Τον 17ο αιώνα ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ διατυπώνει την γνωστή φράση «cogito ergo sum» – «σκέφτομαι άρα υπάρχω». Μια ιδέα, ένας ισχυρισμός που υπογράμμιζε με σαφήνεια την προτεραιότητα, το προβάδισμα της ικανότητάς μας για συλλογισμό έναντι οποιασδήποτε άλλης νοητικής ικανότητας. Τα συναισθήματα δεν ήταν ορθολογικά και θεωρούνταν ως κατώτερες γνωστικές δυνάμεις. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να θεωρηθούν τα συναισθήματα ως κάτι πολύτιμο στον ψυχισμό του ανθρώπου και μάλιστα έμπλεα σπουδαίου νοήματος και σημασίας.
Εν συνεχεία και στην προσπάθεια διερεύνησης των ανθρωπίνων σχέσεων και περνώντας από το άτομο στο σύνολο και τις σχέσεις, καταφέραμε να έρθουμε σε επαφή με τον πυρήνα της φύσης μας. Μέσω της νέας οπτικής, η αναζήτηση επαφής και παρηγορητικής σύνδεσης με τον άλλο φαντάζει ως το πρωτεύον ένστικτο του ανθρώπου. Τα νεογέννητα βρέφη εμφανίζονται στον κόσμο ευάλωτα, αδύναμα και με μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης δίχως την παροχή φροντίδας.
Advertisment
Και χρειάζονται αρκετά χρόνια προσοχής και στοργικής ανταπόκρισης ώστε να διατηρηθούν στη ζωή και να αναπτυχθούν. Για το λόγο αυτό και η φύση μας προίκισε με ένα κοινωνικό εργαλείο, ένα κατάλληλα δομημένο εγκέφαλο ο οποίος φέρνοντας κοντά το γονέα με το παιδί προάγει την συναισθηματική σύνδεση και τη συνέχιση της ζωής.
Τον 13ο αιώνα ο Φρειδερίκος Β’, βασιλιάς της Ν.Ιταλίας, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την εγγενή γλώσσα της ανθρωπότητας, χωρίς να το αντιληφθεί διεξήγαγε την πρώτη μελέτη που αφορούσε την ανθρώπινη σύνδεση. Έδωσε οδηγίες λοιπόν σε τροφούς να παρέχουν σίτιση και καθαριότητα σε μωρά που δεν είχαν οικογένειες, αλλά να μην αλληλεπιδρούν μαζί τους περαιτέρω.
Ούτε να τα μιλούν ούτε να επιδίδονται σε άλλη επικοινωνία. Με στόχο να διαπιστώσει ποια γλώσσα θα μιλήσουν τα βρέφη, χωρίς σχετικό ερέθισμα. Τα αποτελέσματα του εγχειρήματος ήταν δυστυχώς μοιραία. Όλα τα παιδιά πέθαναν. Η απουσία δεσμού με άλλους σφράγισε τη μοίρα τους.
Advertisment
Την δεκαετία του 1940 διαπιστώθηκε εκ νέου ότι μεγάλος αριθμός ορφανών παιδιών που δεν λάμβαναν στοργική φροντίδα και τρυφερότητα ενώ σιτίζονταν και ήταν καθαρά, πέθαναν πριν τα τρία τους χρόνια. Τότε ήταν που ο ψυχαναλυτής Rene Spitz με τον όρο “αποτυχία να ανθίσουν” περιέγραψε τα αποτελέσματα της στέρησης της ενσυναισθητικής αλληλεπίδρασης. Και αυτό φάνηκε να μην αφορά μόνο τον άνθρωπο.
Η ανάγκη των πιθήκων ρέζους οι οποίοι χωρίστηκαν από τις μητέρες τους κατά τη γέννηση, διαπιστώθηκε και περιγράφηκε εκτενώς από τον Harry Harlow, ψυχολόγο του πανεπιστημίου Ουισκόνσιν. Ενώ τους έδωσε δυο επιλογές , μιας «συρμάτινης μητέρας» που προσέφερε τροφή και μιας άλλης «μητέρας» φτιαγμένης από μαλακό υλικό χωρίς όμως να παρέχει φαγητό, σχεδόν πάντα κατέληγαν στην αγκαλιά της «απαλής μητέρας». Αυτή η παρατήρηση ήταν που οδήγησε την Deborah Blum να δηλώσει “η τροφή είναι συντήρηση αλλά μια θερμή αγκαλιά είναι η ίδια η ζωή”.
Ακολουθώντας αυτά τα ίχνη στη συνέχεια ο Βρετανός ψυχαναλυτής John Bowlby διατύπωσε την θεωρία της προσκόλλησης (attachment theory). Mια θεωρία για τον συναισθηματικό δεσμό που αναγνώριζε την ανθρώπινη επαφή και σύνδεση ως πρωταρχική φυσιολογική ανάγκη, κατατάσσοντάς την στην ίδια κατηγορία με την τροφή και το νερό.
Τα διαπίστωση της συγκεκριμένης θεωρίας όμως ποιόν αφορά; Αφορά μόνο τη σχέση των μωρών με τους γονείς ή η συγκεκριμένη ανάγκη για στενή επαφή εξακολουθεί να υφίσταται και στη συνέχεια της ζωής μας και μας αγγίζει όλους; φαίνεται πως πράγματι η ανάγκη μας να συνδεόμαστε , να βασιζόμαστε σε έναν σημαντικό-πολύτιμο άλλο και να υπολογίζουμε στη διαθεσιμότητά του για υποστήριξη είναι πάντα στο προσκήνιο. Όσο και αν έχουμε ωριμάσει.. Είναι στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Για την ακρίβεια η διάρκειά της , ισχυρίζεται ο Bowlby, ξεκινάει από την κούνια μας και φτάνει μέχρι τον τάφο μας.
Και τί επιπτώσεις μπορεί να έχει η απουσία της στους ενήλικες; Η απάντηση δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Σε μια συνθήκη με συνεχείς συγκρούσεις και εχθρική κριτική όπου η αγάπη και η συναισθηματική σύνδεση απουσιάζει, δημιουργείται έντονο στρες και ανάλογη ψυχική δυσφορία και πόνος που μπορεί να οδηγήσει τόσο σε συναισθηματικού τύπου δυσκολίες όσο και σε σωματικά προβλήματα. Το πανεπιστήμιο του Οχάιο διεξήγαγε ένα πείραμα όπου γινόταν λήψη δειγμάτων αίματος από νιόπαντρους τους οποίους πιο πριν οι ερευνητές έβαζαν σε κατάσταση τσακωμού.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως όσο πιο υποτιμητικά και εχθρικά ήταν τα σχόλια μεταξύ τους, τόσο πιο ψηλά ανέβαιναν οι ορμόνες του στρες και τόσο πιο ανίσχυρο έδειχνε το ανοσοποιητικό τους σύστημα. Η διάρκεια μάλιστα αυτών των επιδράσεων ήταν τουλάχιστον 24ωρη. Σε άλλη περίπτωση, χρησιμοποιήθηκαν βεντούζες προκειμένου να προκληθούν φουσκάλες στα χέρια εθελοντριών και έπειτα υπήρχε η οδηγία να διαπληκτιστούν με τους συζύγους τους. Όσο πιο έντονος και εχθρικός ήταν ο τσακωμός, τόσο περισσότερο χρόνο χρειαζόταν το δέρμα να επουλωθεί.
Δίχως αμφιβολία χρειαζόμαστε επιβεβαίωση-αναγνώριση από τους ανθρώπους μας, τους σημαν-δικούς μας ανθρώπους και ασφαλής συναισθηματική επαφή-σύνδεση. Πολλές μελέτες πια υπογραμμίζουν αυτό που βαθιά γνωρίζουμε. Το πόσο δηλαδή η θετική σύνδεση μας προστατεύει από αγχώδεις καταστάσεις και αποτελεί το καταφύγιό μας για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής.
Στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια ο ψυχολόγος Jim Coan ενημέρωσε ασθενείς γυναίκες που επρόκειτο να κάνουν μαγνητική τομογραφία πως πιθανά να αισθανθούν ένα μικρό πόνο όταν ένα κόκκινο φωτάκι ανάψει. Αυτό φάνηκε πως επηρέασε το κέντρο του στρες στον εγκέφαλο των γυναικών, ωστόσο όταν κρατούσαν το χέρι του αγαπημένου τους το καταγεγραμμένο στρες ήταν λιγότερο και οι γυναίκες ανέφεραν μειωμένο πόνο.
Μάλιστα, όσο πιο στενή σύνδεση είχαν τα ζευγάρια μεταξύ τους τόσο πιο ισχυρά ήταν τα ευρήματα, υποδηλώνοντας πως η σχέση λειτουργεί ιδιαιτέρως προστατευτικά απέναντι στο στρες αλλά και στην αίσθηση του πόνου. Το πανεπιστήμιο του Ιλινόις μελετώντας , μετά από 18 μήνες περίπου, άτομα που είτε βρίσκονταν μέσα ή πολύ κοντά στους δίδυμους πύργους την 11η Σεπτεμβρίου, διαπίστωσε την ασφαλή βάση που μπορεί να παρέχει η συναισθηματική ανταπόκριση του άλλου συντρόφου, σε μια συνθήκη χάους. Οι επιζώντες που ανέφεραν πως διέθεταν μεγάλη συναισθηματική σύνδεση είχαν πολύ καλύτερη πορεία προσαρμογής δηλώνοντας μάλιστα αρκετοί πως όχι μόνο κατάφεραν να ξεπεράσουν την δύσκολη εμπειρία αλλά και να την αξιοποιήσουν προς όφελός τους.
Σε αντίθεση με την άλλη μερίδα επιζώντων, οι οποίοι χωρίς σύνδεση βρίσκονταν ψυχολογικά σε ελεύθερη , θα έλεγε κανείς , πτώση. Είναι βέβαιο πια πως η εγγύτητα και η αγκαλιά με την παρουσία μας και τη διαθεσιμότητά μας έχει τη δύναμη να ηρεμήσει τον άλλο και να του απαλύνει τον πόνο. Δεν είναι απαραίτητο πράγματι να έχει κανείς υλικό πλούτο ή υψηλή ευφυία και να αναπτυχθεί ως άτομο και να «ανθίσει».
Παρά μόνο έναν άνθρωπο. Ο οποίος θα είναι «παρών». Ο οποίος θα απαντά καταφατικά στα ερωτήματα που αντανακλούν συνεχώς την πολυπόθητη ανάγκη για σύνδεση. Μπορώ να βασιστώ σε σένα; με υπολογίζεις; μετράω για σένα; είσαι εδώ για μένα; με εκτιμάς; Γιατί όπως λέει ο Coan , οι άνθρωποί μας είναι οι αόρατοι ρυθμιστές τόσο των συναισθηματικών όσο και των σωματικών μας διεργασιών.
Και όσο η ανθρώπινη σύνδεση είναι μπλοκαρισμένη, ακατάλληλη ή απούσα τόσο θα τείνουμε να πονάμε και ενίοτε να ψάχνουμε ανθυγιεινά υποκατάστατα. Είμαστε εξελικτικά προγραμματισμένοι να συνδεόμαστε βαθιά καθόλη τη διάρκεια της ζωής μας με άλλους . Το καθήκον μας είναι να αναδεικνύουμε την ανάγκη μας και να φροντίζουμε αυτή τη σύνδεση η οποία με τη σειρά της θα έρθει να μας θρέψει και να δώσει ώθηση στην εξέλιξή μας. Και έχει τόση δύναμη αυτή η σύνδεση που, λέγεται πως πάει πιο πάνω και πιο πέρα και από την ίδια την παρουσία αλλά και από τον ίδιο το θάνατο. Συνεχίζοντας αδιάκοπα να προσφέρει την επουλωτική της δράση στις ρωγμές της ψυχής μας.
Κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι πια καιρός ο άνθρωπος να πάψει να αποκαλείται Ηomo Sapiens «αυτός που γνωρίζει» αλλά αντί αυτού να προχωρήσει σε ένα ορισμό που θα τον χαρακτηρίζει περισσότερο, όπως αυτός του Homo Vinculum ώστε να αποκαλείται ως «ο άνθρωπος που συνδέεται». Και γι’ αυτή ακριβώς τη σύνδεση που μπορεί να να δείξει την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας, θα ανα-Ζητείται για πάντα ένας άλλος άνθρωπος.
Δημήτριος Στατήρης – Ψυχολόγος