Αγγίζω το άμορφο σύμπλεγμα πηλού,
μέρη του είναι σκληρά και ψαθυρά,
άλλα εύπλαστα, ελαστικά.
Η σκληρότητα είναι ανάλογη
του ανεκμετάλλευτου χρόνου,
που προκλήθηκε από τεμπελιά παράλογη
και βάρη που κατείχα επ΄ώμου.
Λίγο ακόμη και θα έπρεπε να τον πετάξω
και δεν υπάρχει τρόπος καινούριο ν΄αγοράσω.
Αφήνω αποτύπωμα, του χαρίζω νου.
Ασκώ πίεση δια μέσου των δακτύλων
σε νέες μορφές τον εξαναγκάζω,
την ίδια του τη φύση σε αλλαγές προστάζω.
Η μάχη που κάνω θυμίζει εκείνη για το Ίλιον.
Τα χρώματα φροντίζω να είναι αγνά,
δίχως άσκοπες εναλλαγές και τα λοιπά.
Αυτό που του πρέπει είναι αρμονία,
μία ατέρμονη πάλη προς την ισορροπία.
Η συμμετρία του να θυμίζει ουτοπία
και η ατέλεια να επαληθεύει την ολοκληρία.
Advertisment
Το κόσμημα που έπλασα ποτέ μου δε θα ψήσω,
γιατί γνωρίζω αύριο θα το επαναδομήσω,
σε κάτι λίγο πιο πλήρες και μεστό,
την πείρα του σίγουρα θα χρειαστώ.
Τα ξένα σώματα μέσα του λύουν τη μονοτονία,
και πάντα θα θυμίζουν την παρελθοντική πορεία,
η οποία γεμάτη είναι μαθήματα κι ωραίες αναμνήσεις
κι έτσι ως έναν νέο άνθρωπο θα με ξαναζήσεις.
Τελικά, εγώ είμαι ο χειροτέχνης, εγώ και ο πηλός.
Το κόσμημα που πλάθεται λέγετ’ Εαυτός.
Advertisment