«Ο Πλάτων υπήρξε ο πρώτος και μεγάλος δάσκαλος που συνέδεσε τα καθεστώτα με τα συναισθήματα των ανθρώπων» εξήγησε στο «Βήμα» ο κ. Στέλιος Ράμφος στα μέσα της εβδομάδας.
Το νέο βιβλίο του υπό τον τίτλο «Καλλίπολις ψυχή» (εκδόσεις Αρμός) αποτελεί μια ερμηνευτική ανάγνωση της «Πολιτείας» του Πλάτωνος, όπου οι πέντε τύποι πολιτευμάτων αντιστοιχούν σε πέντε τύπους ανθρώπινων ψυχών, ανθρώπινων χαρακτήρων δηλαδή βάσει των οποίων διαμορφώνονται τα κοινωνικά καθεστώτα.
Advertisment
«Η έκπτωση κάθε καθεστώτος σε αυτό το ουτοπικό σχήμα, της δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένης, συνοδεύεται από μεγαλύτερο ποσοστό μερικότητος, δηλαδή ιδιοτελείας, η οποία στην πιο ακραία εκδοχή της σημαίνει τυραννία» συνέχισε ο ίδιος.
«Αυτό είναι πάρα πολύ σοφό και κατ’ εξοχήν κρίσιμο για το σήμερα που εξακολουθούμε ν’ αναπαράγουμε ένα καθεστώς διχονοίας. Εάν μπορούσαμε πράγματι στην Ελλάδα να καταλάβουμε ότι η μοίρα μιας κοινωνίας, όπως μας υπενθυμίζει ο Πλάτων, εξαρτάται από το βάθος της αρμονίας, των συμφωνιών δηλαδή που δύνανται να επιτύχουν τα πολιτικά της μέρη, θα είχαμε προχωρήσει πάρα πολύ. Νομίζω δε ότι αυτή θα ήταν και η λύση της κρίσεως. Δεν είναι η ανάπτυξη από μόνη της, είναι η υποδομή μιας πολιτικής ενότητος που θα διευκόλυνε τα πάντα» υπογράμμισε ο στοχαστής.
«Εάν σήμερα δεν προχωρούμε είναι γιατί η κοινωνία δεν βοηθάει καθόλου με τη συντηρητική της στάση απέναντι στις μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις είναι πιο σημαντικές από την υπερφορολόγηση. Ενώ λοιπόν η τελευταία προχωρεί ακάθεκτα, μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Μια συλλογική κατάθλιψη επειδή ακριβώς οι όροι της βοήθειας είναι βαρύτατοι αλλά και ο δρόμος αυτός ο μοναδικός. Δεν είναι ότι έπρεπε να γίνει κάτι άλλο, έπρεπε να γίνει σίγουρα κάτι ηπιότερο και ανθρωπινότερο» τόνισε.
Advertisment
Κύριε Ράμφο, τα τελευταία χρόνια περιγράφετε ως βασικό πρόβλημα της χώρας κάτι που μοιάζει με ιδιότυπη πολιτισμική καθήλωση. Πού την αποδίδετε ακριβώς;
«Είναι κάτι στο οποίο έχω επιμείνει πολύ στο βιβλίο μου Η λογική της παράνοιας (2011) και στο βιβλίο Time out (2012) για την ελληνική αίσθηση του χρόνου αλλά και στο βιβλίο Ο “άλλος” του καθρέφτη (2012) σχετικά με το πόσο συνδεδεμένος είναι ο Ελληνας με τη “μαμά” του. Επιμένω σε αυτό ακριβώς το στοιχείο: ότι είμαστε ακόμη ανήλικοι λογικά και ότι παραμένουμε σε μια παιδική ηλικία της οποίας κρίσιμο χαρακτηριστικό είναι το συναίσθημα. Η πολιτισμική αντίληψη γι’ αυτά τα πράγματα λέει ότι όπου δεν υπάρχει ισορροπία λόγου και αισθήματος, στην κουλτούρα, στις συμπεριφορές και στις νοοτροπίες των ανθρώπων, ατροφεί η κρίση και η λογική και κυριαρχεί μια βίαιη συναισθηματική αντίδραση των ανθρώπων. Η αντίληψη του πολιτικού βίου περιορίζεται σε κάτι που μοιάζει με γρονθοκόπημα, με έναν αγώνα επιβολής. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να οργανώσουν ένα ικανοποιητικό θεσμικό σύστημα. Οταν μια χώρα έχει αδύναμους θεσμούς, το πρώτο πράγμα που πλήττεται είναι το κράτος της. Η Ελλάδα ως μόρφωμα πολιτικό έχει ένα τεράστιο πρόβλημα: έχει ένα κράτος που δεν λειτουργεί επειδή του πίνουν το αίμα τα κόμματα. Δημοκρατία όμως χωρίς κράτος δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν γίνεται τίποτα επειδή ακριβώς αυτός ο μηχανισμός της συγκεντρώσεως και της οργανώσεως ενός συλλογικού “θέλω” δεν μπορεί να πάρει μια λειτουργική μορφή».
Είναι, λέτε, ανυπέρβλητο το πρόβλημα;
«Λέω ότι το χρόνιο πρόβλημά μας εκφράστηκε στην τελευταία πενταετία πια με την οξύτητα της δημοσιονομικής κρίσεως. Ε, δεν μπορεί πια η Ελλάς να υπάρξει έτσι, ή θα το διαλύσουμε το οικόπεδο ή θα το διορθώσουμε! Το νόημα της κρίσεως είναι ακριβώς ότι έχουμε μια φοβερή ευκαιρία γι’ αυτό το πράγμα. Διότι πλέον δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί πια μας δίδουν χρήματα άλλοι και μας επιβλέπουν άλλοι. Τι χρειάζεται; Εμείς να μελετούμε καλύτερα τα προβλήματά μας – να μην υπογράφουμε, δηλαδή, μνημόνια χωρίς προηγουμένως να έχουμε δει τι προβλέπουν – και να δώσουμε στους άλλους, σ’ εκείνους που θέλουν να βοηθήσουν, να καταλάβουν πώς λειτουργούμε εμείς. Διότι εδώ έχει συμβεί το εξής παράδοξο: είμαστε η χώρα με τις τρομακτικές πελατειακές σχέσεις, με το παραληρηματικό χρέος, τριακόσια τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ σε απόλυτους αριθμούς, και ταυτοχρόνως είμαστε εκείνοι που έχουν υποστεί μέτρα τέτοια που κανένας άλλος ευρωπαϊκός λαός δεν θα άντεχε. Δηλαδή, βλέπουμε την παράξενη ψυχική πόλωση στο όργιο της ατασθαλίας και στην αποδοχή αυτών των πρωτοφανών θυσιών. Εδώ πρόκειται για ψυχοπαθολογική κατάσταση πια και μάλιστα χωρίς αντίδραση. Ποιος πάει αλήθεια στα συλλαλητήρια; Πρέπει να αναδειχθεί αυτό ως πρόβλημα, έχουμε έναν λαό ο οποίος έχει καταντήσει “ψυχάκιας”: ό,τι του δώσεις δηλαδή το αρπάζει και επιζητεί κι άλλα και ό,τι του αποσπάσεις είναι ικανός να το στερηθεί μέχρι τέλους. Γιατί; Γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη σε τίποτα. Ποιος; Ενας λαός εξαιρετικά δύσπιστος επειδή τον έχουν εξαπατήσει κατά το παρελθόν κατά κόρον και πολλαπλώς. Η πολιτική τάξη κατάφερε ακριβώς με τις πελατειακές σχέσεις να αφαιρέσει πλέον και τα τελευταία λείψανα εμπιστοσύνης από τους ανθρώπους».
Η θρησκεία πώς εγγράφεται στο ευρύτερο πρόβλημα;
«Στο μέτρο που η Ορθοδοξία συνδέεται με παρωχημένες νοοτροπίες που θέλουν κλειστή την κοινωνία και όχι ανοικτή ώστε να ευνοούνται οι μεταρρυθμίσεις έχουμε ένα πρόβλημα σοβαρό. Πρόκειται για ένα πολιτισμικό δεδομένο εξαιρετικά ισχυρό, μιας άλλης όμως εποχής. Το δράμα της Ορθοδοξίας είναι ότι μέχρι στιγμής αποκρούει κάθε εκσυγχρονισμό της κοινωνίας, δεν αντιλαμβάνεται το ζήτημα του χρόνου, όντας η ίδια στην αιωνιότητα δεν μπορεί να συμμετάσχει σε αυτό που λέμε εξέλιξη επί της γης. Επειδή λοιπόν ο πολιτικός βίος δεν παράγει νόημα για την κοινωνία, μοιραία αγκυλωνόμαστε στο παρελθόν. Η τεράστια δύναμη του εκκλησιαστικού χώρου και ο μεγάλος επηρεασμός που ασκεί έγκειται στο γεγονός ότι η κοινωνία δεν προχωράει και επομένως το παρελθόν καθίσταται το πιο πειστικό επιχείρημα και ο τόπος του νοήματος. Βλέπετε ότι δεν συζητούμε για το μέλλον, δεν συζητούμε διότι “έχει ο Θεός”. Δεν συζητούμε για το μέλλον διότι ο μόνος πειστικός χρόνος εγγράφεται στα μεγαλεία του παρελθόντος. Αυτό ψυχολογικά είναι απολύτως εξηγήσιμο διότι, όταν το παρόν δεν φαίνεται να έχει μέλλον και εφόσον η σωτηρία μου δεν θα εξαρτηθεί από τις ιστορικές μου πράξεις, τότε τι μένει; Το μεγάλο Βυζάντιο και η μεγάλη αρχαιότης! Εάν, λοιπόν, δεν χωρέσει στη λύση του ελληνικού ανθρωπολογικού προβλήματος η σημασία που έχει η ανθρώπινη πράξη, και συνεπώς το νόημα των πραγμάτων που αυτή φέρει, δύσκολα θα υπάρξει πρόοδος».
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στον Πλάτωνα με ποια προοπτική, κύριε Ράμφο;
«Πάμε πίσω στον Πλάτωνα όχι με μια προοπτική αρχαιολογικής αναγνώσεως αλλά με την προοπτική μιας κοινωνίας η οποία κινείται. Επιστρέφουμε επομένως με κριτήρια δυναμικής ερμηνείας και αναζήτησης νοήματος. Κάθε φορά που ζητούμε νόημα έρχεται μέλλον, όποτε δεν ζητούμε νόημα έρχεται παρελθόν. Γιατί μισήσαμε τους αρχαίους ημών στα σχολεία; Γιατί μαθαίναμε υποτακτικές και παρατατικούς, δεν μαθαίναμε ποιο ήταν το νόημα των κειμένων. Τώρα με την κρίση έχουμε σηκώσει τα χέρια ψηλά και είμαστε όλοι άρρωστοι. Μα τώρα όμως είναι η ώρα για δημιουργία! Πρέπει με εμπιστοσύνη στον εαυτό μας να καταλάβουμε ότι η ώρα της δυσκολίας είναι ώρα δημιουργίας, αναγεννήσεως. Η παγκόσμια και η ελληνική ιστορία το υποστηρίζουν: οι μεγάλες αλλαγές δεν προέκυψαν από περιόδους ευπορίας και ανέσεως, πρώτα ήλθαν και νικήθηκαν οι Πέρσες και ύστερα έγινε ο χρυσός αιώνας».
Μπέκος Γρηγόρης