Η Χριστίνα Φλαμπούρη και η Βασιλική Αρχοντίδου, δύο σπουδαίες Ελληνίδες αλπινίστριες πάτησαν στην υψηλότερη κορυφή του κόσμου, στο Έβερεστ και συγκεκριμένα σε υψόμετρο 8.848 μέτρων.
Πριν ξεκινήσουν την αποστολή τους για το Νεπάλ, είχαν δηλώσει πως το δυσκολότερο εμπόδιο που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης. Συγκεκριμένα είχαν δηλώσει: «Στην Ελλάδα ακόμη και οι Ολυμπιονίκες μας δυσκολεύονται να βρουν στήριξη, πόσο μάλλον εμείς που δεν είμαστε επαγγελματίες αθλήτριες αλλά δύο συνηθισμένες γυναίκες με ένα ασυνήθιστο όνειρο».
Advertisment
Ωστόσο, και παρά τις δυσκολίες, αποφάσισαν να ξεκινήσουν για το Νεπάλ στις 5 Απριλίου με στόχο να υψώσουν την Ελληνική σημαία στην υψηλότερη κορυφή του Έβερεστ και του κόσμου. Η επίσημη ανακοίνωση των ορειβατικών αποστολών αναφέρει πως η ομάδα τους κατάφερε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, «ένα ανοικτό παράθυρο στον καιρό» και να καταφέρει να φτάσει στην κορυφή.
«Το ότι ήμασταν οι πρώτες Ελληνίδες που πάτησαν την ψηλότερη κορυφή στην Αλάσκα δεν ήταν αυτοσκοπός. Για εμάς είναι σημαντικό να προβάλλουμε την Ελλάδα και να την πηγαίνουμε ψηλά έστω και υπό αυτό το πρίσμα», αναφέρουν. Η Χριστίνα Φλαμπούρη και η Βασιλική Αρχοντίδου είχαν μιλήσει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο για τη δυσκολία του εγχειρήματος λίγο πριν αναχωρήσουν για το Νεπάλ, στις αρχές Απριλίου. Συγκεκριμένα, είχαν αναφέρει:
«Εκτός από καλή φυσική κατάσταση απαιτεί και μεγάλα αποθέματα ψυχικής δύναμης αφού καλούμαστε να είμαστε μακριά από το σπίτι και τους δικούς μας ανθρώπους για 2 περίπου μήνες. Όσον αφορά την επικινδυνότητα σίγουρα ένα ψηλό βουνό χρειάζεται σεβασμό. Ο καιρός, η καλή εκτίμηση των δυνάμεων μας την κάθε στιγμή, η προσοχή για την αποφυγή ατυχημάτων είναι παράγοντες που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής» είχαν πει χαρακτηριστικά πριν ξεκινήσει η αποστολή τους.
Advertisment
«Στα υψηλά υψόμετρα ο οργανισμός μας χρειάζεται πολύ περισσότερη ενέργεια, ο αέρας έχει λιγότερο οξυγόνο και η αναπνοή είναι δύσκολη, συνεπώς το κάθε βήμα είναι ένας μικρός άθλος. Από ένα σημείο και πάνω βέβαια, ο οργανισμός μας πραγματικά νοσεί για αυτό και η ζώνη πάνω από τα 8000 μέτρα ονομάζεται death zone (σ.σ. ζώνη θανάτου)»