Οι διατροφικές διαταραχές και οι αγχώδεις διαταραχές εμφανίζονται μαζί πολύ συχνά. Τα 2/3 των ατόμων που παλεύουν με μια διατροφική διαταραχή ταλαιπωρούνται επίσης από κάποια αγχώδη διαταραχή.
Η ψυχαναγκαστική- καταναγκαστική διαταραχή (OCD) φαίνεται να παρουσιάζει την ισχυρότερη σύνδεση με τις διατροφικές διαταραχές γενικά, ενώ τα άτομα με μετα- τραυματικό στρες (PTSD) είναι πιο ευάλωτα στη βουλιμία. Αλλά η σύνδεση ανάμεσα στις αγχώδεις και στις διατροφικές διαταραχές μπορεί να εντοπιστεί σε άτομα με διάφορους τύπους διαταραχών και από τις δύο ομάδες, όπως ανορεξία, βουλιμία και ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση, όπως επίσης και διαταραχή κοινωνικού άγχους, κρίσεις πανικού και κατάθλιψη.
Advertisment
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ασθενείς αναφέρουν ότι το άγχος είναι αυτό που εμφανίζεται πρώτο. Και παρά το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα γιατί υπάρχει αυτή η σύνδεση, οι περισσότερες υποθέσεις στρέφονται προς μια ανάγκη για αίσθηση ελέγχου. Θα μπορούσαμε ακόμα και να σκεφτούμε ότι η διατροφική διαταραχή αποτελεί σύμπτωμα του άγχους.
«Στο άγχος, αλλά και στην κατάθλιψη, υπάρχει μια κάποια απώλεια αίσθησης ελέγχου», αναφέρει ο ψυχολόγος Paul Davidson, PhD, διευθυντής του τμήματος συμπεριφοράς στο Κέντρο Μεταβολικής και Βαριατρικής Χειρουργικής στο Brigham και στο Women’s Hospital στη Βοστώνη. «Η ικανότητα να αποκτήσουμε ξανά έλεγχο πάνω στη διατροφική μας συμπεριφορά μπορεί στιγμιαία να μειώσει το άγχος».
Ο περιορισμός του φαγητού- όπως στην ανορεξία- παρέχει μια αίσθηση ελέγχου, αναφέρουν οι ειδικοί. «Οι ασθενείς περιγράφουν ότι νιώθουν πολύ αγχωμένοι και όταν κάνουν κάτι που μπορούν να ελέγξουν- όπως το να τα πάνε καλά σε ένα τεστ, να περιορίσουν τις θερμίδες τους, να κάνουν μια προσπάθεια και να πετύχουν- τους κάνει να νιώθουν καλύτερα», προσθέτει η Ingrid Barrera, διευθύντρια του προγράμματος διατροφικών διαταραχών στο τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Miami.
Advertisment
Μέσω της βουλιμίας και της άμετρης κατανάλωσης, η έντονη ικανοποίηση κατά την κατανάλωση μπορεί προσωρινά να μειώσει τον έλεγχο- αλλά επίσης παρέχει ανακούφιση χάρη στην απελευθέρωση των «ορμονών της χαράς» στον εγκέφαλο μετά την κατανάλωση. Το άγχος και το στρες ωθούν τον εγκέφαλο να παράγει στρεσογόνες ορμόνες, όπως κορτιζόλη, οι οποίες επιφέρουν την απόκριση μάχης ή φυγής. Οι τροφές με υψηλά επίπεδα λιπαρών ή υδατανθράκων, συγκεκριμένα, μπορούν να αντιστρέψουν προσωρινά εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα. Οι ασθενείς με βουλιμία μπορούν ύστερα να αποκτήσουν ξανά τον χαμένο έλεγχο, μέσω του εμέτου.
Όμως, γιατί κανείς να στραφεί εξαρχής στις διατροφικές συνήθειες; «Σκεφτείτε τα είδη των συμπεριφορών που έχετε διαθέσιμα» αναφέρει ο Davidson. «Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να αναπνέουμε, αλλά μπορούμε να ελέγξουμε πόσα υγρά προσλαμβάνουμε, αλλά και πόσο τρώμε. Υπάρχει συνεχώς μια υπενθύμιση, μια ερώτηση: έχω ή όχι τον έλεγχο;
Όπως κάθε εθισμός ή συνήθεια- είτε αυτό είναι τα τυχερά παιχνίδια, το κάπνισμα, τα ψώνια, τα ναρκωτικά ή το σεξ- ο μηχανισμός αντιμετώπισης μπορεί να μετατραπεί σε κίνδυνο. Οι διατροφικές διαταραχές μπορεί να οδηγήσουν σε πολλαπλές σοβαρές ιατρικές παθήσεις, ακόμα και θάνατο. Για την ακρίβεια, περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν από νευρική ανορεξία, παρά από κάποια άλλη ψυχιατρική διαταραχή. Οι διατροφικές διαταραχές εξυπηρετούν επίσης ως περισπασμοί και βοηθούν να αγνοήσει κανείς οποιοδήποτε άλλο ψυχικό ή συναισθηματικό πρόβλημα.
Αλλά η σύνδεση και αλληλεξάρτηση των διατροφικών και αγχωδών διαταραχών σημαίνει ότι χρειάζεται και οι δύο να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και από πολλά μέτωπα. Για αρχή, η θεραπεία ασφαλώς περιλαμβάνει διατροφή, δηλαδή τη διασφάλιση της επαρκούς ενυδάτωσης και των σταθερών επιπέδων σακχάρου στο αίμα. «Χρειάζεται να ανεβάσετε το σάκχαρο, ώστε να μη νιώθετε την βιολογική ανάγκη να στραφείτε στα λάθος είδη τροφών», τονίζει ο Davidson. Οι ειδικοί θα σας βοηθήσουν να καταναλώνετε πιο χορταστική πρωτεΐνη και φυτικές ίνες, αντί για σκέτους υδατάνθρακες.
Κάνοντας αυτές τις διατροφικές αλλαγές θα μπορέσετε να εξασκήσετε ασφαλέστερους τρόπους διαχείρισης του άγχους, συνεχίζει ο Davidson. «Όταν ο εγκέφαλος στερείται επαρκών θρεπτικών στοιχείων, δεν έχει την ικανότητα να συγκεντρωθεί», τονίζει. «Δεν μπορείτε πια να σκεφτείτε τα πράγματα προσεκτικά, οπότε πρέπει να δουλέψετε πάνω στις δεξιότητες αντιμετώπισης που θα σας επιτρέψουν να σκέφτεστε πιο ξεκάθαρα».
Το άγχος μπορεί επίσης να αντιμετωπιστεί με στρατηγικές χαλάρωσης, όπως ασκήσεις αναπνοών, διαλογισμό, οραματισμό και διατήρηση ημερολογίου. Ορισμένες φορές, χρειάζεται και κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Υπάρχουν δύο είδη ψυχοθεραπείας που αποδεικνύονται ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση τόσο του άγχους, όσο και των διατροφικών διαταραχών: η γνωσιακή-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία (CBT) και η θεραπεία αποδοχής και δέσμευσης (ACT). Και οι δύο εστιάζουν στην αλλαγή των μοτίβων συμπεριφοράς και σκέψης. «Γενικά, η ψυχοθεραπεία είναι βραχύχρονη, περίπου 8-12 συνεδρίες για 6 μήνες-1 χρόνο», αναφέρει η Barrera. «Πρόκειται για δύο αρκετά σοβαρές διαταραχές», προσθέτει «και οι δύο χρειάζεται να αντιμετωπιστούν άμεσα».
Άρθρο της Amanda Gardner