Η τεχνολογία έχει αναμφίβολα μεταμορφώσει τον τρόπο που εργαζόμαστε, επικοινωνούμε και ψυχαγωγούμαστε. Παρά τα αναμφισβήτητα οφέλη της, η συνεχής συνδεσιμότητα, οι ειδοποιήσεις και η αδιάκοπη ροή πληροφοριών έχουν οδηγήσει σε ένα νέο ψυχολογικό φαινόμενο: την τεχνολογική υπερφόρτωση (technological overload), δηλαδή την υπερβολική έκθεση σε ψηφιακά ερεθίσματα που υπερβαίνουν τη γνωστική και συναισθηματική ικανότητα επεξεργασίας του ατόμου (Mark, 2015).
Σε μια εποχή όπου το «είμαι διαθέσιμος» έχει γίνει κοινωνικός κανόνας, ο χρόνος ανάπαυσης και η ψυχική αποφόρτιση συρρικνώνονται δραματικά. Οι συνέπειες δεν είναι μόνο ψυχολογικές, αλλά και νευροβιολογικές, καθώς η υπερδιέγερση του εγκεφάλου οδηγεί σε στρες, γνωστική κόπωση και συναισθηματική απορρύθμιση (Loh & Kanai, 2016).
Advertisment
Η ψηφιακή εξουθένωση: Ένα νέο σύνδρομο της εποχής
Η digital fatigue ή ψηφιακή εξουθένωση περιγράφει τη συναισθηματική και γνωστική κόπωση που προκαλεί η συνεχής αλληλεπίδραση με οθόνες. Μετά την πανδημία, η καθιέρωση της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης οδήγησε πολλούς ανθρώπους σε σύγχυση ρόλων, με τα όρια ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική ζωή να γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα (Suh & Lee, 2017).
Η συνεχής ροή ψηφιακών ερεθισμάτων ενισχύει την αντίληψη χρόνιου επείγοντος, ενεργοποιώντας μηχανισμούς υπερεγρήγορσης και οδηγώντας σταδιακά σε σύνδρομο ψηφιακού στρες. Το άτομο βιώνει παρατεταμένη ψυχοφυσιολογική διέγερση, στερούμενο τον απαραίτητο χώρο για συναισθηματική αποφόρτιση.
Η νευροψυχολογική επίδραση της ψηφιακής υπερφόρτωσης
Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι σχεδιασμένος να εστιάζει σε περιορισμένα ερεθίσματα κάθε φορά. Η σύγχρονη τεχνολογία όμως τον βομβαρδίζει με αδιάκοπη ροή πληροφοριών, υπερφορτώνοντας τα γνωστικά του συστήματα και μειώνοντας την ικανότητα συγκέντρωσης. Η συνεχής και ταυτόχρονη έκθεση σε πολλαπλά ψηφιακά ερεθίσματα —όπως εφαρμογές, ηλεκτρονική αλληλογραφία και κοινωνικά μέσα— κρατά τον εγκέφαλο σε μια μόνιμη κατάσταση επιφυλακής. Ο μηχανισμός του στρες (άξονας HPA) ενεργοποιείται ξανά και ξανά, αυξάνοντας την κορτιζόλη — τη «ορμόνη του στρες»— και δυσκολεύοντας τη χαλάρωση (Loh & Kanai, 2016).
Advertisment
Αυτό οδηγεί σε γνωστική υπερφόρτωση (cognitive overload), κατάσταση όπου ο εγκέφαλος δεν προλαβαίνει να επεξεργαστεί τα ερεθίσματα, με αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση, τη μείωση της προσοχής και σφάλματα μνήμης (Sweller, 2011). Η συνεχής εναλλαγή μεταξύ εργασιών – το γνωστό “multitasking” – δεν αυξάνει την παραγωγικότητα, αλλά τη μειώνει, καθώς διασπά τη συγκέντρωση και επιβαρύνει τα νευρωνικά κυκλώματα ελέγχου (Mark, 2015).
Ψυχολογικές και συναισθηματικές επιπτώσεις
Η τεχνολογική υπερφόρτωση έχει άμεσο ψυχολογικό αποτύπωμα. Πολλοί άνθρωποι βιώνουν συνεχή υπερεγρήγορση και μια διαρκή αίσθηση υποχρέωσης διαθεσιμότητας («πρέπει να είμαι πάντα διαθέσιμος»), γεγονός που σχετίζεται με άγχος, ανησυχία και αίσθημα πίεσης (Kushlev & Dunn, 2015). Επιπλέον, η συνεχής σύγκριση που ενισχύεται από τα κοινωνικά δίκτυα μειώνει την αυτοεκτίμηση και εντείνει την κοινωνική ανασφάλεια, κυρίως στους εφήβους και τους νέους ενήλικες, των οποίων η ταυτότητα βρίσκεται ακόμη υπό διαμόρφωση (Twenge, 2019).
Έρευνες δείχνουν ότι όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνουμε στα κοινωνικά μέσα, τόσο αυξάνονται τα επίπεδα άγχους, μοναξιάς και καταθλιπτικής διάθεσης. Παράλληλα, η υπερβολική έκθεση σε οθόνες —ιδίως πριν τον ύπνο— μειώνει την παραγωγή μελατονίνης και διαταράσσει τον φυσικό κιρκάδιο ρυθμό, προκαλώντας σωματική και ψυχική κόπωση (Cain & Gradisar, 2010).
Κοινωνικές και συμπεριφορικές συνέπειες
Πέρα από τα ατομικά συμπτώματα, η τεχνολογική υπερφόρτωση μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό και τον τρόπο που σχετιζόμαστε. Οι σχέσεις γίνονται πιο επιφανειακές, η προσοχή μας κατακερματίζεται, και η ουσιαστική ανθρώπινη επαφή αντικαθίσταται από γρήγορα, επιφανειακά ψηφιακά αντανακλαστικά (Mark, 2015). Η συνεχής συνδεσιμότητα έχει οδηγήσει σε μια παράδοξη μοναξιά: βρισκόμαστε “μαζί” διαδικτυακά, αλλά νιώθουμε λιγότερο συνδεδεμένοι συναισθηματικά. Αυτό το φαινόμενο σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα αποξένωσης και μειωμένη ενσυναίσθηση (Twenge, 2019).
Ψυχοεκπαιδευτικές παρεμβάσεις και διαχείριση
Η αντιμετώπιση της τεχνολογικής υπερφόρτωσης απαιτεί ενσυνείδητη επαναρρύθμιση της σχέσης μας με την τεχνολογία. Οι παρεμβάσεις στοχεύουν στην αποκατάσταση ισορροπίας και στην ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας.
1.Ψηφιακά όρια και “Digital Detox”
Ο καθορισμός συγκεκριμένων ωρών χωρίς οθόνες (π.χ., πριν τον ύπνο ή στα γεύματα) επιτρέπει στο νευρικό σύστημα να αποφορτιστεί και ενισχύει τη συγκέντρωση (Kushlev & Dunn, 2015).
2. Ενσυνειδητότητα στη χρήση (Digital Mindfulness)
Η πρακτική της ενσυνειδητότητας βοηθά τον χρήστη να παρατηρεί πότε και γιατί στρέφεται στην τεχνολογία. Προγράμματα mindfulness-based stress reduction (MBSR) μειώνουν το στρες και βελτιώνουν τη συναισθηματική ρύθμιση (Davidson & Kaszniak, 2015).
3. Επανασύνδεση με τον “αναλογικό” εαυτό
Η συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες, κοινωνικές επαφές χωρίς οθόνες και χρόνος στη φύση ενισχύουν τη νοητική ανάπαυση και την αίσθηση παρουσίας. Ακόμη και μικρές αλλαγές —όπως ο περιορισμός ειδοποιήσεων— έχουν θετική επίδραση στην ψυχική ηρεμία (Mark, 2015).
4. Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις
Η γνωσιακή–συμπεριφορική θεραπεία (CBT) μπορεί να βοηθήσει τα άτομα να αναγνωρίσουν τις γνωστικές στρεβλώσεις που ενισχύουν την εξάρτηση από τα μέσα (“αν δεν απαντήσω άμεσα, θα με απορρίψουν”) και να αναπτύξουν πιο υγιείς στρατηγικές ελέγχου. Η ψυχοθεραπεία στοχεύει όχι στην αποκοπή από την τεχνολογία, αλλά στην επανανοηματοδότηση της σχέσης μαζί της. Η ουσία δεν βρίσκεται στην αποχή από την τεχνολογία, αλλά στην εκπαίδευση για πιο υγιή και συνειδητή χρήση της.
Η τεχνολογική υπερφόρτωση αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόμενο της σύγχρονης εποχής και πηγή ψυχολογικού στρες. Δεν αφορά απλώς την υπερβολική χρήση οθονών, αλλά μια νέα μορφή γνωστικής και συναισθηματικής κόπωσης που υπονομεύει την προσοχή, τον ύπνο και τη συναισθηματική ισορροπία. Η ψυχοεκπαίδευση, η αυτοπαρατήρηση και η καλλιέργεια ψηφιακής ενσυνειδητότητας αποτελούν βασικά εργαλεία πρόληψης και αυτορρύθμισης. Η τεχνολογία μπορεί να υπηρετεί την ανθρώπινη ευημερία, αρκεί να χρησιμοποιείται με επίγνωση, όρια και σκοπό.
Κατερίνα Ζούζουλα
Βιβλιογραφία
- Baglioni, C., et al. (2016). Sleep and mental disorders: A meta-analysis of comorbidity. Psychological Bulletin, 142(9), 969–990.
- Cain, N., & Gradisar, M. (2010). Electronic media use and sleep in school-aged children and adolescents: A review. Sleep Medicine, 11(8), 735–742.
- Davidson, R. J., & Kaszniak, A. W. (2015). Conceptual and methodological issues in research on mindfulness and meditation. American Psychologist, 70(7), 581–592.
- Kushlev, K., & Dunn, E. W. (2015). Checking email less frequently reduces stress. Computers in Human Behavior, 43, 220–228.
- Loh, K. K., & Kanai, R. (2016). How has the Internet reshaped human cognition? The Neuroscientist, 22(5), 506–520.
- Mark, G. (2015). Multitasking in the digital age. Annual Review of Psychology, 66, 77–95.
- Suh, A., & Lee, J. (2017). Understanding teleworkers’ technostress and its influence on job satisfaction. Internet Research, 27(1), 140–159.
- Sweller, J. (2011). Cognitive load theory. Psychology of Learning and Motivation, 55, 37–76.
- Twenge, J. M. (2019). iGen: Why today’s super-connected kids are growing up less rebellious, more tolerant, less happy—and completely unprepared for adulthood. Atria Books

































