Περισσότερο σωματικό λίπος τείνουν να έχουν οι γυναίκες και τα κορίτσια των οποίων οι παππούδες ή οι προπαππούδες κάπνιζαν από νεαρή ηλικία.
Αυτό έδειξε μια έρευνα τριάντα χρόνων, σε παιδιά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’90. Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι γυναίκες και τα κορίτσια των οποίων οι παππούδες και προπαππούδες είχαν αρχίσει να καπνίζουν πριν τα 13 χρόνια τους, έχουν αυξημένο σωματικό λίπος. Η έρευνα, δεν έδειξε την ίδια επίδραση κα στους άνδρες απογόνους.
Advertisment
Στη συγκεκριμένη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Scientific Reports, εξετάστηκαν τα δεδομένα από τους καπνιστές παππούδες και προπαππούδες των συμμετεχόντων. Οι γιαγιάδες και προγιαγιάδες δεν εξετάστηκαν καθόλου, δεδομένου ότι περισσότερες από αυτές δεν ήταν καπνίστριες και οι επιστήμονες θεώρησαν ότι τα στοιχεία που θα συνέλεγαν από τους άνδρες καπνιστές θα ήταν πιο αξιόπιστα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, όταν κάποιος εκτεθεί σε συγκεκριμένες ουσίες, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολές, τις οποίες θα κληροδοτήσει στους απογόνους του. Οι επιστήμονες ωστόσο γνωρίζουν ότι, χρειάζονται περισσότερες έρευνες προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα ευρήματά τους αλλά και να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί αυτή η διαδικασία.
Η καθηγήτρια Τζιν Γκόλντινγκ, επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης, που ξεκίνησε την έρευνα για τα παιδιά των ‘90s, ερεύνησε 14.000 εγγύους γυναίκες και πλέον μελετά τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Advertisment
Η Γκόλντινγκ εξήγησε: «Η έρευνα αυτή μας δίνει δυο σημαντικά αποτελέσματα: Πρώτον, ότι πριν την εφηβεία, η έκθεση ενός αγοριού σε συγκεκριμένες ουσίες μπορεί να έχει επιπτώσεις και στις γενιές που θα τον ακολουθήσουν. Δεύτερον, ένας από τους λόγους που τα παιδιά γίνονται υπέρβαρα, μπορεί να μην σχετίζεται τόσο με τη διατροφή και την άσκηση, αλλά με τον τρόπο ζωής των προγόνων τους ή την παρουσία σχετικών παραγόντων στη διάρκεια των ετών».
Η επικεφαλής καθηγήτρια σημείωσε ότι είχαν γίνει πειράματα και με τα ζώα, που έδειξαν ότι η έκθεση των αρσενικών σε συγκεκριμένα χημικά πριν την αναπαραγωγή μπορεί να επηρεάσει τους απογόνους αλλά οι επιστήμονες δεν ήταν σίγουροι ότι το ίδιο θα ίσχυε και με τους ανθρώπους.
«Αν αυτές οι συνδέσεις επιβεβαιωθούν και από άλλα σετ δεδομένων, θα είναι μια από τις πρώτες μελέτες σε ανθρώπους με δεδομένα κατάλληλα για να αρχίσουμε να εξετάζουμε αυτές τις συνδέσεις και να διαπιστώσουμε την προέλευση δυνητικά σημαντικών διαγενεακών σχέσεων. Υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη να μάθουμε», κατέληξε η Γκόλντινγκ.