Ένα δωμάτιο θλίψη

Το δωμάτιο αυτό είχε μια γνώριμη θλίψη μέσα στο σπίτι… στο σπίτι της ψυχής, εκείνο το γεμάτο γκρίζα χρώματα, μα αν τα έβλεπες πιο

Ένα δωμάτιο θλίψη

Το δωμάτιο αυτό είχε μια γνώριμη θλίψη μέσα στο σπίτι… στο σπίτι της ψυχής, εκείνο το γεμάτο γκρίζα χρώματα, μα αν τα έβλεπες πιο προσεκτικά έκρυβε κάτι καλοσχηματισμένες κίτρινες ελπίδες τόσο φωτεινές που τυφλωνόσουν, όχι από την ψευδαισθησιακή χρυσόσκονη τους, αλλά από την θεϊκή τους λάμψη.

Έσπρωξα στην άκρη από το τραπέζι ό,τι με ενοχλούσε και με μια ανάσα ξεκίνησα να μελανώνω και να ξεσπώ. Να θυμώνω στο χαρτί, λες και αυτό μου έφταιγε! Μια θύελλα ξέσπασε στο χώρο. Οι γαλάζιες κουρτίνες έγιναν κύματα και με τράβηξαν στην γλυκιά δύνη της γραφής. Η φλόγα από το κερί άρχισε να χορεύει άγρια από τον αέρα της αλλαγής. Κάτι μέσα μου, μου είπε έφτασε η ώρα! Μόνο ο ήχος του μολυβιού ακουγόταν και ο ήχος της καρδιάς μου. Το βλέμμα μου γεμάτο λαχτάρα επικεντρωνόταν στο σύρσιμο του μολυβιού, που με αγωνία παρακολουθούσε το φύλλο να γεμίζει και την ψυχή να αδειάζει από το σκοτάδι. Το φύλλο να τελειώνει και την ψυχή να ξαναρχίζει!

Advertisment

Μήπως ξέχασα κάτι σε αυτό το έρημο δωμάτιο της θλίψης που κανείς δεν έχει μπει, κανείς δεν έχει δει και κανείς δεν έχει αγγίξει; Ξαναγυρνώ και με ένα κερί ψάχνω προσπαθώντας να λυτρώσω το αλύτρωτο βαθύ κενό της επιθυμίας μου. Τα βήματά μου οδηγούνται από μια άσβεστη πύρινη επιθυμία που σιγοκαίει στο κέντρο της ύπαρξής μου. Ο θυμός καταλάγιασε, το βλέπω πλέον καθαρά. Τι έφερε στο διάβα του, αναρωτιέμαι, και ξάφνου φανερώνεται εμπρός μες το καμάρι και μου λέει: με λένε θλίψη και σου κρατώ συντροφιά πόσο καιρό τώρα…

Που ήσουν κρυμμένη τόσο καιρό, της λέω.

Γέμιζα το πηγάδι της ψυχής σου μου αποκρίνεται.

Advertisment

Φύγε και εσύ και άσε με μόνο μου, της λέω.

Εσύ πρέπει να με αφήσεις εγώ δεν απογοήτευσα ποτέ κανέναν τροφοδότη μου.

“Πως βρέθηκα εδώ;”

“Εστίασες στις γοητευτικές ψευδοσειρήνες από την μία, και την κακία και το μίσος των ανθρώπων από την άλλη. Μόνο που δεν είδες πίσω από την πονεμένη γκριμάτσα τη θλίψη, το φόβο, το θυμό που σφιχταγκάλιαζε κάθε τους κύτταρο. Όπως σφιχταγκαλιάζω τώρα εγώ εσένα. Η πύρινη λαίλαπα των ψευδαισθησιακών συγκινήσεων, δοσμένα από το ανύπαρκτο “εγώ” που παρασέρνουν στο πέρασμά τους είναι η αιτία…”

“Σοφό ακούγεται, είσαι σίγουρα η Θλίψη;”

“Τι θέλεις εσύ εδώ; Τόσο μεγάλη ήταν η περιέργεια σου να με γνωρίσεις; Ε! ορίστε με γνώρισες.

Ένα από τα συναισθήματα σου είμαι και εγώ το πιο αβυσσαλέο γιατί σε απομακρύνει από την αλήθεια και την ζωή. Εσύ με φτιάχνεις όπως φτιάχνει ο γλύπτης το γλυπτό του, χωρίς την συγκατάθεσή σου δεν φανερώνομαι και εδρεώνομαι μόνο με την επιμονή σου σε εμένα”.

“Σου μιλώ, γιατί δεν αποκρίνεσαι;”

“Κοιτάζω το μαύρο σύννεφο στο ταβάνι του δωματίου, που πότε βρέχει, πότε αστράφτει και μπουμπουνίζει, πότε ρίχνει λυτρωτικό βρόχινο δάκρυ ξεπλένοντας και εξαγνίζοντας την λύπη που έχει απλωθεί στους τοίχους.

“Εγώ είμαι το μαύρο σύννεφο!”

Έξω από το δωμάτιο αυτό Ανθρώπινες σκιές βηματίζουν, τις βλέπω από το παράθυρο της μοναξιάς μου. Δεν με βλέπουν μόνο με κοιτούν δεν είμαι εκεί γι αυτούς, δεν είναι εκεί για εμένα, μα θα είμαι εκεί για αυτούς και ας μην είναι εκεί για εμένα. Πάλι βρέχει… πότε-πότε σταματάει και βγαίνουν κάποιες ακτίνες φωτός για λίγο όμως! Ένας περίεργος θόρυβος ακούγεται όταν σταματάνε η βρόχινες σταγόνες της γκρίζας θλίψης, σαν ένα μωρό να κλαίει. Πότε σωριάζεται χάμω σε στάση εμβρύου πότε κλαίει στην αγκαλιά της μαμά του σπαρακτικά και πότε-πότε πλησιάζει τα συρμάτινα κάγκελα του παραθύρου και κλαίει θυμωμένα κραυγάζοντας για έλεος! Μα κανείς δεν είναι εκεί για να το δει, να το χαϊδέψει τρυφερά.

Οι ανθρώπινες σκιερές φιγούρες βηματίζουν και πάλι μπρος από το παράθυρό μου βιαστικά. Αλλιώτικο αυτό το απόγευμα… χαρούμενες φωνές και βήματα βιαστικά, η ζωή γιορτάζει και καλεί κάθε ψυχή στο ατέρμονο, αέναο ταξίδι της. Κάποιος ήρθε για εμένα, με καλεί να βγω… Τι να κάνω να βγω από το δωμάτιο αυτό; Η θλίψη μου αρχίζει πάλι να παραπονιέται!

“Δεν μ αγαπάς, μου λέει, θέλεις να με αφήσεις μόνη μου”. Την κοιτώ στα μάτια και τις λέω: “θα είμαι εδώ θα σε τραγουδώ, θα σε χορεύω, θα έρχομαι κοντά σου μα δεν θα με αγγίζεις πια”.

“Μην φεύγεις μου λέει τι θα απογίνω;”

Τις χαϊδεύω τα μαλλιά και τις λέω: “κάποιος άλλος θα βρεθεί αν σε θρέψει, εγώ σε έθρεψα αρκετά”.

“Ήρθες, πήρες τις πληροφορίες μάζεψες σοφία και με αποχαιρετάς. Έτσι κάνετε όλοι! Μπορώ να έρθω μαζί σου;”

“Δεν είναι η θέση σου εκεί έξω αλλά μέσα σε αυτό το δωμάτιο, κάποιος θα φανεί και θα λάβει το μήνυμα που προσφέρει η ανύπαρκτη αίσθησή σου και θα ζήσει την πένθιμη γιορτή που προσφέρεις πλουσιοπάροχα”.

“Μείνε λίγο ακόμη”

“Δεν έχω άλλο χρόνο, ένα ακόμη βήμα και το σκοτάδι θα γίνει παντοτινό, μια κλωστή με χωρίζει από την ζωή και το θάνατό σου. Είμαι έτοιμος να μεταλαμπαδεύσω το βίωμα της παγερής θλίψης σου”.

“Μην με ξεχάσεις!”

“Θα βρίσκεσαι σε κάθε λέξη που θα γραφτεί και σε κάθε σκέψη που θα φανερωθεί”.

Βγάζω από την καρδιά μου ένα ολοφώτεινο λουλούδι, ποτισμένο ευγνωμοσύνη και το ακουμπώ στα πόδια της. Καθώς γυρίζω την πλάτη μου την ακούω να κλαίει, γυρίζω το βλέμμα μου και βλέπω να έχει πάρει το λευκό λουλούδι και να με αποχαιρετάει με αγάπη. Σπάω το παράθυρο με τη δύναμη της ψυχής μου, παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω στο φως αφήνοντας ένα δωμάτιο θλίψη…

Νιώθω βλέμματα να με χαϊδεύουν γλυκά και να με καλωσορίζουν στην ζωή. Δεν είμαι αόρατη πια! Το μολύβι σταμάτησε όπως και η θαλασσοταραχή, η φλόγα του κεριού έπαψε να χοροπηδά και γαλήνεψε και αυτή. Μια γλυκιά νηνεμία απλώθηκε σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού ακόμη και στο δωμάτιο της θλίψης!

Latest posts by Χαρίκλεια Νικολαΐδου (see all)

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

…Φλούδες μανταρίνι
«Το 2013 πέθανα και ξαναγεννήθηκα» | Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη
«Μην έρχεσαι κοντά» σου λέγανε κάθε φορά που άπλωνες το χέρι σου...
Οι "αόρατοι άνθρωποι" που ζουν ανάμεσά μας, δεν είναι απλά νούμερα… είναι άνθρωποι

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση