Στοχαζόμενοι πάνω στη δυστυχία κατά τη διάρκεια πιο γαλήνιων στιγμών της ζωής μας, όταν δηλαδή τα πράγματα είναι σχετικό σταθερά και πάνε καλά, ίσως να ανακαλύψουμε μια βαθύτερη αιτία και νόημα στη δυστυχία μας. Μερικές φορές όμως, ίσως έρθουμε αντιμέτωποι με κάποια είδη δυστυχίας που φαίνεται να μην έχουν σκοπό, να μη σχετίζονται με καμία λυτρωτική ποιότητα. Ο φυσικός πόνος δείχνει συχνά να ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Όμως υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο φυσικό πόνο, ο οποίος είναι μια φυσιολογική διαδικασία, και τη δυστυχία, η οποία είναι η νοητική και συναισθηματική μας αντίδραση στον πόνο. Έτσι ανακύπτουν τα ακόλουθα ερωτήματα: Μπορεί, αν βρούμε ένα βαθύτερο σκοπό και νόημα πίσω από τον πόνο μας, να τροποποιήσουμε τη συμπεριφορά μας σχετικά με αυτόν; Και μπορεί μια τέτοια αλλαγή στάσης να ελαττώσει το βαθμό με τον οποίο πονάμε, στην περίπτωση ενός φυσικού μας τραύματος;
Στο βιβλίο του Ο Πόνος: Το Δώρο Που Κανείς Δεν Θέλει, ο δρ Paul Brand διερευνά το σκοπό και την αξία του φυσικού πόνου. Ο δρ Brand, ένας παγκοσμίως αναγνωρισμένος χειρούργος άκρας χειρός και ειδικευμένος στη λέπρα, πέρασε τα πρώτα του χρόνια στην Ινδία όπου σαν γιος ιεραποστόλων, περιτριγυριζόταν από ανθρώπους που ζούσαν κάτω από συνθήκες μεγάλης σκληρότητας και δυστυχίας. Παρατηρώντας ότι ο φυσικός πόνος φαινόταν εκεί να είναι αναμενόμενος και ανεκτός πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη Δύση, ο δρ Brand άρχισε να ενδιαφέρεται για τις νευρικές οδούς του πόνου που διαθέτει το ανθρώπινο σώμα. Συμπτωματικά άρχισε να εργάζεται με ασθενείς που υπέφεραν από λέπρα στην Ινδία και έκανε μια αξιοπρόσεκτη ανακάλυψη. Βρήκε ότι οι καταστροφές που επιφέρει η λέπρα και οι τρομακτικές παραμορφώσεις που προκαλεί, δεν οφείλονταν άμεσα στον οργανισμό της νόσου, αλλά ότι μάλλον το σάπισμα των ιστών οφειλόταν στο ότι η ασθένεια προκαλούσε την απώλεια της αίσθησης του πόνου στα άκρα του σώματος.
Advertisment
Χωρίς την προστασία του πόνου οι ασθενείς από λέπρα έχαναν το σύστημα που τους προειδοποιούσε για τις βλάβες στους ιστούς. Έτσι ο δρ Brand παρατηρεί ότι οι ασθενείς μπορούσαν να περπατούν ή να τρέχουν με μέλη που είχαν σκισμένο δέρμα ή ακόμα και απογυμνωμένα κόκαλα. Και φυσικά προκαλούσε μια συνεχή επιδείνωση. Χωρίς πόνο μπορούσαν μερικές φορές να βάλουν και τα χέρια τους στη φωτιά. Παρατήρησε λοιπόν μια ολοσχερή αδιαφορία ως προς την αυτοκαταστροφή. Στο βιβλίο του, ο δρ Brand αναφέρει μία προς μία τις ιστορίες όπου το να ζει κανείς χωρίς την αίσθηση του πόνου είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις – αλλεπάλληλοι τραυματισμοί, περιπτώσεις όπου αρουραίοι ροκάνιζαν δάχτυλα χεριών και ποδιών ενώ ο ασθενής κοιμόταν γαλήνιος, κ.λπ.
Μετά από μια ολόκληρη ζωή εργασίας με ασθενείς που υπέφεραν από πόνο και με άλλους που είχαν έλλειψη πόνου, ο δρ Brand κατέληξε σταδιακά να βλέπει τον πόνο όχι σαν έναν καθολικό εχθρό όπως τον βλέπουμε στη Δύση, αλλά σαν ένα αξιόλογο, κομψό και εκλεπτυσμένο βιολογικό σύστημα που μας προειδοποιεί για τις επερχόμενες καταστροφές στο σώμα μας και με αυτόν τον τρόπο μας προστατεύει. Όμως γιατί πρέπει η βίωση του πόνου να είναι τόσο δυσάρεστη; Ο ίδιος συμπέρανε ακριβώς το δυσάρεστο του πόνου, αυτό το σύμπτωμα ακριβώς που απεχθανόμαστε, είναι εκείνο που τον κάνει τόσο αποτελεσματικό στο να μας προστατεύει και να μας προειδοποιεί για κίνδυνους και τραύματα. Η δυσάρεστη ποιότητα του πόνου εξαναγκάζει ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό να ασχοληθεί με το πρόβλημα. Αν και το σώμα έχει αυτόματες αντανακλαστικές κινήσεις που σχηματίζουν ένα εξωτερικό στρώμα προστασίας και μας απομακρύνει ταχύτατα από τον πόνο, είναι αυτό το αίσθημα του δυσάρεστου που εξάπτει και επιβάλλει σε ολόκληρο τον οργανισμό να ασχοληθεί και να δράσει. Επίσης αποτυπώνει την αντίστοιχη εμπειρία στη μνήμη μας, η οποία ενεργεί για να μας προστατέψει και στο μέλλον.
Όπως το να ανακαλύψουμε ένα νόημα στη δυστυχία μπορεί να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τα προβλήματα της ζωής, κατά τον ίδιο τρόπο ο δρ Brand πιστεύει ότι η κατανόηση του σκοπού που έχει ο φυσικός πόνος, μπορεί να περιορίσει τη δυστυχία μας όταν εμφανίζεται ο πόνος. Με βάση αυτή τη θεωρία, μας προσφέρει την αντίληψη της “ασφάλισης πόνου”. Αισθάνεται ότι μπορούμε να προετοιμαστούμε για να αντιμετωπίσουμε τον πόνο πριν από την εμφάνιση του, όσο είμαστε υγιείς, αποκτώντας βαθύτερη κατανόηση του λόγου για τον οποίο παρουσιάζεται και δίνοντας στον εαυτό μας το χρόνο να αναλογιστεί τι θα ήταν η ζωή χωρίς τον πόνο. Και καθώς ο οξύς πόνος συντρίβει οποιαδήποτε διάθεση αντικειμενικότητας, θα πρέπει να στοχαστούμε πάνω σε αυτόν πριν μας χτυπήσει. Όταν όμως αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τον πόνο σαν μια “διάλεξη που δίνει το σώμα σου πάνω σε ένα θέμα το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για σένα, και επιδιώκοντας με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο να τραβήξει την προσοχή σου,” τότε η στάση μας γύρω από τον πόνο αρχίζει να αλλάζει. Και καθώς η δυστυχία μας θα ελαττωθεί, η στάση μας θα αλλάξει. Όπως διαπιστώνει ο δρ Brand: «Είμαι πεπεισμένος ότι η στάση που καλλιεργούμε εκ των προτέρων ίσως προσδιορίσει ακριβώς πώς θα επιδράσει πάνω μας ο πόνος όταν μας χτυπήσει». Πιστεύει ότι μπορούμε ακόμα και να αναπτύξουμε ένα είδος ευγνωμοσύνης όταν αντιμετωπίζουμε τον πόνο. Και μπορεί να μην είμαστε ευγνώμονες για την εμπειρία του πόνου, όμως μπορούμε να είμαστε ευγνώμονες για το σύστημα που αντιλαμβάνεται τον πόνο.
Advertisment
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στάση μας και η νοητική μας θέαση μπορούν έντονα να επηρεάσουν το βαθμό της αντοχής μας στο φυσικό πόνο. Ας πούμε για παράδειγμα, ότι δύο άτομα, ένας εργάτης οικοδομών και ένας πιανίστας, υποφέρουν από το ίδιο τραύμα στα δάκτυλα τους. Ενώ η ποσότητα του φυσικού πόνου ίσως να είναι η ίδια και για τα δύο άτομα, ο εργάτης οικοδομής μπορεί να υποφέρει πολύ λίγο και ίσως να χαίρεται αν ο τραυματισμός καταλήξει σε ένα μήνα άδειας με αποδοχές την οποία είχε ανάγκη. Ο ίδιος ακριβώς τραυματισμός για τον πιανίστα θα μπορούσε όμως να καταλήξει σε έντονο πόνο, αφού το παίξιμο που θα στερηθεί είναι γι’ αυτόν η πρωταρχική χαρά της ζωής του.
Η ιδέα ότι η νοητική μας στάση επηρεάζει την ικανότητα μας να αντιλαμβανόμαστε και να αντέχουμε τον πόνο δεν περιορίζεται σε θεωρητικές καταστάσεις όπως η παραπάνω Αυτό έχει καταδειχθεί από πολλές επιστημονικές έρευνες και πειράματα. Οι ερευνητές που ασχολούνται με αυτό το ζήτημα έχουν ήδη αρχίσει να ιχνηλατούν τις διόδους μέσω των οποίων δεχόμαστε και βιώνουμε τον πόνο. Ο πόνος ξεκινά με ένα αισθητήριο σήμα – ένα συναγερμό που πυροδοτείται όταν οι νευρικές απολήξεις διεγείρονται από κάτι το οποίο αισθανόμαστε ως επιβλαβές. Εκατομμύρια τέτοια σήματα στέλνονται μέσω του νωτιαίου μυελού προς τη βάση του εγκεφάλου. Αυτά τα σήματα ταξινομούνται και ένα άλλο σήμα στέλνεται σε υψηλότερες περιοχές του εγκεφάλου, και αναφέρει για τον πόνο. Ο εγκέφαλος κατηγοριοποιεί στη συνέχεια τα προαπεικονισθέντα μηνύματα και αποφασίζει για το πώς θα αντιδράσει.
Αυτό είναι το στάδιο όπου ο νους προσδίδει αξία και νόημα στον πόνο και εντατικοποιεί ή τροποποιεί την αντίληψη μας για τον πόνο. Μετατρέπουμε τον πόνο σε δυστυχία ακριβώς μέσα στο πνεύμα μας. Για να περιορίσουμε τη δυστυχία του πόνου, χρειάζεται να κάνουμε μια κρίσιμη διάκριση ανάμεσα στον πόνο του πόνου και στον πόνο που δημιουργούμε με τις σκέψεις μας γύρω από τον πόνο. Φόβος, θυμός, ενοχή, μοναξιά και η αίσθηση ότι είμαστε αβοήθητοι, όλα αυτά είναι νοητικές και συγκινησιακές αντιδράσεις που μπορούν να εντατικοποιήσουν τον πόνο. Έτσι, όταν αναπτύξουμε ένα πλεονέκτημα στην αντιμετώπιση του, μπορούμε ασφαλώς να εργαστούμε σε χαμηλότερα επίπεδα αντίληψης του πόνου, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της μοντέρνας ιατρικής όπως είναι οι φαρμακευτικές αγωγές και άλλες διαδικασίες, αλλά παράλληλα μπορούμε να δουλέψουμε και σε υψηλότερα επίπεδα τροποποιώντας τη θέαση μας και τη στάση μας.
Πολλοί ερευνητές έχουν εξετάσει το ρόλο που παίζει ο νους στην αντίληψη του πόνου. Ο ιδρυτής του Μπιχεβιορισμού (ψυχολογία της Συμπεριφοράς) Παβλώφ, εκπαίδευσε ακόμα και σκυλιά που ξεπέρασαν το ένστικτο του άλγους όταν συσχέτισε ένα ηλεκτρικό σοκ με μια αμοιβή σε τροφή. Ο ερευνητής Ronald Melzak οδήγησε τα πειράματα του Παβλώφ ένα βήμα πιο πέρα. Ανέθρεψε κουταβάκια Scottish Terrier (είναι πολύ άγρια) σε ένα μαλθακό και προστατευμένο περιβάλλον, στο οποίο δεν θα συναντούσαν τα αναμενόμενα χτυπήματα και γδαρσίματα καθώς θα μεγάλωναν. Αυτά τα σκυλιά απέτυχαν να αντιδρούν στον πόνο με τον αναμενόμενο για τη ράτσα τους τρόπο. Δεν αντέδρασαν, για παράδειγμα, όταν τα πόδια τους τρυπήθηκαν από μια βελόνα, σε αντίθεση με τα αδελφάκια τους που στρίγκλιζαν από τον πόνο όταν τα τρύπησαν. Με βάση τέτοια πειράματα, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι πολλές φορές αυτά που αποκαλούμε οδυνηρά, συμπεριλαμβανόμενης και της δυσάρεστης συναισθηματικής αντίδρασης, είναι μάλλον επίκτητα παρά ενστικτώδη. Άλλα πειράματα με ανθρώπους, σε συνάρτηση με ύπνωση και εικονικά φάρμακα (placebo), έχουν επίσης καταδείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες μπορούν να υπερκεράσουν τα μηνύματα πόνου που στέλνουν τα κατώτερα επίπεδα της οδού του άλγους. Αυτό είναι μια ένδειξη για το πώς ο νους μπορεί συχνά να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο δεχόμαστε τον πόνο και μας βοηθά να εξηγήσουμε τα ενδιαφέροντα ευρήματα ερευνητών όπως είναι ο δρ Richard Sternback και ο Bernard Tursky στη Harvard Medical School (που επιβεβαιώθηκαν αργότερα σε μια έρευνα της δρος Maryann Bates και των συνεργατών της), που έδειξαν ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικές ομάδες ως προς την ικανότητα τους να αντιληφθούν και να αντισταθούν στον πόνο.
Φαίνεται λοιπόν πως ο ισχυρισμός ότι η στάση μας προς τον πόνο μπορεί να επηρεάσει το βαθμό στον οποίο υποφέρουμε, δεν είναι βασισμένος μόνο σε φιλοσοφικές εικασίες, αλλά υποστηρίζεται και από επιστημονικές αποδείξεις. Και αν η ερευνά μας γύρω από το νόημα και την αξία του πόνου οδηγεί σε μια αλλαγή της στάσης μας, τότε οι προσπάθειες μας δεν θα πάνε χαμένες. Προσπαθώντας να ανακαλύψει ένα βαθύτερο σκοπό στον πόνο μας, ο δρ Brand. κάνει μια επιπρόσθετη συναρπαστική και κρίσιμη παρατήρηση. Αναφέρεται σε ασθενείς που υποφέρουν από λέπρα, οι οποίοι λένε ότι: «Φυσικά μπορώ να βλέπω τα χέρια μου και τα πόδια μου, αλλά κατά ένα τρόπο δεν τα αισθάνομαι σαν να είναι δικά μου μέλη. Τα αισθάνομαι σαν να είναι απλά εργαλεία». Συνεπώς ο πόνος όχι μόνο μας προειδοποιεί και μας προστατεύει, αλλά συγχρόνως μας ενοποιεί. Χωρίς την αίσθηση του πόνου στα χέρια ή στα πόδια μας, αυτά τα μέλη θα έμοιαζαν σαν να μην ανήκουν πια στο σώμα μας.
Η Τέχνη της Ευτυχίας – Εκδόσεις Έσοπτρον