Υπάρχουν στιγμές που κάνουμε κάτι που θεωρητικά επιθυμούσαμε, αλλά μέσα μας κάτι δεν ταιριάζει. Σαν να φοράμε ένα παλτό που το επέλεξε κάποιος άλλος. Δεν είναι στενό, δεν είναι άσχημο, απλώς… δεν είναι δικό μας.
Αυτή η αίσθηση δεν είναι σπάνια. Πολλοί άνθρωποι την περιγράφουν χωρίς να βρίσκουν λέξεις. Είναι το μικρό εκείνο εσωτερικό «παράταιρο» που φωνάζει σιγανά όταν οι αποφάσεις, οι επιθυμίες ή ακόμα και τα συναισθήματά μας δεν ξεκινούν πραγματικά από εμάς.
Advertisment
Και τότε αρχίζει μια κρίση, υποδόρια και διαβρωτική: Μήπως αυτό που νιώθω δεν είναι δικό μου; Πώς μπορεί να θέλω κάτι και ταυτόχρονα να μην το αναγνωρίζω μέσα μου;
Τι είναι η αυθεντικότητα και πώς χάνεται
Η αυθεντικότητα δεν είναι μια σταθερή ιδιότητα που έχουμε ή δεν έχουμε. Είναι μια δυναμική σχέση με τον εαυτό μας. Σημαίνει να ζούμε σε συμφωνία με αυτό που πραγματικά νιώθουμε, πιστεύουμε και επιθυμούμε, χωρίς να παραμορφώνουμε την έκφρασή μας για να ταιριάξουμε.
Όταν είμαστε αυθεντικοί, οι πράξεις μας έχουν ρίζες στο «μέσα» μας. Όταν χάνουμε την αυθεντικότητα, οι πράξεις μας αρχίζουν να διαμορφώνονται από το «έξω»: από ό,τι περιμένουν οι άλλοι, από ό,τι θεωρείται αποδεκτό, από ό,τι φαίνεται πιο ασφαλές.
Advertisment
Η απώλεια αυθεντικότητας δεν συμβαίνει απότομα. Είναι μια αργή μετατόπιση. Ξεκινά από μικρές παραχωρήσεις: το «δεν πειράζει, ας το κάνω», το «δεν θα το πω τώρα», το «ίσως να μην έχει νόημα να το αμφισβητήσω». Με τον καιρό, ξεμακραίνουμε από την προσωπική μας αλήθεια, και χάνουμε την εσωτερική μας αίσθηση προσανατολισμού.
Και τότε, μπορεί να έρθει η στιγμή που θα κοιτάξουμε τη ζωή μας και θα αναρωτηθούμε: «Όλα αυτά που επέλεξα, ήταν όντως επιλογές; Ή μήπως ήταν απλώς ο δρόμος της λιγότερης σύγκρουσης;»
Η σύγκριση ως αποσταθεροποιητής της εσωτερικής φωνής
Η ανάγκη να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους είναι βαθιά ανθρώπινη. Είναι ένας τρόπος να καταλάβουμε ποιοι είμαστε μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Αλλά πλέον, αυτή η σύγκριση έχει γίνει διαρκής, επιτακτική και συχνά παραπλανητική.
Βλέπουμε εικόνες ζωών που φαίνονται ολοκληρωμένες, επιθυμητές, ήρεμες. Κι έτσι αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε αν η δική μας ζωή είναι αρκετή. Όχι γιατί κάτι μας λείπει πραγματικά, αλλά γιατί πιστεύουμε πως θα έπρεπε να έχουμε κάτι άλλο – περισσότερη αναγνώριση, περισσότερη παραγωγικότητα, περισσότερη ευτυχία.
Η εξωτερική αναφορά γίνεται κανόνας. Δεν μετράμε πια την αξία μιας επιθυμίας από το πώς την αισθανόμαστε, αλλά από το πώς θα την αντιλαμβάνονταν οι άλλοι. Η εσωτερική φωνή σιγάζει. Κι εμείς αρχίζουμε να λειτουργούμε μέσα από μια συνεχή ερώτηση: «Τι φαίνεται καλύτερο;» αντί για «Τι με εκφράζει βαθύτερα;»
Σε αυτό το περιβάλλον, η επιθυμία γίνεται αντανακλαστική κι όχι συνειδητή. Επιθυμούμε ό,τι είναι δημοφιλές. Αμφισβητούμε τη χαρά μας αν δεν μοιάζει με τη χαρά των άλλων. Και η πιο προσωπική αίσθηση ζωής αρχίζει να ξεθωριάζει μέσα στο φως της μίμησης.
Πώς γεννιούνται επιθυμίες που δεν είναι δικές μας
Οι περισσότεροι από εμάς δεν επιλέγουμε συνειδητά να απομακρυνθούμε από τον εαυτό μας. Η απόσταση δημιουργείται αργά, καθώς διαμορφώνεται μέσα από ρόλους, προσδοκίες και αφηγήσεις που εσωτερικεύουμε από μικροί.
Μας λένε τι σημαίνει επιτυχία, τι είναι αγάπη, τι είναι «φυσιολογικό», τι είναι «καλό παιδί», «καλή πορεία», «σωστή ζωή». Δεν είναι ότι δεχόμαστε παθητικά αυτές τις αφηγήσεις. Απλώς μεγαλώνουμε μέσα σε αυτές. Και όσο περισσότερο δεν αμφισβητούμε, τόσο πιο φυσικές μας φαίνονται.
Έτσι γεννιούνται επιθυμίες που δεν έχουν τις ρίζες τους στην προσωπική μας ιστορία, αλλά στην ανάγκη να επιβεβαιωθούμε. Θέλουμε έναν συγκεκριμένο τύπο σχέσης, καριέρας, ζωής επειδή μάθαμε ότι αυτό «πρέπει» να θέλουμε.
Η κρίση έρχεται όταν όλα αυτά που πετύχαμε δεν μας γεμίζουν. Όταν νιώθουμε ότι η ζωή μας είναι κάπως… «υποθετική». Ότι ζούμε μια εκδοχή του εαυτού μας κι όχι τον ίδιο τον εαυτό μας.
Αυτό είναι ένδειξη ότι κάτι μέσα μας αρχίζει να ζητά επιστροφή. Όχι απαραίτητα για να τα γκρεμίσουμε όλα, αλλά για να ρωτήσουμε ξανά: «Αυτό που ζω — μού ανήκει;»
Πώς καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν μας ανήκει
Υπάρχουν σήματα που μας υποδεικνύουν ότι κάτι μέσα στη ζωή μας δεν μας εκφράζει:
- Μια μόνιμη αίσθηση κόπωσης, ακόμα κι αν δεν υπάρχει σωματική αιτία.
- Μια συναισθηματική ατονία, παρόλο που εξωτερικά όλα δείχνουν «τακτοποιημένα».
- Ένας εσωτερικός διάλογος που δεν ησυχάζει, γεμάτος αμφιβολίες και ερωτήσεις.
Η απόσταση από τον αυθεντικό εαυτό δεν δημιουργεί πάντα κραυγαλέα κρίση. Συχνά εμφανίζεται ως αδιόρατη φθορά. Η καθημερινότητα μοιάζει να κυλά χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις, αλλά και χωρίς βάθος, χαρά διαρκεί λίγο, η επιθυμία έχει βάρος και οι επιλογές, ενώ μοιάζουν σωστές, δεν δημιουργούν πληρότητα.
Αυτό που λείπει δεν είναι η επιτυχία ή η πρόοδος. Είναι η αίσθηση προσωπικού νοήματος. Η επιβεβαίωση ότι αυτό που ζεις είναι δικό σου και όχι κάτι που δανείστηκες από αλλού, επειδή φαινόταν ασφαλές ή κοινωνικά σωστό.
Πώς ξαναβρίσκουμε την αυθεντική μας φωνή
Η επιστροφή στον αυθεντικό μας εαυτό δεν είναι επιστροφή σε ένα «παλιό εγώ». Είναι μια νέα αρχή, όπου αρχίζουμε να ακούμε τον εαυτό μας ξανά, χωρίς τους θορύβους της σύγκρισης και της προσδοκίας.
Δεν χρειάζεται να γκρεμίσουμε τη ζωή μας για να επανασυνδεθούμε. Χρειάζεται να δώσουμε χώρο στο ερώτημα: «Τι με εκφράζει πραγματικά τώρα;»
Ορισμένοι τρόποι:
- Η ενσυνείδητη αποστασιοποίηση: λίγος χρόνος χωρίς ερεθίσματα. Να μην καταναλώνεις, να μην συγκρίνεις, να είσαι απλώς παρών.
- Η γραφή χωρίς φίλτρο: μερικές γραμμές κάθε μέρα με το τι νιώθεις, χωρίς στόχο, χωρίς κοινό.
- Η παρατήρηση του σώματος: πώς αντιδράς σωματικά όταν λες «ναι» σε κάτι; Τι λέει το σώμα σου όταν κάνεις κάτι που δεν θες;
- Η κουβέντα με ανθρώπους που σε βλέπουν χωρίς να σε ορίζουν: όχι για να σου πουν τι να κάνεις, αλλά για να σε βοηθήσουν να θυμηθείς πώς ακούγεσαι όταν είσαι αληθινός.
Η αυθεντικότητα δεν επιστρέφει ως αποκάλυψη. Έρχεται σιγά σιγά, σαν φωνή που αρχίζει να γίνεται ξανά γνώριμη. Και όσο περισσότερο την ακούμε, τόσο περισσότερο δυναμώνει.
Η πιο αθόρυβη επανάσταση
Σήμερα που όλα μας καλούν να κοιτάξουμε προς τα έξω — τις ζωές των άλλων, τις εικόνες της επιτυχίας, τις αποδοχές, τις συγκρίσεις — η αυθεντικότητα μοιάζει όλο και περισσότερο με μια ξεχασμένη τέχνη. Και όμως, παραμένει το πιο βαθύ ανθρώπινο κάλεσμα: να υπάρξουμε όπως πραγματικά είμαστε.
Η επιστροφή σε αυτή τη συνθήκη δεν γίνεται ούτε θεαματικά, ούτε άμεσα. Είναι μια διαδρομή επανασύνδεσης. Δεν είναι απλώς «να είμαι ο εαυτός μου». Είναι να τον ανακαλύψω ξανά και μετά να τον επιλέξω.
Η αυθεντικότητα είναι το αντίθετο της προσποίησης. Είναι δύναμη χωρίς άμυνα, σταθερότητα χωρίς ένταση, σχέση με τον εαυτό χωρίς ανάγκη για έγκριση. Και τελικά, είναι αυτό που δημιουργεί τις πιο ουσιαστικές σχέσεις, γιατί μόνο όταν είμαστε αληθινοί, μπορούμε να αγαπηθούμε πραγματικά.
Κάθε φορά που επιλέγουμε να νιώσουμε αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε — χωρίς να το διορθώσουμε, χωρίς να το προσαρμόσουμε — κάνουμε ένα βήμα προς την εσωτερική συμφωνία. Και κάθε τέτοιο βήμα μάς φέρνει πιο κοντά σε έναν τρόπο ζωής που είναι λιγότερο «σωστός» και περισσότερο αληθινός.
Η πραγματική επανάσταση σήμερα, ίσως είναι, το να πάψουμε να εξηγούμε συνεχώς ποιοι είμαστε και να αρχίσουμε να ζούμε σαν να το θυμόμαστε. Σε συνθήκες που μας τραβούν προς τα έξω — να συγκρίνεσαι, να προβάλλεσαι, να συμμορφώνεσαι — το να στραφείς μέσα και να πεις: «Αυτό είμαι κι αυτό θέλω», είναι μια πράξη δύναμης.
Η αυθεντικότητα είναι μια σχέση εμπιστοσύνης με τον εαυτό και μέσα σε αυτή, αρχίζει σιγά σιγά να γεννιέται ξανά και η αλήθεια. Η δική σου αλήθεια.
Πηγές
- Rogers, Carl. On Becoming a Person. Houghton Mifflin, 1961.
- Fromm, Erich. The Fear of Freedom. Routledge, 1942.
- Taylor, Charles. The Ethics of Authenticity. Harvard University Press, 1992.
- Brown, Brené. The Gifts of Imperfection. Hazelden, 2010.
- American Psychological Association (APA). Research articles on identity formation & social comparison.