«Θα μείνουμε για πάντα φίλοι;» σε ρώτησα κάποτε, λες και βιαζόμουν να κατοχυρώσω επίσημα τη σχέση μας.
Με κοίταξες λιγάκι διστακτικά.
Advertisment
«Υπάρχει το για πάντα;» αναρωτήθηκες.
«Ασφαλώς», σου απάντησα με αφοπλιστική βεβαιότητα.
Έπειτα έσκισα ένα φύλλο από το τετράδιό μου.
Advertisment
«Εμπρός, υπόγραψε εδώ», σχεδόν σε διέταξα.
Το έκανες.
«Αν αθετήσεις τη συμφωνία μας, θα μιλήσεις με τον δικηγόρο μου» σε απείλησα.
Γελάσαμε. Ήμασταν μόλις δεκαοχτώ και το «για πάντα» βρισκόταν στον αέρα που αναπνέαμε: στις φιλοσοφικές αναλύσεις της καφετέριας απέναντι από τη σχολή, στα ατέλειωτα τηλεφωνήματα της Κυριακής, στα νυχτερινά μας μπάνια και στα μυστικά που εξομολογούμασταν ο ένας στον άλλον γύρω από τη φωτιά.
Δεν θα χωριζόμασταν λοιπόν. Όταν μεγαλώναμε θα μέναμε στην ίδια πολυκατοικία. Θα σου χτυπούσα το κουδούνι μόλις μου τέλειωνε η ζάχαρη και μάλιστα θα δυσανασχετούσα μαζί σου που θα είχες μόνο στέβια να μου προσφέρεις -καλά το γνωρίζεις πως ουδέποτε συμπάθησα τη γεύση της.
Τα πρωινά του Σαββάτου θα πίναμε καφέ στη βεράντα μου, πιάνοντας ψιλή κουβέντα για τα πιο παράτολμα σχέδιά μας. Η κόρη μου και ο γιος σου θα έπαιζαν συντροφιά, αφού όπως ακριβώς τα είχαμε συμφωνήσει θα ήταν στην ίδια ηλικία πάνω κάτω, άσε που θα ταίριαζαν απίστευτα και ως χαρακτήρες.
Θα πηγαίναμε κοινές διακοπές καθώς -κοίτα να δεις τύχη πάλι- και οι σύντροφοί μας θα έδεναν με την πρώτη ματιά.
Τα προγράμματά μας στη δουλειά θα συμβάδιζαν απόλυτα, έτσι τα απογεύματα που θα σχολούσαμε θα φορτώναμε στα τζιπ παιδιά, σκυλιά και τους έρωτές μας και όλο και κάτι περιπετειώδες θα σκαρώναμε.
Και ύστερα; Ύστερα ήρθε απλώς η ζωή και σκόρπισε τις προσδοκίες μας στα διάφορα σημεία του ορίζοντα.
«Δέχτηκα μια εξαιρετική πρόταση εργασίας» μου ανακοίνωσες ένα απόγευμα που τριγυρνούσαμε στο κοντινό μας πάρκο.
«Άψογα. Στη γειτονιά μας ή θα ταλαιπωρείσαι με την κίνηση;» ζήτησα να μάθω.
«Στη Νέα Υόρκη», με εξέπληξες.
Βούρκωσα. Νομίζω και εσύ.
«Μη φοβάσαι, εκεί όλοι μετακινούνται με τα πόδια, συνεπώς θα αποφύγω και το μποτιλιάρισμα» επιχείρησες να ελαφρύνεις το κλίμα.
Ο πρώτος μας αποχωρισμός είχε τη γεύση του πικρού καφέ και τον μαύρο ουρανό ενός βροχερού Νοέμβρη.
Μαζεύτηκε όλη η παρέα στο αεροδρόμιο. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα μας καθώς σου λέγαμε το αντίο. Εάν με ρωτήσεις, ακόμη και σήμερα δεν ξέρω αν κλαίγαμε περισσότερο για εσένα που έφευγες ή για τη γλυκιά φούσκα ασφάλειας που νιώθαμε να κλονίζεται, για εκείνο το πρώτο καμπανάκι ενηλικίωσης που μας προειδοποιούσε πως τίποτε δεν κρατάει για πάντα.
Μιλούσαμε συχνά πυκνά στο τηλέφωνο. Τα καλοκαίρια επέστρεφες στην πατρίδα και πηγαίναμε ξανά στην αγαπημένη μας παραλία.
Κάθε Αύγουστο όλο και κάτι έβρισκες διαφορετικό.
«Ο Αλέξης;» με ρώτησες ένα μεσημέρι.
«Μετακομίζει στην Κρήτη. Θυμάσαι πόσο το ήθελε».
«Έλα ρε το θηρίο, το αποφάσισε επιτέλους;» σχολίασες εντυπωσιασμένος.
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ».
Και ο Αλέξης πράγματι έφυγε, μα μέχρι και σήμερα με την πρώτη ευκαιρία παίρνει το αεροπλάνο και ανταμώνουμε.
«Μυρίζετε καυσαέριο», αστειεύεται, όταν μας βλέπει. Και για λίγο όλα είναι όπως παλιά.
Στον γάμο της Ελένης χορεύαμε μέχρι τα ξημερώματα, το θυμάσαι;
«Μην νομίζετε πως θα με ξεφορτωθείτε τώρα που παντρεύτηκα» μας φώναζε, πετώντας μας την ανθοδέσμη της. Πλέον τρέχει από το ένα παιδικό πάρτι στο άλλο, όμως στη ζούλα περνάει να μας πει τα νέα της μια στο τόσο.
Στην προαγωγή του Κώστα τι γλέντι είχαμε κάνει! Την άξιζε και με το παραπάνω τη θέση. Μόνο που τώρα πνίγεται στη δουλειά και κάπου κάπου μας λείπει.
«Ο Στέλιος χώρισε, το έμαθες;»
«Ναι, μου ζήτησε μάλιστα να παρουσιαστώ ως μάρτυρας στο δικαστήριο».
Και ο καιρός κυλούσε. Μετριόταν με έρωτες και χωρισμούς, προαγωγές και απολύσεις, γάμους και βαφτίσια, απώλειες και αφίξεις, φόβους και ελπίδες.
«Θα γυρίσω. Δεν με χωράει πια ο τόπος εδώ», μου ανακοίνωσες ένα απόγευμα που μιλούσαμε. Το φωτεινότερο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου.
«Σε περιμένουμε», σου απάντησα με φωνή που έτρεμε.
Και επέστρεψες.
Παιδιά δεν ήθελες να κάνεις, έτσι η κόρη μου αναγκάστηκε να βρει άλλον κολλητό φίλο, όχι τον γιο σου. Ούτε στην ίδια πολυκατοικία μείναμε ποτέ.
«Ποτέ έως τώρα» με διορθώνεις κάθε φορά που σου υπενθυμίζω πως και αυτή μας η υπόσχεση δεν τηρήθηκε.
Και έχεις δίκιο, η ζωή μας αιφνιδιάζει συνεχώς, με τον δικό της μαγικό τρόπο.
Όμως στην αληθινή φιλία αλλάζουν οι συνθήκες και όχι η αγάπη, που παραμένει το σταθερό σημείο αναφοράς μας, η φωτιά που μέσα μας σιγοκαίει και η θάλασσα των αναμνήσεων που παρέα δημιουργήσαμε.
Γιατί αληθινή φιλία είναι εκείνο το «σε καλώ αμέσως» που μου γράφεις στο κινητό όταν χρειάζομαι κάποιον να μιλήσω, η μια ώρα που ξεκλέβουμε από τις υποχρεώσεις μας για να απολαύσουμε τον καφέ μας, η γιορτή που στήνουμε όταν όσα ως φοιτητές ονειρευτήκαμε τα βλέπουμε να υλοποιούνται, οι σφιχτές αγκαλιές μας, που απαλύνουν τις μικρές ή μεγάλες μας ματαιώσεις.
Αληθινή φιλία είναι η παράκαμψη που κάνεις με το αμάξι σου για να μου πάρεις μους μαύρης σοκολάτας από το αγαπημένο μου ζαχαροπλαστείο, η διάθεσή μας να συγχωρούμε ο ένας τον άλλο για τις αστοχίες και τις αδυναμίες μας, το πείσμα μας να προχωράμε χέρι χέρι ακόμη και από διαφορετικές πολυκατοικίες, γειτονιές ή ηπείρους.
Στην τελευταία μου μετακόμιση, κάπου ανάμεσα στα σκονισμένα αντικείμενα του παρελθόντος ξετρύπωσα και ένα τσαλακωμένο χαρτί.
«Για πάντα φίλοι» έγραφε. Και από κάτω οι υπογραφές μας.
Τελικά οι αυθεντικότερες συμφωνίες ουδέποτε αθετούνται. Γίνονται σημαίες της ψυχής μας και φάροι της πορείας μας, ένα επαναστατικό σύνθημα στα χείλη μας και εκείνο το χρωματιστό κουβάρι εμπειριών που συντροφιά ξετυλίγουμε τόσα χρόνια.
- Αντί να είμαστε «καλοί», να γίνουμε συνειδητοί - 10 Ιουλίου 2024
- Όταν επενδύουμε στους ανθρώπους, ποτέ δεν χάνουμε - 27 Απριλίου 2024
- Να επιλέξουμε τους ωραίους ανθρώπους και τις σπουδαίες ιδέες - 25 Ιανουαρίου 2024