Όπως καθόμουν σήμερα κι έπινα το καθιερωμένο μου πρωινό καφεδάκι σε μια ήσυχη συνοικιακή καφετέρια, στο διπλανό τραπέζι καθόταν μια κοπέλα κι ένα αγόρι.
Βυθισμένος εγώ στις σκέψεις μου, μια κουβέντα του αγοριού ήρθε να μου διαταράξει τη γαλήνη. «Κουράστηκα να απολογούμαι για το αν έχω κοπέλα ή όχι», είπε. Τον κοίταξα, έμοιαζε θυμωμένος. Και συνεχίζει λέγοντας «Γιατί προσπαθούν να ψαρέψουν αν γουστάρω γυναίκες, αφού μέσα τους έχουν καταλάβει. Γιατί με φέρνουν σε δύσκολη θέση, και με αναγκάζουν να τους σοκάρω;».
Advertisment
Εντελώς αυθόρμητα, με μία ελαφριά αφέλεια και σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, τον ρώτησα «γιατί δεν τους λες την αλήθεια;». «Εσύ μπορείς να τους πεις ότι κοιμάσαι με τη χ, με την ψ… Εγώ πώς να τους πω ότι κοιμάμαι εδώ και 3 χρόνια με τον Νίκο, και είμαι ερωτευμένος;» αποκρίνεται. Σοκαρίστηκα από την ευθύτητα της απάντησης του. Την είχε έτοιμη, δεν τη σκέφτηκε, και την είπε σε έναν άγνωστο που έπινε τον καφέ του στο διπλανό τραπέζι, σαν να την έλεγε στη φίλη του που ήταν μαζί.
Συνεχίζει λέγοντας: «Ξέρεις τι σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος και να φοβάσαι να το μοιραστείς με την οικογένειά σου γιατί ο Πατέρας σου είναι σε ηλικία εμφράγματος; Ξέρεις τι δύσκολο που είναι να βλέπεις την αγωνία στα μάτια τους όταν σε ρωτάνε αν έχεις… γκόμενα; Τους έχω πει και ψέματα, ναι, για τη Μαρία [γελάει]. Από τα 12 μου περίπου λέω ότι τη γουστάρω. Αυτοί όμως πάντα με κοιτούσαν λίγο αμήχανα. Προφανώς, ποτέ δεν πείστηκαν. Ούτε κι εγώ, όσο κι αν προσπάθησα να βρω μια “Μαρία”».
Τι να του πεις εκεί; Έμεινα άφωνος. Δεν είχε τύχει ποτέ να βρεθώ τόσο κοντά με μια τέτοια αφήγηση. Αποφάσισα, λοιπόν, να αξιοποιήσω το «ήσυχο πρωινό» ακούγοντας μια ιστορία από μια «θορυβώδη πραγματικότητα», η οποία είναι τόσο, μα τόσο κοντά, σε όλους μας όσο ξένη κι αν φαίνεται. Κυριολεκτικά και μεταφορικά βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας. Στο διπλανό τραπέζι.
Advertisment
Ήταν ανοιχτός σε συζήτηση, κι έτσι βρήκα το θάρρος να τον ρωτήσω «έχεις βιώσει τον ρατσισμό με άλλον, πιο έντονο τρόπο;». «Κοίτα», μου λέει, «το “πού πας έτσι, μωρή…” είναι συχνό, αλλά δεν με ενοχλεί πια. Με ενοχλούν τα αδιάκριτα βλέμματα. Πιο μικρός, τα ένιωθα σαν γροθιές στο στομάχι. Πλέον, δεν ασχολούμαι αλλά ελαφρώς με θυμώνουν».
Με όσα άκουσα ως εκείνη τη στιγμή μου ήρθε στο μυαλό μια φράση που κάπου είχα διαβάσει, η οποία έλεγε: «η κοινωνική ακαμψία προκαλεί το κοινωνικά ανειλικρινές». Το είδα με τα μάτια μου… Το άκουσα με τα αυτιά μου! Τα αδιάκριτα βλέμματα και οι ερωτήσεις ενδιαφέροντος -με κάπως αδιάκριτο τρόπο-, οδήγησαν στην φανταστική «Μαρία».
Ήμουν πολύ προσεκτικός στις εκφράσεις μου, οπότε τον ρωτάω «πότε κατάλαβες ότι προτιμάς σεξουαλικά τους άνδρες;», χωρίς να ξέρω αν ρώτησα βλακεία. Γελάει, και μου αντιστρέφει την ερώτηση. Δεν ήθελε να του απαντήσω, απλά ήθελε να μου πει ότι δεν διαφέρουμε και τόσο όσο νομίζω. Ήδη από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού αρχίζουμε να αφήνουμε πίσω μας το σύνθημα «αγόρια ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες», και αργότερα μπαίνουμε σε ένα τρυπάκι να κυνηγάμε τις «κότες» σαν «κοκόρια», κι όχι πλέον σαν «ιππότες». Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε καθολικό, ούτε αξιωματικό, αλλά συμβαίνει.
Κι ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά, σχεδόν αμέσως με ρωτάει από μόνος του, χωρίς να περιμένει απάντηση και πάλι: «Γιατί εγώ να είμαι ανώμαλος, ανήθικος, αφύσικος, γυναικωτός, και λοιπά, επειδή έχω επιλέξει έναν άνδρα να αγαπάω, ενώ κάποιοι άλλοι λέγονται άνδρες όταν κρύβουν τις ανασφάλειές τους βάζοντας “κοντέρ” στο κρεβάτι τους» (τα «κοκόρια» που λέγαμε).
Και συνεχίζει: «Ακριβώς ό,τι προβλήματα έχεις εσύ στη σχέση σου με την κοπέλα σου, ακριβώς τα ίδια έχω κι εγώ!». «Και οι δύο ψάχνουμε έναν άνθρωπο… Έναν Άνθρωπο (!), μια συντροφιά να πάρουμε και να δώσουμε αγάπη και έρωτα. Να έχουμε χημεία και να περνάμε όμορφα σε ό,τι κάνουμε. Αν δεν βρούμε τον Άνθρωπο που μας γεμίζει και αξίζει να είναι δίπλα μας φεύγουμε… Έτσι δεν είναι;». Παρατήρησα ότι σε όλο αυτό, προσδιόρισε τον «Άνθρωπο» με βάση τον χαρακτήρα του και τη χημεία στη σχέση, όχι με βάση το φύλο.
Όλη η κουβέντα κράτησε περίπου 10-15 λεπτά, κι επέστρεψα στο τραπέζι μου… Η σκέψη μου πλέον ήταν να μοιραστώ αυτόν τον διάλογο για να καταλάβουμε πώς τα στερεότυπα, και οι διακρίσεις έχουν τη δύναμη να πάνε την κοινωνία πολλά βήματα πίσω. Οι προκαταλήψεις αποτελούν τροχοπέδη για την κοινωνία και οδηγούν στην δαιμονοποίηση του διαφορετικού, κάτι που με τη σειρά του πυροδοτεί μια συγκρουσιακή πραγματικότητα, μια (επί)κοινωνία σε κατάσταση πόλωσης. Όλοι οι άνθρωποι εμφορούμαστε λίγο ή πολύ με στερεότυπα λόγω της οντολογικής μας μεροληψίας. Όμως, ο ρατσισμός δεν είναι μια οντολογική πραγματικότητα. Το παραγωγικό αίτιο που τον κινητοποιεί είναι η άγνοια και –ίσως- «η επίθεση σε καταστάσεις που δεν αποτελούν προϊόν επιλογής». Είναι, λοιπόν, κυρίως ζήτημα Παιδείας.
Ο βασικός κίνδυνος από όλο αυτό σημαδεύει την ανθρώπινη ψυχή, που μπορεί να την πληγώσει. Πολλές φορές ανεπανόρθωτα. Για τον Φρόυντ, «ο άνθρωπος είναι το προϊόν των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας». Οι συνέπειες μιας τέτοιας κατάστασης δεν περιορίζονται μόνο στον εσωτερικό κόσμο της κάθε προσωπικότητας, αλλά «εκτονώνονται» και στο περιβάλλον της Κοινωνίας. Το συγκεκριμένο παιδί, κατάφερε να ξεπεράσει την αρχική ενοχή γι’ αυτό που είναι. Την ενοχή δηλαδή που του δημιούργησαν οι εξωγενείς δυνάμεις των προτύπων της Κοινωνίας κατά την (προ)εφηβεία. Δυστυχώς όμως, δεν τα καταφέρνουμε όλοι τόσο καλά, σε αντίστοιχες περιπτώσεις σεξουαλικού τύπου ή μη. Πόσο δύσκολο είναι να επουλωθούν ψυχικά τραύματα ανθρώπων-θυμάτων bullying, για παράδειγμα;
Η βία δεν είναι μονάχα μια πράξη που γίνεται με τα χέρια… Η βία μπορεί να πάρει τη μορφή λέξεων ή ακόμα κι ενός βλέμματος το οποίο μπορεί ο καθένας να νιώσει σαν «γροθιά στο στομάχι», όπως ο φίλος στην καφετέρια. Αφού σαν κοινωνία συμφωνούμε στην καταδίκη της βίας, ίσως πρέπει να συμφωνήσουμε κι εδώ. Ή μήπως είναι καλύτερα να αντιλαμβανόμαστε τη βία με δύο μέτρα και δύο σταθμά;
Μπαρμπαγιάννης Α. Ευστάθιος – Μεταπτυχιακός Φοιτητής – Ερευνητής στο «Εργαστήρι Στρατηγικής Επικοινωνίας & Μ. Ενημέρωσης». Photo: Author/Depositphotos