Εκείνη η αέναη, νεκρική σιωπή που ανέκαθεν υπήρχε μέσα σε τούτο τον τάφο, έσπασε. Το πηχτό, παγωμένο χώμα που είχε γίνει ένα με τα μάτια και τα στήθη μας, άρχισε ξάφνου να πέφτει παραδίπλα από τα μάγουλά μας. Φάνηκαν τα πρόσωπά μας, τα λεπτομερώς ενδεδυμένα σώματα, μέχρι και των ποδιών αποκαλυφθήκανε τα δάχτυλά μας. Το μόνιμο σκότος, που ολοένα έπεφτε τριγύρω, έκανε να γίνει φως και χρώμα για πρώτη φορά, μετά από τόσο, ποιος ξέρει, καιρό. Ποιος ξέρει άραγε για πόσο βρισκόμαστε σε αυτήν την ίδια στάση και κατάσταση, είναι λες και δεν ξυπνήσαμε ποτέ μας, είναι λες και κοιμηθήκαμε σε ύπνο βαθύ, αιώνιο, από την ίδια ώρα που μας έβαλαν εδώ, για να στηρίζουμε με τις κεφαλές μας το βάρος των νεκρών. Και το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι κάπως έτσι κι εμείς ξεμείναμε ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς, αφού ουδέποτε υπήρξαμε ούτε το ένα ούτε το άλλο, ουδέποτε ζήσαμε ακριβώς μα ούτε και ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε με ακρίβεια. Είναι λες και τα κορμιά μας δεν κουνήθηκαν ποτέ τους, τα χέρια μας ποτέ δεν απλώθηκαν ως πέρα, τα βλέφαρά μας μείνανε για πάντα έτσι, ακίνητα και καταπλακωμένα, θαρρείς ότι εξ αρχής μαρμάρωσε η ύπαρξή μας όλη και ότι υπάρχουμε διαρκώς έτσι, εγκλωβισμένες μέσα σε μια διαρκή αγκύλωση που ξεκίνησε στο τότε και φτάνει μέχρι το ποτέ. Ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα κι αν μας σκέπασε απ’ άκρη σ’ άκρη η απέραντη γη αμέτρητους αιώνες, ήδη διακρίνονται πάνω μας σημάδια φθοράς, μέτωπα ραγισμένα, χείλη κομμένα στα δυο, ίσως προσπαθήσαμε κάποτε να μετακινηθούμε πάλι, αλλά δεν τα καταφέραμε και μείναμε για πάντα να στέκουμε έτσι, ανθρώπινα αγάλματα ή, ποιος ξέρει, άνθρωποι αγαλματένιοι.
Σαν όλους αυτούς δηλαδή που διέκοψαν αυτή την αδιάκοπή μας νάρκη και στέκονται μπροστά μας τώρα. Μορφές γνώριμες αλλά εξελιγμένες, που μας κοιτούν και μας περιεργάζονται με μια στάση σαστισμένη, έχοντας τα στόματα ανοιχτά και τα μαλλιά αλαφιασμένα. Αγγίζουν αργά και με προσοχή μεγάλη τα ψυχρά μας δέρματα και είναι λες και μια ηδονή εισβάλλει στην ψυχή τους κάθε φορά που με ιδρώτα θωπεύουν κάθε ελάχιστο σημείο από τους λαιμούς και τα φορέματά μας. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια τους, την ώρα που εμείς, οι κόρες μιας άλλης εποχής, αντανακλούμε μέσα στις κόρες των ματιών τους. Τους βλέπεις να υποκλίνονται και να μας αγκαλιάζουν, στα γόνατά μας πέφτοντας, λες και μας βλέπουν ως κάτι το υπεράνθρωπο, το θεϊκό, λες και ζητάνε έλεος από εμάς όλοι αυτοί οι άνθρωποι, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, καθώς σέρνονται, φιλώντας μας μέχρι και στα πόδια, δεν ξέρεις πώς να εξηγήσεις αυτή την υπερβολική τους την αντίδραση, κάνουν λες και έχουν αμαρτήσει, λες κι έχουν κάνει κακό μεγάλο, ζητώντας να τους δώσουμε άφεση αμαρτιών. Κι είναι κι αυτός ο τρόπος που γραπώνονται από επάνω μας, δύσμοιροι κι απελπισμένοι όλοι αυτοί, θαρρείς πως ψάχνουν να βρουν στους μαρμαρένιους μας χιτώνες λίγη ελπίδα, μια αφορμή για να χαρούν και να ζητωκραυγάσουν. Κι αυτός όλος ο σαματάς δυναμώνει ολοένα, καθώς όλο και περισσότεροι έρχονται από όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους. Φέρνουνε μαζί τους και μερικά παράξενα αντικείμενα, σε σχήματα τετράγωνα, που βγάζουν λάμψεις ουράνιες και που μας τυφλώνουν ασταμάτητα, ω, πράγματα και πλάσματα αναστατωμένα!
Advertisment
Ακόμα και η γλώσσα που βγαίνει απ’ το στόμα τους είναι συγχυσμένη, οι περισσότερες από τις λέξεις που χρησιμοποιούνε είναι σχεδόν ανολοκλήρωτες, μισές, μοιάζουνε δηλαδή με τη γλώσσα τη δικιά μας αλλά δεν είναι κι ακριβώς η γλώσσα η ίδια, κάποιες στιγμές ίσως καταφέρουν και πουν κάτι που να το καταλαβαίνουμε κι εμείς αλλά και τότε ακόμη οι λέξεις τους ηχούν λες και έχουν βάλει δέκα γλώσσες διαφορετικές σε μία. Τις περισσότερες φορές φωνάζουν, ωρύονται σαν τέρατα απόκοσμα, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, κάνουν λες και δεν ακούνε μεταξύ τους τα όσα θέλουνε να πούνε. Φοράνε φορέματα αλλόκοτα, ασφυκτικά, έχοντας δέσει κόμπους στους λαιμούς τους, που προσπαθούνε συνεχώς να τους λύσουν, μήπως και πέσουνε στη λήθη και πνιγούνε. Κάνουνε βήματα χωρίς ρυθμό και προορισμό, όλο πάνε και όλο έρχονται και ξαναβρίσκονται εκεί που ήταν προτού να ξεκινήσουν. Άλλοι κραυγάζουν αναμεταξύ τους και άλλοι αρπάζονται και ρίχνουν ο ένας τον άλλο στο έδαφος, όπως στην ένδοξη την πάλη. Κι είναι και κάποιοι άλλοι που έρχονται και στέκονται δίπλα μας, κρατώντας κοντάρια και σπαθιά και πανοπλίες και στέκονται ημίγυμνοι με διάφορα σχέδια ζωγραφιστά πάνω στα σώματά τους, δείχνοντας διαρκώς τους γυμνασμένους μύες τους προς τους υπόλοιπους, που μένουν να κοιτούν έτσι, αμίλητοι και φοβισμένοι. Ύστερα, φέρνουν κοντά μας ανθρώπους που δεν είναι το δέρμα τους έτσι λευκό σαν το δικό μας και τους ποδοπατούν μπροστά μας, τους φτύνουν και τους σέρνουνε, κάποιο σφάλμα ασυγχώρητο θα κάνανε αυτοί για να τους τιμωρούνε. Τελικά, με όλους αυτούς εδώ ίσως και να μοιάζουμε, ίσως όμως τελικά και να μη μοιάζουμε καθόλου.
Κι όπως όλοι τους σπρώχνονται τριγύρω, περνούν με φόρα και σκυφτοί από πάνω μας, έτσι χαμηλού αναστήματος καθώς είναι, και προσπαθούνε να μπούνε ολόκληροι μέσα στον τάφο, σκάβουν με τα χέρια και τα νύχια τους τα ίδια, μέχρι να φτάσουν όσο βαθύτερα μπορούνε, κυλιούνται μέσα στα σκαμμένα χώματα, λες και κάνουν αγώνα για το ποιός θα φτάσει πρώτος στα έγκατα που οδηγούν στον κάτω κόσμο. Και πετάνε λάσπη και κραυγές μαζί, λέγοντας ονόματα όπως «Μέγας Αλέξανδρος», «Νέαρχος», «Ολυμπιάδα», «Θεσσαλονίκη», «Ελλάδα», «Μακεδονία». Αυτήν την τελευταία πάντα τη φωνάζουν με θυμό και χτυπώντας τα στήθη τους με δύναμη και δεν αφήνουν κανέναν άλλο να τη χρησιμοποιήσει, να τη βάλει στο δικό του στόμα, ποιος ξέρει, ίσως αυτή η «Μακεδονία» να είναι κάποια μορφή ιερή, κάποια Θεά των σύγχρονων καιρών που θέλουν να τη σέβονται και να της δείχνουν αυτό το σεβασμό με πράξεις, για να αποφύγουν τη φοβερή και τρομερή οργή της. Κι ύστερα, κάνουν ταυτόχρονα όλοι μαζί πιο πέρα, αφήνοντας χώρο για να περάσουν άλλοι, άνθρωποι ηγέτες, που ιππεύουν δαφνοστεφανωμένοι επάνω σε άλογα που δεν έχουν μήτε πόδια μήτε ουρές, αλλά μέταλλα μόνο και μάτια που φεγγοβολούνε φώτα πολύχρωμα. Ένας από αυτούς πλησιάζει προς το μέρος μας, γελώντας με όλη τη δύναμή του, κάνοντας σχήματα με τα χέρια του στα πόδια μας, γελώντας ακόμα πιο δυνατά κι ακόμα πιο δυνατά, μετρώντας το ύψος και το πλάτος μας, ακόμα και τη μέση μας βάλθηκε να μετρήσει γύρω-γύρω, κουνώντας την κεφαλή του γύρω-γύρω. Και ζητωκραυγάζει φτύνοντας, την ώρα που τον φτύνουν ζητωκραυγάζοντας τα πλήθη.
Κι όσο περνάνε οι ημέρες, τα πλήθη αυτά πληθαίνουν κι άλλο κι οι κραυγές γίνονται σχεδόν εκκωφαντικές, μαζί με γέλια κι οδυρμούς μαζί, μια τραγωδία αρχαία θυμίζει όλο αυτό το σκηνικό μπροστά μας, αναμένοντας δίχως άλλο την κάθαρση, μήπως κι επέλθει γαλήνη κι ανακούφιση και κατευναστούν τα ανθρώπινα τα πάθη. Και όπως όλο σκάβουν και σκάβουν και παίρνουν το χώμα από πάνω μας, εξακολουθούμε να αναρωτιόμαστε μήπως τελικά τούτη η κατάσταση που βλέπουμε είναι η συνέχεια τού τάφου, μήπως φανερώθηκε μπροστά μας στ’ αλήθεια ο Άδης με όλα αυτά τα πλάσματα, που θαρρείς ότι ίσως και να μας μοιάζουν αλλά δείχνουν να είναι και τόσο διαφορετικά, πρέπει όντως να πέρασε καιρός αμέτρητος από τότε που μας σκέπασε το απέραντο χώμα, αιώνες θα περάσανε, δεν είναι τούτη η γη η ίδια πια, δεν είναι ίδιες οι λέξεις, αλλάξανε τα αναστήματα, οι εκφράσεις των ανθρώπων, αυτά όλα που φοράνε, δεν είναι ίδιος ο τρόπος που κοιτάνε, τα μάτια και τα σώματα δεν έχουν ίδια σχήματα, δεν έχουνε οι άνθρωποι ετούτοι εδώ ελπίδα, τη μια σέρνονται στα πόδια μας και μας φιλάνε, την άλλη μάς φτύνουν και με το σχήμα από τα πόδια μας γελάνε, διαρκώς φωνάζουνε και κλαίνε την ίδια ώρα που γελάνε, ίσως τελικά να ήταν καλύτερα στην προηγούμενη κατάστασή μας, τότε δηλαδή που βλέπαμε μονάχα όνειρα άπειρα, ίσως να ήταν καλύτερα να μέναμε μακριά από όλες αυτές τις ασταμάτητες κι ακατανόητες φωνές που ποτέ τους δεν κοπάζουν, ίσως να ήταν καλύτερα για ανθρώπους και για αγάλματα να επιστρέψει πάλι η ηρεμία εδώ στον τάφο, ίσως να ήταν καλύτερα να επιστρέψει το χώμα στη θέση του, να επιστρέψει στα στόματα η σιωπή.
Advertisment
Άκρα του τάφου σιωπή.
Πάνος Μουχτερός για τα Κακώς Κείμενα