Η συνείδηση είναι κάτι που όλοι πιστεύουμε ότι διαθέτουμε, αλλά ο ορισμός της αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια πρόκληση για τους φιλοσόφους.
Οι επιστήμονες προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα με τη χρήση διαφορετικών τεχνικών – από μετρήσεις της εγκεφαλικής δραστηριότητας έως διαλογισμό. Αλλά πόσο κοντά είμαστε στο να κατανοήσουμε τι πραγματικά είναι;
Advertisment
Ο χώρος είναι γεμάτος ανθρώπους αλλά κυριαρχεί η σιωπή. Είναι καθισμένοι σε μαξιλάρια, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο ανέκφραστο. Φαίνεται να έχουν πλήρως απορροφηθεί σε αυτό που κάνουν – προσπαθούν να καταλάβουν τη φύση της συνείδησης
Όσοι ασκούν τον βουδιστικό διαλογισμό χρησιμοποιούν τεχνικές διερεύνησης του ανθρώπινου νου που αναπτύχθηκαν πριν από 2.500 χρόνια από τον Ινδό Σιντάρτα Γκαουτάμα, ο οποίος είναι ευρύτερα γνωστός ως Βούδας Ο τρόπος αυτών των τεχνικών είναι να κάνουν τη συνείδηση να αφεθεί στον εαυτό της και να την παρακολουθήσουν σε δράση.
Σύμφωνα με τους βουδιστές, μια τέτοια ενδοσκόπηση μπορεί να δώσει ιδέες για τη φύση του νου, την ουσία και το μυστήριο της συνείδηση. Τέτοιοι ισχυρισμοί συνήθως βρίσκουν αντίθετους τους επιστήμονες. Παρ’ όλα αυτά, στις μέρες μας άρτια εκπαιδευμένοι βουδιστές μοναχοί ενώνουν τις δυνάμεις τους με την επιστημονική κοινότητα για να εξετάσουν τη φύση της συνείδησης.
Advertisment
Με την επίκληση νοητικών καταστάσεων, ενώ υποβάλλονται σε σάρωση του εγκεφάλου, οι μοναχοί προσφέρουν μια νέα προσέγγιση σε αυτό που οι ερευνητές αποκαλούν «το δύσκολο πρόβλημα»: πώς η εγκεφαλική δραστηριότητα παράγει την εμπειρία της συνείδησης;
Αν και είναι κάτι που οι περισσότεροι από μας είναι σίγουρο ότι διαθέτουμε, η συνείδηση είναι εκπληκτικά δύσκολο να εντοπιστεί και να περιγραφεί. Ήδη από τον 5ο αιώνα μ.Χ., ο φιλόσοφος και άγιος της Δυτικής Εκκλησίας Αυγουστίνος προσδιόρισε την αυτογνωσία ως βασικό στοιχείο της συνείδησης, όταν δήλωσε: «Καταλαβαίνω ότι καταλαβαίνω».
Χρειάστηκε να περάσουν 1.200 χρόνια προτού εμφανιστεί ο πρώτος ορισμός της συνείδησης από τον Άγγλο φιλόσοφο Τζον Λοκ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι συνείδηση είναι «η αντίληψη του ανθρώπου σχετικά με αυτό που περνά από το μυαλό του».
Όσο για το πως προέκυψε η αντίληψη αυτή, τον 17ο αιώνα ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ χρησιμοποίησε αυτό που θεωρούσε ως την πλέον αδιάβλητη λογική προσέγγιση για να καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: ο συνειδητός νους πρέπει σίγουρα να είναι κατασκευασμένος από διαφορετικά υλικά απ’ ό,τι ο εγκέφαλος και ο οργανισμός – μια διάκριση η οποία σήμερα είναι γνωστή ως καρτεσιανός δυϊσμός.
Έως τα μέσα του 19ου αιώνα, οι επιστήμονες δεν ήταν σε θέση να επιχειρήσουν καν να διεισδύσουν στο μυστήριο της συνείδησης. Όμως, η χρήση των αναισθητικών – η φυσική έκθεση σε χημικές ουσίες, όπως ο αιθέρας, που προκαλούν απώλεια των αισθήσεων – αποκάλυψε τη στενή σχέση ανάμεσα στο σώμα και το νου αντικρούοντας τον ισχυρισμό του Ντεκάρτ.
Οι ερευνητές εν συνεχεία προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν «το δύσκολο πρόβλημα», επιδιώκοντας να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στις υποκειμενικές εμπειρίες του νου και την αντικειμενική μελέτη της εγκεφαλικής δραστηριότητας.
Στη δεκαετία του 1860, ο Βίλχελμ Βουντ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης – σήμερα θεωρείται ο πατέρας της πειραματικής ψυχολογίας- έκανε τα πρώτα δειλά βήματα χρησιμοποιώντας την αρχαία τεχνική της ενδοσκόπησης, εκπαιδεύοντας τους μαθητές του να παρατηρούν τις συνειδητές αντιδράσεις τους σε εξωτερικά ερεθίσματα.
Η έρευνα του Βουντ τόνισε τη σημασία που έχει η κατανόηση της «φαινομενικής συνείδησης», δηλαδή των υποκειμενικών εμπειριών που έχουμε για τον κόσμο γύρω μας – το πόσο κόκκινο είναι ένα αντικείμενο ή πόσο γλυκιά είναι η ζάχαρη.
Ωστόσο, ενώ ο Βουντ εργάστηκε σκληρά για να προσδώσει αντικειμενικότητα στην εργασία του, ήταν δύσκολο να εκτιμήσει αν η εμπειρία κάποιου ήταν η ίδια κάθε φορά ή αν έμοιαζε με κάποιου άλλου ανθρώπου. Ο ίδιος δεν μπορούσε επίσης να προσδιορίσει με αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο την εγκεφαλική δραστηριότητα, η οποία θα μπορούσε να συσχετιστεί με την υποκειμενική εμπειρία των ανθρώπων.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βουντ ήταν η επιρροή του σε κορυφαίες προσωπικότητες, όπως ο Αμερικανός ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς, τον οποίο έπεισε ότι η συνείδηση ήταν άμεσο αποτέλεσμα της εγκεφαλικής δραστηριότητας και συνεπώς άξια μελέτης.
Η πρόκληση τώρα ήταν να βρεθεί ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί «το δύσκολο πρόβλημα». Η πρώτη σημαντική ανακάλυψη ήρθε το 1929, όταν ο Γερμανός νευρολόγος Χανς Μπέργκερ χρησιμοποίησε ηλεκτρόδια τα οποία τοποθέτησε σε κρανία ασθενών, για να μετρήσει την ηλεκτρική δραστηριότητα στον εγκέφαλο.
Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG) – όπως ονομάζεται – επέτρεψε στον Μπέργκερ να ανακαλύψει δύο τύπους ηλεκτρικής δραστηριότητας Τα ονόμασε κύματα Άλφα και Βήτα και υποστήριξε ότι συνδέονται με βασικές πτυχές της συνείδησης.
Τα κύματα Άλφα εμφανίζονται περίπου δέκα φορές το δευτερόλεπτο και θεωρήθηκε ότι αντανακλούν την ήρεμη κατάσταση της συνείδησης, ενώ γίνονται πιο αμυδρά κατά τη διάρκεια του ύπνου ή σε κατάσταση αναισθησίας.
Τα κύματα Βήτα, από την άλλη πλευρά, που είχαν περίπου τρεις φορές μεγαλύτερη συχνότητα, αντανακλούν υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης και μη συνειδητές αποκρίσεις, όπως τα αντανακλαστικά που εμφανίζουν οι άνθρωποι όταν αιφνιδιάζονται.
Λειτουργούμε με αυτόματο πιλότο;
Η ανακάλυψη του Μπέργκερ αποτέλεσε την αρχή της μελέτης αυτού που σήμερα ονομάζουμε «νευρωνικά ισοδύναμα της συνείδησης»: είναι τύποι εγκεφαλικής δραστηριότητας που σχετίζονται με τη συνειδητή εμπειρία.
Σήμερα αποτελούν προτεραιότητα της ερευνητικής δραστηριότητας των επιστημόνων, πολλοί από τους οποίους πιστεύουν ότι το κλειδί για την κατανόηση της συνείδησης προϋποθέτει την κατανόηση της εγκεφαλικής λειτουργίας όταν αυτή συνδέει μια σειρά από νευρωνικά ισοδύναμα της συνείδησης σε ένα ενιαίο, συγκροτημένο σύνολο.
Υπάρχει μια πεποίθηση η οποία στηρίχθηκε σε μια εκπληκτική ανακάλυψη που έγινε στη δεκαετία του 1960: ότι συνειδητά γνωρίζουμε μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών που αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος μας. Μια ομάδα με επικεφαλής τον Αμερικανό νευρολόγο Μπέντζαμιν Λίμπετ πειραματίστηκε με πολύ απαλά ερεθίσματα στο δέρμα ασθενών, των οποίων ο εγκέφαλος είχε υποβληθεί σε νευροχειρουργική επέμβαση.
Οι μετρήσεις του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος αποκάλυψαν ότι ο εγκέφαλός τους είχε εντοπίσει τα ερεθίσματα, αλλά οι ασθενείς είπαν ότι δεν τα αισθάνθηκαν. Το ίδιο επαναλήφθηκε με ισχυρότερα ερεθίσματα που διήρκεσαν λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο – ενώ οι εγκέφαλοι των ασθενών ανίχνευσαν το ερέθισμα, οι ασθενείς δεν αισθάνθηκαν τίποτα.
Έκτοτε, παρόμοια ευρήματα έχουν προκύψει από μελέτες στα νευρωνικά ισοδύναμα της συνείδησης, όπως η όραση και η προκύπτουσα φαινομενική συνείδηση, όπως η αίσθησή μας για την ένταση του κόκκινου. Τα μάτια μας απορροφούν πληροφορίες με ρυθμό περίπου ένα megabyte ανά δευτερόλεπτο, αλλά η συνείδησή μας φαίνεται να αγνοεί τις περισσότερες από αυτές – μόλις ένα μικρό ποσοστό φτάνει στον προορισμό του.
Αυτή η τεράστια διαφορά δείχνει ότι ο εγκέφαλος επεξεργάζεται ασυνείδητα μια τεράστια ποσότητα αισθητήριων πληροφοριών, φιλτράροντάς τες προτού συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξή τους. Μια τέτοια επεξεργασία απαιτεί χρόνο για να επιτελεστεί – γεγονός που υποδηλώνει ότι πρέπει να υπάρχει ελάχιστη χρονική καθυστέρηση μεταξύ της στιγμής που ο εγκέφαλος μας ανιχνεύει ένα ερέθισμα και την στιγμή που το μυαλό μας το εγγράφει στη συνείδηση.
Προσπάθειες που έγιναν για να μετρηθεί αυτή η χρονική υστέρηση έχουν οδηγήσει σε ακόμα πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις σχετικά με τη φύση της συνείδησης.
H μέτρηση του χρόνου
Το 1976, μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Γερμανό νευρολόγο Χανς Κορνχούμπερ αποφάσισε να οργανώσει ένα πείραμα για να μετρήσει τη χρονική υστέρηση που παρατηρείται ανάμεσα στη στιγμή που συνειδητά αποφασίζουμε να κινήσουμε το δάχτυλο μας, και στη στιγμή που λαμβάνει χώρα η κίνηση.
Η ταχύτητα των νευρικών ερεθισμάτων οδηγούσε στην υπόθεση ότι η χρονική υστέρηση ήταν περίπου 200 χιλιοστά του δευτερολέπτου (ms), παρόμοια εκείνης των αντανακλαστικών κινήσεων. Ωστόσο, η καθυστέρηση που διαπιστώθηκε ήταν πολύ μεγαλύτερη, συνεπής τουλάχιστον με την άποψη ότι οποιαδήποτε κίνηση που περιλαμβάνει το συνειδητό στοιχείο απαιτεί μεγάλη επεξεργασία.
Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν, επίσης, ότι η εγκεφαλική δραστηριότητα ξεκινούσε περίπου 800 ms προτού οι άνθρωποι ισχυριστούν ότι έχουν συνειδητά αποφασίσει να αναλάβουν δράση. Το 2008, ερευνητές στο Κέντρο Υπολογιστικής Νευροεπιστήμης Μπερνστάιν στο Βερολίνο υποστήριξαν ότι είχαν αποδείξεις για την ύπαρξη ενός εντυπωσιακού κενού επτά δευτερολέπτων ανάμεσα στη δραστηριότητα του εγκεφάλου που συνδέεται με τη λήψη αποφάσεων και στη συνειδητή επίγνωση της εν λόγω απόφασης.
Τα ευρήματα αυτά έχουν ανησυχητικές επιπτώσεις για την ελεύθερη βούληση, δεδομένου ότι προτείνουν πως οι δράσεις μας δεν ξεκινούν από το συνειδητό τμήμα του μυαλού μας, αλλά και από τη μη συνειδητή εγκεφαλική δραστηριότητα εκτός της αντίληψής μας.
Ως εκ τούτου, η ελεύθερη βούληση μπορεί να περιορίζεται από τη συνειδητή επιλογή μας να μην ενεργήσουμε με τρόπους που καθορίζονται από το ασυνείδητο μας.
Μια άλλη ανακάλυψη που έγινε το 1979 από τον Λίμπετ και τους συνεργάτες του κατά τη διάρκεια της έρευνας των αποτελεσμάτων της εφαρμογής ερεθισμάτων απευθείας στον εγκέφαλο περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Και πάλι, η κοινή λογική έδειχνε την ύπαρξη μικρής καθυστέρησης μεταξύ του ερεθίσματος και της συνειδητής ανίχνευσής του, αλλά για μία ακόμη φορά οι ερευνητές εντόπισαν σημαντική καθυστέρηση, περίπου 500 ms.
Επιπλέον ανακάλυψαν και κάτι άλλο: ότι ο εγκέφαλος «χρονολογεί προς τα πίσω» τη συνειδητή αντίδραση, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι δεν υπήρχε σχεδόν καμία καθυστέρηση. Όλα αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι ο εγκέφαλος έχει αναπτύξει τεχνικές που συνδέουν τις αισθητηριακές εισροές από τον έξω κόσμο, για να εξασφαλίσουμε μια σύνθεση συνειδητότητας σχετικά με το τι συμβαίνει γύρω μας.
Το θέατρο του νου
Η έννοια της συνείδησης ως μοντέλο θεώρησης της πραγματικότητας ταιριάζει με την αίσθηση που έχουμε για την ικανότητα του μυαλού μας να δημιουργεί ένα είδος ψυχικού «θεάτρου». Το 1988, ο ολλανδικής καταγωγής Αμερικανός ψυχολόγος Μπέρναρντ Μπάαρς προσπάθησε να δημιουργήσει τη θεωρία του «καθολικού χώρου εργασίας» της συνείδησης.
Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, οι συνειδητές διεργασίες είναι αυτές που βρίσκονται στο «προσκήνιο» της ψυχικής καταγραφής, ενώ άλλες παραμένουν «εκτός επικαιρότητας», αποθηκευμένες στη μνήμη μας έως ότου τις χρειαστούμε.
Εν τω μεταξύ, ασυνείδητες διαδικασίες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη στο παρασκήνιο – διαδραματίζοντας και το ρόλο του κοινού, το οποίο αντιδρά στις εξελίξεις που διαδραματίζονται στο προσκήνιο.
Η θεωρία αυτή δεν έχει απλώς αλληγορική αξία.
Βασίζεται σε αποτελέσματα τα οποία εξακολουθούν να προκύπτουν από το μεγαλύτερο επίτευγμα στην αντικειμενική μελέτη των διεργασιών του συνειδητού – τη σάρωση του εγκεφάλου. Τεχνικές όπως η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) προσφέρουν στους ερευνητές λεπτομερείς χάρτες της δραστηριότητας του εγκεφάλου σε πραγματικό χρόνο, επιτρέποντας τη συσχέτιση με τις διαδικασίες του συνειδητού.
Αυτό έχει οδηγήσει σε μια επανάσταση στη μελέτη των «νευρωνικών σύστοιχων της συνείδησης», με συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου να σχετίζονται με συνειδητές διεργασίες. Για παράδειγμα, μια περιοχή του εγκεφάλου, που είναι γνωστή ως θάλαμος φαίνεται ότι διαδραματίζει ζωτικό ρόλο, μεταφέροντας αισθητηριακά ερεθίσματα στο «προσκήνιο», προκειμένου να προσελκύσουν την προσοχή του συνειδητού, ενώ ο μεσοκοιλιακός φλοιός κοντά στο μέτωπο φαίνεται να δημιουργεί την αίσθηση ότι η ζωή μας έχει νόημα και σκοπό.
Την ίδια στιγμή, οι ερευνητές έχουν αρχίσει και πάλι να εντρυφούν τους μεθόδους του Βουντ για τη μελέτη της -εξαιρετικά δύσκολης να προσδιοριστεί- υποκειμενικής παραμέτρου της συνείδησης. Έχουν προσελκύσει μια ομάδα ανθρώπων με πολύχρονη πείρα στον έλεγχο του συνειδητού και μελετούν τις εμπειρίες τους – τους βουδιστές μοναχούς.
Τα πρώτα αποτελέσματα από μελέτες σάρωσης του εγκεφάλου των μοναχών δείχνουν ότι η μακροχρόνια ενασχόληση τους με εντατικές ασκήσεις διαλογισμού τούς επιτρέπει να παράγουν σταθερές νοητικές καταστάσεις, προσφέροντας στους ερευνητές τη νοητική σταθερότητα που απαιτείται για να πετύχουν αξιόπιστες διεισδύσεις στην υποκειμενική εμπειρία της συνείδησης.
Ερευνητικές ομάδες από το Πανεπιστήμιο Ράτγκερς στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας στο Παρίσι έχουν μελετήσει έναν βουδιστή μοναχό από το Θιβέτ, ο οποίος έχει την ικανότητα να πετυχαίνει εναλλαγή ψυχικών καταστάσεων και να τις διατηρεί για περίπου ένα λεπτό, προσφέροντας αρκετό χρόνο στους ερευνητές για να συγκεντρώσουν στοιχεία.
Είμαστε μόνοι μας;
Μια τέτοια συνάντηση τεχνολογίας αιχμής και αρχαίας πνευματικής πρακτικής μπορεί να οδηγήσει σε νέες γνώσεις σχετικά με το ρόλο των νευρωνικών σύστοιχων της συνείδησης και με την ικανότητά μας να τα ελέγχουμε.
Ωστόσο εξακολουθεί να αδυνατεί να αντιμετωπίσει ορισμένα σημαντικά μυστήρια που εξακολουθούν να υπάρχουν σχετικά με τη συνείδηση. Γιατί τη διαθέτουμε; Τι είδους πλεονεκτήματα μας προσφέρει; Και είναι μόνο οι άνθρωποι που έχουν πλήρη συνείδηση;
Μια πιθανή εξήγηση εντοπίζεται στη θεώρηση της συνείδησης ως μέσου για τη δημιουργία ενός νοητικού μοντέλου θεώρησης της πραγματικότητας. Κάθε οργανισμός που διαθέτει ένα τέτοιο μοντέλο μπορεί να κάνει περισσότερα από την απλή αντίδραση σε ερεθίσματα και να εύχεται η αντίδρασή του να είναι αρκετά δυνατή για να ξεφύγει από τους κινδύνους.
Μπορεί να χρησιμοποιήσει το μοντέλο για να προβλέψει τις απειλές, να διακρίνει τις ευκαιρίες στον «πραγματικό κόσμο», απελευθερώνοντάς τον από την περιορισμένη ταχύτητα των ασυνείδητων αντανακλαστικών. Με άλλα λόγια, οποιοδήποτε πλάσμα που διαθέτει συνείδηση δεν χρειάζεται να σκοντάφτει γύρω του στα τυφλά, ελπίζοντας τα αντανακλαστικά του να το κρατήσουν ασφαλές.
Συνδυάζοντας ασυνείδητες αντιδράσεις για το σχηματισμό μιας απλής εκδοχής της πραγματικότητας, ένα πλάσμα που έχει έναν κάποιο βαθμό συνείδησης μπορεί να αποφύγει να βρεθεί σε — δύσκολη θέση – αυτό του προσδίδει ένα τεράστιο εξελικτικό πλεονέκτημα.
Το οποίο με τη σειρά του υποδηλώνει ότι η ερώτηση σχετικά με το αν ένας οργανισμός έχει συνείδηση ή όχι ενδέχεται στην πραγματικότητα να είναι λανθασμένη. Αντίθετα, η συνείδηση μπορεί να υπάρχει παντού σε διαφορετικό βαθμό – για παράδειγμα, ένα έντομο έχει ένα σαφώς λιγότερο εξελιγμένο μοντέλο θεώρησης της πραγματικότητας από έναν άνθρωπο.
Όπως και με τόσες άλλες πτυχές της συνείδησης, οι οριστικές απαντήσεις στον τομέα αυτό είναι ακόμη μακριά. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει αυξανόμενος ενθουσιασμός στις τάξεις των επιστημόνων ότι πλέον σιγά σιγά φτάνουν όλο και πιο κοντά στην απάντηση του μυστηρίου πώς 1.400 γραμμάρια νευρικού ιστού μπορούν να μας προικίσουν με τη μοναδική αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας.
Ερωτήσεις & Απαντήσεις στον Μαξ Βέλμανς
Ποιο είναι για εσάς το μεγαλύτερο μυστήριο για τη συνείδηση;
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει μόνο ένα κυρίαρχο πρόβλημα, αλλά σειρά αλληλένδετων προβλημάτων. Μερικά είναι εννοιολογικής φύσης – για παράδειγμα, πώς μπορούν να υπάρχουν αιτιώδεις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της συνείδησης και του εγκεφάλου; Δεν χρειαζόμαστε περισσότερα παραδείγματα για να εξασφαλίσουμε καλύτερη κατανόηση σχετικά με αυτό το ζήτημα.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας καλύτερος τρόπος για να σκεφτόμαστε πάνω σε αυτό το ζήτημα – και αυτό έχει συνέπειες για την εμπειρική έρευνα. Αν δεν έχουμε αρκετά σαφή ιδέα σχετικά με το τι είναι η συνείδηση, πώς μπορούμε να ερευνήσουμε το νευρολογικό υπόβαθρο της ή τη σχέση της με την επεξεργασία των πληροφοριών στον εγκέφαλο;
Πώς μπορούν να απαντηθούν τέτοιου τύπου ερωτήσεις;
Για μένα, το πιο σημαντικό βήμα είναι η ακριβής περιγραφή της πλούσιας φαινομενολογίας της συνειδητής εμπειρίας. Αυτό θα μας οδηγήσει σε ένα ταξίδι με πραγματικές εκπλήξεις, το οποίο έχω προσπαθήσει να συνοψίσω στο βιβλίο μου “Κατανοώντας τη συνείδηση”.
Με το πέρασμα του χρόνου έχω αναπτύξει έναν τρόπο σκέψης σχετικά με το πώς η συνειδητή εμπειρία σχετίζεται με τον κόσμο που περιγράφεται από τη φυσική και με την ασυνείδητη επεξεργασία στο νου και τον εγκέφαλο.
Τι όφελος θα μπορούσε να προκύψει από την περαιτέρω έρευνα στον τομέα της συνείδησης;
Υπάρχουν τόσα πολλά! Όσο περισσότερα γνωρίζουμε σχετικά με τη φύση της δικής μας εμπειρίας τόσο καλύτερα μπορούμε να την εξερευνήσουμε – και, αν θέλουμε, να την αλλάξουμε και να εμβαθύνουμε σε αυτήν περαιτέρω.
Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η συνείδησή μας είναι σωματοποιημένη και ενσωματωμένη στη φύση μας και στις σχέσεις μας με τους άλλους, εντέλει, θα μας προσφέρει καλύτερη κατανόηση της ζωής μας. Στον σημερινό, ασύνδετο κόσμο τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό.
Ο Μαξ Βέλμανς είναι ομότιμος καθηγητής της Συνείδησης στο Πανεπιστήμιο Γκόλντσμιθς και του Λονδίνου και συνιδρυτής της Βρετανικής Ψυχολογικής – Εταιρείας. Έχει γράψει διάφορα βιβλία σχετικά με το ζήτημα της συνείδησης.
Λεξικό όρων
Το μεγάλο πρόβλημα
Πολλοί πιστεύουν όχι αυτό είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα που είναι υποχρεωμένη να επιλύσει κάθε θεωρία της συνείδησης: ο τρόπος με τον οποίο θα καταφέρει να συνδέσει την αντικειμενική δομή και λειτουργία του εγκεφάλου με την υποκειμενική αίσθηση της συνείδησης. Ο όρος επινοήθηκε για πρώτη φορά το 1994 από τον φιλόσοφο Ντέιβιντ Τσάλμερς στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας.
Καρτεσιανός δυισμός
Είναι μια άποψη που θεωρεί τον συνειδητό νου θεμελιωδώς διαφορετικό από τον καθημερινό λειτουργικό νου. Η θεωρία προτάθηκε από τον Ρενέ Ντεκάρτ – εξού και ο όρος καρτεσιανός δυϊσμός. Σήμερα η ιδέα ότι ο νους είναι κάτι περισσότερο από απλή δραστηριότητα του εγκεφάλου δεν είναι ευρέως αποδεκτή.
Φαινόμενες ιδιότητες (QUALE)
Η υποκειμενική εμπειρία, η άποψή μας για την ένταση του κόκκινου χρώματος, για την απαλότητα του μαλλιού ή τη γεύση του λεμονιού είναι αδύνατον να περιγραφεί, αλλά θεωρείται απαραίτητη για την έννοια του συνειδητού. Βέβαια, ορισμένοι φιλόσοφοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν καν.
Νευρωνικά σύστοιχα της συνείδησης
Είναι πραγματικά τμήματα του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, των οποίων η λειτουργία μπορεί άμεσα να συνδεθεί με πτυχές της συνείδησης. Ορισμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της συνείδησης σχετίζονται με περιοχές του εγκεφάλου, όπως ο θάλαμος και το εγκεφαλικό στέλεχος.
Από το περιοδικό της Καθημερινής 20 ΜΕΓΑΛΕΣ ΙΔΕΕΣ Ιανουάριος 2015