Το σώμα ως φορέας της Αλήθειας: Συχνά ξεχνάμε ότι έχουμε ένα σώμα! Ή για να το πω καλύτερα ότι είμαστε κι ένα σώμα. Και το «ξεχνάω» σημαίνει λήθη. Πώς λοιπόν να περηφανευτώ ότι βρίσκομαι σε κάποιον δρόμο α-λήθειας, όταν ένα τόσο σημαντικό μέρος του εαυτού μου, της ύπαρξής μου κι η σχέση μου μαζί του, είναι βυθισμένα στη λήθη;
Το σώμα το θεωρούμε οι περισσότεροι από εμάς ως δεδομένο. Και το θυμόμαστε, όταν το ίδιο μας υποχρεώνει να το θυμηθούμε, με μια αρρώστια συνήθως ή -σπανιότερα- με κάποια ιδιαίτερη ευεξία. Αλλά και στη περίπτωση της ασθένειας, στην κατάσταση δηλαδή εκείνη που δεν νοιώθουμε σθένος, δύναμη, το μόνο που θέλουμε είναι να επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση, όπου το σώμα δεν μας απασχολούσε με τα τυχόν συμπτώματά του και να συνεχίσουμε τη ζωή απ’ εκεί που την αφήσαμε, συνήθως και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο!
Advertisment
Λες και το σώμα είναι φτιαγμένο για να μας υπηρετεί αγόγγυστα, να εκτελεί σα ρομποτάκι τις επιταγές των σκέψεων, των συναισθημάτων και των φαντασιώσεών μας. Λες και δεν έχει δική του ζωή, λες και δεν έχει άλλες δυνατότητες ή λειτουργίες πέρα από το να μας μετακινεί, να μας παρέχει τις αισθήσεις για να ερχόμαστε σ’ επαφή με το περιβάλλον και να εκπληρώνει κάποιες προσδοκίες κι όνειρά μας. Δεν υποστηρίζω ότι το σώμα δεν τα κάνει αυτά ή δεν θα ‘πρεπε να τα κάνει. Υποστηρίζω ότι το σώμα δεν είναι μόνο γι’ αυτά, ότι δεν είναι μόνο μια σύνθετη μηχανή, αλλά φορέας Ζωής κι Επικοινωνίας.
Το σώμα έχει με ποικίλους τρόπους κακοποιηθεί. Κάτι τέτοιο έχει γίνει απ’ τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι δεν είμαστε τίποτα άλλο από τα σώματά μας κι ότι εφόσον αυτά με τον θάνατό μας θ’ αφανιστούν, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για ν’ αντλήσουμε ηδονή απ’ αυτά. Κακοποιήθηκε ακόμα απ’ όλες εκείνες τις πνευματικές ή αυτοαποκαλούμενες «εσωτερικές φιλοσοφίες» ή σχολές, που σχεδόν παιδικά μηρυκάζουν φράσεις όπως «Δεν είμαι το σώμα μου… αλλά κάτι άλλο, «πνευματικότερο»
Μ’ αυτό τον τρόπο βάζουν το δικό τους πετραδάκι ασέβειας προς το σώμα, αλλά δυστυχώς, και λήθης. Κι ύστερα είναι κι οι θρησκείες που εξαρχής βλέπουν το σώμα σαν κάτι που πρέπει να τιθασευτεί -συχνά με βία- να εξαγνιστεί, χωρίς να κάνουν τον κόπο να το γνωρίσουν σε βάθος, έτσι ώστε να μην τρομάζουν τόσο! Και είναι πασιφανές ότι κάτι τρομάζει πολύ όταν είναι αληθινά δυνατό. Και το σώμα είναι!
Advertisment
Το σώμα κακοποιείται γενικώς. Κακοποιείται συχνά από τους αθλητές, τους γυμναζόμενους –και κακώς πιστεύουμε ότι αυτοί “προσέχουν και θυμούνται το σώμα”, τουναντίον το ταλαιπωρούν για να το κάνουν δυνατό, μυώδες ή ικανό να σπάει ρεκόρ, αγνοώντας αυτό που εκείνο μπορεί να θέλει. Κακοποιείται απ’ όλους εμάς που κάνουμε επαγγέλματα γραφείου, που μετακινούμαστε με τ’ αμάξι μας για να πάρουμε εφημερίδα!
Το άρθρο αυτό δεν αποτελεί προτροπή του στυλ: “γυμνάστε και φροντίστε το σώμα σας”. Τουλάχιστον όχι όπως μια τέτοια πιθανόν να μας έχει πλασαριστεί από κέντρα αδυνατίσματος, φυσικής ζωής ή ιατρικά τέτοια. Θ’ ασχοληθούμε με τη Ζωή που βρίσκεται εγκλωβισμένη μέσα στο σώμα, μέσα σε πολύ στερεότυπες για τον καθένα κινήσεις και σωματικές εκφράσεις.
Ο τρόπος που κινούμαστε, καθόμαστε, οι συγκεκριμένοι μύες που σταθερά, στερεότυπα και καθημερινά χρησιμοποιούμε, το φάσμα της φωνής μας, ο τρόπος που κοιτάμε και πολλά άλλα, αποτελούν για τον καθένα από εμάς ένα συγκεκριμένο σχήμα μ’ ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο έκφρασης. Συχνά, πιστεύουμε ότι οι δυνατότητές μας, οι δυνατότητες του σώματός μας, σταματάνε στο περίγραμμα αυτού του πλαισίου. Έτσι πιθανόν να μας μάθανε, γιατί κι αυτοί που μας το έμαθαν εκφράζονταν μέσα σ’ ένα αντίστοιχο πλαίσιο, το οποίο προερχόταν από κάποιο άλλο, κι εκείνο από κάποιο προηγούμενο και ούτω καθεξής, μέχρι τις ρίζες της κουλτούρας μας.
Η Διεκδίκηση του Σώματος: Το συγκεκριμένο, το στερεότυπο λοιπόν σχήμα έκφρασης του σώματος θαρρείς κι είναι δεδομένο από πολύ μικρή ηλικία. Το χειρότερο είναι ότι το πλαίσιο αυτό απαρτίζεται κι ενισχύεται από σκέψεις και φαντασίες που το καθορίζουν. Για παράδειγμα: “εγώ μπορώ να κινηθώ μόνο έτσι…” ή “μπορώ να εκφραστώ μόνο με τέτοια ένταση ή ποιότητα φωνής…” Δεν αναρωτηθήκαμε ίσως ποτέ για την προέλευση αυτού του “μόνο έτσι”! Κι αν κάναμε μια προσπάθεια να το ξεπεράσουμε, να δρασκελίσουμε τα όρια του πλαισίου ίσως ν’ απογοητευτήκαμε με τα αποτελέσματα.
Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, τη στιγμή που κάναμε την προσπάθεια με τα εφόδια αυτού καθ’ εαυτού του πλαισίου. Ίσως να μην υπήρχε κανείς ο οποίος να πέτυχε το δρασκελισμό αυτόν για να μας βοηθήσει να γνωρίσουμε βιωματικά τα μυστικά του περάσματος έξω από το πλαίσιο, τις μικρές κι απλές εκείνες πληροφορίες για το πώς σπάει το στερεότυπο σχήμα, για το πώς σπάνε οι μάσκες. Γιατί τότε μόνο η ενυπάρχουσα Ζωή απελευθερώνεται μέσα από και στο σώμα προσδίδοντας στη συνολική μας ύπαρξη ένα άλλο νόημα, ανοίγοντας άλλους ορίζοντες στην επικοινωνία και στη παρουσία μας στον κόσμο.
Από την άλλη το στερεότυπο σχήμα, του οποίου άριστος εκφραστής είναι το σώμα, σίγουρα αποτέλεσε πλαίσιο ασφάλειας και συναισθηματικής επιβίωσης στα χρόνια του μεγαλώματός μας. Κι ως εκ τούτου, ένα από τα συναισθήματα που απαρτίζουν το περιοριστικό κατά τα άλλα πλαίσιο, είναι κι ο φόβος του τι θα απογίνω αν δρασκελίσω το πλαίσιο, “αν ανοίξω το κλουβί με το ζώο μέσα μου”, όπως χαρακτηριστικά περιέγραψε την ενυπάρχουσα Ζωή ένας Δάσκαλός μου.
Το στερεότυπο σχήμα ενεργοποιείται αυτόματα μόλις ζητηθεί από το σώμα να εκφραστεί, είτε με κίνηση, με γκριμάτσες ή με φωνή. Αν προσέξει κανείς, ο τρόπος κίνησης είναι πολύ συγκεκριμένος, συχνά τόσο περιορισμένου φάσματος που προκαλεί έκπληξη στον πειραματιζόμενο. Μπορεί κανείς εύκολα να το παρατηρήσει αυτό, ακόμα και με λίγες απόπειρες.
Βέβαια, είναι βαθιά εδραιωμένη η πεποίθηση ότι “μόνον έτσι” μπορεί το σώμα του να εκφραστεί με κίνηση, προσθέτοντας δίπλα και κάποιες καθησυχαστικές δικαιολογίες του τύπου: “έχω και κάποια περισσότερα κιλά” ή “επειδή είμαι ψηλός ή κοντός γι’ αυτό κι η σπονδυλική μου στήλη είναι έτσι ή αλλιώς…” Με λίγη καλοπροαίρετη όμως στάση, οι δυσκαμψίες και τα μπλοκαρίσματα στο σώμα γίνονται φανερά. Ολόκληρα τμήματα της σπονδυλικής στήλης φαίνονται να κινούνται μονοκόμματα.
Το ζητούμενο εδώ, επαναλαμβάνω, δεν είναι η προσπάθεια ή η εκγύμναση του σώματος για να ξεπεράσει τις δυσκαμψίες του. Πιο πολύ εστιαζόμαστε στο να επιτρέψουμε στο σώμα να κάνει κι άλλα ή διαφορετικά απ’ αυτά που μηχανικά κι επαναλαμβανόμενα έχει μάθει να κάνει. Αυτό προϋποθέτει ψυχικό σθένος και θάρρος για το ενδεχόμενο σπάσιμο των οικείων σχημάτων. Όπως πολύ χαρακτηριστικά το τοποθέτησε ο Ρ. Νιοτσίμ, ο ιδιαίτερος αυτός θεατράνθρωπος που μαθήτευσε κοντά στον Γιέρζι Γκροτόφσκι: “η όλη εκπαίδευση αποτελεί διαδικασία στο να ξεμάθει κανείς αυτό που ήδη τον έχει καθορίσει”, παρά στο να μάθει κάτι επιπρόσθετο.
Κι αυτό έδειξε η δική μου βιωματική εμπειρία στην εργασία μαζί του. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ξέρουμε ήδη πολλά, τόσα, που τα εγγενή στοιχεία, τα πρωτογενή τμήματα σώματος και ψυχής δεν βρίσκουν έκφραση και παραμένουν εγκλωβισμένα. Η έκφραση γίνεται μια καρικατούρα στη λήθη, που τόσο γοητευτικά της προσφέρει η μηχανικότητα κι έτσι το σώμα δεν αρθρώνει την αλήθεια του. Κατά προέκταση, δεν γίνεται φορέας α-λήθειας, ενώ είναι φτιαγμένο για κάτι τέτοιο! Είναι εκπληκτικό να δει κανείς το σώμα απ’ αυτή την οπτική της λήθης κι α-λήθειας, γιατί τότε διαπιστώνει πόσο “νεκρό” πραγματικά είναι μέσα από τις στερεοτυπίες και πόσο ζωντανό γίνεται όταν απελευθερωθεί από το πλαίσιό τους. Γίνεται ένα ζωντανό όργανο έκφρασης, μια παρουσία, ένας δρόμος για την α-λήθεια!
Όπως θα σας έγινε βέβαια αντιληπτό, ενώ μιλάμε για το σώμα και την έκφρασή του, αυτό δεν γίνεται ξεκομμένα απ’ το σύνολο της προσωπικότητας. Άλλωστε σ’ αυτή την παγίδα προσπαθεί ο γράφων να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη από την αρχή του άρθρου. Η μετατόπιση της προσοχής στο σώμα σαν όχημα έκφρασης, δεν προϋποθέτει τη μόνωσή του! Τουναντίον οι πρωτογενείς ενέργειες που βρίσκονται εγκλωβισμένες στον άνθρωπο είναι ψυχοσωματικού χαρακτήρα κι αποτελούνται από σύνολα κίνησης, φωνής, συναισθήματος, φαντασίας.
Πιο συνοπτικά, για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της ψυχολογίας, είναι αρχετυπικού χαρακτήρα κι εκτείνονται, από τη μια άκρη του φάσματος, στην ιδιαιτερότητα του κάθε ατόμου ξεχωριστά, μέχρι την άλλη άκρη του φάσματος, στο συλλογικό υπόστρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης αυτής καθ’ εαυτής. Μια προσεκτική μελέτη αυτού, που ο αείμνηστος Γ. Γκροτόφσκι ονόμαζε “θέατρο των πηγών”, μπορεί να δώσει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα που ενδεχόμενα ν’ αναδύονται σχετικά με τα πιο πάνω.
Το Βαρόμετρο της Ψυχής: Για να γίνω πιο σαφής, θα πάρω ως παράδειγμα ένα μέρος της δουλειάς μου με τον Ρ. Νιοτσίμ, που είχε σαν επίκεντρο τη φωνή. Ποιος ήταν επιγραμματικά ο στόχος μιας τέτοιας βιωματικής εμπειρίας; Τι σημαίνει στην πράξη (γιατί το σώμα σημαίνει πράξη, δράση) “αναδύω την ίδια τη Ζωή και τις πρωτογενείς της (κι όχι κατ’ ανάγκη πρωτόγονες) ενέργειες μέσα από τη φωνή”; Τι εμπεριέχει αυτή η προσπάθεια; Ο ίδιος ο Νιοτσίμ λέει κάπου για τα βιωματικά σεμινάριά του πάνω στη φωνή, τις “ηχήσεις” (soundings) όπως τα ονομάζει:
“Η Φωνή είναι το βαρόμετρο της Ψυχής… Οι Ηχήσεις αποτελούν μια σε βάθος εργασία με τη Φωνή, η οποία περιλαμβάνει την επανακάλυψη των ζωτικών συνδέσεων της φωνής με την αναπνοή, το σώμα και την εικόνα. Μέσα σ’ αυτά μπορεί κανείς να δει τη Φωνή όχι σαν κτήμα του, ‘η φωνή μου’, αλλά σαν τη Φωνή, μια αντικειμενική κι ανεξάρτητη δύναμη μέσα στο σώμα. Ανακαλύπτει τις ατομικές κι ιδιαίτερες εικόνες μέσα του, ικανές ν’ απελευθερώσουν τη Φωνή από τα μπλοκαρίσματά της… κι ακόμα πιο πέρα, τη δυνατότητα ν’ απελευθερώσει τη Φωνή από τους πολιτισμικούς περιορισμούς της και να εμπειραθεί έτσι τις φωνές των προγόνων που ζούνε μέσα σε κάθε άνθρωπο”.
Το Βλέμμα της Αθωότητας: Ο καθένας μας, έτσι κι εγώ, μπαίνει σε μια τέτοια εργασία με τους δικούς του φωνητικούς περιορισμούς οι οποίοι αντανακλούν μπλοκαρίσματα ψυχής. Η Φωνή ως βαρόμετρο, από αρκετά νωρίς στην εργασία, δείχνει σ’ αυτόν που έχει πρόθεση να ριψοκινδυνεύσει ένα άλμα έξω από το πλαίσιο της στερεοτυπίας, τα “τυφλά” του σημεία, τα σημεία που ο νους, η εκπαίδευση που πήρε, τα “πρέπει” και “δεν πρέπει” του έχουν μπλοκάρει την πρωτογενή ενέργεια της Ζωής από το να ρέει άφοβα και αβίαστα στο σώμα και στην ύπαρξή του.
Μέσα σ’ αυτό που μου φάνηκε σαν ατέλειωτες ώρες επίμονης δουλειάς, πέρασα από διάφορες εμπειρίες, τόσο σωματικές όσο και συναισθηματικές. Όταν έγινε το άλμα, που θα το χαρακτήριζα για μένα σαν το “πέρασμα από τρύπα βελόνας”, βρέθηκα “αλλού”. Εκεί ακριβώς που ήμουν κι όμως “αλλού”. Ήταν σαν να ανακάλυπτα ξανά αυτό, που θα χαρακτήριζα ως “το βλέμμα της αθωότητας”.
Ένα ξέφωτο που δεν είχε να κάνει ούτε με μεταφυσική εμπειρία, ούτε με τη μέθη του υπερβατικού. Ήταν κάτι πολύ πραγματικό, απτό και προπάντων απλό! Μπορούσα να αισθανθώ στο σώμα πια το άνοιγμα του θώρακα, την ελευθερία της Φωνής ποιοτικά, την αλλαγή στο βάδισμα και στην κίνηση της σπονδυλικής στήλης, ενώ σε συναισθηματικό επίπεδο, το ξέφωτο είχε κάτι από χαρά.
Η έννοια της απλότητας σε μια τέτοια διαδικασία είναι νευραλγικής σημασίας. Είναι ακριβώς η συνάντησή μας μ’ αυτήν που δείχνει γλαφυρά τη ζημιογόνο δράση της διανοητικής περιπλοκότητας στη Ζωή μας, κι επιβεβαιώνει γι’ ακόμα μια φορά το πόσο ουσιαστικά είναι τα απλά πράγματα. Μας ζητήθηκε κάτι απλό σ’ αυτή την ομάδα εργασίας: να τραγουδήσουμε ένα παιδικό τραγούδι. Πάνω εκεί ακριβώς είδαμε τη κακοποίηση που επέφερε η συνθετότητα της διάνοιας πάνω στο σώμα και στη φωνή!
Στη συνέχεια κάναμε κάτι απλούστερο: επιμέναμε, με προτροπή του Ρίτσαρντ, στην επανάληψη του τραγουδιού μέχρι να φανούν οι φωνητικές χαραμάδες απ’ όπου η πρωτογενής ενέργεια της Ζωής πάσχιζε ν’ αναδυθεί. Κι ύστερα πολύ απλά πάλι, χωρίς σύνθετες αναλύσεις και λεκτικούς ακροβατισμούς βγήκαμε, κάποιοι από εμάς, στο γεμάτο απλότητα περίβολο της Ζωής. Απ’ τη μια, όλα άλλαξαν ενώ ταυτόχρονα τίποτα δεν είχε αλλάξει. Η αίθουσα η ίδια, η ζέστη, ο ιδρώτας, το σώμα… όλα γνωστά και οικεία. Η θέαση του κόσμου άλλαξε από ένα βλέμμα που ήταν πάντα εκεί και περίμενε το δικό μας κάλεσμα.
Δεν υπάρχει τίποτα “θαυματουργό” σ’ αυτή τη διαδικασία, αν κι ακούγεται σαν τέτοιο. Είναι συνήθως τόσο μεγάλη η απομάκρυνσή μας απ’ τις πρωτογενείς ενέργειες σώματος και ψυχής, που μοιάζει με θαύμα όταν κανείς αγγίξει την “κατά φύση” κατάσταση! Ούτε υπάρχει κάτι ρομαντικό στην επανασύνδεση μ’ αυτές τις ενέργειες. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η καθημερινή μας ζωή, η σχέση με το σώμα, τα συναισθήματα και τις βαθύτερες ενατενίσεις μας, γίνεται πια με τέτοιο “παρά φύση” ορθολογιστικό τρόπο λειτουργίας που έχουμε απολέσει την ολότητα του όντος.
Κι όταν μέσα από προσπάθεια, που δεν χαρακτηρίζεται από κάποια διανοητική ή άλλη περιπλοκότητα, κινητοποιηθούν εσωτερικά κέντρα δύναμης και βιωθούν απτά, απλά και σε τούτη δω την πραγματικότητα, το όλο ζήτημα παίρνει διαστάσεις πολυτελείας, μοιάζει με “μεταφυσική εμπειρία” που όμως δεν είναι! Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η γοητεία κι η ομορφιά του πράγματος!
Κλείνοντας… Επιτρέποντας στο σώμα να εμπειραθεί την α-λήθειά του, αυτό που γίνεται στην ουσία είναι σύνδεση ψυχής-σώματος, γιατί είναι αδύνατον το σώμα να γίνει φορέας αλήθειας, αν το ψυχικό όργανο “απουσιάζει”. Η δημιουργική δύναμη είναι το προϊόν της Ολότητας του ανθρώπινου όντος κι όχι των μεμονωμένων τμημάτων του.
«Ωστόσο, η δημιουργική δύναμη», γράφει η Μαρία Στεφανοπούλου στο βιβλίο της για τη δουλειά με τον Γκροτόφσκι, «δεν είναι η ικανότητα να μετασχηματίζουμε αυτό που ήδη υπάρχει κάνοντάς το να γίνεται άλλο απ’ αυτό που είναι. Μήτε η δυνατότητα να φανταζόμαστε την αλήθεια. Η δημιουργική δύναμη είναι μάλλον η ικανότητα να αποκαλύπτουμε αυτό που είναι (κι «αυτό που υπήρξε»), ν’ αποκαλύπτουμε την αλήθεια αρχίζοντας πάντα από τη «πράξη του αφοπλισμού».
Η δημιουργική ενέργεια δεν είναι πρόσχημα μήτε μια κάλυψη, αλλά ένας τρόπος ολοκλήρωσης, προσωπικής και κοινωνικής πραγμάτωσης. Ίσως αυτό να θυμίζει πάλι την ψυχαναλυτική διεργασία, με τη διαφορά όμως ότι η έρευνα του Γκροτόφσκι, στρέφεται λιγότερο προς αυτό που λέμε γνώση του εαυτού και περισσότερο προς την πράξη της δημιουργίας του εαυτού».
Η Διαυγής Τρέλα:«Εκείνος που βρίσκεται στην αναζήτηση της ολότητάς του» λέει ο Γκροτόφσκι, «μοιάζει μ’ έναν τυχοδιώκτη. Διεισδύει σ’ έναν ανεξερεύνητο χώρο, όπου είναι δύσκολο ν’ ανακαλύψει, ν’ αναγνωρίσει, να διακρίνει αυτό που είναι ψευδαίσθηση, απ’ αυτό που δεν είναι. Μπροστά σε κάτι που μοιάζει με τρέλα, τον ενδιαφέρει να διατηρήσει όλη του τη λογική, την κοινή λογική. Μόνο μια «διαυγής τρέλα» μπορεί να μας οδηγήσει στην ολότητα».
Μια «διαυγής τρέλα». Και η διαυγής τρέλα δεν θα μπορούσε να κατατεθεί πουθενά αλλού, κι όπως γίνεται και σε τούτο δω το άρθρο, παρά μόνο μετά τον επίλογο! Γιατί θεωρώ ότι αυτά, που ο μεγάλος θεατράνθρωπος λέει τόσο γλαφυρά στα πιο πάνω είναι τόσο συμπυκνωμένα και τόσο «μετά», που θα ασφυκτιούσαν στα πλαίσια όσων έχω γράψει.
Προσέξτε! Μοιάζει με τυχοδιώκτη εκείνος που αναζητεί την ολότητά του. Ίσως να μην ταίριαζε καμιά άλλη τόσο σωστή, τόσο «διάνα» μεταφορά γι’ αυτού του τύπου τον αναζητητή. Αντανακλάει τον άνθρωπο, ο οποίος μπαίνει με ψυχή και σώμα στο Άγνωστο, στο Μυστήριο, έτοιμος κι ανοικτός για τα ΠΑΝΤΑ! Σκιαγραφεί τον άνθρωπο που έχει τη συνειδητή πρόθεση ν’ αφήσει πίσω του κάθε στερεότυπο σχήμα επιτρέποντας το παιδικό του βλέμμα που ήταν πάντοτε εκεί γεμάτο περιέργεια και πάθος, να ανακαλύψει.
Στη μεταφορά του τυχοδιώκτη συναντιόνται ιδιότητες όπως η παιδικότητα, η ορμή για ρίσκο, το θάρρος και η έντονη ανάγκη να προχωρήσει, να ανακαλύψει, να σπάσει το φράγμα του γνωστού και χωρίς κανένα δογματισμό να επιτρέψει στον εαυτό του να βγει σ’ ένα “άλλο” ξέφωτο. Ας μην παρεξηγηθώ. Υπάρχει φόβος. Ο τυχοδιώκτης δεν σημαίνει ότι δεν φοβάται, όπως και κάθε θαρραλέος άνθρωπος δεν σημαίνει πως δεν φοβάται. Άλλωστε θάρρος δεν σημαίνει απουσία φόβου. Πιο πολύ, για μένα, σημαίνει να ξέρεις ότι φοβάσαι και να το αντέχεις!
Ο τυχοδιώκτης λοιπόν αναπόφευκτα θα κάνει τρέλα, αλλιώς δεν θ’ ανακαλύψει. Κάθε άνοιγμα σε ένα νέο ξέφωτο περιλαμβάνει μια «τρελή κίνηση», μια κίνηση με ρίσκο, μια κίνηση που αμφισβητείται από τον περίγυρο, από την οικογένεια ή από τους φίλους κι αγαπημένους. Ο Γκροτόφσκι όμως μας προλαβαίνει εδώ. Μας τονίζει ότι η τρέλα για την οποία μιλάει δεν είναι η αποδιοργάνωση της ψυχής, του νου και του σώματος. Το αντίθετο μάλιστα! Άλλωστε τι τυχοδιώκτης θα ήταν ο αναζητητής, αν μέσα σ’ όλα αυτά δεν ήξερε και τι του γινόταν!
Μας λέει, λοιπόν, ότι αυτή η τρέλα χρειάζεται διαύγεια, χρειάζεται συνείδηση. Χρειάζεται όμως! Αν δεν υπάρχει αυτού του είδους η τρέλα, η ανακάλυψη αυτού που από πάντα ήταν εκεί, δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά ένα διανοητικό κατασκεύασμα, μια καρικατούρα, «ένας λόγος για συζήτηση σ’ απογευματινό καφέ», «ψηλή κουλτούρα», ή όπως θέλετε πέστε το. Δεν θα είναι δημιουργική δράση. Και το σώμα μας μπορεί αυτό να το γνωρίζει, μονάχα αν το ακούγαμε, αν του επιτρέπαμε να γίνει φορέας της Α-λήθειας, που από αιώνες όλοι μας κουβαλάμε πολύ βαθιά μέσα στην ψυχή μας.
Κλείνοντας, θα προέτρεπα τον καθένα και την καθεμιά που διαβάζει αυτές τις γραμμές να ανιχνεύσει το τυχοδιωκτικό του κομμάτι, παραμερίζοντας τους τυχόν αρνητικούς συνειρμούς, που αυτή η λέξη σέρνει στο κεφάλι μας και να επιχειρήσει να το ανασύρει από την αφάνεια.
Χρειάζεται να διεκδικήσουμε το σώμα μας από τη μητέρα μας,
από τον εραστή ή ερωμένη μας, την κουλτούρα μας.
Ρίτσαρντ Νιοτσίμ
Ντέμης Κυριάκου