Ο Φίλιππος Αυρήλιος Παράκελσος, γεννήθηκε στην Ελβετία το 1493. Το αληθινό του όνομα ήταν Θεόφραστος Μπομπάστους Φον Χόχενχάϊμ. Ήταν γιος ενός γιατρού – παιδί τόσο αδύναμο και ασθενικό που κανείς δεν περίμενε να ζήσει παραπάνω από την εφηβεία του. Όταν ήταν δέκα χρονών αποφάσισε να πετάξει και πήδηξε από ένα ψηλό δέντρο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί άσχημα και να κινδυνέψει να πεθάνει.
Σπούδασε Ιατρική στην Βασιλεία και ύστερα πήγε στο Βίρτσμπουργκ για να μαθητεύσει δίπλα στον θρυλικό ηγούμενο Τριθέμιο, που τα απόκρυφα βιβλία του γοήτευαν τον νεαρό Παράκελσο. Όπως και ο Αγρίππας, ήταν πολύ ρομαντικός και είχε παθιαστεί με την ιδέα να ανακαλύψει την «Φιλοσοφική Λίθο», ή το «Ελιξίριο της ζωής», αλλά συμβιβαζόταν και με το «Μέγα Καθολικόν» που υποτίθεται πως ήταν ένα φάρμακο που μπορούσε να θεραπεύσει οποιαδήποτε αρρώστια. Πήρε το όνομα Παράκελσος από το όνομα του φημισμένου Ρωμαίου γιατρού Κέλσου.
Advertisment
Όταν ήταν 22 χρονών, πήγε στο Τυρόλο και εργάστηκε επίπονα στα ορυχεία αργύρου για να συγκεντρώσει χρήματα. Έπειτα πήρε το δισάκι του και ξεκίνησε για μιά περιπλάνηση σε όλη την Ευρώπη – που κράτησε δέκα χρόνια – δηλώνοντας ότι ήθελε να αποκτήσει περισσότερες ιατρικές γνώσεις βλέποντας όσο το δυνατόν περισσότερους αρρώστους.
Πρέπει να τονίσουμε ότι – παρά την φήμη του – ο Παράκελσος δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του μάγο ή αποκρυφιστή. Ό χαρακτήρας του ήταν ξεροκέφαλος και πίστευε στην εμπειρία και στον άνθρωπο. Πίστευε στην Αλχημεία και στην Αστρολογία, επειδή ήταν πράγματα λογικά και επιστημονικά, αλλά ήταν πολύ καχύποπτος με τα γιατροσόφια των μαγισσών και τις μαγγανείες της εποχής.
Στο Παρίσι, είχε την τύχη να συναντήσει μιά από τις μεγαλύτερες ιδιοφυίες στην Ιατρική, τον Αμβρόσιο Παρέ. Έγινε μαθητής του και γρήγορα βοηθός του και συνεργάτης του, εξερευνώντας με πάθος τα σκοτεινά ακόμη πεδία της ιατρικής επιστήμης. Εκείνη την εποχή, στον πόλεμο, οι πληγές καυτηριάζονταν με βραστό λάδι. Ο Παρέ και ο Παράκελσος κατασκεύασαν μιά αλοιφή από κρόκο αυγού, ροδέλαιο, αποσταγμένο νερό και τερεβινθίνη που επούλωνε γρήγορα και ανώδυνα τις πληγές. Συμπέραναν ότι οι περισσότεροι στρατιώτες πέθαιναν από κλονισμό και εξάντληση από τις πρόχειρες θεραπείες, παρά από τα τραύματα τους.
Advertisment
Όταν τα ανθρώπινα μέλη συντρίβονταν από μπάλες κανονιού, οι γιατροί περίμεναν να γαγγραινιάσουν και τα έκοβαν με πριόνια. Ο Παρέ και ο Παράκελσος ανακάλυψαν ότι άν έδεναν με έναν συνηθισμένο σπάγκο την αρτηρία που αιμορραγούσε, η αιμορραγία σταματούσε – κι όταν συνέβαινε αυτό, συνήθως ο χτυπημένος γινόταν καλά. Οι δυό τους περιπλανήθηκαν στην Γερμανία, στην Δανία, στην Ιταλία και στην Ρωσία. Ο Παράκελσος έμαθε πολλά για τον πόλεμο σ’ αυτά του τα ταξίδια, αλλά και για την διπλωματία, την φυσιογνωμία και την γεωμαντεία. Πάνω από όλα όμως, έμαθε απίστευτα πολλά για την Ιατρική που τον ενδιέφερε πιο πολύ.
…Σε ένα σύγγραμμα του έγραφε :
«….Η μαγεία είναι δάσκαλος Ιατρικής πολύ καλύτερος από όλα τα γραπτά βιβλία. Η μαγεία είναι μιά δύναμη που έρχεται κατευθείαν από τον Θεό, δημιουργεί κανάλια ροής και μεταβιβάζεται κατά κάποιον τρόπο στον γιατρό. Το ονομάζω Θεραπευτικό Ένστικτο. Το ένστικτο αυτό βασίζεται στην αρχαία γνώση ότι ο άνθρωπος είναι ο μικρόκοσμος της φύσης – και αυτό το δίδασκε ο ίδιος ο Ιπποκράτης. Η υγεία βασίζεται σε ένα είδος αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στην φύση. Δημιουργεί ένα αιθερικό ρευστό που υπάρχει μέσα στην φύση και μέσα στον άνθρωπο. Η διαταραχή αυτής της αρμονίας έχει ως φυσική συνέπεια την ασθένεια….»
Ο αναγνώστης ίσως αναγνωρίσει σε αυτά τα λόγια του Παράκελσου (το 1523) τις ιδέες του Μέσμερ και του Βίλχελμ Ράιχ, πολλούς αιώνες αργότερα βέβαια.
Το ρευστό για το οποίο μιλάει, πρόκειται για την θεμελιώδη αρχή ζωής που οι αλχημιστές ονόμαζαν «Αζώθ», και την συμβόλιζαν με ένα κόκκινο λιοντάρι. Το Αζώθ μπορεί να μετατρέψει όλα τα μέταλλα σε χρυσό. Υπάρχει μιά ιστορία που αφηγείται ότι ο Παράκελσος θεράπευσε την κόρη ενός πανδοχέα που ήταν εκ γενετής παράλυτη από την μέση και κάτω, με τρεις κουταλιές κρασί που περιείχαν το «Αζώθ του Κόκκινου Λιονταριού». Ο Παράκελσος είχε δώσει το όνομα «Αζώθ» και στο σπαθί του, που το αγαπούσε τόσο πολύ ώστε κοιμόταν μαζί του στο κρεββάτι του.
…Για κάποια χρόνια, του δόθηκε η έδρα της Ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Ξεκίνησε την θητεία του διατάζοντας τους φοιτητές να ανάψουν μιά μεγάλη φωτιά στο προαύλιο και να πετάξουν εκεί μέσα όλα τα έργα του Αβικέννα, του Ραζί, του Χόλερ, του Γαληνού και άλλων παλιών μεγάλων γιατρών, φωνάζοντας ότι όλοι τους μαζί δεν άξιζαν ούτε μιά τρίχα από την γενειάδα του. Οι υπόλοιποι καθηγητές τον κατάγγειλαν για τσαρλατάνο.
Ο Παράκελσος ήταν πολύ θορυβώδης, εκκεντρικός, νευρικός, εύθικτος, συχνά χυδαίος και επιθετικός, αλλά πάντα πολύ διαυγής – ακόμη και όταν ήταν μεθυσμένος. Έκανε συχνά ένα ιδιόμορφο μαύρο χιούμορ, που ενοχλούσε τους συνομιλητές του. Έλεγε στους συναδέλφους του – σε μιά συνομιλία που την κατέγραψε ο χρονικογράφος Τ. Χάργκρέιβ :
«….Δεν είσαστε τίποτε παραπάνω από σπυριάρηδες ψευτοδάσκαλοι που χτενίζουν ψείρες, ρουφάνε βδέλλες και τρυπάνε χέρια καημένων ανθρώπων. Δεν αξίζετε ούτε για να σας κατουρήσει ένα σκυλί. Ο βασιλιάς σας ο Γαληνός, βρίσκεται στην κόλαση από όπου μου έχει στείλει πολλά γράμματα. Έχουμε πολλά χρόνια τώρα αλληλογραφία. Αν ξέρατε τί μου λέει σ’ αυτά, θα κάνατε το σημείο του σταυρού στο μέτωπό σας με μιά ουρά αλεπούς. Μην με ακουμπάτε, γιατί δεν έχω εξακριβώσει ακόμη αν η ανοησία είναι μεταδοτική….»
Θεράπευσε από σοβαρή νεφροπάθεια τον μεγάλο διανοούμενο Έρασμο, ο οποίος του έγραψε «..δεν μπορώ να σου προσφέρω αμοιβή αντάξια της τέχνης και της μόρφωσης σου…»
Μιά άλλη φορά, όταν θεράπευσε κάποιον πλούσιο εκδότη από ένα σάπιο πόδι που οι άλλοι γιατροί ήθελαν να του το ακρωτηριάσουν, ο εκδότης θέλησε να τον πληρώσει σε βιβλία, ο Παράκελσος τον έπιασε από τον λαιμό – και τελικά κατέληξαν στα δικαστήρια. Αν και ήταν ολοφάνερο ότι είχε δίκιο, οι ορκισμένοι εχθροί του επηρέασαν το δικαστήριο και η απόφαση βγήκε σε βάρος του.
Αυτός νευρίασε τόσο πολύ, που ανέβηκε πάνω στο έδρανο και άρχισε να βρίζει τους δικαστές με τα πιο περίτεχνα κοσμητικά επίθετα – που το πιό απλό ήταν «σκουληκοφαγωμένοι αγύρτες σοφιστές». Φυσικά, αυτό ήταν εξύβριση και προσβολή του δικαστηρίου και ο Παράκελσος γλίτωσε παρά λίγο την φυλακή, δραπετεύοντας από την χώρα. Οι εχθροί του χάρηκαν πολύ, γιατί ήξεραν τον απότομο χαρακτήρα του και ήξεραν πως θα αντιδρούσε δυναμικά.
…Ο Παράκελσος ήταν ένας χοντρός, φαλακρός άντρας, με κόκκινα μάγουλα και τσαλακωμένα ρούχα, είχε τρανταχτό γέλιο, δεν δίσταζε να πει φωναχτά αυτό που σκεφτόταν, και έχανε πολύ συχνά την ψυχραιμία του. Ήταν η χαρακτηριστική περίπτωση του έντιμου και ειλικρινή ανθρώπου που δεν μπορεί να βρει το δίκιο του γιατί το υπερασπίζεται με υπερβολικές αντιδράσεις και εύκολα έχανε το παιχνίδι των εντυπώσεων – που οι πονηροί που αντιμετώπιζε το έπαιζαν πολύ καλά. Ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος βαθιάς γνώσης, αλλά εκπληκτικά ασυμβίβαστος και κυνικός.
Όταν ήταν στο Στρασβούργο του ζήτησαν να συζητήσει με τον Μπεντελίν, έναν υποστηρικτή του Γαληνού, σε ακροατήριο. Ο Μπεντελίν ήταν επιδεικτικός και πομπώδης και υποστήριξε πράγματα που εύκολα θα μπορούσε να τα αντικρούσει ο Παράκελσος και να βγει ο νικητής της βραδιάς. Αυτό θα έκανε ο καθένας. Ο Παράκελσος, όμως, έφτυσε επιδεικτικά στο πάτωμα και αποχώρησε από την αίθουσα μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, λέγοντας «…δεν δέχομαι να απαντήσω σε τέτοια σκουπίδια…». Σε μιά άλλη περίπτωση, ο πρίγκιπας του Μπάντεν ήταν ετοιμοθάνατος από οξεία δυσεντερία.
Ο Παράκελσος του έδωσε να πιει ένα ποτό που είχε παρασκευάσει, και τον έβαλε να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα ο πρίγκιπας είχε θεραπευτεί και ένιωθε πολύ καλά. Έδωσε στον Παράκελσο ένα πολύτιμο κόσμημα για πληρωμή. Αυτός, αντί να πάρει το κόσμημα και να ευχαριστήσει τον Πρίγκιπα αφήνοντας τον να διηγηθεί σε όλους την θαυματουργή του θεραπεία, θεώρησε πολύ μεγάλη προσβολή που του το είχε δώσει ο ίδιος στο χέρι. Άρχισε να λέει ότι είναι επιστήμονας και όχι υποτακτικός του και ότι συνήθως έστελνε τον λογαριασμό για τις υπηρεσίες του και ο ασθενής έδινε την αμοιβή μέσω ενός υπηρέτη. Φυσικά ο πρίγκιπας δυσαρεστήθηκε με το φέρσιμο του, οι άλλοι γιατροί που τον μισούσαν έπεισαν τον πρίγκιπα ότι είχε θεραπευτεί από τα δικά τους γιατροσόφια και ότι δεν είναι δυνατόν να πρόλαβε μέσα σε μιά μέρα να ενεργήσει το φάρμακο του Παράκελσου. Στο τέλος, ο Παράκελσος κινδύνεψε να πάει φυλακή ως απατεώνας.
Από τότε, φορούσε πάντα εκείνο το κόσμημα στον λαιμό του «…για να θυμάται συνέχεια την αχαριστία των ανθρώπων…»
…Όταν πέθανε ένας από τους υποστηρικτές του, επειδή αγνόησε την συμβουλή του Παράκελσου να μην κουράζει την καρδιά του, οι εχθροί του τον κατηγόρησαν για τον θάνατο και αναγκάστηκε να φύγει για πάντα από την πατρίδα του.
Από τότε έγινε κι αυτός περιπλανώμενος σαν τον Αγρίππα για την υπόλοιπη ζωή του. Άρχισε να πίνει πολύ και να ντύνεται σαν αλήτης. Πληγωμένος από τις πολλές αδικίες, επιτίθονταν στους αντιπάλους του με το παραμικρό. Ο θυμός του από τις διαφωνίες που είχε με όλους τους διανοούμενους – που τους θεωρούσε «προδότες του ανθρωπίνου πνεύματος» – τον έσπρωχνε να γράφει συνεχώς, εκατοντάδες συγγράμματα, αλλά κανείς εκδότης δεν δεχόταν να τα αναλάβει.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε σχεδόν ένα αιώνα μετά τον θάνατο του. Σώθηκαν μόνο 370 έργα του. Εκτός απ’ το ότι ήταν ο θεμελιωτής της σύγχρονης Χημείας, ανακάλυψε τον ψευδάργυρο – το χλώριο – τις ενώσεις του σιδήρου και του αντιμονίου, αυτός που έθεσε τις βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, μελετητής των πιο σπάνιων βιβλίων (ο μεγαλύτερος Γερμανός μυστικιστής – ο Τζάκομπ Μπέμε – ήταν μαθητής του), ο πρόδρομος της σύγχρονης Ιατρικής, ένας εξαίρετος στοχαστής και φιλόσοφος, αυτό που προκαλεί θλίψη είναι το εξακριβωμένο γεγονός ότι καμία από τις θεωρίες του – που τις υποστήριζε τόσο ένθερμα – δεν ήταν λανθασμένη, ή δεν μπόρεσε να διαψευστεί.
Μιά μέρα στην Νυρεμβέργη, για να αντικρούσει τους επικριτές του ζήτησε από τις αρχές να του φέρουν όλους τους ασθενείς που οι ασθένειες τους έχουν χαρακτηρισθεί ανίατες. Είναι καταγραμμένο στα αρχεία της πόλης ότι τους γιάτρεψε όλους. Οι εχθροί του τον κατηγόρησαν για μάγο – και θα τον σκότωναν αν μέσα στους θεραπευμένους δεν ήταν και η γυναίκα του δημάρχου.
Σε πολλές περιστάσεις, του απαγόρευαν να μπει σε κάποια πόλη. Στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας, τον περίμενε μιά περίπολος έξω από την πόλη για να τον διώξει μόλις εμφανιζόταν.
Δεκαπέντε χρόνια δυσκολιών, περιπλανήσεων, περιφρόνησης και οργής, τον εξάντλησαν και τον μετέτρεψαν σε ένα σωματικό και ψυχικό ράκος. Έχασε το βροντερό γέλιο του, δεν είχε κανέναν φίλο, και μιά ιστορία λέει ότι επειδή δεν είχε κανέναν για να του μιλήσει, είχε αρχίσει να συνομιλεί με την σκιά του. Άναβε ένα κηροπήγιο, καθόταν μπροστά σε έναν τοίχο και συνομιλούσε με την σκιά του σαν να ήταν άνθρωπος. Πολλές φορές τον άκουγαν να φωνάζει μόνος του.
Εκείνη την εποχή έγραψε το μεγαλύτερο αριστούργημα του, το Signa Rerum. Δυστυχώς, σώζονται μόνο τα τελευταία κεφάλαια του, γιατί ο Παράκελσος κάθε βράδυ έσχιζε μερικές σελίδες, τις έβαζε φωτιά και τις πετούσε από το παράθυρο για να «…δουν λίγο φως μέσα στην νύχτα επιτέλους οι άνθρωποι…»
Σε κάποια από τις σελίδες που σώθηκαν, γράφει :
«….Ο άνθρωπος δεν είναι σώμα. Η καρδιά, το πνεύμα, είναι άνθρωπος. Κι αυτό το πνεύμα είναι ένα ολόκληρο άστρο, από το οποίο είναι φτιαγμένος. Το άστρο αυτό ταξιδεύει μέσα στο σύμπαν. Δεν ξέρουμε από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Αλλά αν ο άνθρωπος είναι τέλειος στην καρδιά του, τίποτε σε ολόκληρο το φως της φύσεως δεν μπορεί να του είναι κρυφό. Το πρώτο βήμα στην λειτουργία αυτής της επιστήμης, είναι να αποκτήσει το πνεύμα από το εσωτερικό στερέωμα με την Φαντασία.…»
Το 1541, ο Δούκας Ερνέστος της Βαυαρίας, που ήταν μελετητής του αποκρυφισμού, τον προσκάλεσε να έλθει να ζήσει στον πύργο του στο Σάλτσμπουργκ. Ο Παράκελσος πήγε και ενθουσιάστηκε. Είχε βρει το καταφύγιο που έψαχνε σε όλη του την ζωή. Χάρισε όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς και εγκαταστάθηκε εκεί. Αλλά η ξαφνική χαλάρωση έπειτα από τόσα χρόνια δυσκολιών και προσβολών, τον έκανε να αρρωστήσει. Ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1541, ο Παράκελσος έκανε μιά βόλτα αγναντεύοντας την θέα των βουνών. Ένας άγνωστος τον πλησίασε και τον έσπρωξε από τον γκρεμό. Ο άγνωστος εξαφανίστηκε, ο Παράκελσος σκοτώθηκε. Φορούσε ακόμη στον λαιμό του το «κόσμημα της αχαριστίας των ανθρώπων» και είχε ακόμη περασμένο στην μέση του το ξίφος Αζώθ. Ήταν μόνο 48 χρονών.
Τα επόμενα χρόνια, όλοι οι ταξιδιώτες που περνούσαν από το τάφο του, άφηναν κι από ένα λουλούδι, με αποτέλεσμα να είναι συνέχεια ο τάφος του σκεπασμένος με λουλούδια. Ακόμη και το 1830, όταν η χολέρα χτύπησε το Σάλτσμπουργκ, οργανώθηκε ένα προσκύνημα στον τάφο του – και αμέσως η επιδημία σταμάτησε…