, ,

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Ο λογοτέχνης του "Μαγικού Ρεαλισμού"

Διαβάστε για την σπουδαία πορεία του μεγάλου Κολομβιανού συγγραφέα αλλά και την τελευταία επιστολή πριν το θάνατό του.

Φωτογραφία για το βιογραφικό του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στην Εναλλακτική Δράση

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel Garcia Marquez) ήταν  σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, δημοσιογράφος και σεναριογράφος και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους συγγραφείς της ισπανόφωνης λογοτεχνίας και τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982 για το έργο του «Εκατό χρόνια μοναξιάς», θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού».

Διαβάστε επίσης

Advertisment

Ενοικιάζονται όνειρα

13 λόγοι για να ζεις

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1928 σε ένα παραλιακό χωριό, την Αρακατάκα της Κολομβίας. Ο πατέρας του Γκαμπριέλ Γκαρσία ήταν φαρμακοποιός και η μητέρα του Λουίζα Μάρκες, κόρη στρατιωτικού. Ο μικρός “Γκάμπο” όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά, μεγάλωσε μέχρι τα δέκα του χρόνια μαζί με το συνταγματάρχη Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες, τον παππού του και τη γιαγιά του Τρανκιλίνα. Τον πατέρα του, που ο παππούς Νικολάς δεν ήθελε για γαμπρό του, τον γνώρισε όταν ήταν επτά χρονών. Ο παππούς ήταν για τον μικρό, το αρσενικό του πρότυπο και ο πατέρας δεν μπόρεσε ποτέ να κερδίσει μια θέση στην καρδιά του.

Advertisment

Gabriel Garcia Marquez Γκαμπριελ Γκαρσία Μάρκες

Ο ίδιος ο Γκάμπο, σε μια συνέντευξή του, είχε πει «Ο παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον και ως και σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς». Οι ιστορίες που άκουγε από τη γιαγιά του για φαντάσματα και από τον παππού του για μάχες και εμφυλίους πολέμους διέγειραν τη φαντασία του και απετέλεσαν το υλικό για τα μετέπειτα διηγήματα και μυθιστορήματά του. Ήταν ένα έξυπνο, χαρισματικό και ταλαντούχο παιδί, με ιδιαίτερη ικανότητα στο σχέδιο.

Στην ηλικία των 11 χρόνων κέρδισε τα πρώτα του χρήματα, ζωγραφίζοντας επιγραφές για γειτονικό του κατάστημα, βοηθώντας την οικογένειά του, που εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Τελειώνοντας το σχολείο του το 1947, έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Μποκοτά, για να σπουδάσει Νομικά και την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Η Τρίτη Παραίτηση». Ένα χρόνο μετά, οι πολιτικές ταραχές που ξέσπασαν στην Κολομβία, τον ανάγκασαν να μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο της Καρθαγένης των Δυτικών Ινδιών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σε περιοδικά και εφημερίδες, στην Αμερική και την Ευρώπη.

Gabriel Garcia Marquez Γκαμπριελ Γκαρσία Μάρκες

Το πρώτο του μυθιστόρημα «Τα νεκρά φύλλα» εκδόθηκε το 1955 και ακολούθησε η «Κακιά ώρα», «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει» και το «Η κηδεία της μεγάλης μάμα». Το έργο όμως που δέχτηκε τις καλύτερες κριτικές και κέρδισε το αναγνωστικό κοινό ήταν το «Εκατό χρόνια μοναξιάς», ένα έργο που τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας. Το 1958 παντρεύτηκε τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο και μαζί της απέκτησε δυο γιους. Το 1959 με την έναρξη της κουβανέζικης επανάστασης, που χαιρετίστηκε από την λατινοαμερικάνικη διανόηση, έφυγε για να εργαστεί στην Αβάνα από όπου επέστρεψε ξανά στην Κολομβία το 1961.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με τον Φιντέλ Κάστρο
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με τον Φιντέλ Κάστρο

Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Μεξικό, όπου θα περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Αξίζει να αναφερθεί ότι την περίοδο που έγραφε το έργο του «Εκατό χρόνια μοναξιάς», το οποίο χρειάστηκε 14 μήνες για να το ολοκληρώσει, η οικογένεια Μάρκες είχε φτάσει στο όριο της απόλυτης φτώχειας και χρειάστηκε να πουλήσει σχεδόν τα πάντα για να συντηρηθεί. Το βιβλίο αυτό όμως, έμελε να αλλάξει τη ζωή του ίδιου του συγγραφέα αλλά και της οικογένειάς του. Οι πωλήσεις του μέχρι σήμερα, ξεπερνούν τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα.

Το 1975 εκδόθηκε το «Φθινόπωρο του Πατριάρχη» και το 1982 το «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Άλλα αξιόλογα έργα του είναι «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», «η είδηση μιας απαγωγής», «Ο Στρατηγός μέσα στο λαβύρινθό του» κ.α.

Υπήρξε κομμουνιστής και φίλος του Φιντέλ Κάστρο, ενώ είχε απαγορευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, η είσοδός του στις ΗΠΑ, λόγω της https://enallaktikidrasi.com/2016/05/gabriel-garcia-marquez/στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα που ήταν ενάντια με την Αμερική. Το 1999 ο Γκάμπο διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας του αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε το 2002 και είχε τίτλο «Ζω για να τη διηγούμαι». Το τελευταίο του έργο εκδόθηκε δυο χρόνια μετά και είχε τον τίτλο «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου».

Από εκεί και πέρα δεν εμφανίζεται πλέον. Το 2012 ο αδελφός του Χάιμε ανακοινώνει ότι ο Γκάμπο πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες άφησε την τελευταία του πνοή στην Πόλη του Μεξικού, στις 17 Απριλίου του 2014, σε ηλικία 87 ετών, αποχαιρετώντας φίλους και αγαπημένους, με ένα πεζοποίημα που έγραψε, όταν έμαθε ότι πρέπει να δώσει την έσχατη μάχη.

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους…

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα. Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους…

Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.

Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα “σ’ αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.

Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία.

Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».

[toggle title="Πηγές"]

el.wikipedia.org

www.sansimera.gr

www.imerisia.gr

www.greekbooks.gr

[/toggle]

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Διονύσιος Σολωμός: Τα συντηρημένα χειρόγραφα του εθνικού ποιητή θα εκτεθούν στο Βυζαντινό Μουσείο στις 21/3
Να μην είσαι ούτε ο βασιλιάς, ούτε ο στρατιώτης. Να είσαι ο σκακιστής (Σουν Τζου - Η Τέχνη του Πολέμου)
Βίνσεντ Βαν Γκογκ: Το Φως στο Σκοτάδι της Ψυχής
Ιπποκράτης: Ο πρώτος ολιστικός ιατρός και επίτιμος πατέρας της ιατρικής

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση