Γράφει η Δέσποινα Βαρβαρούση
Εκ πρώτης όψεως, η τελειότητα φαντάζει ελκυστική! Τι ωραία που θα ήταν, αν ήμασταν τέλειοι, εξωτερικά και εσωτερικά! Θα είχαμε ό,τι ικανότητες επιθυμούσαμε, θα καταφέρναμε ό,τι θέλαμε, θα ζούσαμε μια αξιοζήλευτη ζωή και θα κερδίζαμε τον απεριόριστο θαυμασμό των άλλων.
Advertisment
Προσωπικά, πιστεύω πως η αληθινή ομορφιά βρίσκεται στο να μην είσαι τέλειος. Βέβαια, το ερώτημα του τι από τα δύο είναι καλύτερο είναι μονάχα θεωρητικό, αφού είναι προφανές πως ο άνθρωπος, ως πεπερασμένο ον, δεν είναι και ούτε ποτέ θα μπορέσει να γίνει, τέλειος.
Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει από το να προσπαθεί να δείχνει πως είναι, και έτσι το θέμα από θεωρητικό γίνεται και πρακτικό.
Μας αρέσει, λοιπόν, να πιστεύει ο περίγυρός μας πως είμαστε τέλειοι, πως είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι από τη ζωή μας. Δε κλαίμε ποτέ, δε μας βασανίζει τίποτε, δεν έχουμε φόβους, εφιάλτες, αδυναμίες, ανασφάλειες κτλ.
Advertisment
Όλα αυτά, όμως, είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης, διότι κανείς δε μεγάλωσε σε μια τέλεια οικογένεια, δεν πήγε σε ένα τέλειο σχολείο και δε συναναστράφηκε μόνο με τέλειους ανθρώπους. Δεν εννοώ, πως αναγκαστικά τα σημεία αυτά ήταν προβληματικά, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ίσως και να μην ήταν, όμως σίγουρα δεν ήταν και ιδανικά, και ειδικά όλα.
Επομένως, πώς εμείς θα μπορούσαμε να είμαστε τέλειοι;
Παρόλα αυτά, δυσκολευόμαστε να δείχνουμε τα τρωτά μας σημεία στους άλλους, ακόμη κι αν αυτοί είναι πολύ κοντινά μας πρόσωπα. Ίσως γιατί φοβόμαστε, πως θα μας κατακρίνουν. Ίσως γιατί πιστεύουμε, πως θα πέσουμε στα μάτια τους. Ίσως, τέλος, γιατί δε θέλουμε δίπλα από το δυνατό προσωπείο μας να προσθέσουμε κι αυτό του εν μέρει αδύναμου ανθρώπου.
Γιατί τότε κινδυνεύουμε να μας κοροιδέψουν ή να μας εκμεταλλευτούν. Κατά την γνώμη μου, όμως, υπάρχει και μια άλλη εναλλακτική, που για χάρη της αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε να δείξουμε στους άλλους όχι μόνο τη δύναμη, αλλά και τις αδυναμίες μας. Είναι η εναλλακτική σύμφωνα με την οποία οι αδυναμίες μεταμορφώνονται σε χαλίκια και στρώνουν το δρόμο που θα μας οδηγήσει στην ουσιαστική επαφή με τους άλλους.
Θεωρώ πως οι αληθινές και βαθειές σχέσεις δομούνται μέσα από το μοίρασμα και την αποδοχή όλων των πλευρών της προσωπικότητας του άλλου. Με άλλα λόγια, όσο πιο μεγάλο κομμάτι του εαυτού τους ανταλλάξουν δυο άνθρωποι, τόσο πιο μεγάλο γίνεται το δέσιμο μεταξύ τους.
Είναι πολύ σημαντικό ένας φίλος ή ένας σύντροφος να χαίρεται και να στηρίζει τις προσπάθειες και τις κατακτήσεις σου, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζει και να αποδέχεται πλήρως τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές σου, να ξέρει τα λάθη σου, να τα συγχωρεί και να καταλαβαίνει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεσαι, ακόμα κι αν ο δικός του είναι τελείως διαφορετικός. Έτσι, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων γίνονται πιο… «ανθρώπινες».
Όταν επίσης ανοιγόμαστε στον άλλο, μειώνουμε το αίσθημα της μοναξιάς μας, αφού μέσα από το άνοιγμα αυτό κατανοούμε, πως κι οι άλλοι δεν είναι άτρωτοι. Για παράδειγμα, αν ποτέ δεν έχουμε εκμυστηρευτεί σε κάποιον άλλον ένα φόβο ή μια ανασφάλειά μας, είναι πολύ πιθανό να ζούμε με την εντύπωση, πως είμαστε οι μόνοι που έχουμε το συγκεκριμένο φόβο ή τη συγκεκριμένη ανασφάλεια.
Ίσως μάλιστα φτάσουμε στο σημείο να πιστεύουμε πως, από τη στιγμή που είμαστε οι μοναδικοί που νιώθουμε έτσι, μάλλον έχουμε κάποιο σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα, μάλλον «κάτι δεν πάει καλά με εμάς». Κι όμως, αν κάνουμε το πρώτο βήμα και δείξουμε κι αυτά μας τα κομμάτια στον άλλο, είναι σχεδόν σίγουρο, πως κι εκείνος θα βρει το θάρρος να κάνει το ίδιο.
Κι όταν συμβεί αυτό, είναι εκπληκτικό το πόσες κοινές ατέλειες θα βρούμε μαζί του! Και είναι ακόμη πιο εκπληκτικό το πόσο λιγότερο μόνοι θα νιώσουμε. Ναι, οι άνθρωποι διαφέρουμε πάρα πολύ μεταξύ μας, αλλά έχουμε και πολλά κοινά, ίσως περισσότερα κι απ’ όσα νομίζουμε.
Βέβαια, οφείλουμε να είμαστε και κάπως επιλεκτικοί, όσον αφορά αυτό το μοίρασμα της τρωτής πλευράς μας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται να το δεχτούν συγκεκριμένα από εμάς, άλλοι που δε θα το εκτιμήσουν και άλλοι που ίσως το εκμεταλλευτούν.
Γι’ αυτό, ως πομποί, καλό θα είναι να είμαστε επιφυλακτικοί. Από την άλλη, ως δέκτες, οφείλουμε να δείξουμε κατανόηση, να μη κρίνουμε τον άλλο, ούτε να χρησιμοποιούμε τις ατέλειές του, για να νιώσουμε εμείς ανώτεροι, ξεχνώντας τις δικές μας.
Γιατί έτσι, όχι μόνο εθελοτυφλούμε, αλλά κλείνουμε αυτόματα την πόρτα της βαθύτερης επικοινωνίας με τον άλλο και χάνουμε την πολύτιμη ευκαιρία να νιώσουμε κι εμείς οι ίδιοι την αποδοχή του.
Σημαντικό στοιχείο επίσης είναι, ότι μέσα από τις ατέλειες, βρίσκουμε σκοπούς στη ζωή μας. Αν ήμασταν τέλειοι, δε θα χρειαζόταν να προσπαθήσουμε για τίποτα, καθώς θα είχαμε κατεκτημένα τα πάντα εξ’ αρχής.
Με τις δεδομένες συνθήκες, όμως, πάντα υπάρχει κάτι που προσπαθούμε να αποκτήσουμε, είτε είναι υλικό, είτε αφορά την εσωτερική μας εξέλιξη, είτε τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Επιπλέον, η κατάκτηση του εκάστοτε στόχου, μας προσφέρει μεγάλη χαρά και ικανοποίηση, συναισθήματα που επίσης δε θα βιώναμε, αν ήμασταν τέλειοι.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω, πως προυπόθεση όλων των προαναφερθέντων είναι, φυσικά, η αυτογνωσία. Το πρώτο βήμα είναι να παρατηρούμε συνεχώς τον εαυτό μας, να ψάχνουμε μέσα μας προσεχτικά, προετοιμασμένοι πως θα βρούμε, πέρα από θετικά, και αρνητικά μας στοιχεία και να είμαστε έτοιμοι να τα αναγνωρίσουμε και να τα δεχτούμε. Προφανώς, μόνο τότε θα μπορούμε να τα μοιραστούμε και με τους άλλους.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω, πως η ομορφιά του να μην είναι κανείς – ή καλύτερα, να μην δείχνει πως είναι – τέλειος, δεν έγκειται μόνο στα πλεονεκτήματα που αυτή η αποδοχή μπορεί να προσφέρει. Θεωρώ πως έγκειται κυρίως στην ειλικρίνεια, με την οποία αντιμετωπίζει τον εαυτό του και τους γύρω του.
Στο ότι έχει αποδεχτεί τον εαυτό του ως ολότητα, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του και τον αγαπά έτσι ακριβώς, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει, ότι δε προσπαθεί να γίνει καλύτερος.
Στο ότι αντιμετωπίζει τους άλλους με την ίδια ανθρωπιά, ειλικρίνεια και σεβασμό, που αντιμετωπίζει και και τον ίδιο του τον εαυτό. Στο ότι, σε τελική ανάλυση, δεν αφήνει την προσποίηση της τελειότητας να τον απομακρύνει από τους άλλους, αλλά προτιμά να «τσαλακωθεί» λιγάκι κι έτσι να τους πλησιάσει ακόμα πιο πολύ.