Η αντίδραση στην αρρώστια και στο θάνατο ποικίλλει από άτομο σε άτομο και συνδυάζει βιωματικά στοιχεία και εμπειρία από πρότερες αναμνήσεις και τον τρόπο που τις επεξεργάστηκε.
Η πρώτη επαφή με το θάνατο είναι ιδιαίτερα σημαντική, όπως και η αντίδραση του περιβάλλοντος σε αυτήν.
Advertisment
Αν η οικογένεια το απέκρυψε ή το ωραιοποίησε, π.χ «τον πήρε ο Θεός κοντά του γιατί ήταν καλός άνθρωπος», ή το τοποθέτησε στους εύθραυστους ώμους του παιδιού, π.χ «πρέπει να είσαι δυνατός για τους άλλους», τότε θα έχουμε αργότερα περίπλοκες αντιδράσεις. Πολλά, επίσης, θα εξαρτηθούν από την ηλικία που το παιδί πρωτοσυνάντησε το θάνατο, τι είδους σχέση είχε με το θανόντα και πώς επέδρασαν οι γύρω του. Ένα κοινό λάθος είναι να βάζουμε τα παιδιά να προσευχηθούν για να μην πεθάνει κάποιος, γιατί όταν επέλθει το μοιραίο αισθάνονται ότι δεν προσπάθησαν αρκετά.
Αν το παιδί βίωσε το θάνατο σαν προδοσία, σαν εγκατάλειψη, σαν προσωπική ευθύνη, αυτά θα το στιγματίσουν στην ενήλικη ζωή του.
Το πιο πιθανό είναι να το αντιμετωπίσει με φυγή, τρόμο, αποτροπιασμό, θυμό και όχι ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, μια φυσική κατάληξη για όλους μας, χωρίς αυτό να αποκλείει τον φυσικό πόνο της απώλειας.
Advertisment
Άλλο το «πονάω που σε χάνω» και άλλο το «σε μισώ που φεύγεις γιατί μου θυμίζεις τη δική μου θνητότητα» ή με «προδίδεις γιατί με εγκαταλείπεις».
Αυτά δεν είναι απλά πράγματα και χρειάζονται αυτογνωσία, συμφιλίωση με τη ζωή, το θάνατο και την απώλεια, από το πρώτο σκυλάκι που θα χάσουμε από τη ζωή μας μέχρι και την αντιμετώπιση και τη συμφιλίωση με τη δική μας θνητότητα.
Σαν κωμικοτραγικό περιστατικό, θυμάμαι γνωστό δημοσιογράφο σε γνωστό κανάλι, ο οποίος όποτε ανακοίνωνε δυστυχήματα, αντί να πει «συλλυπητήρια» στην οικογένεια, έλεγε «μακριά από εμάς».
Από κανέναν δεν είναι μακριά, φίλε μου… και ας χτυπάμε ξύλα κι ας κουνιόμαστε από τη θέση μας κι ας προσπαθούμε να τον ξορκίζουμε με τέτοιου είδους φράσεις και τελετουργικά.
Ο Καβάφης το είπε τόσο ωραία στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»:
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαραλλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που
χάνεις.
Ας μάθουμε να αποχαιρετάμε γαλήνια, χωρίς θυμό, ενοχές και αίσθηση εγκατάλειψης τους ανθρώπους που φεύγουν, ώστε κάποια στιγμή να αντιμετωπίσουμε γαλήνια και το δικό μας θάνατο.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Λένας Λουκαΐτου «The goodbye book» από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ