Ξαπλωμένη, να κοιτάζω το φως του δρόμου που έρχεται πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες, σκεφτόμουν.
«Η μέρα που ξημερώνει είναι η σημαντικότερη μέρα της ζωής μου».
Advertisment
Δεν έχω κάτι να περιμένω, δεν έχω κάνει σχέδια. Έχω ένα πρόγραμμα συνηθισμένο.
Κι όμως, η αίσθηση ότι η μέρα που ξημερώνει είναι η σημαντικότερη της ζωής μου, επιμένει και μοιάζει σίγουρη, χωρίς διαρροές, με μια συνοχή και σύσταση τέλεια, που
μου θυμίζει την ευχαρίστηση που έχω όταν φτιάχνω έναν τέλειο χυλό για κέικ, χωρίς γρομπαλάκια, απόδειξη ότι όλα έχουν γίνει σωστά, παρά τη βαρετή διαδικασία του
κοσκινίσματος του αλευριού, που έρχεται σε αντίθεση με το άψογα αφράτο αποτέλεσμά του, αυτό που μπορεί να κάνει τον καθένα να θέλει να χώσει τα μούτρα του μέσα και να
γνωρίσει και ν’ απελευθερώσει όλα τα ερωτικού περιεχομένου ανεκδήλωτά του ή απλά να του τονίσει δυνατά την αγάπη του και τον θαυμασμό του για την τρυφερότητα που
μαζί έχουν δημιουργήσει (ο έρωτας εδώ ας μην παρεξηγηθεί, αλλά ας μπει σαν τίτλου πάνω και μπροστά από κάθε εκδήλωση λατρείας της ζωής, γενικότερα).
Η αλήθεια είναι πως τα μάτια μου αναζητούσαν έμπνευση εκεί στις κουρτίνες. Με το νου μου να κατακλύζεται από σωρό ανησυχίες για το μέλλον, τις διαδικασίες, την
πορεία των πραγμάτων, την επιβεβαίωση του ότι πρέπει να βουτάω διαρκώς στο άγνωστο, διψούσα για κάτι καθαρό και απλό. Για κάτι που θα με ηρεμούσε και θα
ισορροπούσε τη φασαρία αυτή, που πάντα βρίσκει υλικό για να ξυπνάει η ίδια και να κρατάει εμένα σε εγρήγορση.
Advertisment
Η πρώτη τέτοια σκέψη που μου ήρθε, ήταν ακριβώς αυτή. Μπήκαν οι λέξεις μόνες τους στη σειρά – ταν-ταν-ταν – για να ζωγραφίσουν την αίσθηση, που αναδύθηκε σαν
απάντηση από κάτι βαθύ και άπιαστο. Ήταν ξαφνική, χωρίς να με ξαφνιάζει. Ήταν σαν φιλί στο μέτωπο από κάποιον αγαπημένο, την ώρα που διαβάζεις το βιβλίο σου
κουλουριασμένος στον καναπέ. Εκεί που δεν το περιμένεις, αλλά πάντα είσαι έτοιμος γι’ αυτό, γι’ αυτήν τη σύνδεση που σου ανοίγει τα μάτια στο φως κι ας έχεις την τάση εσύ
να τα κλείσεις, για να απολαύσεις το δέσιμο και το δόσιμο.
Μμμμ… Η ανάμνηση και μόνο τέτοιων φιλιών… Κάνει αυτή τη στιγμή τη σημαντικότερη της μέρας μου. Τα μάτια μου χαλάρωσαν και θέλουν να κλείσουν. Δεν
ξέρω πώς είναι να έχεις μέλι στα βλέφαρά σου, αλλά τα νιώθω βαριά από ένα ζεστό, υγρό, γλυκό βάρος.
Το φως που έρχεται πίσω από τις κουρτίνες δεν είναι το φως του δρόμου. Είναι το σημαντικότερο φως, είναι ο έρωτας του πριν με το μετά στο Τώρα, είναι η σιωπή πίσω
από τη φασαρία, είναι η αναζήτηση του μεγαλείου μέσα μου, η αναγνώριση όχι του κόπου – που ακούγεται λίγο σαν παιδί της αγγαρείας, αλλά της συμφωνίας, της
αποδοχής, της ροής ως απαραίτητες για την απόλαυση (δεν λέω ότι ακούγεται πάντα απλό). Η απόλαυση έρχεται ως φυσικό επακόλουθο της ολοκληρωτικής μου δέσμευσης,
της δέσμευσης που έχει γδυθεί με τον δικό της ρυθμό και στυλ από κάθε αμφιβολία που την κάνει να μοιάζει με κάτι άλλο και τη φορτώνει με ξένο άρωμα που με μπερδεύει. Η
Δέσμευση κι εγώ πρέπει να μυρίζουμε το ίδιο, αλλιώς δεν θα φτάσουμε κοντά στην πληρότητα. Δεν θα χορτάσουμε.
Όχι, δεν ξέρω πώς θα μου ξημερώσει. Δεν ξέρω πώς θα μου ξημερώσω εγώ η ίδια. Ίσως ακολουθεί μια ακόμα γκρίζα μέρα, από αυτές που σε κάνουν να περπατάς λίγο
γονατισμένος, λίγο καμπουριασμένος, λίγο με το βλέμμα να έχει φύγει στα υπόγεια, που σε κάνουν να νιώθεις λίγο-πολύ αποτυχημένος, ανικανοποίητος με τα πάντα και
νευρικός.
Ίσως ακολουθεί μια ακόμα γκρίζα μέρα, από αυτές που φτάνει το βράδυ κι έχεις τύψεις και θυμό ανάμεικτα σε μια μπάλα υπερέντασης, γιατί όλη μέρα σε έτρωγε
αλλά δεν βγήκες πάνω από τη διάθεση του καιρού και του καιρού του καθενός γύρω σου, και του επέτρεψες να σε κρατήσει χαμηλά κι έφαγες με μικρές, συχνές κι
ακατάστατες επιθέσεις τόσο πολύ φαγητό και χρόνο, όλα χύμα, για να “ανέβεις” και να καλύψεις την έλλειψή σου, που πια έχεις έξτρα περιττή ενέργεια να πάλλεται
παγιδευμένη στο σώμα σου, μα καμία όρεξη να κάνεις κάτι για να την εκτονώσεις.
Δεν ξέρω τίποτα για το αύριο. Μόνο ότι έχω επιλογές. Ότι έχω οπτικές γωνίες. Ότι μπορώ να κοιτάξω το φως που έρχεται πίσω από τα πυκνά, βαριά, τραβηγμένα γκρίζα
σύννεφα και να νιώσω θεϊκά φιλιά στο μέτωπό μου. Ό,τι είδους σύννεφα κι αν είναι αυτά.
Ένιωσα μόλις το τρυφερό φιλί του στο αφράτο πίσω μέρος του κεφαλιού μου (αυτό βρήκε διαθέσιμο, όπως είμαστε ξαπλωμένοι σαν κουταλάκια). Λες να με είδε, με
εκείνον τον υπερβατικό μας τρόπο, να διαβάζω τις σκέψεις μου; Η καρδιά μου αναστέναξε και η εκπνοή με βρήκε αγκαλιασμένη με τον ύπνο.
Ειρήνη Ιγγλέζη