσιάσεις την ύλη, πολύ καλύτερος από το να υιοθετήσεις μια θεωρητική θέση και να την υπερασπίζεσαι. Έτσι, παρουσιάζω τα διαγνωστικά σχήματα και αναφέρω ταυτόχρονα και όλες τις αντιρρήσεις κατά των αρχών αυτής της ίδιας της ψυχιατρικής διάγνωσης.

Προετοιμάζοντας αυτή τη συγκεκριμένη διάλεξη, πήρα στο χέρι μου το βιβλίο “Εθνομεθοδολογία” του Harold Garfinkel και ξαναδιάβασα το κεφάλαιο με τις παρατηρήσεις του για την ψυχιατρική κλινική του UCLA (University College of Los Angeles).

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ποιος ήταν ο δικός μου Don Juan.

Το μυαλό μου πήγε βίαια πίσω σε μια περίοδο της ζωής μου, που είχα ξεχάσει εντελώς, παρόλο που ήταν μόλις πριν έντεκα χρόνια, πίσω σε μια πρώιμη και βασανιστική απόπειρα επέκτασης του μυαλού μου, με την εγκατάλειψη άκαμπτων αξιωμάτων.

Πριν τις ασκήσεις, την ύπνωση και τις χημικές δοκιμές, είχα προσπαθήσει να εξαγνίσω τη σκέψη μου. Γι’ αυτή τη διαδικασία εξαγνισμού είναι απαραίτητη μια παθιασμένη αφοσίωση σε ένα λογικό σύστημα, για να μάθεις να το υπερασπίζεσαι αποτελεσματικά. Είναι απαραίτητος κι ένας καθοδηγητής, ένας ελεύθερος και σεβαστός αντίπαλος, ένας κατηχητής, ο ζήλος του οποίου να διεγείρεται και ν’ αυξάνει με τον φυσικό πόνο του μαθητή. Αυτή η σχέση φορτίζεται συναισθηματικά από την απειλή της ντροπής. Όπως ένα αγοράκι με μικρό πουλάκι, που το παρακολουθεί κάποιο μεγαλύτερο αγόρι και γελάει. Το γέλιο τον αναγκάζει να σταθεί πολύ ώρα στο ουρητήριο, γιατί η ταραχή του σταματάει τη ροή των ούρων. Προσπάθησα να εξαγνίσω τη σκέψη μου ενάντια σ’ έναν τέτοιον αντίπαλο για ένα χρόνο. Δεν μπόρεσα να το αντέξω. Τα παράτησα.

Ω, νόμιζα ότι καταλάβαινα. Έγραψα μερικά τρελά κείμενα απότισης φόρου τιμής στο τελετουργικό και μετά αποσύρθηκα στο εργαστήριό μου, για να γλύψω τις πληγές μου. Ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος και ο εαυτός μου φάνταζε ανόητος στα ίδια μου τα μάτια. Τώρα που το σκέφτομαι, είχα βρεθεί αντιμέτωπος με την ίδια τη δειλία μου. Για πρώτη φορά είχε μπει υπό αμφισβήτηση η επαγγελματική μου ευθύτητα, το εξιδανικευμένο είδωλό της μέσα μου. Γι’ αυτόν, πουλούσα ψυχιατρικό νεροζούμι στη λαϊκή.

Πετούσα με ευφράδεια κάποιο παρα-Φροϋδικό σχόλιο και περίμενα κάποιο θαυμαστικό βλέμμα. Εισέπραττα σιωπή ή μια ερώτηση που απευθυνόταν σε κάποιο ορισμό ή σε κάποια αλήθεια. Όχι «γιατί», αλλά «τι». Το «γιατί» είναι πάντα μια εύλογη ερώτηση. Δε γίνεται, δηλαδή, να μην απαντηθεί. Ένα «τι», όμως, δεν είναι καθόλου φιλικό. Μια ανόητη συζήτηση, στην οποία συμμετέχουν ισότιμα δύο μέλη, δεν είναι ανόητη. Το αντικείμενο και το υπόβαθρο σχετίζονται. Ένας που μονολογεί κι ένας ελεύθερος σκοπευτής. Αυτό είναι ανόητο.

Το γραφείο του ήταν κάτω στο διάδρομο, από το γραφείο μου. Θυμάμαι που περνούσα από την ανοιχτή πόρτα και τον έβλεπα να κάθεται στητός σε τέλεια στάση δακτυλογράφησης. Έγραφε όλη μέρα, ως αργά μες στη νύχτα. Παρήγαγε σωρούς τα δακτυλογραφημένα χαρτιά, αλλά έδινε λίγα για έκδοση. Ήταν ένας πανίσχυρος και επαναστατικός ηγέτης στην ακαδημαϊκή κοινωνιολογία. Είχα αισθανθεί το κύρος του από κουτσομπολιά, από κάποιο ελάχιστο ανέκδοτο υλικό, κι από την εμπειρία των διαλόγων μου μαζί του. Όταν τον έβλεπα στο γραφείο του, έγνεφα και προσπερνούσα βιαστικά. Κανά δυο από τα χειρόγραφά του, που είχα διαβάσει, είχαν διαφύγει παντελώς την κατανόησή μου. Ήξερε ότι τα είχα διαβάσει. Δεν ήξερα τι να πω γι’ αυτά, εκτός από «βοήθεια». Εκείνες τις μέρες δεν μπορούσα να πω φωναχτά ούτε αυτό.

Μια μέρα σήκωσα το βλέμμα από το γραφείο μου και τον είδα που είχε περάσει το κατώφλι μου. Χαμογέλασε και μου είπε (σαν να έκανε ανάλαφρη κοινωνική συζήτηση), «Βλέπω, αυτός είναι ένας χώρος, που όλοι εσείς θα τον λέγατε εργαστήριο». Με κέντρισε άσχημα. Μου φάνηκε σωστό. Εκείνη τη στιγμή μετακόμισε το σημείο, από όπου έβλεπα την εργασία μου, σε κάποιο άλλο σημείο σε μακρινή απόσταση. Έγινα μυρμήγκι-εργάτης, κάστορας που έχτιζε ένα φράγμα αντίθετα στο ρέμα, γάτα σε οχεία, κούκος που γεννούσε τ’ αυγά του σε ξένη φωλιά. Με έβλεπε και με χαρακτήριζε κι ακόμα χειρότερα, με καλούσε να δω κι εγώ τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Κι εγώ ήμουν στη μέση μια κοπιώδους προσπάθειας να αναρριχηθώ στην πυραμίδα της ακαδημαϊκής ψυχιατρικής. Ήταν σαν να ζητούσε από έναν υποψήφιο νεαρό καρδινάλιο να γράψει μια ανθρωπολογική ιστορία του Βατικανού, που δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί θα πίστευε σε αυτό που ήταν και σε αυτό έκανε ή δεν θα ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί θα ήταν αντίθετο στα προσωπικά του συμφέροντα.

Το σχόλιο του Garfinkel ξεκίνησε μέσα μου μια πάλη που κράτησε ένα χρόνο σχεδόν. Πέρασα μια περίοδο τρελών συναισθημάτων και σκέψεων, που άφησαν ανεξίτηλα χρώματα στην αντίληψή μου για την ψυχιατρική και τις άλλες επιστήμες της ψυχικής συμπεριφοράς.

Μια φορά, είχα ακούσει δυο γυναίκες υπό την επήρεια LSD να κάνουν μια μεγάλη και έντονη συζήτηση. Ανταλλάσσονταν φράσεις, εκλεπτυσμένα νοήματα κι από τις δύο πλευρές, ομοφωνούσαν με έγκυρες και για τις δύο πλευρές υποθέσεις. Ήταν ένα αληθινό διαλεκτικό συνταίριασμα δυο εμφατικών ψυχών. Μόνο όταν πήγα πιο κοντά τους, συνειδητοποίησα ότι δεν είχαν επαφή και δεν γνώριζαν ότι μιλούσαν για δύο εντελώς διαφορετικά θέματα. Η μία μιλούσε για τα επαγγελματικά προβλήματα των γυναικών και η άλλη για τα αισθήματα της γυναίκας προς τα παιδιά της. Φράση μετά τη φράση, με επίθετα και επιρρήματα, συζητούσαν και συμφωνούσαν και ανέπτυσσαν η κάθε μία την άποψή της, σαν αρμονικές μουσικές φράσεις σε αυτοσχεδιασμούς μιας ορχήστρας τζαζ. Η συνεννόηση ήταν παρούσα, σημαντική και ικανοποιητική, παρά την ασυναρτησία της ουσίας. Δεν γνώριζαν ότι βρισκόντουσαν στη Χώρα των Θαυμάτων. Και οι δύο τερμάτισαν τη συζήτηση με τη φανερή αίσθηση ότι είχαν επικοινωνήσει.

Ο Harold Garfinkel με οδηγούσε σε ένα τέτοιο μοντέλο συνδιαλλαγής, με το ενδιαφέρον του απλού θεωρητικού, που βγάζει νόημα από όποιες πληροφορίες του δίνονται. Έβαλε μια διαφήμιση στην εφημερίδα των μαθητών του πανεπιστημίου, ανακοινώνοντας ότι ένας ειδικός στις στρατηγικές για επιτυχία στις εξετάσεις της ιατρικής σχολής, θα ήταν στην πανεπιστημιούπολη, για να απαντήσει σε ερωτήσεις υποψηφίων φοιτητών μια συγκεκριμένη μέρα. Πολλοί πρόθυμοι μαθητές παρουσιάστηκαν. Τους οδήγησαν έναν-έναν σε ένα δωμάτιο πειραμάτων, όπου είπαν στον καθένα, ότι είχε δέκα ερωτήσεις που έπρεπε να υποβάλλει στον ειδικό, που ήταν αθέατος πίσω από ένα τοίχο και θα απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις με ένα «ναι» ή ένα «όχι» κάθε φορά.

Οι μαθητές θα έπρεπε μετά να κάνουν μια σύνοψη των συμβουλών που είχαν δεχτεί και να δηλώσουν, αν θα ήθελαν να ξανάρθουν για μια ακόμα συνεδρίαση, αν τους δινόταν η ευκαιρία. Οι περισσότεροι μαθητές έγραψαν πειστικές κι ενδιαφέρουσες πραγματείες και δήλωσαν πρόθυμοι να επιστρέψουν για μια ακόμα συνεδρίαση. Φυσικά τα «ναι» και τα «όχι», με τα οποία απαντούσε ο «ειδικός» – ο κράχτης, πίσω από τον τοίχο, ήταν προκαθορισμένα στην τύχη.

Ο Garfinkel σύγκρινε τους μαθητές αυτούς με τους ανθρωπολόγους επιστήμονες που ερευνούσαν και ανέλυαν την ανθρώπινη συμπεριφορά, και έβγαζαν νόημα από αυτό.

Το αρνητικά συμπεράσματα που έβγαιναν από αυτό το πείραμα και άλλα παρόμοια, με ενοχλούσαν πάρα πολύ τις ώρες που δίδασκα ψυχοθεραπεία. Οι μαθητές μου ήθελαν να μάθουν τα μυστικά μου, ήθελαν να τους εξηγήσω όλα όσα γνώριζα για την ανθρώπινη συμπεριφορά γενικότερα και για τους ψυχιατρικά ασθενείς ειδικότερα. Για ένα χρόνο, το μόνο που ήξερα στα σίγουρα ήταν πως όποια εξήγηση και αν τους έδινα, θα ήταν καλή στο απελπιστικά αμφιλεγόμενο πεδίο της ψυχικής συμπεριφοράς και της κοινωνικής συναλλαγής. Οι εξηγήσεις μου άρχισαν να μοιάζουν σαν πατριωτικές ομιλίες που λέγονταν υπέρ μιας δημοκρατίας του περασμένου αιώνα, χαριτωμένες και φιλικές σαν λαϊκοί χοροί. Αν μπορούσα μόνο να γελάσω με τον κενό ήχο όλων αυτών. Ο Truman Capote, στο «Έμπορος ονείρων», περιγράφει την απόγνωση κάποιων ανθρώπων που πούλησαν τα όνειρά τους σε κάποιον μυστηριώδη αγοραστή. Είχαν καταντήσει άδειοι.

Η εθνομεθοδολογία ασκεί το κενό. Πώς να το πουλήσεις αυτό; Μπορεί κανείς να πουλήσει ένα άδειο πακέτο, όσο όμορφο και αν είναι το περιτύλιγμα, όσο πρόθυμος κι αν είναι ο αγοραστής; Φυσικά, πρέπει να περάσεις από την άλλη πλευρά αυτής της μεγάλη διάλυσης ή να μαραθείς πνευματικά και διανοητικά. Το μοναδικό περιθωριακό κέρδος είναι μια παράξενη χαλάρωση της πίεσης που ασκεί η συνείδηση, «δεν έμαθα κανένα νέο μάθημα σήμερα, γιατί δεν υπάρχουν μαθήματα. Δεν υπάρχει κανένα μάθημα απολύτως.»

Οι μύθοι γύρω από τον Garfinkel είναι πολλοί και μπορεί να μην είναι αληθινοί όλοι, συμφωνούν όμως με τον άνθρωπο που γνώρισα. Πήγε στη Νομική Σχολή του Harvard και τους ρώτησε: «τι είναι ένδειξη; Τι είναι απόφαση;» Τον πέταξαν έξω. Πήγε σε μια ψυχιατρική κλινική και τους ρώτησε: «τι είναι ασθενής;» Κανόνισαν μια αναδιανομή των μεταθέσεων. Πήγε σε ένα κέντρο αποτροπής αυτοκτονιών και τους ρώτησε «Τι είναι η απόπειρα αυτοκτονίας; Γιατί μιλάτε έτσι, σ’ αυτούς που θέλουν να αυτοκτονήσουν;» Ακόμα και απαντήσεις μέσα από τον Durkheim*, ήταν γι’ αυτόν «απλή ένδειξη προγενέστερης ακαδημαϊκής εκμετάλλευσης και προκαθορισμένες απαντήσεις».

………………………………………………………………………….……….

Σ.τ.μ. *Émile Durkheim (1858-1917), Γάλλος κοινωνιολόγος, με κορυφαία συνεισφορά στη διαμόρφωση της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας. Θεωρείται «πατέρας» και των δύο αυτών επιστημών.

……………………………………………………………………………………

Τα διαπεραστικά μάτια του Garfinkel, έντονα με την επαφή, αντικατόπτριζαν παρ’ όλ’ αυτά τον παγκόσμιο καημό των Εβραίων κοινωνικών επιστημόνων. «Γιατί δεν αρέσω στους ανθρώπους;» Αυτή η εθνική κραυγή ερχόταν από αυτά τα ίδια μάτια, που σου έκαιγαν τον μετωπιαίο λοβό, αν πήγαινες πολύ κοντά. Η βασανισμένη λογική του, με τις ολοφάνερα αποσχηματισμένες επιστημονικές δηλώσεις, χοροπηδούσε σε κατηφορικούς διαδρόμους, ανάμεσα σε εύκαμπτους τοίχους, αντιλαλώντας μέσα σε μια ατέλειωτη οπισθοχώρηση αντιφάσεων: «η κοινωνική επιστήμη κατασκευάζεται, δεν ανακαλύπτεται. Όλες οι κοινωνικές επιστημονικές έρευνες είναι μια προβολή των εσωτερικών διεργασιών του παρατηρητή. Αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να τα γνωρίσει κανείς». Και όμως πρέπει να διερευνηθούν. Πρέπει να βρεθούν κατάλληλοι ορισμοί. Οι προτάσεις που δούλεψες πρέπει να περιέχουν αρκετούς έγκυρους όρους, αρκετά στεγανούς σε αυτόν τον ίδιο τον βιασμό της προσέγγισης.

Τέτοιες έντονες δυαδικές σχέσεις οδηγούν σταδιακά σε συγκεκριμένες πεποιθήσεις – σε μένα τις γεννούσε εν μέρει η ανάγκη αρμονικής συνύπαρξης, εν μέρει η ίδια η απελπισία μου. Ο Όργουελ γνώριζε ότι οι άνθρωποι θα λάτρευαν τον Μεγάλο Αδελφό, όταν ο πόνος θα γινόταν αβάσταχτος. Θεέ μου, πόσο χαιρόμουν, όταν απομακρυνόμουν από κοντά του και πόση οργή σηκωνόταν μέσα μου, όταν το εσωτερικό replay, μου απέφερε ένα μεγάλο κενό. Ανόητος. Αισθανόμουν εξαπατημένος. Πήγαινα στο γραφείο μου να μεθοδεύσω την αντεπίθεσή μου.

Μόλις του την έλεγα, εκείνα τα έντονα καστανά μάτια είτε θα έδειχναν ότι αυτή η επικράτεια της διαλεκτικής ήταν χωρίς νόημα ή θα με κοίταγαν άδεια, ως τη στιγμή που θα ήταν έτοιμος να σπρώξει κόντρα σε κάποια άλλη δοξασία που δεν της είχε επιτεθεί ως τότε.

Και η μεγάλη υπόσχεση; Η μεγάλη υπόσχεση ήταν η κυριαρχία, η κατανόηση και η κατίσχυση, ίσως, πάνω σε καθημερινά κοινωνικά προβλήματα. Ναι, η πιθανότητα ήταν εκεί. Με αυτόν τον νέο-μηδενιστή, όπως με τον Αρχιμήδη, θα εύρισκα το δυναμικό σημείο, το κέντρο της αλήθειας, δεν θα δεχόμουν για πάντα βροχή τα πλήγματα των βιολογικών και ιστορικών πιθανοτήτων. Αισθανόμουν παγιδευμένος ανάμεσα στον Ράμα Κρίσνα και τον Αδόλφο Χίτλερ. Ήμουν νέος και αισθανόμουν έντονα την έλξη και την άπωση της θεωρίας και της πράξης της ψυχιατρικής και της νέας μου ταυτότητας του ψυχαναλυτή. Ανακάλυψα τον Φρόιντ, σαν προφήτη και σαν αγύρτη το ίδιο απόγευμα. Στράφηκα στις εσχατιές της φαντασίας μου και αντίκρισα το κομφούζιο της σχιζοφρένειας, την πραγματικότητα της κατάθλιψης, την κριτική σκέψη του ψυχοπαθή.

Η ψυχολογία της ψυχανάλυσης του εγώ, αναπτύσσει τη σχετική θεωρία από γρυλισμούς σε λέξεις. Οι σοφιστές θα έπαιζαν με αυτές τις λεκτικές κατασκευές του με τη χάρη και τη χαρά, που σε ορισμένα επίσημα γεύματα γίνονται οι συζητήσεις στα γαλλικά. Εγώ δεν είχα πιεσόμετρο, ούτε ήξερα από χειρουργικά ράμματα, για να κλείνω πληγές, ούτε τα αλλεπάλληλα στρώματα των ιστών fascia που καλύπτουν την κοιλιά. Είχα εκείνο το αίσθημα ανωτερότητας, που οι ψυχίατροι καλύπτουν με χαμόγελα, στη διάρκεια των δικών τους έκτακτων θυμικών αναγκών. Αρπαζόμουν από αυτό για κάλυμμα, όταν ο Harold Garfinkel με ρωτούσε για την εγκυρότητα της ψυχιατρικής διάγνωσης. Ήμασταν εμείς η νέα κοινωνική αστυνομία; Τι και γιατί δίδασκα τους φοιτητές μου για το μισθό μου; Τι έδινα στους ασθενείς μου για τις αμοιβές μου; Ποιες ήταν οι προϋποθέσεις και οι λογικές που στήριζαν την ύπαρξή μου;

Πήγαινα πάντα σ’ αυτόν με ένα γλοιώδες αίσθημα κάτω απ’ το κόκαλο του στέρνου από την τελευταία μας συνάντηση, και τον άφηνα με ένα πονοκέφαλο από κείνους που έκαναν τους προγόνους μας ν’ αρπάζουν καμιά πέτρα ή κάνα ματσούκι. Έκαιγα για μέρες. Προσχεδίαζα την αντεπίθεση: απλή – αλλά με επίσημο ύφος, κάποια αναφορά, κάποιο αδημοσίευτο κομμάτι του, που ήθελα να δω. Μετά άρπαζα το θέμα της τελευταίας συνάντησης. Από τα πέτα. Κι αυτός γελούσε και έλεγε ότι δεν είχα καταλάβει καλά. Ίσως δεν μπορούσα να καταλάβω. Δεν μιλούσε για λίγο. Μετά άρχιζε. Ο λόγος του περνούσε από μπρος μου, σαν πλεγμένο σκοινί με μπερδεμένα καλώδια. Περίμενα απελπισμένα να βρω έστω και μια χαλαρή άκρη, για ν’ αρχίσω να ξηλώνω αυτή την γκροτέσκα ταπετσαρία. Δεν μ’ έβγαζε πουθενά. Ήμουν κι εγώ ένα μέρος της παράστασης ή απλά το πιάνο εξάσκησης;

Οι συνεργάτες του μελετούσαν στη συνέχεια τις συναρτήσεις της συζήτησης. Εξέταζε τη διαδικασία των εξετάσεων, μαζί και τον εξεταστή, όποιον αναζητούσε διανοητική και ίσως πνευματική εξέλιξη. Ήταν διευθυντής εμπορικού καταστήματος. Πουλούσε συγκεκριμένη πραμάτεια. Γνώριζε τις παρανοϊκές αλήθειες. Είχε μυηθεί στα μυστήρια με τα δυνατά του κτυπήματα, που κατέστρεφαν με άνεση όλα τα διαθέσιμα μοντέλα, (παρηγορώντας τους συναδέλφους του, που δεν έκαναν και τόσο καλή δουλειά). Είχε όλη την έμπειρη κουλτούρα του αγνωστικιστή, ήταν και ολοκληρωμένος καθηγητής σ’ ένα πεδίο που όλοι οι άλλοι γίγαντες άρχιζαν ή μαθήτευαν ακόμη. Το μόνο που απέμενε σε όποιον αμφέβαλε για τη μεθοδολογία και τα συμπεράσματα των ερωτηματολογίων, ήταν ο ήχος του ενός χεριού που χειροκροτούσε. Η απόφοιτοι άκουγαν ότι ήταν δύσκολος, και νιώθοντάς το αυτό ως πρόκληση, τσάκιζαν την καριέρα τους συχνά στον ύφαλο της λογικής του. Θεωρούσε τα συμπεράσματά τους έγκυρα μόνο εξ ορισμού. Ύφαινε χιλιόμετρα ολόκληρα μεθοδολογικής θεωρίας γύρω από απλά άχυρα δεδομένων. Στο κάτω-κάτω «δεδομένο» είναι απλά εκείνο το κομμάτι της φαινομενολογίας που ταιριάζει στο εκάστοτε προκαθορισμένο σύνολο.

Όπως όλοι μας, ήθελε να είναι σε ένα σημείο ασφαλές από το θάνατο. Πέρα από την επαγγελματική εθνομεθοδολογική γνώση, είχε όλο και περισσότερο ανάγκη, όλο και μεγαλύτερης προστασίας από την ασημότητα, απ’ τη λήθη. Κι αυτή την προστασία την κέρδιζε με κάθε μαχητική του έκφραση, με κάθε διανοητικό κτύπημα. Οι μαθητές έπρεπε να τον ακολουθούν και να λογομαχούν. Μια φορά σκέφτηκα ότι η σιωπή θα τον σκότωνε, ο κριτικός πυγμάχος θα μαραινόταν χωρίς κάποιο ζωντανό στόχο. Αλλά, όταν καθόμουν σιωπηλός, κοπανούσε τη γραφομηχανή του. Και οι φράσεις ήταν ανάποδες, αστείες, προσεγγίσεις με την όπισθεν απλών καθημερινών καταστάσεων, νέοι τρόποι να βλέπεις τα πράγματα, νέοι τρόποι να τα ονομάζεις, και μετά να τα βλέπεις όλα να εξαφανίζονται. Αν μπορούσες να τον συνεφέρεις μέσα του από το φόβο του θανάτου, θα είχες ίσως τη μόνη ελπίδα να περάσεις πίσω από κείνα τα κτυπήματα πιστονιού. Και αυτό μάλλον δε θα μπορούσε να το αγγίξει κανείς. Φάνταζε ξαφνικά πολύ σημαντικός επιστήμονας που υπέφερε. Οι συνεργάτες του κανόνιζαν συνέδρια, όπου πολλοί πήγαιναν για να τον δουν και να τον τιμήσουν, ακούγοντας σιωπηλά.

«Αν κάποιος δεν έχει φίλους, είναι άρρωστος;» Οι ερωτήσεις του φάνταζαν αφελείς. Σ’ έβαζαν στην πρίζα με τρόπο αξιοθαύμαστο. «Πες μου κάτι δικό σου», μου έλεγε. Πολύ συχνά ο παιδαγωγός μέσα μου ερεθιζόταν κι έκανε ένα βήμα μπροστά.

«Η σχιζοειδής άμυνα κατά της οικειότητας είναι ένα από τα πολλά. Πολλοί ψυχίατροι αισθάνονται ότι αυτή είναι η πιο αποκαλυπτική μιας απομονωμένης παιδικής ηλικίας και της απουσίας πρώιμων παραστάσεων, για τη χρήση αργότερα στην ανάπτυξη πραγματικής οικειότητας». Καθόμουν πίσω περήφανα σαν έφηβος που είπε τέλεια την κατήχησή του.

«Τι εννοούμε, όταν λέμε οικειότητα;»

Αυτοσχεδίαζα στο πόδι σαν νεαρός μοναχός που όριζε τι είναι «αμαρτία» και τι «σωτηρία της ψυχής».

«Οικειότητα είναι η απουσία άμυνας σε μια σχέση».

«Και τι είναι «άμυνα»;

«Άμυνα είναι τεχνική, για να αποφύγεις φυσικές διαπροσωπικές τάσεις, όταν σχετίζεσαι».

«Λοιπόν, δεν αποφασίζεις εσύ για τον ασθενή, τι θα πει και πως θα μιλάει, για να τον βρεις αποδεκτό;» Ήξερε πως να αποκαλύπτει αυτόν που παρίστανε τον ψευτο-ισότιμο. Είχε δίκιο. Δηλαδή, νομίζω ότι είχε δίκιο.

«Άει στο διάλο, Harold! Κι εσύ παίζεις τέτοια παιχνίδια με τους μαθητές σου. Είσαι φρουρός σε μια πύλη. Διαμορφώνεις συμπεριφορά. Όλοι μας διαμορφώνουμε συμπεριφορά!»

«Αλλά, στην οικειότητα, όπως τη λες, ποιος από τους δυο σας απλώνει το χέρι πίσω από τους φράχτες;»

Ούτε βλαστήμιες, ούτε συναισθηματικές εκκλήσεις μετρίαζαν την επίθεση, από τη στιγμή που τα πλευρά μου είχαν εκτεθεί.

«Ορίζεις εσύ την οικειότητα ως κάτι καλό, μετά παράγεις τη συμπεριφορά αυτή στον ασθενή σου ή ορίζεις εσύ κάποια εγκαταστημένη συμπεριφορά του με αυτό το νέο όνομα. Εσύ διαπραγματεύεσαι τις διαφορές και μετά τον χρεώνεις λεφτά, για να έχει το δικαίωμα να παραδοθεί σε κάποιον ειδικό. Κατασκευάζεις μια κοινωνική διαδικασία που έχει μέσα της την ψευδαίσθηση έντιμου λόγου και αντίλογου. Παράγεις μια διαφορά μεταξύ δυο πλευρών, για να εκμεταλλευτείς την επίλυσή της. Κάνεις την επίλυση αυτοσκοπό. Ο σκοπός σου είναι μια έντεχνη κατασκευή, που νομιμοποιεί τη συναλλαγή, και τα λεφτά σφραγίζουν τη συμφωνία. Ο ασθενής θα θεωρήσει λογικό ό,τι κι αν κάνεις. Εσύ ο ίδιος θα θεωρήσεις λογικό, ό,τι κι αν κάνεις. Θα θεωρήσεις λογικό ό,τι κι αν κάνει αυτός. Και οι δύο θα πάτε σπίτι σας ικανοποιημένοι».

Κάπου εδώ, το μυαλό μου, που του άρεσε να διατηρεί στα κρυφά αυτές τις μαύρες συναλλαγές με τις κλασικές θεωρίες της ψυχιατρικής, ένιωθε ότι το είχαν αποκαλύψει. Ακόμη χειρότερα, ότι το είχαν ξεπεράσει στην πονηριά, αφού το είχαν εξαναγκάσει να υπερασπιστεί μια συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων, μόνο και μόνο για να διατηρήσει το δικαίωμα να την αλλάζει κρυφά κατά βούληση. Έβλεπα γιατί αυτά τα ιδρύματα όπου οι αξίες εγκαθιδρύονταν με τον ορισμό τους, τελικά τον πετούσαν έξω. Κι εγώ θα ήθελα να τον πετάξω έξω, αλλά ήθελα να μάθω να κάνω αυτό που έκανε κι εκείνος. Μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα με κείνες τις ερωτήσεις. «Έλα ξανά, όταν το σκεφτείς καλά αυτό». Έτσι αποχαιρετούσε το κοινό του. Ξαναγύριζε στη γραφομηχανή του, κι εγώ ξαναγύριζα στο εργαστήριό μου. Κοίταζα κάτι νευροχημικές στατιστικές, για να ηρεμήσω κάπως τη διαβρωτική σαστιμάρα. Πήγαινα σπίτι και διάβαζα τη νέα του εξήγηση για τις θεωρίες του Parsons*.

………………………………………………………………….……………………………

Σ.τ.μ. *Jack Parsons (1914-1952), διάσημος Αμερικανός χημικός στο California Institute of Technology, πρωτοπόρος ερευνητής καυσίμων για τα συστήματα προώθησης πυραύλων και ταυτόχρονα ενθουσιώδης αποκρυφιστής. Ένας από τους πρώτους θιασώτες του διαβόητου αποκρυφιστή Aleister Crowley.

…………..………………………………………………..………………..………………..

Μου ήταν πιο δύσκολο να καταλάβω την εξήγηση του Garfinkel από τις θεωρίες του Parsons. Υπήρχε αυτή η αυτοπεποίθηση του δήμιου σε όλα τα γραπτά του, όλα τα κεφάλια πρέπει να πέσουν κάτω από το κοφτερό τσεκούρι του.

Απορούσα πως θα μπορούσε ποτέ μαθητής του να ετοιμάσει μια θέση που θα τον ικανοποιούσε. Οι οδηγίες του θα έλεγαν: ολοκλήρωσε τη συστηματική ανάλυση μιας κοινωνικής συνθήκης, με δεδομένο ότι καμιά συστηματική ανάλυση καμιάς κοινωνικής συνθήκης δεν είναι εφικτή. Έχεις δύο με τέσσερα χρόνια να τελειώσεις. Τα οικονομικά σου θα στερέψουν. Τα παιδιά σου δε θα τρων και πολύ καλά. Η γυναίκα σου θα αποκτήσει φοβίες για σένα και περιφρόνηση. Θα έχεις πονοκέφαλους και αϋπνίες. Θα απορρίψω τις προσπάθειές σου, χρησιμοποιώντας εθνομεθοδολογικές τεχνικές. Δεν θα υπάρξει επιστροφή. Συνέχισε τις προσπάθειες. Θα τα συζητάμε μαζί και θα συζητάμε και θα συζητάμε. Η συζήτηση θα μας συναρπάζει και τους δύο. Μετά, εσύ θα φεύγεις με άδεια χέρια και θα κάθεσαι με τις ώρες με τη χαρά και την ταραχή σου. Θα ξαναχτίσεις το σύστημα. Κι αυτό θα γίνει ξανά και ξανά. Θα νομίζεις ότι χρησιμοποιείς μόνο άψογα δεδομένα. Αλλά τα δεδομένα ποτέ δεν είναι άψογα, γιατί τα πεδία έρευνας είναι λέξεις. Οι λέξεις έχουν νόημα μόνο εξ ορισμού. Θα μου είναι πολύ εύκολο επομένως, να ξεσκίσω την τελευταία σου προσπάθεια και την επόμενη και την επόμενη». Οι άνθρωποι λένε ότι ο Harold Garfinkel είναι τρελός. Το λένε με ευλάβεια. Αν ο μαθητής μπορούσε να φάει την καρδιά αυτού του μετρ, θα ήταν πραγματικά πολύ γενναίος και δυνατός. Αλλά ο μετρ τρώει τις καρδιές των μαθητών.

Φαντάσου μια λύση. Αν όλη η πραγματικότητα της κοινωνικής επιστήμης είναι κατασκευασμένη, και εσύ, παρ’ όλ’ αυτά, προσπαθείς να την κάνεις πραγματική, τότε γιατί να μην την κατασκευάσεις όλη από την αρχή; Γιατί να μην χρησιμοποιήσεις τη θέση ως αντικείμενο έρευνας; Βάλε τη θέση να δοκιμάσει την ικανότητα του συστήματός του να αντιληφθεί τι είναι πραγματικό και τι όχι. Γίνε εσύ πιο Garfinkel από τον Garfinkel. Τότε οι μακροσκελείς λεπτομερειακές εργασίες σε ένα πεδίο έρευνας δεν θα οδηγήσουν στην απελπισμένη και οδυνηρή υπεράσπιση της εγκυρότητας των παρατηρήσεών σου. Όταν έρθει η ώρα για τα γέλια, θα γελάσεις κι εσύ. Θα έχεις αποφύγει την κατηγορία ότι κατασκεύασες το υλικό με ερμηνείες. Φυσικά και είναι κατασκευασμένο. Αυτό που κάνουμε όλο κι όλο είναι να παίρνουμε τους καταλόγους απογραφής, και να τους μετασχηματίζουμε σε κάποιον τύπο εθνογραφίας. Δεν κάνουμε τίποτα άλλο. Όμως, μια τέτοια ψευτο-εργασία θα είναι εξ ολοκλήρου μια προβολή του νου. Μια ψεύτικη εθνογραφία που θα έχει εσωτερική ενότητα και μια αίσθηση πραγματικότητας, πραγματικά θα καταδείξει την ικανότητά σου να κατανοείς και να χειρίζεσαι τα αναλυτικά εργαλεία του επαγγέλματός σου, χωρίς ν’ απειλεί σοβαρά την πόζα του ξεσκολισμένου μηδενιστή.

Αυτός πρέπει να είναι ο μόνος τρόπος να δουλέψεις με ένα τέτοιον ανακατωσούρη δογμάτων και αρχών. Οι προϋποθέσεις για την αναμέτρηση του μαθητή με τον μετρ υπάρχουν ήδη. Ως και τα ναρκωτικά θα ταιριάξουν. Τα ναρκωτικά διαστρέφουν το παρόν. Δίνουν νέο παρουσιαστικό στο πολυκαιρισμένο. Σε εκτοξεύουν πάνω από την κορυφή και μέσα από τις αντιφατικές αναλύσεις. Μπορείς να νιώσεις την έκπληξη και την ανακάλυψη στα πιο παράξενα μέρη – στα μέρη που ήσουν ήδη. Ή δεν ήσουν; Ο Don Juan μπορεί να ζούσε μέσα σ’ ένα κάκτο ή σ’ ένα πειραματικό σωλήνα στην Ελβετία. Τα λόγια του, όπως τα χημικά, μπορεί να τα συλλάβει ο νους σου και να ξαναδημιουργήσουν μέσα σου τον τρόπο που κοιτάς τα πράγματα και να επαληθεύσουν τη σύμβαση ότι η πραγματικότητα παράγεται.

Ο Carlos Castaneda κέρδισε τελικά το πτυχίο του στο πανεπιστήμιο UCLA από τον Harold Garfinkel… Η εθνομεθοδολογία επιμένει ότι η κοινωνική επιστημονική πραγματικότητα παράγεται δεν ανακαλύπτεται… Στην εθνογραφία του Castaneda δεν υπάρχει ούτε γλώσσα, ούτε κουλτούρα των ινδιάνων Yaqui. Η χρήση τριών οικογενειών ψυχοτροπικών ναρκωτικών είναι ασυνεπής με όσα γνωρίζουμε για την κουλτούρα των Yaqui… Οι ανταποκριτές του περιοδικού Τime δεν μπορούν να βρουν τον Don Juan.

Arnold J. Mandell M.D

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

…Φλούδες μανταρίνι
«Το 2013 πέθανα και ξαναγεννήθηκα» | Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη
«Μην έρχεσαι κοντά» σου λέγανε κάθε φορά που άπλωνες το χέρι σου...
Οι "αόρατοι άνθρωποι" που ζουν ανάμεσά μας, δεν είναι απλά νούμερα… είναι άνθρωποι

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση