Photo: Author/Depositphotos
Γράφει η Άντα Κοσκινά
Advertisment
Ο χλωμός θεός της ευτυχίας, των παραδόξων και των ψευδαισθήσεων έφερε τα σκήπτρα του στην πόλη και όλοι έτρεξαν να προσκυνήσουν τα λάφυρα ζαλισμένοι, σχεδόν υπνωτισμένοι από τη λάμψη του χρυσού και των διαμαντιών. Η πόλη ολάκερη σείστηκε και άνοιξαν οι ουρανοί. Έτσι όπως στέκονταν γονατιστοί μπροστά στο χλωμό θεό έπεφτε η καταιγίδα άνω τους βαριά μα κανείς δεν σήκωσε το βλέμμα ψηλά να δει τον αετό που πετούσε και έφερνε τον οιωνό.
Κανείς πια δεν θα είναι ελεύθερος έγραφε με τις φτερούγες του στον ουρανό και σχημάτισε το κελί στο οποίο κλείστηκε η ανθρωπότητα. Ένα παιδί ούτε 8 χρονών κατάφερε να σηκώσει το κεφάλι και να δει την αλήθεια. Κοιτάξτε φώναξε και το βλέμμα του πέταγε φωτιά μα κανείς δεν κινήθηκε μήτε σάλεψε. Όλοι αποσβολωμένοι σέρνονταν τώρα απεμπολώντας την ελευθερία τους στα πόδια του νέου τους Θεού για ένα κομμάτι που λάμπει. Ικέτευαν και αυτός υποσχόταν ζωή χαρισάμενη σε αυτούς και στους απογόνους τους.
Advertisment
Τα χρόνια περνούσαν με τον ουρανό να μην γαληνεύει ποτέ ξανά λες και ο νέος θεός μαζί με το χρυσάφι έφερε και μια αλλιώτικη κατάρα. Ο ήλιος δεν έβγαινε πλέον από την ντροπή του για την αδυναμία των χωρικών να αναγνωρίσουν την αληθινή λάμψη. Εκείνοι είχαν τυφλωθεί και ακόμη προσκυνούσαν στο βωμό του χρυσού. Η λάσπη και η σκιά έγιναν δεύτερο κορμί για τους υπηκόους που πλέον εξασκούνταν στην υπακοή και την πειθαρχία για να διατηρούν ευχαριστημένο το Θεό και το χρυσάφι του. Μονάχα εκείνο το παιδί που είχε δει τον αετό μεγάλωνε με αυτό το βάρος της θολής ανάμνησης στην νεανική καρδούλα του πως κάτι έπρεπε να κάνει για να σώσει το λαό του μα μόλις πήγαινε να μιλήσει όλοι του έλεγαν να σωπάσει διότι αυτά που έλεγε τάραζαν το Θεό και το χρυσάφι του.
Μέχρι που μεγάλωσε πολύ και η φωνή του δεν κρατιόταν. Έφτασε λοιπόν μπροστά στο Θεό και με θάρρος που θα ζήλευε και ο πιο άξιος πολεμιστής του, του έδειξε τη δυστυχία και την παραίσθηση στην οποία είχε βυθίσει το λαό του. Εκείνος άκουγε αγέρωχος και μόλις τελείωσε έδωσε μία με τη ξιφολόγχη του και το έκοψε το κεφάλι. Έτσι πρέπει σε όποιον αμφισβητεί τη δύναμη του χρυσού. Χωρίς αυτό είστε ένα τίποτα ούρλιαξε και η φωνή του αντήχησε σε όλη την πόλη για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι καινούργιοι. Έτσι η πόλη άλλαξε πλευρό και συνέχισε τον βαθύ ύπνο στο ταξίδι της υλικής ευτυχίας και της σκλαβιάς.
Αν αναρωτιέσαι τι παραμύθι είναι αυτό και από ποια φαντασία ξεκίνησε έχω να σου πω γλυκέ μου χωρικέ πως αφορά τον πλανήτη γη του 21ου αιώνα αυτή είναι η πόλη μας και ο πολιτισμός μας. Όλα καίγονται ευχαρίστως και ανάλαφρα στο βωμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος για να διατηρείται ζωντανός ο Θεός. Μα τον θεό δεν μπορείς να τον δημιουργήσεις ούτε καν να τον φανταστείς. Σήκωσε το κεφάλι χωρικέ και δες τον ήλιο τον πραγματικό, μη σηκώνεις άλλο μαστίγιο στις πλάτες σου. Δεν είσαι γεννημένος για δούλος αλλά για αφέντης του εαυτού σου και μόνο. Πως μπορείς εσύ αφέντη να σκύβεις το κεφάλι σε παραισθητικούς Θεούς.