Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό WDDTY
Πριν από 40 χρόνια, αν σε κάποιον γινόταν διάγνωση ότι πάσχει από λύκο (ή αλλιώς συστηματικό ερυθηματώδη λύκο), η πρόγνωση δεν ήταν καλή. Οι πιθανότητες να πεθάνει μέσα σε 5 χρόνια ήταν 50/50.
Advertisment
Ο λύκος είναι μια διαταραχή με πλήθος συμπτωμάτων και διαφορετική παθογένεση σε κάθε άτομο. Η διάγνωση αυτής της διαταραχής, η οποία εμφανίζεται 9 φορές περισσότερο στις γυναίκες, είναι δύσκολη.
Παρά το γεγονός ότι έχει βρεθεί ότι επηρεάζει περίπου 1 στα 1000 άτομα στην Ευρώπη και την Αμερική, πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι υπάρχει υποδιάγνωση της ασθένειας κι ότι τα πραγματικά ποσοστά μπορεί να είναι και διπλάσια (Lancet, 1996; 347: 367-9).
Ο λύκος είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα το οποίο προκαλεί φλεγμονή του συνδετικού ιστού, ιδίως των μεμβρανών γύρω από τις αρθρώσεις (με συμπτώματα παρόμοια με αυτά της ρευματοειδούς αρθρίτιδας) και γύρω από όργανα, όπως οι πνεύμονες, τα νεφρά και η καρδιά. Το πιο γνωστό σύμπτωμά του είναι ένα κόκκινο εξάνθημα στα μάγουλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό το εξάνθημα μπορεί να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το πάνω μέρος του σώματος.
Advertisment
Η πιο ασυνήθιστη μορφή λύκου, ο δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος, παρουσιάζεται ως ένα κόκκινο, φολιδωτό εξάνθημα στο πρόσωπο, από το οποίο προήλθε και η ονομασία του. Ο δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος μπορεί να παραμείνει σταθερός ή να μετατραπεί σε συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (ΣΕΛ), την πιο συνηθισμένη και σοβαρή μορφή του. Όταν συμβαίνει αυτό, το σώμα αρχίζει να δημιουργεί αντισώματα εναντίον του ίδιου του οργανισμού προκαλώντας φλεγμονή, βλάβες στους ιστούς και πόνο. Η ασθένεια αυτή μπορεί να επηρεάσει σχεδόν κάθε όργανο ή σύστημα μέσα στο σώμα και μπορεί να απειλήσει ακόμα και τη ζωή ενός ατόμου.
Τα κριτήρια διάγνωσης δεν έχουν αναθεωρηθεί από το 1982 (Arthritis Rheum, 1982; 25: 1271-7) και αντιπροσωπεύουν πολλές περιπτώσεις που μπορεί να περάσουν απαρατήρητες. Όταν ο γιατρός προσπαθεί να κάνει τη διάγνωση, ένα από τα πρώτα πράγματα που θέλει να ελέγξει είναι τα επίπεδα αντιπυρηνικών αντισωμάτων του ασθενή (ANA). Περίπου το 95% των ασθενών με λύκο παρουσιάζουν αυξημένα ANA (Rheum Dis Clin North Am, 1990; 16:617-39). Τα επίπεδα ΑΝΑ εμφανίζονται και σε άλλες ρευματικές ασθένειες καθώς και σε αυτοάνοσα νοσήματα του ήπατος και του θυρεοειδούς. Υπάρχει περίπου στο 2% του πληθυσμού χωρίς άλλα συμπτώματα (Adv Immunol, 1989; 44: 93-151). Εμφανίζονται επίσης υψηλότερα επίπεδα ξένου DNA (Arthritis Rheum, 1990; 33: 634-43). Στην πραγματικότητα, οι ασθενείς με ΣΕΛ παράγουν έναν μεγάλο αριθμό αντισωμάτων και αναλόγως με το ποιά είναι αυτά οι γιατροί μπορούν να προβλέψουν σε ένα ποσοστό την εξέλιξη της ασθένειας (Clin Exp Immunol, 1985; 62: 337-45; J Clin Immunol, 1991; 11: 297-316).
Εκείνο που οι γιατροί δεν μπορούν να εξηγήσουν είναι οι λόγοι που προκαλούν στο ανοσοποιητικό σύστημα μια τέτοιου είδους αντίδραση. Όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, η αμηχανία τους οδηγεί στο να υποθέσουν ότι ο ΣΕΛ δεν μπορεί να θεραπευτεί κι έτσι επικεντρώνονται περισσότερο στην καταστολή και τον έλεγχο των συμπτωμάτων. Επειδή οι ασθενείς με ΣΕΛ έχουν διάφορα συμπτώματα, συχνά αντιμετωπίζονται με έναν μάλλον τυχαίο τρόπο, ακόμη και με κοκτέιλ φαρμάκων ελπίζοντας ότι κάποιο θα είναι αποτελεσματικό.
Αυτό σημαίνει ότι, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι ασθενείς επιβιώνουν από τον ΣΕΛ, στην καλύτερη περίπτωση έχουν κακή ποιότητα ζωής και στη χειρότερη αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο θανάτου από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της ασθένειας. Για παράδειγμα, μία από τις πιο συνηθισμένες θεραπείες είναι η λήψη κορτικοστεροειδών, όπως η πρεδνιζόνη ή η πρεδνιζολόνη, οι οποίες καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Χορηγούνται με τη μορφή κρέμας ή χαπιού. Οι παρενέργειες των στεροειδών είναι πολλές και πολύ σοβαρές για να χρησιμοποιηθούν χωρίς να είναι απολύτως σίγουρο και απαραίτητο. Κάποιες παρενέργειες περιλαμβάνουν αύξηση του σωματικού βάρους, οίδημα στο πρόσωπο και εύκολη δημιουργία μωλώπων. Άλλοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν οστεοπόρωση (Ann Int Med, Nov 15, 1993; Clin Pharm, 1993; 25(2): 126-35), απώλεια μυϊκής μάζας (Euro Respir J, 1992; 5(8): 997-1003; Pol Tygo Lekar, 1989; 44(27): 6324), καταρράκτη (Dermatol Clin, 1992; 10: 505-12; Surv Opthamol, 1986; 31: 2602) διαβήτη, υπέρταση και αυξημένη ευαισθησία σε μολύνσεις.
Μελέτες έχουν δείξει ότι τα στεροειδή μπορούν να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες ακόμα και μετά από μόλις μία μόνο δόση καθώς και περαιτέρω βλάβες στο ήδη εύθραυστο ανοσοποιητικό σύστημα ενός ασθενή (βλ. WDDTY, 1996; 7(2): 1-3, 11-12).
Υπάρχουν κίνδυνοι και σε άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του ΣΕΛ. Η κυκλοσπορίνη, ένα ανοσοκατασταλτικό που χρησιμοποιείται συνήθως για να εμποδιστεί η απόρριψη των μεταμοσχευμένων οργάνων, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα όπως νεφρική δυσλειτουργία, υπέρταση και στομαχικές διαταραχές. Φάρμακα για την αντιμετώπιση της ελονοσίας, όπως η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη, έχουν δείξει κυρίως από δοκιμές και λάθη, ότι έχουν κάποια ευεργετικά αποτελέσματα στα συμπτώματα αρθρίτιδας που σχετίζονται με τον ΣΕΛ. Η πιο συχνή ανεπιθύμητη παρενέργειά τους όμως είναι οι διαταραχές στην όραση, οι οποίες μπορεί να προκληθούν από χορήγηση δόσης άνω των 6 mg (Arthritis Rheum, 1979; 22: 832). Άλλες ανεπιθύμητες παρενέργειες περιλαμβάνουν εμβοές, αϋπνία, υπερκινητικότητα και αναιμία.
Η μεθοτρεξάτη, ένα άλλο ανοσοκατασταλτικό, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο στομάχι και ναυτία, καθώς και βλάβες στο ήπαρ και τους πνεύμονες (Ann Rheum Dis, 1990; 49: 25-7). Σε υψηλές δόσεις μπορεί να προκαλέσει ακόμα και θάνατο, ειδικά αν ο ασθενής τη λαμβάνει καθημερινά αντί σε εβδομαδιαία βάση (Drugs and Therapeutics Bulletin, 1993; 31: 18). Οι παρενέργειες αυτών των φαρμάκων είναι τόσο σοβαρές που πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σε ακραίες περιπτώσεις που απειλείται η ζωή του ασθενή.
Με την επικέντρωση στην καταστολή και την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, φαίνεται ότι η ιατρική αγνόησε κάποια σημαντικά στοιχεία σχετικά με τις αιτίες πού μπορεί να προκαλέσουν ΣΕΛ. Έως τώα πιστευόταν ότι τα αίτια είναι οργανικά, προέρχονται από τον οργανισμό του ατόμου και προκαλούνται από τοξίνες ή γενετική προδιάθεση. Μπορεί όμως να είναι και ιατρογενή, δηλαδή να προκαλείται από πολλά διαφορετικά φάρμακα που χορηγούνται για τη θεραπεία άλλων, άσχετων διαταραχών (Science, 1994; 266: 810-13). Στην πραγματικότητα, υπάρχουν περισσότερα από 80 διαφορετικά φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν λύκο.
Για παράδειγμα, ο ΣΕΛ μπορεί να εμφανιστεί ύστερα από τη χρήση προκαϊναμίδης (χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των καρδιακών αρρυθμιών), προπυλθειουρακίλης (υπάρχει στα αντιθυρεοειδικά φαρμακα), τριμεθαδιόνης (φάρμακο κατά της φυματίωσης), υδραλαζίνης (αγγειοδιασταλτικό) ή ακόμα και μετά το αντιτετανικό εμβόλιο.
Η υπερκατανάλωση αντιβιοτικών, ιδιαίτερα όσων περιέχουν σουλφοναμίδη (Septra, Septrin, κοτριμοξαζόλη) για την αντιμετώπιση ιών, όπως του κρυολογήματος ή της γρίπης (και για τους οποίους είναι σχεδόν εντελώς αναποτελεσματικά), έχει αποδειχτεί ότι βλάπτει το ανοσοποιητικό σύστημα και συνδέεται με την εμφάνιση λύκου.
Οι γυναίκες που πάσχουν από ΣΕΛ έχει αποδειχτεί ότι διαθέτουν πολύ χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης, προφανώς επειδή ο οργανισμός τους διασπά την ορμόνη πιο γρήγορα (Arthritis Rheum, 1994; 26: 1517-21). Ασθενείς και από τα 2 φύλα έχουν αυξημένα επίπεδα προλακτίνης (J Rheumatol, 1993; 20: 1095-100). Εξαιτίας αυτού, στις γυναίκες με ΣΕΛ χορηγείται ορμονική θεραπεία, αν και υπάρχουν λίγα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είναι αποτελεσματική (Arth Rheum, 1985; 28: 1243-50; Ann Rheum Dis, 1991; 50: 897-8). Αυτό που έχει αποδειχτεί όμως είναι ότι οι υψηλές δόσεις οιστρογόνων στις γυναίκες (όπως αυτές που περιέχονται σε ορισμένα αντισυλληπτικά χάπια) μπορεί να δημιουργήσουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά του ΣΕΛ αλλά και να επιδεινώσουν τον ήδη υπάρχοντα ΣΕΛ (Scan J Rheumatol, 1991; 20: 427-33).
Ο λύκος που προκαλείται από φάρμακα είναι ελαφρώς διαφορετικός από τις άλλες μορφές λύκου (Rheum Dis Clin North Am, 1994; 20: 6186), οι οποίες είναι 10 φορές πιο συχνές. Μόλις διακοπούν τα φάρμακα, τα συμπτώματα εξαφανίζονται μέσα σε 4-6 εβδομάδες. Ωστόσο, τα επιβλαβή αντισώματα μπορούν να παραμείνουν στον οργανισμό μέχρι και 1 έτος (N Eng J Med, 1994; 330: 1871-9).
Ποιά είναι τα αίτια εμφάνισης λύκου; Οι έρευνες έχουν δείξει πιθανή σχέση με την έμμηνο ρύση. Στη δεκαετία του 1980 ο Patrick Schlievert, ένας αντικομφορμιστής επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, προσπάθησε να πείσει το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου Ασθενειών ότι ένα νέο στέλεχος του χρυσίζοντα σταφυλόκοκκου (Staphylococcus aureus) παράγει μια θανατηφόρα τοξίνη η οποία οδηγεί σε Σύνδρομο Τοξικού Σοκ. Χρειάστηκαν χρόνια μέχρι το Κέντρο Ελέγχου Ασθενειών να αναγνωρίσει επίσημα την τοξίνη TSST-1 και να παραδεχτεί ότι δεν ήταν τα ταμπόν η αιτία του Συνδρόμου Τοξικού Σοκ, αλλά απλώς το μέσο για την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερα θανατηφόρου μικροβίου το οποίο ενεργεί σαν ωρολογιακή βόμβα μέσα στον οργανισμό. Μια πρώτη έκθεση στο μικρόβιο, προκαλεί συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γρίπης και ευαισθητοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα. Παρά το γεγονός ότι η γυναίκα μπορεί να αντιμετωπίσει την ασθένεια, το μικρόβιο του σταφυλόκοκκου παραμένει στον κόλπο, αυξάνεται ραγδαία από το πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά αίμα της περιόδου και τον ενδομήτριο ιστό, με αποτέλεσμα την πρόκληση Τοξικού Σοκ.
Ένα επιπλέον συμπέρασμα της έρευνας ήταν η ανακάλυψη ότι, από τις γυναίκες που επέζησαν από το Σύνδρομο Τοξικού Σοκ, ένα μεγάλο ποσοστό εμφάνισε αυτοάνοσα νοσήματα: σε μια έρευνα οι 11 από τις 123 γυναίκες εμφάνισαν λύκο και ένα επιπλέον 40% είχε συμπτώματα αρθρίτιδας. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περισσότερες ασθενείς είχαν ηλικία κάτω των 35 ετών (J Infec Dis, 1981; 143: 509-16; Ann Int Med, 1982; 96: 982-6; βλ. επίσης «Η Επερχόμενη Επιδημία» – The Coming Plague της Laurie Garrett, Penguin, 1994). Ωστόσο, δεν αναπτύσσουν Σύνδρομο Τοξικού Σοκ όλες οι γυναίκες που έχουν μολυνθεί από σταφυλόκοκκο. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν υπάρχει ένα ποσοστό γυναικών στις οποίες το μικρόβιο προκαλεί ηπιότερες βλάβες.
Υπάρχουν βέβαια και άλλες θεωρίες σχετικά με το θέμα αυτό. Στην Αμερική, ο δρ William Crook ισχυρίζεται ότι οι χρόνιες λοιμώξεις του εντέρου μπορούν να προκαλέσουν ένα ευρύ φάσμα ασθενειών που ξεκινούν από κούραση, κατάθλιψη ή φούσκωμα μέχρι και πιο σοβαρές, όπως ο λύκος. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο μύκητας Κάντιντα παράγει τοξίνες που απορροφώνται από το γαστρεντερικό σωλήνα και εισάγονται στον οργανισμό. Αυτές οι τοξίνες πιστεύεται ότι προκαλούν αυτοάνοσες αντιδράσεις ή άλλες δυσάρεστες επιπτώσεις (Nutrition and Healing, 1995; 2(12): 1, l0-11). Η θεραπεία με ειδική διατροφή για τη μείωση του μύκητα στον οργανισμό έχει αποδειχτεί ότι ελαττώνει τα επίπεδα των αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ANA), δηλαδή των κυττάρων που επιτίθενται στον οργανισμό.
Η σχέση ανάμεσα στις τροφικές αλλεργίες και τον λύκο είναι επίσης μια άλλη θεωρία που ερευνάται, σύμφωνα με πλήθος ανεπίσημων στοιχείων που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Σε μια έκθεση ένα παιδί με λύκο βρέθηκε ότι είχε αναπτύξει αντισώματα στο γάλα. Τα συμπτώματα εξαφανίστηκαν όταν εξάλειψε το γάλα από τη διατροφή του και επέστρεψαν όταν ήπιε γάλα για άλλες 2 φορές (J Pedia, 1974; 84:59-647). Σε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Αυστραλία, 4 ασθενείς με λύκο παρουσίασαν ύφεση των συμπτωμάτων ακολουθώντας ένα πρόγραμμα το οποίο περιλάμβανε συμπληρώματα διατροφής και αποφυγή αλλεργιογόνων τροφίμων. Εκτός από τη μείωση των συμπτωμάτων, τα επίπεδα ΑΝΑ κατέβηκαν στα φυσιολογικά (Int Clin Nutr Rev, 1985; 5(4): 166-76).
Οι εναλλακτικοί τρόποι θεραπείας του ΣΕΛ περιλαμβάνουν μια πολύπλευρη προσέγγιση. Μερικά ή όλα τα παρακάτω μπορεί να σας βοηθήσουν στον έλεγχο των συμπτωμάτων του λύκου ή και στην πλήρη αντιμετώπισή του.
Διατροφή
Από τη στιγμή που ο λύκος συνδέεται με τις αλλεργίες στα τρόφιμα, θα ήταν καλό, ως πρώτο βήμα, να αποκλείσετε οποιοδήποτε από αυτά. Ο διατροφολόγος σας ίσως σας συμβουλεύσει να κάνετε αυστηρή δίαιτα ή άμεσες αιματολογικές εξετάσεις ή και τα 2 (για πληροφορίες σχετικά με τις αλλεργίες βλ. WDDTY, 1995; 6(9): 9).
Σχετικά με τη σύνδεση ανάμεσα στον λύκο και τη διατροφή έχουν γίνει πολύ λίγες μελέτες (Lancet, 1992; 339: 1177; Ann Rheum Dis, 1991; 50: 463-6). Η πιο χρήσιμη συμβουλή είναι να προσπαθήσετε να διατηρήσετε μια διατροφή χαμηλή σε θερμίδες και λιπαρά, μια κι έχει αποδειχτεί ότι έχει βοηθήσει ορισμένους ασθενείς με ΣΕΛ (Lancet, Jan 26, 1985), και να λαμβάνετε συμπληρώματα σεληνίου (Acta Derm Venereal (Stockh), 1982; 62(3): 211-4).
Ένα πρόγραμμα διατροφής για τη μείωση του μύκητα Κάντιντα περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω, τη διακοπή κατανάλωσης ραφιναρισμένης ζάχαρης και ενδεχομένως τη χρήση βοτάνων ( όπως η βερβερίδα).
Έρευνες έχουν δείξει ότι ασθενείς με ΣΕΛ διαθέτουν χαμηλότερα επίπεδα οξέων στο στομάχι από τα φυσιολογικά. Συμπληρώματα με υδροχλωρικό οξύ και βιταμίνες του συμπλέγματος Β μπορεί να επιφέρουν βελτίωση (J Immuno, 1984; 133(1): 222-6). Δεδομένου ότι τα απαραίτητα λιπαρά οξέα έχουν αντιφλεγμονώδη δράση, η συμπλήρωση της διατροφής σας με ωμέγα-3 που προέρχονται από ιχθυέλαια μπορούν να μειώσουν τη φλεγμονή που προκαλεί συχνά η ασθένεια. Τα ωμέγα-6 λιπαρά οξέα που βρίσκονται στο έλαιο νυχτολούλουδου, το έλαιο μποράντζας ή το έλαιο μαύρης σταφίδας έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί με κάποια επιτυχία (Nutrition and Healing, 1995; 2(12): 12).
Είναι γνωστό ότι η βιταμίνη Β6 εμποδίζει την τοξική επίδραση των φαρμάκων και των χημικών ουσιών που προκαλούν λύκο, οπότε αν βρίσκεστε σε φαρμακευτική αγωγή ή στο στάδιο διακοπής της, τα συμπληρώματα θα σας βοηθήσουν να ανακουφιστείτε από τα συμπτώματα. Μεγάλες δόσεις βιταμίνης Β6 μπορεί επίσης να είναι τοξικές, γι’ αυτό πρέπει να χορηγούνται υπό την καθοδήγηση του αρμόδιου γιατρού (βλ. Alan Gaby, B6: The Natural Healer, Keats).
Μπορεί επίσης να πάσχετε από εντερική διαπερατότητα, γεγονός που επιτρέπει στα μόρια των τροφίμων να περάσουν στο αίμα σας. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να διερευνηθεί και να θεραπευτεί.
Οι σπόροι και τα λάχανα μηδικής (όχι όμως τα ώριμα) και ο χυμός τους μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά του λύκου ή και να επιδεινώσουν τον υπάρχοντα λύκο (Science, 1982; 216: 415-7; N Eng J Med, 1983; 308: 1361). Γι’ αυτό λοιπόν καλό είναι να τα αφαιρέσετε από τη διατροφή σας.
Αποφύγετε το φθόριο:
Σε περίπτωση που ζείτε σε περιοχή με ισχυρή φθορίωση νερού, μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιήσετε ένα φίλτρο αντίστροφης όσμωσης. Θα πρέπει επίσης να μειώσετε ή να κόψετε εντελώς την κατανάλωση τσαγιού και αναψυκτικών. Αντί γι’ αυτό, πιείτε τσάι από βότανα, τα οποία θα παρασκευάζετε από μη φθοριωμένο νερό. Βρείτε μια οδοντόπαστα χωρίς φθόριο και πλύνετε καλά όλα τα φρούτα και τα λαχανικά, διότι τα φυτοφάρμακα περιέχουν φθόριο.
Θεραπευτικά βότανα:
Η σεντέλα από τη Νότια Αφρική φημίζεται για την αποτελεσματικότητά της στην αντιμετώπιση του λύκου. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείτε το αφρικανικό είδος σεντέλας, δεδομένου ότι οι άλλες ποικιλίες δεν περιέχουν τα ίδια χημικά συστατικά.
Η ρίζα του φυτού tripterygium wilfordi (το οποίο οι Κινέζοι αποκαλούν «βροντή του θεού της αμπέλου») έχει ευεργετικά αποτελέσματα τόσο στον δισκοειδή όσο και στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, αλλά πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε παιδιά και ενήλικες αναπαραγωγικής ηλικίας δεδομένου ότι η χρήση της οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή σπέρματος και παύση της εμμήνου ρύσης.
Και οι 2 αυτές παρενέργειες όμως εξαφανίζονται με τη διακοπή της θεραπείας. Το εκχύλισμα γλυκοζιτών από τη ρίζα είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσει βλαβερές επιπτώσεις στο αναπαραγωγικό σύστημα (J Trad Chin Med, 1983; 3(2): 131-2; Chin Med, 1981; 94: 827-34).
Ομοιοπαθητική:
Το ομοιοπαθητικό φάρμακο cistus canadensis μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των δερματικών εξανθημάτων του ΣΕΛ, παρά το γεγονός ότι η συνήθης θεραπεία γίνεται με thuja (θούγια).
Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι το nux vomica (εμετικό κάρυο) μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες έχει ποσοστό επιτυχίας 80% (J of Liga Medic Homoeo Inter, 1987; 2(1): 27-31).
Μην έχετε άγχος:
Τα υψηλά επίπεδα στρες μπορεί να επηρεάσουν την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων (Ann Intern Med, 1992; 117: 854-66), οπότε θα ήταν χρήσιμο να κάνετε διαλογισμό, γιόγκα ή κάποιο άλλο χόμπι που σας επιτρέπει να χαλαρώνετε.