Ο Δαρβίνος είχε πει ότι τελικά δεν είναι το πιο δυνατό είδος αυτό που επιβιώνει αλλά το πιο προσαρμοστικό. Η ζωή επίσης μας δείχνει ότι πολλές φορές τη δόξα δεν την παίρνει αυτός που την αξίζει αλλά αυτός που φέρεται πιο έξυπνα (ενίοτε και πονηρά). Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο Αμέρικο Βεσπούκι, ο οποίος δεν έκανε σχεδόν τίποτα, αλλά κατάφερε να δώσει το όνομά του σε μια ολόκληρη Ήπειρο.
Το 1492 ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακαλύπτει τη νέα ήπειρο πέρα από τον Ατλαντικό, αλλάζοντας κυριολεκτικά την πορεία του κόσμου. Κι όμως, ο μεγάλος αυτός εξερευνητής, που επί χρόνια προσπαθούσε να πείσει βασιλείς και χρηματοδότες ότι υπάρχει θαλάσσιος δρόμος που οδηγεί στις πολυπόθητες Ινδίες προς τα δυτικά, πεθαίνει τυφλός, φτωχός και περιφρονημένος, χωρίς καν να δει τη νέα ήπειρο που ανακάλυψε να παίρνει το όνομά του. Τη δόξα του την έκλεψε ένας Φλωρεντινός καταφερτζής, ο Αμέρικο Βεσπούκι.
Advertisment
Ο Βεσπούκι δούλευε σε ένα κατάστημα που πουλούσε ναυτικά όργανα και χάρτες. Δεν ήταν ούτε ναυτικός ούτε εξερευνητής. Μερικά χρόνια μετά την ανακάλυψη του Κολόμβου, αποφασίζει να ταξιδέψει στο Νέο Κόσμο χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Με οικονομική ενίσχυση του πορτογαλικού θρόνου, διαπλέει δυο φορές τον Ατλαντικό και κάνει αργά αργά το θαλάσσιο ταξίδι κατά μήκος των ακτών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Κατεβαίνει για λίγο στη στεριά, καταγράφει, παρατηρεί και φεύγει.
Το 1504 στέλνει στο Λορέντζο Μέδικο της Φλωρεντίας δύο επιστολές, με τις οποίες τον ενημερώνει για το τι ακριβώς είδε σε αυτούς τους νέους μυστηριώδεις τόπους. Οι εκτενείς αυτές αναφορές είναι ένα μείγμα αληθινών διαπιστώσεων και εντυπωσιακών ψεμάτων. Είναι γραμμένες με την κατάλληλη συνταγή για να γίνουν ανάρπαστες στην Ευρώπη, που διψά να μάθει για το Νέο Κόσμο. Οι επιστολές του Βεσπούκι πολύ σύντομα έφυγαν από τα συρτάρια του Λορέντζο Μέδικου και τυπώθηκαν κατά χιλιάδες στα λατινικά, στα ισπανικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα αγγλικά. Τα ψεύδη που αναφέρονται μέσα στα κείμενα αυτά είναι ασύστολα, ειδικά για τους ιθαγενείς, γι΄ αυτό και κάνουν τεράστια εντύπωση.
Περιγράφει τους Ινδιάνους ως κανίβαλους που καταβροχθίζουν τους αιχμαλώτους και βεβαιώνει ότι είδε με τα μάτια του παστό ανθρώπινο κρέας κρεμασμένο στα δοκάρια των σπιτιών τους. Αναφέρει την περίπτωση ενός Ινδιάνου ο οποίος τον είχε βεβαιώσει ότι είχε φάει τριακόσιους ανθρώπους, ενώ υποστηρίζει ότι οι ιθαγενείς αυτοί ζουν εκατόν πενήντα χρόνια. Παράλληλα, οι επιστολές αυτές είναι περίτεχνα διανθισμένες με κάθε είδους σεξουαλικούς υπαινιγμούς και ερωτικές περιγραφές, που εξάπτουν τη φαντασία των Ευρωπαίων.
Advertisment
Λέει ο Αμέρικο Βεσπούκι: «Οι ιθαγενείς έχουν όσες συζύγους τραβάει η όρεξή τους και συμβαίνει ο γιος να ζει με τη μητέρα του, ο αδελφός με την αδελφή, ο ξάδελφος με την ξαδέλφη και γενικώς, κάθε άνδρας με όποια γυναίκα βρεθεί μπροστά του». Προχωρά δε και σε πικάντικες λεπτομέρειες για το πώς αντιδρούν σεξουαλικά οι Ινδιάνες όταν βρεθούν ερωτικά με λευκό. Λέει: «Όταν έχουν ευκαιρία να έρθουν σε σεξουαλική επαφή με χριστιανό, ακόλαστες και οργιώδεις όπως είναι, φτάνουν στα όρια του παροξυσμού. Λόγοι αιδούς μου απαγορεύουν να αναφερθώ στα πράγματα αυτά και οφείλω να παραλείψω οποιαδήποτε αναφορά στα αντικείμενα που χρησιμοποιούν για να ικανοποιήσουν την άκρατη οργιαστική τους διάθεση».
Αυτός ο πανέξυπνος συνδυασμός περιπέτειας, μυστηρίου και πορνογραφίας έκανε τα κείμενα αυτά διάσημα. Το ίδιο και τον συγγραφέα τους. Το 1507 μια εκδοτική ομάδα του Σαιν Ντιε τυπώνει έναν άτλαντα, προτείνοντας οι νέες αυτές χώρες να ονομαστούν «Αμέριγκα» ή «Αμέρικα» από το μικρό όνομα του Βεσπούκι. Την επικράτηση αυτής της ονομασίας ευνόησε ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του ίδιου του Χριστόφορου Κολόμβου.
Όταν ξεκίνησε προς τα δυτικά, πίστευε πως κατευθυνόταν προς τις Ινδίες. Ονόμασε τους τόπους που ανακάλυψε Ινδίες και τους κατοίκους Ινδιάνους και συνέχισε να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα μέχρι που πέθανε, παρά το γεγονός ότι πλήθαιναν οι ενδείξεις ότι επρόκειτο για μια εντελώς νέα ήπειρο, που καμία σχέση δεν είχε με τη χώρα που παράγει το πιπέρι και το μοσχοκάρυδο. Όταν λοιπόν μετά από δεκαπέντε χρόνια ξεκαθαρίστηκαν τα πράγματα, υπήρξε κενό ονομασίας και εύκολα επικράτησε το «Αμερική», που ήδη χρησιμοποιούσαν στην Κεντρική Ευρώπη και στην Ιταλία.