Του Γιάννη Ζήση για το www.solon.org.gr
Ένα από τα πιο παθολογικά ζητήματα της πολιτικής και της ιστορικής εξέλιξης είναι το πρόβλημα της πολιτικής γενικολογίας. Το πρόβλημα αυτό είναι αποτέλεσμα της διασύνδεσης του στελεχιακού δυναμικού της πολιτικής, των μέσων επικοινωνίας που λειτουργούν διαμεσολαβητικά, της πολιτικής και της επικοινωνιακής συνείδησης του κοινού. Επίσης, απηχεί τα κίνητρα αλλά και τον συνδυασμό κινήτρων και τακτικών από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας ή των πολιτικών ηγεσιών, με την έννοια ότι η πολιτική γενικολογία είναι πολυκομματικό και διακομματικό φαινόμενο.
Advertisment
Στα αίτια συμπεριλαμβάνουμε:
1) Τα όρια του πολιτικού στελεχιακού δυναμικού σαν συνείδηση και σαν δυνατότητα πολιτικής συνείδησης, σαν ικανότητα θεωρητικής κατανόησης και ιδεολογικής κριτικής καθώς και ηθικής εντιμότητας. Αυτή, βέβαια, η δυναμική των πολιτικών υποκειμένων διαμορφώνεται σε μια σχέση αμφίδρομη τόσο από τη σταδιακή έκπτωση της πολιτικής ισχύος και των πολιτικών θεσμών έναντι των οικονομικών παραγόντων όσο και από τη διαμεσολαβητική δυναμική των μέσων επικοινωνίας.
2) Τις πολιτισμικές συνθήκες που αποτελούν δεσμευτικό παράγοντα και συνδέονται με το κοινό. Σε αυτές τις συνθήκες συνεργούν τα μέσα ενημέρωσης, θρησκευτικοί παράγοντες, παράγοντες του αθλητικού τομέα και γενικότερα η ελίτ των ονομάτων ή η νομενκλατούρα της επωνυμίας. Δηλαδή, ένας από τους παράγοντες διαμόρφωσης του πολιτικού λόγου είναι η ουσιαστική μόρφωση και η πολιτική βιωματική του κοινού, το οποίο εγκλωβίζεται στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος, στη μαζικότητα, στους όρους της κομματοκρατίας κλπ. Γενικά, οι πολιτισμικές συνθήκες απηχούν το ουσιαστικό μορφωτικό και βιωματικό δυναμικό της κοινής γνώμης και του λαού, της μαζικότητας – και εδώ ακριβώς λειτουργούν οι επιλογές του πεδίου της δημαγωγίας και παραπέμπουμε στη διαχρονικότητα αυτού του φαινομένου.
3) Τον θεμελιώδη διχασμό και τη θεμελιώδη ενσωμάτωση της πολιτικής στη διαχείριση των οικονομικών συμφερόντων. Αυτά τα συμφέροντα προσδιορίζουν τα όρια κίνησης του πολιτικού δυναμικού, των πολιτικών κομμάτων και του πολιτικού προγράμματος.
Advertisment
4) Τη διαμεσολάβηση της πολιτικής επικοινωνίας μέσα στις συνθήκες κλίμακας της επικοινωνίας, με τη χρήση όλων των διαθέσιμων επικοινωνιακών «εργαλείων» από κατευθυντικές δημοσκοπήσεις και διαμεσολαβήσεις σύμφωνα με κανόνες που συνδέονται με το πολιτικό marketing. Αυτή η διαμεσολάβηση στην πολιτική επικοινωνία υποκαθιστά την κριτική δυνατότητα και την αποφασιστικότητα του κοινού.
5) Το ότι μέρος του πολιτικού λόγου διαμορφώνεται στο ακαδημαϊκό ιδεολογικό πεδίο και, συνεπώς, η πολιτική στενότητα του λόγου απηχεί και την ανάλογη στενότητα του ακαδημαϊκού γνωστικού θεωρητικού πεδίου.
Όταν υπάρχει βέβαια αυτή η περιοριστική δυναμική, είναι προφανές ότι ο πολιτικός λόγος πρέπει να εξυπηρετήσει ταυτόχρονα δύο αντίθετους στόχους: αφ’ ενός μεν τη μαζική πολιτική αγορά ιδεολογικά-επικοινωνιακά και αφ’ ετέρου τη διαπλοκή, τη διαχείριση ισχυρών συμφερόντων και τη διασύνδεση με ελίτ εξωθεσμικής ισχύος. Σε αυτή την περίπτωση είναι αναγκαστική μια στρατηγική λόγου που καλείται να λειτουργήσει από το ένα μέρος ιδεολογηματικά, χωρίς όμως να έχει ουσιαστικό προγραμματικό αντίκρυσμα, και από το άλλο μέρος στα πλαίσια μιας ασάφειας προεσκεμμένης και ηθελημένης, με ορίζοντα τόσο τις αδυναμίες της ενδοτικότητας των θεσμών στην ισχύ των συμφερόντων και στον ολοκληρωτισμό τους όσο και το διαμεσολαβητικό πεδίο που είναι το πεδίο της επικοινωνίας.
Συνεπώς, σε αυτό το σημείο διαμορφώνεται μια θεμελιώδης δυναμική η οποία λειτουργεί καταλυτικά, συνεκτικά, ως αυτοσυντήρηση ηγετική, ως αυτοσυντήρηση της πολιτικής υπεραξίας και νομενκλατούρας, με τη διασύνδεση της σε διατεταγμένους ρόλους με τα οικονομικά συμφέροντα και με τις ειδωλοποιήσεις της ισχύος.
Έτσι, ο πολιτικός λόγος μπορεί να δεσμευτεί και να είναι υποχρεωμένος, τελικά, να αποφύγει την ουσιαστικότητα και την αναζήτηση προγραμματικών ριζικών-διαρθρωτικών λύσεων, δηλαδή να αποφύγει την αναφορά του στο συγκεκριμένο και εμπράγματο.
Τα όρια της πολιτικής γενικολογίας
Το κοινό σε ένα βαθμό ρυθμίζεται-καθοδηγείται -υπό ορισμένες βέβαια συνθήκες- και, συνεπώς, δεν χρειάζεται η αναφορά σε αυτό, όπως βέβαια δεν χρειάζεται και η αναφορά στο συγκεκριμένο ή ουσιαστικό πεδίο της διακυβέρνησης και της δημοκρατικής διαβούλευσης και συμμετοχής. Φυσικά, δεν λειτουργεί ορθά ο ρόλος της επιστημονικής θεώρησης και, κατ’ ουσίαν, η τεχνοκρατία καταλήγει στο να είναι διεύθυνση οικονομικών-πολιτικών συμφερόντων και όχι επιστημονική προσέγγιση ζητημάτων με όρους θεσμών.
Ας δούμε όμως τα όρια της πολιτικής γενικολογίας. Στον βαθμό που αρχίζει να αναπτύσσεται μια ισχυρή απαξίωση της πολιτικής η πολιτική γενικολογία μπορεί να ενισχυθεί λόγω της απόκλισης που υπάρχει μεταξύ του πεδίου δυνατοτήτων και πολιτικών επιλογών και του πεδίου της πολιτικής επιθυμίας του κοινού, επειδή αυτή η γενικολογία επιχειρεί με αυτόν τον τρόπο να συγκαλύψει αυτή την απόκλιση. Ταυτόχρονα, μπορεί να λειτουργήσει σαν ιμάντας επιβίωσης στη μεταβατική φάση σύγχυσης, επειδή καθυστερεί την αποκάλυψη αυτής της απόκλισης και πείθει για την ευόδωση των ελπίδων στο μέλλον.
Αν όμως η απαξίωση της πολιτικής ολοκληρωθεί και επικαιροποιηθεί από πλευράς του κοινού, τότε η πολιτική γενικολογία λειτουργεί σαν ένας πολιτικός θόρυβος και πολιτικός πληθωρισμός της επικοινωνίας και αρχίζει πλέον να λειτουργεί σαν πεδίο αναλωσιμότητας και ανακύκλωσης του στελεχιακού δυναμικού του πολιτικού τοπίου.
Τα όρια, συνεπώς, της πολιτικής γενικολογίας είναι εξελισσόμενα ανάλογα με τις συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργούν τα κόμματα, οι πολιτικές και οι πολιτικοί. Επομένως, υπάρχει μια διακύμανση και στην επιλογή του είδους της πολιτικής γενικολογίας και θα μπορούσαμε να πούμε ότι το τελευταίο στάδιο της πολιτικής γενικολογίας είναι το στάδιο της διαβεβαίωσης περί του αντιθέτου πριν ακριβώς συμβεί το αληθινά επικείμενο γεγονός, π.χ. ένα πολιτικό κραχ.
Τέτοιες απότομες μεταπτώσεις που εκδηλώνουν μια ασυνέχεια ανάμεσα στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας και στο πεδίο της πολιτικής εξέλιξης υπάρχουν στην ιστορία και διαμορφώνονται π.χ. σε διαδικασίες όπως στο πέρασμα από την ειρήνη στον Παγκόσμιο Πόλεμο, στις πολύ μεγάλες οικονομικές κρίσεις και σε κρίσιμα και καθοριστικά στάδιά τους κλπ.
Εκεί ακριβώς μπορεί να λειτουργήσουν δυναμικές απότομης μεταστροφής του πολιτικού κλίματος και θεμελιακής νέας δυναμικής. Όμως αυτές οι συνθήκες μπορούν να λειτουργήσουν και μέσα από τη μακρά επώαση, η οποία μπορεί να εκδηλώσει μια αναγεννητική δυναμική αρχικά και στην συνέχεια καταστροφική του πολιτικού τοπίου, όπως ακριβώς έχει γίνει σε πολλές μεγάλες επαναστάσεις μεταξύ των οποίων κορυφαία είναι η Γαλλική. Είναι δείγμα αυτής της πολιτικής εξέλιξης και της μετατόπισης της πολιτικής επικοινωνίας ή της ανάπτυξης της πολιτικής επικοινωνίας.
Η ανάπτυξη της πολιτικής επικοινωνίας στη Γαλλική Επανάσταση είχε ως χαρακτηριστικά:
α) Ένα μακρό θεωρητικό υπόβαθρο: την αμφισβήτηση του απολυταρχισμού.
β) Την αποδοχή προοδευτικών ιδεών από τη μορφωτική ελίτ αλλά και κυρίως από την αναδυόμενη οικονομική ελίτ.
γ) Μια μακρά επώαση μέσα από οικονομικές κρίσεις και πολιτικές.
δ)Μια θεσμική ανασύνταξη με τη σύγκλιση των τάξεων προκειμένου να διευθετηθούν κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις διακυβέρνησης.
Αυτή η συνδρομή παραγόντων διαμόρφωσε και ένα νέο πλαίσιο πολιτικής επικοινωνίας που είχε θεωρητικά αποθέματα από τον Ρουσσώ, τον Μοντεσκιέ, εν γένει τον Διαφωτισμό και τον Εγκυκλοπαιδισμό, είχε στελεχιακή αναγέννηση μέσω της αντιπροσώπευσης από στοχαστές ή παράγοντες ισχύος (όπως ο Μιραμπό και άλλοι) στη διαδικασία της αφετηρίας – δηλαδή, υπήρχε ένα ανθρώπινο δυναμικό διαφοροποιημένο από την κατεστημένη τάξη – και έτσι προέκυψε ένα συνεχές δυναμικό που λειτούργησε με ένα τεράστιο πολιτικό και ιστορικό απόηχο. Σε άλλες περιπτώσεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν τέτοιες συνέργειες πολιτικής μεταστροφής.
Βέβαια, η πολιτική μεταστροφή μπορεί να εξαρτηθεί από πολλές συγκυρίες, όπως εξαρτήθηκε ειδικά στην περίπτωση της Γερμανίας στο διάστημα του Μεσοπολέμου. Αυτές οι μεταπτώσεις του πολιτικού κλίματος δεν είναι σύνηθες φαινόμενο και απαιτούν μια μακρά επώαση και συνδρομή παραγόντων.
Ο πολιτικός λόγος βασικά είναι λόγος ευκτικός και διαβεβαιωτικός. Τα διαβεβαιωτικά όρια, η διαβεβαιωτική του διαπίστευση, έχει συγκεκριμένο ορίζοντα και διαφοροποιημένη δυναμική κατά περίπτωση. Ο ευκτικός λόγος έχει επίσης συγκεκριμένη πειστικότητα.
Υπάρχει, βέβαια, και μια τρίτη συνιστώσα που είναι το προγραμματικό περιεχόμενο είτε στην ευκτικότητα είτε στη διαβεβαίωση. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ρυθμίζεται η ουσιαστικότητα του λόγου τόσο στο ευκτικό όσο και στο διαβεβαιωτικό περιεχόμενο του.
Τα όρια λοιπόν, τόσο τα ευκτικά όσο και τα διαβεβαιωτικά, συνδέονται με τα προγραμματικά όρια. Τα προγραμματικά όρια επηρεάζονται από το επίπεδο της ηθικής ή της εντιμότητας των κινήτρων και ταυτόχρονα επηρεάζονται από την πολιτική ικανότητα. Η πολιτική ικανότητα δεν είναι όμως θέμα πρωταρχικά πολιτικού λόγου. Είναι ένα θέμα που πρέπει να συνεκτιμάται σε επίπεδο ηγεσίας, σε επίπεδο ομάδας αλλά και σε επίπεδο συνολικού συστήματος και κοινωνίας.
Εν γένει, μπορεί να πει κανείς ότι ο λόγος ως προσωπείο και όπως έχει καλλιεργηθεί στην καθημερινή μας επικοινωνία αναδεικνύεται και στην πολιτική. Η ρητορική ευκολία ή γενικολογία αναδεικνύεται ταυτόχρονα με μια υπανάπτυξη και απλοϊκότητα της σκέψης, δηλαδή έχουμε συνδυασμό της ανάπτυξης του λόγου ή της ομιλίας μέσα και από ένα μαζικό πεδίο της πολιτικής μαζί με την απλοϊκότητα της σκέψης και τη σοφιστική τεχνική. Ο πολιτικός λόγος εξελίσσεται σε πεδίο θεμελιώδους αναξιοπιστίας αλλά και θεμελιώδους ευθύνης και για τη δημοκρατική συμμετοχή του κοινού.
Η γραφειοκρατική διεύρυνση της πολιτικής όπως επίσης η διεύρυνση των δημοκρατικών της διαδικασιών, δηλαδή η διττότητα η υπηρεσιακή ή η αύξηση του ορίζοντα θητείας και συμμετοχής σε πολιτικά όργανα και σε πολιτικές διαδικασίες, έχει διευρύνει μόνον ορισμένως το φάσμα του πολιτικού λόγου ως εμπειρία, ως βιωματικό πλαίσιο και γνώση.
Ένας άλλος παράγοντας που συνδέεται με την πολιτική γενικολογία και που είναι συναφής και με τα όριά της είναι η διαμόρφωση μιας κυρίαρχης κατεύθυνσης που αφορά ζητήματα μακροχρόνιας ανάγκης, τόσο σε ότι αφορά την αναδιοργάνωση του κράτους όσο και στον αναπτυξιακό χαρακτήρα της οικονομίας, όπως π.χ. με όρους «πράσινη ανάπτυξη», «πράσινη οικονομία», «πράσινη επιχειρηματικότητα». Γενικότερα, η πολιτική γενικολογία αναπτύσσεται με μια πρωιμότητα ανώριμη έναντι του πραγματικού πεδίου για αναδυόμενους τομείς, αλλά και με μια υστέρηση διαχρονική στα πολιτικά αιτήματα και στα αιτήματα του πολίτη για συμμετοχή στην διαμόρφωση της πολιτικής κοινωνίας.
Τα αποτελέσματα του πολιτικού λόγου και της πολιτικής γενικολογίας
Τα αποτελέσματα αυτά είναι πολλά και αλληλοσυνδεόμενα, όπως:
(α) Αυτή η πρωιμότητα με την οποία αναπτύσσεται γενικόλογα και ανώριμα ο πολιτικός λόγος σε τομείς ακόμη αναδυόμενους και μη κατανοητούς, όπως στην πράσινη ανάπτυξη που προαναφέραμε, επιφέρει ορισμένα αρνητικά αποτελέσματα. Κατ’ ουσίαν, ο πολιτικός λόγος αναπτύσσεται σαν ένα θέατρο, σαν ένας σκηνοθετικός κορεσμός του πεδίου, και ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί και σαν πολιτικός αποκλεισμός πραγματικών προγραμματικών ιδεών και περιεχομένων, καθώς επίσης και ιδεολογικών ουσιαστικών κριτικών ή ανασυγκροτήσεων.
Εκτονώνει ρητορικά τις ανάγκες, λειτουργώντας έτσι σαν ένα παυσίπονο της πολιτικής επικοινωνίας και σαν ένα αναβλητικό ντόπινγκ της, σαν αναβολή της πραγμάτωσης, σαν διεκδίκηση και κατοχή πολιτικού χρόνου διακυβέρνησης και αντιπολίτευσης (υπό την έννοια ότι και η αντιπολίτευση αναπτύσσει την πολιτική γενικολογία) και αυτή η θεατρική εναλλακτικότητα εξελίσσεται σε μια ανακυκλωτική γοητεία και, τελικά, σε μια παγίωση στην κομματική αυταπάτη των οπαδών, σαν παγίωση της κομματικής τους ταύτισης.
(β) Η πολιτική γενικολογία, ως μια αμβλύτητα δικαιϊκή-θεσμική και ως μετατόπιση του επίκεντρου από τη λειτουργία των θεσμών στην πολιτική επικοινωνία, συμβάλλει στη διαφθορά και στην αδιαφάνεια
(γ) συμβάλλει στη χαμηλή παραγωγικότητα της πολιτικής και των κομμάτων
(δ) δημιουργεί ένα πεδίο πλασματικής πολιτικής ανταγωνιστικότητας ή αγοράς
(ε) συντελεί σε μια μακροχρόνια μαζική ταύτιση
(στ) δημιουργεί ένα σχηματισμό συλλογικού πολιτικού υποκειμένου με κομματικό χαρακτήρα, επειδή στον βαθμό που ο πολιτικός λόγος δεν φασματοποιείται- πνευματικοποιείται ουσιαστικά, δεν αναδεικνύεται στο συγκεκριμένο και στο πεδίο της διαρθρωτικής πολλαπλότητας των δομών και των υποκειμένων και δεν λειτουργεί με όρους σύνθεσης της αναφοράς στο πολιτικό σώμα, στον βαθμό αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη συγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου, οδηγώντας το σε τεμαχισμό, χωριστικότητα και στεγανοποίηση, οδηγώντας σε κλειστές δομές λειτουργίας της πολιτικής επικοινωνίας που τελικά αναπαράγουν εσωτερικά τη δυναμική της αναποτελεσματικότητας και της σύγχυσης με την ψευδαίσθηση της κομματικής έκφρασης.
(ζ) οδηγεί αυτό το πολιτικό υποκείμενο να έχει αμβλεία πολιτική ζήτηση και να ικανοποιείται από μια υπο-ποιότητα πολιτικής προσφοράς μέσα σε αυτό το πεδίο πλασματικής πολιτικής ανταγωνιστικότητας ή αγοράς
(η) επιφέρει πολιτική ανία, μια ανταπόκριση που δεν αρθρώνεται τελικά σε επαναδιαμόρφωση της πολιτικής ζήτησης για μια ποιότητα και μια νέα περιεκτικότητα πολιτικού λόγου.
(θ) και έτσι διαμορφώνεται μια δυναμική επανακαθήλωσης της πολιτικής γνώμης και άποψης και μιας αδρανειακής δέσμευσής της στο πολιτικό τοπίο.
(ι) Επίσης ταυτόχρονα διαμορφώνει την απόκλιση της διακυβέρνησης από την προγραμματική εξαγγελία και τη διολίσθηση της πολιτικής διακυβέρνησης μακράν της αναφοράς στο συγκεκριμένο και εμπράγματο.
Τελικά, η κομματική και ιδεολογική διαφοροποίηση του πολιτικού κοινού λειτουργεί σαν ένα πεδίο εναλλακτικών θεατρικών παραστάσεων με μια αμβλύτητα διαφοροποίησης της πολιτικής ποιότητας και φασματικοποίησης του πολιτικού λόγου.
(ια) Την ίδια ώρα που η κομματική πολιτική εμφανίζει μια προοπτική διαχειριστικής σύγκλισης, η πολιτική ρητορεία και γενικολογία επιτείνει την κρίση της πολιτικής συνείδησης, της πολιτικής στελέχωσης και της πολιτικής επικοινωνίας και αυξάνει τελικά την ενδοτικότητα των θεσμών στις ατέλειες του ανθρώπινου παράγοντα.
Το πρόβλημα πάντως βρίσκεται στο γεγονός ότι ακόμη και όταν γίνονται εγχειρήματα είτε διαβουλευτικά, είτε στοχαστικά, είτε σαν προγραμματικές συγκεκριμενοποιήσεις προς υπέρβαση της πολιτικής ρητορείας και γενικολογίας, και πάλι τα εγχειρήματα αυτά εν τη γενέσει τους βυθίζονται σε ρητορεία και καταλήγουν τελικά να έχουν σοφιστικό περιεχόμενο υπό την έννοια θα λέγαμε μιας έκφρασης εντροπίας, αδυναμίας και φθίνουσας απόδοσης της πολιτικής αντίληψης και του ναρκισσισμού ή της αυτοϊκανοποίησης του πολιτικού λόγου και του πολιτικού υποκειμένου σε ατομικές και συλλογικές εκδοχές του.
(ιβ) Παράλληλα, ο πολιτικός λόγος και η πολιτική επικοινωνία είναι διαμορφωτής γενικώς της κουλτούρας. Διαμορφώνει δηλαδή πρότυπα γλωσσικά, πρότυπα εννοιολογικά με ευρεία διάχυση. Είναι ολιστικός ελκυστής της πολιτισμικής δυναμικής του λόγου.
Προφανώς, μια από τις κυρίαρχες επιπτώσεις της γενικολογίας είναι η ανάδειξη των ιδεών ως συγκεκριμένων και συντελεστικών παραγόντων της πολιτικής (χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην πραγματική ή ορθή), πράγμα που είναι συναφές και με τα εννοιολογικά πρότυπα και πολιτισμική δυναμική του πολιτικού λόγου στο εδάφιο αυτό. Το πεδίο της πολιτικής είναι κύριο πεδίο για τις ιδέες (ασχέτως της χρήσης που τους γίνεται) και γι’ αυτό οι ιδεολογίες είχαν τόσο μεγάλη ισχύ. Όμως είναι ταυτόχρονα και πεδίο για την ανακύκλωση και την παγίωση της νομενκλατούρας, γεγονός το οποίο οδηγεί σε απαξίωση και κακή χρήση και επίκληση των ιδεών για λόγους προσωπικής ανάδειξης και εκπλήρωσης συμφερόντων.
Εδώ πρέπει να θεωρήσουμε το πρόβλημα του πολιτικού λόγου και στο εσωτερικό των κομμάτων σαν μέρος της εσωτερικής πολιτικής επικοινωνίας και διαδικασίας.
Το ζήτημα της γενικολογίας, επομένως, έχει βαθιά σχέση με το πεδίο της έννοιας και, αν ο άνθρωπος δεν αρθεί σε αυτό το πεδίο, δεν θα μπορέσει να ελέγξει τις παραπάνω διαδικασίες προς όφελος της δημοκρατίας, αλλά θα παραμείνει έρμαιο αυτών των διαδικασιών.