Η διάκριση των εξουσιών θεσπίστηκε όχι για να ενισχυθεί η εξουσία, αλλά για να διασπαστεί αρχικά η συγκεντρωτική εξουσία της μοναρχίας και μετά η συγκέντρωση εξουσίας από οπουδήποτε και αν προέρχεται. Οι τρεις αυτές εξουσίες, η νομοθετική, η δικαστική και η εκτελεστική, έπρεπε να είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και η μία να ελέγχει την άλλη. Όμως αυτή η διάκριση ποτέ δεν εφαρμόστηκε σωστά για διάφορους λόγους, που στο σύνολό τους οφείλονται σε ιδιοτέλεια και ανευθυνότητα τόσο απέναντι στη συλλογικότητα όσο και απέναντι στα άτομα.
Το Σύνταγμα διακρίνει τις τρεις θεσμικές εξουσίες με το άρθρο 26 και συγκεκριμένα λέει:
Advertisment
«1.-Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
2.-Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση.
3.-Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους εκτελούνται εν ονόματι του Ελληνικού Λαού».
Advertisment
Κάθε δημοκρατική εκτροπή αναδεικνύει συγκέντρωση de facto όλων των εξουσιών κυρίως στην εκτελεστική εξουσία, έστω και αν αυτό δεν φαίνεται με τρόπο πανηγυρικό. Για παράδειγμα, η νομοθεσία (δηλαδή η πρόταση νόμων) έχει φύγει ατύπως (ανεπίσημα) από την αρμοδιότητα της βουλής και έχει εναποτεθεί στην κυβέρνηση (που ούτως ή άλλως είχε παράλληλο δικαίωμα), με τη βουλή απλώς να ψηφίζει τα νομοσχέδια που προτείνει η κυβέρνηση. Ενώ θα έπρεπε η πρόταση και κατάρτιση νομοσχεδίων να είναι το κυριότερο έργο της βουλής. Αυτό οφείλεται φυσικά τόσο στον πολιτισμό που επιδεικνύει το πεδίο της πολιτικής όσο και στη λειτουργία των ίδιων των κομμάτων, όπου κυριαρχούν οι κομματικές ελίτ και οι βουλευτές χάνουν τον προσωπικό τους χαρακτήρα και υπευθυνότητα, παρά τις επιταγές του συντάγματος. Το επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων είναι τα κόμματα και η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία. Στον πολιτισμό της πολιτικής εμπίπτει η φιλοδοξία των πολιτικών, η ύπαρξη ή μη υπευθυνότητάς τους, η υπευθυνότητα επίσης των κριτηρίων ψήφου των ίδιων των πολιτών καθώς και άλλοι παράγοντες.
Η διαπλοκή ανάμεσα στις τρεις εξουσίες δεν είναι ανάγκη να γίνεται επίσημα, αλλά συχνά γίνεται αφανώς και έμμεσα. Στη διαπλοκή μπορούμε να συμπεριλάβουμε όχι μόνον τις οικονομικές δοσοληψίες αλλά και την εξάρτηση, τον φόβο, την έλλειψη διαφάνειας και πολλές άλλες δυσλειτουργίες που διαπλεκόμενες μπορούν να οδηγήσουν σε έμμεση κατάργηση της διάκρισης των εξουσιών, δηλαδή στη μη κανονική λειτουργία τους όπως π.χ. της δικαστικής ή της νομοθετικής.
Ένα παράδειγμα είναι οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 44 του Συντάγματος σε κατάσταση επείγουσας ανάγκης αλλά που πρέπει μετά να κυρωθούν από τη βουλή, για να διατηρήσουν την ισχύ τους.
Το άρθρο 44 του Συντάγματος έχει ως εξής:
«Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ.1 μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής».
Όμως αυτές οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου συνήθως εκδίδονται χωρίς να συντρέχει απρόβλεπτη και επείγουσα ανάγκη, ώστε η βουλή να τις επικυρώνει εκ των υστέρων αναγκαστικά, μη θέλουσα να δημιουργήσει ρήξη ανάμεσα στην κυβέρνηση (που εκφράζεται μέσω του προέδρου) και αυτήν. Αυτή υπήρξε πάντοτε συνήθης πρακτική. Σε αυτό συνηγορεί και η στρεβλή σχέση του βουλευτή με το κόμμα που αποκλείει εμμέσως την προσωπική ελεύθερη έκφρασή του. Αυτή είναι μία σοβαρή μορφή παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Βέβαια, εκτός από αυτές τις τρεις εξουσίες υφίσταται και η γνωστή τέταρτη εξουσία που είναι η εξουσία των ΜΜΕ, η οποία όμως δεν έχει καταγραφεί ανάμεσα στις τρεις επίσημα ρυθμισμένες εξουσίες μέσα στο κράτος, αν και παίζει καθοριστικό και ίσως κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η επιρροή και η διαμόρφωση της κοινής γνώμης είναι επιρροή και διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης της κοινωνίας και γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορεί παρά να καθιστά τα ΜΜΕ έναν σημαντικότατο – αν όχι τον σημαντικότερο – πυλώνα της δημοκρατίας. Η εμπορευματοποίηση της ροής της πληροφορίας είναι μία όψη της λειτουργίας των ΜΜΕ, αλλά όχι η σημαντικότερη. Η σοβαρότερη είναι η δημοκρατική λειτουργία, αλλά αυτή έχει παραμεριστεί τελείως. Η μονολιθική επικράτηση ενός μόνον χαρακτηριστικού μιας λειτουργίας συνήθως οδηγεί σε διαστρέβλωσή της. Ούτε βέβαια η έλλειψη εμπορευματοποίησης εγγυάτο ουσιαστικά τη δημοκρατική λειτουργία των μέσων ενημέρωσης.
Μία άλλη εξουσία είναι η οικονομική εξουσία (που ίσως στην εποχή μας υπόκειται όλων των άλλων), αλλά αυτή εμπίπτει στη διαχείριση της συγκέντρωσης δύναμης και στη δυνατότητα επιρροής της στα πράγματα, πράγμα που απαιτεί διαβούλευση σε βάθος και σε συνάρτηση με το τι αρχές θέλουμε να ρυθμίζουν την ατομική και συλλογική ζωή μας. Το ατομικό και το συλλογικό πρέπει να εναρμονιστούν, αλλοιώς δεν υπάρχει διέξοδος. Δηλαδή, αν το άτομο έχει σαν κύριο κίνητρο την οικονομική ευημερία, είναι άτοπο πρακτικά να θέλει να αποκλείσει τις παρενέργειές της στο συλλογικό πεδίο. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει αποσύνδεση αιτίου και αποτελέσματος που είναι παράλογη.
Σε κάθε περίπτωση βλέπουμε πια πως το κράτος δεν ήταν ο μόνος εξουσιαστικός εχθρικός παράγοντας αλλά ότι η εξουσία μπορεί να εκφραστεί σε πλείστους τομείς (και στον ιδιωτικό) και ότι πίσω από όλες τις στρεβλώσεις βρίσκεται ένα είδος άσκησης δύναμης, εξουσίας.
Στην πραγματικότητα όλα τα κοινωνικά προβλήματα ανάγονται στην κατανόηση της έννοιας της δημοκρατίας και της σχέσης της με το λεγόμενο κοινό καλό. Θα μπορούσαμε να πούμε «δημόσιο συμφέρον», αλλά η λέξη «συμφέρον» δεν είναι κατάλληλη ως δυνητικά εμπεριέχουσα και το άδικο και το σύνολο της έκφρασης είναι απογυμνωμένο από κάθε ψυχολογικό χαρακτηριστικό ανιδιοτέλειας και υπευθυνότητας του ατόμου απέναντι στην κοινωνία ή μιας κοινωνίας απέναντι σε μια άλλη κοινωνία.
Υπάρχει και η άποψη ότι δημοκρατία (με τη λαϊκή κυριαρχία) και ατομικά δικαιώματα (ατομική ελευθερία) είναι διαφορετικά πράγματα, επειδή προήλθαν από διαφορετικά κοινωνικά κινήματα. Όμως στην ουσία είναι έννοιες άρρηκτα αλληλένδετες μεταξύ τους ανεξαρτήτως του τρόπου που αναδύθηκαν στη δημόσια συνείδηση.
Τα ατομικά δικαιώματα ως ο ένας πυλώνας της δημοκρατίας συνδέονται με την αυτογνωσία, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να θεωρείται ατομικό δικαίωμα κάθε αντικοινωνικότητα. Φυσικά, και η αντικοινωνικότητα μπορεί να είναι μέχρις ενός ορισμένου βαθμού ως ατέλεια μια φυσιολογική φάση εξέλιξης και ως τέτοια αποτελεί δικαίωμα εφ’ όσον δεν είναι επιβλαβής σε άλλους, αλλά θεμελιωδώς δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προστατευμένο από τα ατομικά δικαιώματα. Για παράδειγμα, το δικαίωμα της ελευθερίας δεν μπορεί να προστατεύει την κυριαρχικότητα ή την εγκληματικότητα. Η αυτογνωσία δεν έχει σχέση μόνον με τον εαυτό ως ιδιωτικότητα αλλά – κυρίαρχα θα λέγαμε – με την κοινωνικότητα. Όπως σωστά και με ακρίβεια σημειώνει ο Γιάννης Ζήσης σε ανέκδοτο κείμενό του «Η αυτογνωσία και η ελευθερία είναι οι πυλώνες του δημοκρατικού απείρου και της αειφορίας του».
Το θεμελιώδες, τελικά, πρόβλημα της δημοκρατίας είναι ο έλεγχος ή, μάλλον, η έλλειψη ελέγχου. Ο έλεγχος αποτελεί τον περιορισμό της ψευδούς ελευθερίας, της αυθαιρεσίας. Για να ασκηθεί όμως αυτός ο έλεγχος ορθά, πρέπει να υπάρχουν δύο προϋποθέσεις: ενσυνείδητος πολίτης και αρχές βάσει των οποίων θα ασκείται ο έλεγχος. Και με τη σειρά του ο ενσυνείδητος πολίτης προϋποθέτει δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά, οι δε αρχές σημαίνουν ότι υπάρχει κατανόηση των αξιών και ιδεών που επιχειρείται να προστατευτούν και όχι στρεβλές ερμηνείες. Η πλειοψηφικότητα και μόνον δεν είναι ορθός έλεγχος ούτε καν έλεγχος, επειδή το εκλογικό σώμα μπορεί να αγνοεί (και συνήθως αγνοεί) την πραγματικότητα και αντιλαμβάνεται στρεβλά τις αξίες, ώστε η πλειοψηφικότητα να είναι μια απλή αντανάκλαση μιας μαζικής στρέβλωσης. Και όπως λέει στο ίδιο κείμενο ο Γιάννης Ζήσης «η δημοκρατία χρειάζεται παιδεία βάθους και συμμετοχικότητα…Κάθε εκτροπή προς πλειοψηφική μαζικοποίηση είναι απόπειρα δημοκρατικής οργάνωσης του ολοκληρωτισμού».
Ιωάννα Μουτσοπούλου, δικηγόρος – Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
Φωτογραφίες: Γιάννης Ζήσης