Όρος Ποτοζί: Το βουνό του ασημιού και η κατάρα του
Αν το καλοσκεφτούμε, η παγκόσμια ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ατελείωτο κυνήγι εξουσίας και θησαυρών. Συνηθέστατα δε, αυτά τα δύο ταυτίζονται. Το ένα φέρνει το άλλο (βλέπε Γίγαντας του Κάρντιφ)
Advertisment
Όποιοι έχουν διαβάσει το Δον Κιχώτη, θα έχουν προσέξει ότι ο αφελής υπηρέτης του, ο Σάντσο, χρησιμοποιεί τακτικά τη φράση «αληθινό Ποτοζί». Ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία τα όνειρα των τυχοδιωκτών και των ηγεμόνων για τον απόλυτο και ατελείωτο θησαυρό δε συναντήθηκαν με τη χειροπιαστή πραγματικότητα όσο σε αυτό το βουνό των 5.000 μέτρων στο Άνω Περού που ονομαζόταν Όρος Ποτοζί.
Το όρος Ποτοζί ανακάλυψε τυχαία ένας Ινδιάνος το 1545, ψάχνοντας ένα λάμα που το είχε σκάσει στις ερημιές. Άναψε φωτιά και είδε κάτι να λάμπει. Ήταν ασήμι. Τα σπλάχνα του πελώριου βουνού ήταν από καθαρό ασήμι. Οι Ισπανοί κατακτητές άρχισαν να το ξεκοιλιάζουν και να στέλνουν το ασήμι στη Μαδρίτη. Οι αριθμοί ήταν ασύλληπτοι. Μέσα σε ενάμιση αιώνα, έστειλαν 16 εκατομμύρια κιλά ασημιού, για να χρηματοδοτήσουν τους πολέμους του Ισπανικού Στέμματος και την άσωτη πολυτελή ζωή που έκαναν οι δούκες, οι κόμητες και οι μαρκήσιοι στη μητρόπολη.
Ίσως είναι υπερβολή, όμως οι Ισπανοί έλεγαν ότι με το ασήμι που βγήκε από τα σπλάχνα του βουνού θα μπορούσε να χτιστεί μια γέφυρα από την είσοδο των ορυχείων έως την είσοδο των ανακτόρων στη Μαδρίτη. Στους πρόποδες του όρους Ποτοζί, εκατοντάδες χιλιάδες Ινδιάνοι μεταφέρονταν αλυσοδεμένοι για να δουλεύουν στις στοές και στα χυτήρια από έξω. Όταν το ασήμι τελείωσε, οκτώ εκατομμύρια ντόπιοι είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή στο βωμό του πολύτιμου μετάλλου. Πραγματική εκατόμβη.
Advertisment
Το ασημένιο βουνό, ενώ θα μπορούσε να είναι ευλογία θεού, κατέληξε ένα από τα χειρότερα κολαστήρια της παγκόσμιας ιστορίας. Η εξαντλητική εργασία, η εναλλαγή από τις θερμοκρασίες των στοών στο βαρύ κρύο του βουνού, η επαφή με τον υδράργυρο που χρησιμοποιούσαν στα χυτήρια και το ανθυγιεινό κλίμα εξόντωναν τις χιλιάδες των σκλάβων, των οποίων το εισόδημα από την εργασία μιας ολόκληρης ζωής δεν ήταν ικανό να αγοράσει ένα ασημένιο νόμισμα.
Κι όμως, εκεί παραδίπλα, στις μέχρι τότε ερημιές, στήθηκε μέσα σε ελάχιστα χρόνια η πόλη της απέραντης σπατάλης και χλιδής, το Ποτοζί, επίσημη αυτοκρατορική πόλη με βούλα του Κάρολου του Ε΄, όπου ο ανέξοδος πλούτος κυλούσε σαν ποτάμι. Όταν η εξόρυξη ήταν στο απόγειό της, ακόμα και τα πέταλα των αλόγων στο Ποτοζί ήταν ασημένια. Από ασήμι ήταν οι άγιες τράπεζες των ναών, από ασήμι τα εξαπτέρυγα.
Το 1658, στην εορτή της Αγίας Δωρεάς, ξήλωσαν τις πλάκες στους δρόμους από το κέντρο έως την εκκλησία των Φραγκισκανών μοναχών και τους έστρωσαν με ράβδους ασημιού. Δεκαπέντε μόλις χρόνια μετά την ανακάλυψη του Ποτοζί, η πόλη είχε τριάντα έξι εκκλησίες, τριάντα οκτώ χαρτοπαιχτικές λέσχες, δεκατέσσερις σχολές χορού, δύο αρένες, έναν ιππόδρομο και μία όπερα. Μυθικές περιουσίες άλλαζαν χέρια από τη μια στιγμή στην άλλη, καθώς το 1635 καταμετρήθηκαν στα καταγώγια και στα σαλόνια του Ποτοζί οκτακόσιοι επαγγελματίες χαρτοπαίχτες.
Συμπόσια ανήκουστης σπατάλης γινόντουσαν συνεχώς, καταλήγοντας σε ομαδικά όργια, καθότι υπήρχαν τρεις χιλιάδες πόρνες πολυτελείας ή σε μεσαιωνικές μονομαχίες των δανδήδων κάτω από τους φανοστάτες των δρόμων, που κι αυτοί ήταν ασημένιοι. Στο τέλος των συμποσίων, για να μην μπουν στον κόπο να τα πλύνουν, οι νοικοκυραίοι πετούσαν από το παράθυρο τα ασημένια πιατικά και μαχαιροπίρουνα.
Κι όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, το ασήμι του Ποτοζί τελείωσε σε ενάμιση αιώνα. Τα πάντα ρήμαξαν, τα αρχοντικά έπεσαν, οι εκκλησίες λεηλατήθηκαν, οι τυχοδιώχτες εξαφανίστηκαν, οι άρχοντες αναχώρησαν για άλλα πλούσια μέρη. Σήμερα το Ποτοζί είναι μια φτωχή άσημη πολιτειούλα της Βολιβίας, με το ξεκουφισμένο βουνό πάνω από το κεφάλι της και τα οκτώ εκατομμύρια φαντάσματα των δούλων που άφησαν εκεί τη ζωή τους να σέρνονται στα σοκάκια της.
Κάθε ομοιότητα με την εποχή μας είναι εντελώς τυχαία και πέραν των προθέσεων του ιστορικού.
Μια σταγόνα ιστορία του Δημήτρη Καμπουράκη εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ