Γράφει ο διατροφολόγος Μάριος Δημόπουλος
Εισαγωγή
Η αλκαλική δίαιτα φαίνεται πολύ καλή για να είναι αληθινή. Οι υποστηρικτές αυτής της δίαιτας προτείνουν ότι η αντικατάσταση των τροφίμων που σχηματίζουν οξέα με αλκαλικές τροφές μπορεί να βελτιώσει την υγεία και να προστατεύει από τις ασθένειες που ταλανίζουν τον σύγχρονο κόσμο. Ισχυρίζονται ακόμη ότι μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση ασθενειών όπως η οστεοπόρωση και ο καρκίνος. Υπάρχουν πράγματι αρκετοί άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι αυτή η δίαιτα έχει προκαλέσει θαυμαστά αποτελέσματα στην υγεία τους. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν καλά αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν όλους αυτούς τους ισχυρισμούς σχετικά με την αλκαλική δίαιτα.
Τι είναι η αλκαλική δίαιτα;
Η αλκαλική δίαιτα είναι βασισμένη γύρω από την ιδέα ότι τα τρόφιμα που τρώτε μπορούν να αλλάξουν την οξύτητα ή την αλκαλικότητα (η τιμή pH) του σώματός σας. Ας δούμε πώς λειτουργεί αυτή η δίαιτα, όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της:
Advertisment
Όταν μεταβολίζετε τις τροφές και εξάγετε ενέργεια (θερμίδες) από αυτές, στην πραγματικότητα καίτε τις τροφές, αλλά αυτό συμβαίνει με έναν αργό και ελεγχόμενο τρόπο. Όταν καίγονται τα τρόφιμα, αφήνουν ένα υπόλειμμα τέφρας, ακριβώς όπως όταν καίνε ξύλα σε ένα φούρνο. Όπως αποδεικνύεται, η τέφρα μπορεί να είναι όξινη ή αλκαλική (ή ουδέτερη), και οι υποστηρικτές αυτής της διατροφής ισχυρίζονται ότι αυτή η τέφρα μπορεί να επηρεάσει άμεσα την οξύτητα του σώματός σας. Έτσι, η κατανάλωση τροφών με όξινη τέφρα, κάνει το σώμα σας όξινο. Η κατανάλωση τροφών με αλκαλική τέφρα κάνει το σώμα σας αλκαλικό. Η ουδέτερη τέφρα δεν έχει καμία επίδραση.
Η όξινη τέφρα θεωρείται ότι σας κάνει ευάλωτους σε ασθένειες, ενώ η αλκαλική τέφρα θεωρείται ότι προστατεύει από τις διάφορες παθήσεις. Η επιλογή περισσότερων αλκαλικών τροφών είναι ικανή να «αλκαλοποιεί» τη διατροφή σας και να οδηγεί σε βελτίωση της υγείας.
Τα συστατικά των τροφίμων που αφήνουν μια όξινη τέφρα είναι η πρωτεΐνη, ο φώσφορος και το θείο, ενώ αλκαλικά συστατικά είναι το ασβέστιο, το μαγνήσιο και το κάλιο (1-2). Εκ πρώτης όψεως γίνεται κατανοητό ότι συστατικά όπως οι πρωτεΐνες, ο φώσφορος και το θείο κάθε άλλο παρά βλαβερά είναι για την υγεία. Και ότι αλκαλικές τροφές όπως το σκόρδο περιέχουν θειούχα συστατικά, τα οποία είναι όξινα!
Advertisment
Ορισμένες ομάδες τροφίμων θεωρούνται όξινες, αλκαλικές ή ουδέτερες:
Όξινες: Κρέας, πουλερικά, ψάρια, γαλακτοκομικά προϊόντα, αυγά, δημητριακά και αλκοόλ.
Ουδέτερες: Φυσικά λίπη, άμυλα και σάκχαρα. (Αυτές οι τροφές είναι ουδέτερες, διότι δεν περιέχουν πρωτεΐνες, θείο ή μέταλλα).
Αλκαλικές: Φρούτα, ξηροί καρποί, όσπρια και λαχανικά.
Τα επίπεδα pH στο σώμα
Όταν μιλάμε για την αλκαλική διατροφή, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την έννοια της τιμής του pH. Με απλά λόγια, η τιμή του pH είναι ένα μέτρο του πόσο όξινο ή αλκαλικό είναι κάτι.
Η τιμή του pΗ κυμαίνεται από 0 έως 14:
0-7 είναι όξινο.
7 είναι ουδέτερο.
7-14 είναι αλκαλικό (αλκαλικό συχνά αποκαλείται βασικό).
Πολλοί υποστηρικτές της δίαιτας αυτής προτείνουν οι άνθρωποι να παρακολουθούν την τιμή του pH των ούρων με τη χρήση δοκιμαστικών ταινιών, εξασφαλίζοντας ότι είναι αλκαλικό (pH πάνω από 7) και όχι όξινο (κάτω από 7). Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η τιμή του pH κυμαίνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα στο σώμα. Ορισμένα τμήματα του σώματος είναι όξινα, άλλα είναι αλκαλικά. Δεν υπάρχει προκαθορισμένο επίπεδο. Το στομάχι είναι φορτωμένο με υδροχλωρικό οξύ, κάτι που του δίνει μια τιμή pΗ μεταξύ 2 και 3,5 (εξαιρετικά όξινο). Αυτό είναι απαραίτητο για τη διάσπαση των τροφών Από την άλλη πλευρά, το ανθρώπινο αίμα είναι πάντα ελαφρώς αλκαλικό, με pH μεταξύ 7,35 και 7,45.
Η πτώση της τιμής του pH στο αίμα κάτω από τα φυσιολογικά όρια είναι πολύ σοβαρή και μπορεί να αποβεί μοιραία αν δεν αντιμετωπιστεί. Ωστόσο αυτό συμβαίνει μόνο κατά τη διάρκεια ορισμένων νοσηρών καταστάσεων, και δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις τροφές που τρώτε καθημερινά.
Οι τροφές επηρεάζουν το pH των ούρων σας, αλλά όχι του αίματός σας
Οι υποστηρικτές της αλκαλικής διατροφής έχουν υποστηρίξει μερικές διαφορετικές θεωρίες για το πώς μια όξινη διατροφή βλάπτει την υγεία μας. Ο πιο αστήρικτος ισχυρισμός είναι ότι μπορούμε να αλλάξουμε το pH του αίματος μας, αλλάζοντας τα τρόφιμα που τρώμε, και ότι το όξινο αίμα προκαλεί ασθένειες ενώ το αλκαλικό αίμα τις εμποδίζει. Αυτό δεν ισχύει. Το σώμα ρυθμίζει αυστηρά το pH του αίματος μας και του εξωκυττάριου υγρού, και δεν μπορούμε να επηρεάσουμε το pH του αίματός μας με την αλλαγή της διατροφής μας (3).
Είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία ότι το pH του αίματός σας παραμένει σταθερό. Αν ήταν να πέσει έξω από τα φυσιολογικά όρια, τα κύτταρά σας θα σταματούσαν να εργάζονται και θα πέθαιναν πολύ γρήγορα, αν αφήνονταν χωρίς θεραπεία. Για το λόγο αυτό, το σώμα έχει πολλούς αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τη ρύθμιση της ισορροπίας του pH στο σώμα σας. Αυτό είναι γνωστό ως οξεοβασική ισορροπία. Ευτυχώς για μας, οι μηχανισμοί αυτοί καθιστούν σχεδόν αδύνατο εξωτερικές επιρροές να αλλάξουν την τιμή του pH του αίματος. Αν αυτό δεν συνέβαινε, θα είχαμε σοβαρά προβλήματα.
Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το αίμα είναι πιο όξινο από ό, τι θα έπρεπε να είναι, και αυτό έχει σοβαρές συνέπειες για την υγεία. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση οξέωσης προκαλείται από παθολογικές καταστάσεις όπως χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, όχι από το αν θα επιλέξετε να φάτε μια σαλάτα ή ένα μπιφτέκι. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το τι θα φάτε ή τι είναι το pH των ούρων σας, να είστε βέβαιοι ότι το pH του αίματος σας είναι γύρω στο 7,4. Το συμπέρασμα είναι ότι το φαγητό δεν μπορεί να αλλάξει το pH του αίματος σας.
Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν διάφορα άρθρα που υποστηρίζουν ότι η μαγειρική σίδα (το διττανθρακικό νάτριο) αλκαλοποιεί το αίμα και μπορεί να θεραπεύσει τον καρκίνο. Δεν υπάρχει καμιά σοβαρή απόδειξη ότι η κατανάλωση μαγειρικής σόδας θεραπεύει τον καρκίνο. Υψηλές δόσεις διττανθρακικού νατρίου μπορεί να αυξήσουν προσωρινά το pH του αίματος, αλλά όχι χωρίς να προκαλέσουν δυσάρεστα γαστρεντερικά συμπτώματα (4-5).
Ωστόσο, τα τρόφιμα μπορούν να αλλάξουν την τιμή του pΗ των ούρων, αν και το αποτέλεσμα είναι κάπως αναξιόπιστο (6-7). Αυτός είναι ένας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους το σώμα σας ρυθμίζει το pH του αίματος, εκκρίνοντας οξέα στα ούρα σας. Φάτε μια μεγάλη μπριζόλα και αρκετές ώρες αργότερα τα ούρα σας θα είναι πιο όξινα, καθώς το σώμα το αφαιρεί από το σύστημά σας. Αυτό σημαίνει ότι το pH των ούρων είναι ένα πολύ κακός δείκτης του συνολικού pH του σώματος και της γενικής υγείας.
Μπορεί να επηρεάζεται από πολλούς άλλους παράγοντες εκτός από τη διατροφή. Καμιά φορά τα ούρα είναι καλό να είναι όξινα. Για παράδειγμα, αν έχετε ουρολοίμωξη, συνιστάται η λήψη υψηλών δόσεων βιταμίνης C (ασκορβικού οξέος) ή cranberry, για να γίνουν τα ούρα πιο όξινα και να καταπολεμηθεί η μικροβιακή λοίμωξη.
Ως εκ τούτου, ακόμα και αν χρησιμοποιείτε ταινίες μέτρησης και βλέπετε ότι τα ούρα σας έχουν γίνει αλκαλικά, αυτό έχει πολύ μικρή (ή και καθόλου) σχέση με την αλκαλικότητα του αίματός σας ή τη γενική υγεία σας.
Οι όξινες τροφές δεν προκαλούν οστεοπόρωση
Η οστεοπόρωση είναι μια προοδευτική ασθένεια των οστών που χαρακτηρίζεται από μείωση του μεταλλικού περιεχομένου των οστών. Η οστεοπόρωση είναι ιδιαίτερα συχνή μεταξύ των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών, και μπορεί να αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο καταγμάτων.
Πολλοί οπαδοί της αλκαλικής δίαιτας πιστεύουν ότι για να διατηρηθεί ένα σταθερό pH του αίματος, το σώμα παίρνει αλκαλικά μέταλλα (όπως το ασβέστιο) από τα οστά σας για να αμβλύνει τα οξέα από τις όξινες τροφές που τρώτε. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι δίαιτες που σχηματίζουν οξέα όπως η τυπική δυτική δίαιτα προκαλούν απώλεια της οστικής πυκνότητας.
Το κραυγαλέο πρόβλημα με αυτή τη θεωρία είναι ότι η λειτουργία των νεφρών αγνοείται εντελώς. Τα νεφρά μας είναι θεμελιώδους σημασίας για την αφαίρεση των οξέων και τη ρύθμιση του pH του σώματος. Είναι ένας από τους κύριους ρόλους τους. Τα νεφρά παράγουν διττανθρακικά ιόντα που εξουδετερώνουν τα οξέα στο αίμα, μια διαδικασία που επιτρέπει στον οργανισμό να ρυθμίζει το pH του αίματος (8).
Το αναπνευστικό μας σύστημα εμπλέκεται επίσης στον έλεγχο του pH του αίματος. Όταν τα διττανθρακικά ιόντα από τα νεφρά δένονται με τα οξέα στο αίμα, σχηματίζουν το διοξείδιο του άνθρακα (το οποίο εκπνέουμε) και το νερό (το οποίο έχουμε ουρήσει). Τα οστά στην πραγματικότητα δεν συμμετέχουν σε όλη αυτή τη διαδικασία.
Ένα άλλο πρόβλημα με αυτή τη θεωρία, είναι ότι αγνοεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που οδηγούν σε οστεοπόρωση, την απώλεια κολλαγόνου από τα οστά (9-10). Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή η απώλεια του κολλαγόνου συνδέεται στενά με τα χαμηλά επίπεδα του ορθοσιλικικού οξέος και ασκορβικού οξέος (βιταμίνη C) στη διατροφή, δηλαδή συστατικών που είναι όξινα (11).
Κοιτάζοντας τις έρευνες, καμιά επιδημιολογική μελέτη δεν έχει βρει σχέση μεταξύ διατροφικών οξέος και της πυκνότητας των οστών ή του κινδύνου κατάγματος. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καν μια σχέση μεταξύ του pH των ούρων και της υγείας των οστών (12-14).
Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, οι υψηλές σε πρωτεΐνες δίαιτες (που σχηματίζουν οξέα) συνδέονται με υγιέστερα οστά (15-17). Συγκεκριμένα, η ζωική πρωτεΐνη (που σχηματίζει τα περισσότερα οξέα από όλα τα άλλα τρόφιμα) έχει συνδεθεί με καλύτερη υγεία των οστών (18-19). Αποτελέσματα από μια μακρόχρονη μελέτη, την Framingham Osteoporosis Study, που δημοσιεύθηκε το 2000, έδειξαν ότι η κατανάλωση μιας δίαιτας υψηλής σε πρωτεΐνες έχει προστατευτική επίδραση στα οστά σας καθώς γερνάτε.
Ανάμεσα στους 615 ηλικιωμένους σε αυτή τη μελέτη, αυτοί που έτρωγαν την περισσότερη πρωτεΐνη είχαν τα ισχυρότερα οστά, ενώ αυτοί που έτρωγαν τη λιγότερη πρωτεΐνη είχαν τα πιο αδύναμα οστά. Και κατά τη διάρκεια της τετράχρονης περιόδου της μελέτης, οι άνθρωποι που έτρωγαν τη λιγότερη πρωτεΐνη έχασαν σημαντικά περισσότερη οστική μάζα από ό, τι οι άνθρωποι που έτρωγαν την περισσότερη πρωτεΐνη. Η σύνδεση διατηρήθηκε ανεξάρτητα από ηλικία, βάρος, συνήθειες καπνίσματος, πρόσληψη ασβεστίου και χρήση οιστρογόνων (20). Παρόμοια έχουν δείξει και άλλες νεότερες μελέτες του 2002 (21) και του 2004 (22).
Η επίκουρος καθηγήτρια διατροφικής επιδημιολογίας στο πανεπιστήμιο Tufts, στη Βοστόνη, Katherine Tucker είπε τα εξής: «Όταν οι γυναίκες είναι νέες, χρειάζονται πρωτεΐνες για να κτίσουν οστά, και μετά τα 30 χρειάζονται πρωτεΐνες για να τα διατηρήσουν». Έτσι η άποψη ότι οι πρωτεΐνες αδυνατίζουν τα οστά δεν ευσταθεί.
Εξετάζοντας τις κλινικές δοκιμές, πολλές επιθεωρήσεις έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δίαιτες που σχηματίζουν οξέα δεν έχουν καμία επίδραση στα επίπεδα ασβεστίου στο σώμα (23-25). Στην πραγματικότητα, οι δίαιτες που σχηματίζουν οξέα βελτιώνουν την υγεία των οστών αυξάνοντας την κατακράτηση του ασβεστίου και την ενεργοποίηση της ορμόνης IGF-1, η οποία διεγείρει την επισκευή των μυών και των οστών (26-27). Αυτό ενισχύει τις μελέτες που συνδέουν την υψηλή πρόσληψη σε πρωτεΐνη (που σχηματίζει οξέα) με την καλύτερη – και όχι χειρότερη – υγεία των οστών.
Η άποψη ότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων πρωτεΐνης αδυνατίζει τα οστά προκαλώντας απέκκριση ασβεστίου από αυτά είναι ένας μύθος. Το τελείως αντίθετο συμβαίνει. Μια δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνη δυναμώνει τα οστά και μπορεί να καθυστερήσει τη διαδικασία που οδηγεί σε οστεοπόρωση. Ας δούμε πώς ξεκίνησε αυτός ο μύθος. Διάφορες μελέτες τη δεκαετία του 1970 και 1980 έδειξαν ότι μια δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνη μπορεί να αλλάξει την ποσότητα του ασβεστίου που εκκρίνεται από το σώμα, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν πειστικά. Για παράδειγμα, μια μελέτη νεαρών ατόμων το 1981 έδειξε ότι μια δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνη αύξησε την έκκριση ασβεστίου από τα ούρα (28). Μια άλλη όμως μελέτη έδειξε ότι μια δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνη κρέατος δεν προκάλεσε έκκριση ασβεστίου από τα ούρα (29).
Μερικοί διατροφολόγοι χρησιμοποιούν αυτές τις μη πειστικές μελέτες για να “αποδείξουν” ότι μια υψηλή σε πρωτεΐνες δίαιτα είναι κακή για την υγεία των οστών. Αυτό που αυτοί οι επιστήμονες ξεχνούν να αναφέρουν είναι ότι η αξία της διατροφικής πρωτεΐνης για το κτίσιμο και τη διατήρηση ισχυρών οστών καθώς γερνάτε έχει αποδειχθεί από διάφορες πρόσφατες μελέτες. Το 1998 μια προσεκτικά διεξαχθείσα μελέτη σε επτά νέες γυναίκες συνέκρινε τις επιδράσεις στην απορρόφηση ασβεστίου μιας δίαιτας χαμηλής σε πρωτεΐνες και μιας δίαιτας υψηλής σε πρωτεΐνες.
Το αποτέλεσμα; Η απορρόφηση ασβεστίου από τις τροφές ήταν πολύ χαμηλότερη στη δίαιτα χαμηλή σε πρωτεΐνες.
Μια άλλη συχνή παρανόηση της σύγχρονης διατροφολογίας για τους ιθαγενείς ανθρώπους και την υψηλή σε κρέας διατροφή τους είναι ότι υπέφεραν από οστεοπόρωση. Τα γεγονότα ωστόσο δεν υποστηρίζουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Παρά την ύπαρξη μερικών μελετών στο παρελθόν που προσπάθησαν να δείξουν ότι τα υψηλά ποσοστά οστεοπόρωσης στους Εσκιμώους οφείλονταν στην υψηλή κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης, άλλες μελέτες δεν έχουν δείξει κάτι τέτοιο.
Η εργασία των Dr. Herta Spencer και Dr. Lois Kramer απέδειξε ότι η θεωρία “απώλεια πρωτεΐνης/ασβεστίου” ήταν ανοησία. Σύμφωνα με ορισμένους επιστήμονες η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ζωικών πρωτεϊνών προκαλεί απώλεια ασβεστίου στα ούρα, και άρα οι πρωτεϊνικές δίαιτες αυξάνουν την πιθανότητα για οστεοπόρωση. Οι αρνητικές όμως μελέτες που έδειξαν υψηλά ποσοστά οστεοπόρωσης στους Εσκιμώους, δεν έγιναν σε Εσκιμώους που ακολουθούσαν την παραδοσιακή τους δίαιτα, αλλά σε μοντέρνους Εσκιμώους που είχαν υιοθετήσει σύγχρονες δυτικές διατροφικές συνήθειες και έπιναν πολύ αλκοόλ.
Ο αλκοολισμός είναι σημαντικός παράγοντας έκκρισης ασβεστίου και απώλειας οστικής μάζας. Ο οδοντίατρος Dr. Price που τη δεκαετία του 1940 είχε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο για να μελετήσει απομονωμένες φυλές που δεν πλήττονταν από τις ασθένειες του δυτικού πολιτισμού και μελέτησε και τους Εσκιμώους θα είχε παρατηρήσει ότι η απώλεια οστικής μάζας θα ήταν πρόβλημα, αν όντως υπήρχε, αφού εξέταζε δόντια τα οποία είναι κατασκευασμένα από ασβέστιο. Στην Ελβετία που κατανάλωναν δίαιτες υψηλές σε πρωτεΐνες ο Price πήρε άδεια να ξεθάψει σκελετούς ορισμένων χωρικών. Τα οστά ήταν στερεά και γερά. Υπάρχουν φωτογραφίες στο βιβλίο του Price με αυτά τα οστά καθώς και κρανία που δείχνουν στόματα με τέλεια δόντια χωρίς φθορά).
Η αλκαλική δίαιτα δεν προλαμβάνει ούτε θεραπεύει τον καρκίνο
Οι θιασώτες της αλκαλικής διατροφής υποστηρίζουν ότι οι όξινες δίαιτες είναι καρκινογόνες, ενώ η αλκαλική διατροφή προλαμβάνει ή και θεραπεύει τον καρκίνο, διότι ο καρκίνος δεν μπορεί να αναπτυχθεί, όταν το αίμα μας είναι αλκαλικό. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι ο καρκίνος μπορεί να αναπτυχθεί μόνο σε όξινο περιβάλλον, και ως εκ τούτου μια αλκαλική δίαιτα μπορεί να αποτρέψει τα καρκινικά κύτταρα να αναπτυχθούν και ότι μπορεί να εξολοθρεύσει τα υπάρχοντα καρκινικά κύτταρα.
Η πιο ολοκληρωμένη επιθεώρηση που έχει πραγματοποιηθεί για τη σχέση μεταξύ της δίαιτας που προκαλεί οξέα και του καρκίνου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει άμεση σύνδεση (30). Παρά τα στοιχεία αυτά, πολλοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι ο καρκίνος αναπτύσσεται μόνο σε ένα όξινο περιβάλλον και μπορεί να αντιμετωπιστεί ή και να θεραπευτεί με μια αλκαλική διατροφή. Αλλά αυτή η ιδέα είναι εσφαλμένη για πολλούς λόγους.
Πρώτο και σημαντικότερο, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, οι τροφές δεν μπορούν να επηρεάσουν το pΗ του αίματος (31-32).
Δεύτερον, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι τροφές θα μπορούσαν να αλλάξουν σημαντικά την τιμή του pΗ του αίματος ή των άλλων ιστών, τα καρκινικά κύτταρα δεν περιορίζονται σε όξινα περιβάλλοντα. Στην πραγματικότητα, ο καρκίνος αναπτύσσεται σε κανονικούς ιστούς του σώματος οι οποίοι έχουν ένα ελαφρώς αλκαλικό pΗ 7,4. Πολλά πειράματα το έχουν επιβεβαιώσει αυτό, αναπτύσσοντας με επιτυχία καρκινικά κύτταρα σε αλκαλικό περιβάλλον (33).
Και ενώ οι όγκοι αναπτύσσονται ταχύτερα σε όξινα περιβάλλοντα, οι όγκοι είναι αυτοί που στην πραγματικότητα δημιουργούν αυτήν την οξύτητα. Μόλις ένας όγκος αναπτυχθεί, δημιουργεί το δικό του όξινο περιβάλλον μέσω ρυθμιζόμενης γλυκόλυσης και μειωμένης κυκλοφορίας, έτσι ώστε το pΗ του αίματος του καρκινοπαθούς δεν καθορίζει πλέον το pΗ του καρκίνου. Δεν είναι το όξινο περιβάλλον που δημιουργεί τον καρκίνο, είναι ο καρκίνος που δημιουργεί το όξινο περιβάλλον (34).
Η κετογενική δίαιτα που δεν είναι αλκαλική, αλλά όξινη, προστατεύει από τον καρκίνο
H κετογενική δίαιτα – σε αντίθεση με την αλκαλική δίαιτα – μπορεί να συμβάλλει στη θεραπεία του καρκίνου (αλλά και άλλων ασθενειών, όπως της επιληψίας και του διαβήτη). Η κετογενική διατροφή δεν είναι ούτε αλκαλική ούτε χορτοφαγική, αλλά είναι υψηλή σε λίπη καλής ποιότητας, μέτρια σε πρωτεΐνες και πολύ χαμηλή σε υδατάνθρακες (και οι υδατάνθρακες αυτοί προέρχονται αποκλειστικά από μη αμυλώδη λαχανικά, αφού απαγορεύονται τα αμυλώδη λαχανικά, τα φρούτα, τα δημητριακά και τα όσπρια).
Από άποψης αλκαλικότητας, το 30% της κετογενικής δίαιτας συνίσταται από όξινες τροφές, το 10% από αλκαλικές και το 60% από ουδέτερες τροφές, αφού τα λίπη δεν αφήνουν ούτε όξινη ούτε αλκαλική τέφρα. Η κετογενική δίαιτα δρα κατά του καρκίνου επειδή προκαλεί κέτωση στο σώμα όντας πολύ χαμηλή σε σάκχαρα, και έτσι στερεί από τα καρκινικά κύτταρα την τροφή που χρειάζονται για να αναπτυχθούν, τα σάκχαρα. Τα σάκχαρα είναι που τρέφουν τα καρκινικά κύτταρα και όχι αν τρώμε όξινες ή αλκαλικές τροφές.
Σε μια μελέτη του 2008 ερευνητές πέτυχαν να καθυστερήσουν την ανάπτυξη ανθρώπινων γαστρικών κυττάρων σε ποντίκια με μια κετογενική δίαιτα και τη χορήγηση ωμέγα 3 λιπαρών οξέων και τριγλυκεριδίων μεσαίας αλυσίδας (35). Μια μελέτη του 2011 έδειξε ότι ζώα με πειραματικά προκληθέντες όγκους του εγκεφάλου που τοποθετήθηκαν σε κετογενική δίαιτα είχαν αξιοσημείωτα μειωμένα ποσοστά ανάπτυξης όγκων (36). Άλλοι ερευνητές έχουν βρει παρόμοιες επιδράσεις της κετογενικής δίαιτας σε μοντέλα ζώων. Μια ομάδα ερευνητών βρήκε ότι η κετογενική δίαιτα μειώνει την παραγωγή ROS (Reactive Oxygen Species), ενεργών ειδών οξυγόνου σε κακοήθη κύτταρα γλοιωμάτων (όγκων αποτελούμενων από νευρογλοία).
Τα ενεργά είδη οξυγόνου (ROS) είναι οξειδωτικά. Υπερβολικά ROS μπορούν να βλάψουν τις κυτταρικές πρωτεΐνες, τα λιπίδια και το DNA, οδηγώντας σε θανατηφόρες βλάβες στα κύτταρα, κάτι που οδηγεί σε καρκινογένεση. Τα καρκινικά κύτταρα εμφανίζουν μεγαλύτερο στρες ROS από ό, τι τα φυσιολογικά κύτταρα λόγω ογκογενικής διέγερσης, αυξημένης μεταβολικής δράσης και μιτοχονδιακής δυσλειτουργίας. Οι ερευνητές βρήκαν επίσης γονιδιακό προφίλ έκφρασης που δείχνει ότι η κετογενική δίαιτα προκάλεσε μια γενική επαναφορά σε πρότυπα που φαίνονται σε μη ογκικά είδη και μια μείωση στην έκφραση γονιδίων που κωδικοποιούν μορφοτροπικούς βιοχημικούς οδούς και αναπτυξιακούς παράγοντες, οι οποίοι αναμειγνύονται στην ανάπτυξη γλοιωμάτων (37).
Υπάρχουν διάφορες αναφορές που δείχνουν ότι η κετογενική δίαιτα μπορεί να είναι αποτελεσματική σε ανθρώπους με όγκους εγκεφάλου. Το 1995 ερευνητές ανέφεραν ευεργετικές επιδράσεις της κετογενικής δίαιτας σε δύο παιδιά με προχωρημένο κακοήθες αστροκύτωμα (όγκο αποτελούμενο από αστροκύτταρα, νευρογλιακά κύτταρα) (38). Το 2010 ερευνητές περιέγραψαν μια μελέτη περίπτωσης (case study) μιας ηλικιωμένης γυναίκας με πολύμορφο γλοιωβλάστωμα, η οποία είχε θεραπευθεί με καθιερωμένη ακτινοθεραπεία και θεραπεία με temozolamide (στοματικό χημειοθεραπευτικό φάρμακο) μαζί με μια περιορισμένη σε θερμίδες κετογενική δίαιτα.
Σημειώθηκε ολοκληρωτική απουσία ιστών εγκεφαλικού όγκου μετά από δύο μήνες θεραπείας – ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα το οποίο οι ερευνητές απέδωσαν σε μεγάλο βαθμό στη συμπληρωματική διατροφική θεραπεία (39). Το 2011 σε μια πιλοτική δοκιμή κετογενικής δίαιτας σε 16 ασθενείς με προχωρημένους μεταστατικούς όγκους, 6 άτομα σημείωσαν βελτιωμένη συναισθηματική λειτουργία και λιγότερη αϋπνία, κάτι που δείχνει ότι σε μερικές περιπτώσεις η κετογενική δίαιτα μπορεί να οδηγήσει σε βελτιωμένη ποιότητα ζωής (40). Δεν υπάρχουν επιστημονικές μελέτες σε πειραματόζωα ή σε ανθρώπους που να υποστηρίζουν ότι η αλκαλική διατροφή μπορεί να προστατέψει από τον καρκίνο.
Αλκαλικές τροφές και γλυκαιμικός δείκτης
Ένα άλλο πρόβλημα με την όλη θεωρία περί αλκαλικής διατροφής είναι ότι πολλές αλκαλικές τροφές είναι ταυτόχρονα και υψηλού γλυκαιμικού δείκτη, δηλαδή υψηλές σε σάκχαρα. Για παράδειγμα, οι χυμοί φρούτων είναι αλκαλικοί αλλά και ταυτόχρονα υψηλοί σε σάκχαρα και γλυκαιμικό δείκτη, κάτι που είναι κακό για κάποιον που έχει καρκίνο ή διαβήτη. Το να τρώμε όλη μέρα φρούτα προκαλεί αλκαλικό περιβάλλον, αλλά μας γεμίζει σάκχαρα που δεν χρειαζόμαστε, και τελικά προκαλεί περισσότερο κακό παρά καλό. Η υψηλή κατανάλωση σακχάρων προκαλεί γλύκανση και οξειδωτικό στρες στο σώμα.
Στο αντικαρκινικό νοσοκομείο Sloan-Kettering στη Νέα Υόρκη ερευνητές βρήκαν ότι οι όγκοι ρούφηξαν τη ραδιενεργή βιταμίνη C σαν σφουγγάρια, διότι τα καρκινικά κύτταρα νόμιζαν ότι λάμβαναν το αγαπημένο τους καύσιμο, τη γλυκόζη, η οποία είναι σχεδόν ταυτόσημη στη χημική δομή με τη βιταμίνη C. Σε μια κλινική στη Γερμανία ογκολόγοι έκαναν ένεση γλυκόζης σε καρκινοπαθείς, για να ενεργοποιήσουν την ανάπτυξη του καρκίνου, και μετά χτύπησαν τον καρκίνο με εντατική χημειοθεραπεία, ακτινοβολία ή υπερθερμία.
Ερευνητές στο πανεπιστήμιο του Harvard έχουν αναπτύξει μια ειδική φόρμουλα Ολικής Παρεντερικής Διατροφής για καρκινοπαθείς, η οποία χρησιμοποιεί πολύ λιγότερη ζάχαρη (γλυκόζη) και περισσότερη πρωτεΐνη και λίπη. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της φόρμουλας για λιμοκτονούντες καρκινοπαθείς είναι ότι τρέφει το ανοσοποιητικό σύστημα και όχι τον καρκίνο. Όλοι αυτοί οι επιστήμονες χρησιμοποιούν την ίδια αρχή: η ζάχαρη τρέφει τον καρκίνο. Όταν μπορούμε να χαμηλώνουμε τη γλυκόζη του αίματος, μπορούμε να καθυστερούμε την ανάπτυξη του καρκίνου. Άρα ο καρκίνος δεν σχετίζεται με τις αλκαλικές ή όξινες τροφές, αλλά με τη γλυκόζη.
Σε ζώα έγινε ένεση με επιθετική ποικιλία καρκίνου του μαστού και μετά τους έδωσαν δίαιτες που θα προκαλούσαν 1) υπογλυκαιμία, 2) φυσιογλυκαιμία και 3) υπεργλυκαιμία. Όσο χαμηλότερη ήταν η γλυκόζη του αίματος, τόσο μεγαλύτερο ήταν το ποσοστό επιβίωσης στις 70 ημέρες (41). Η εκπαίδευση των καρκινοπαθών στη σημασία της ρύθμισης του γλυκαιμικού δείκτη μπορεί να γίνει μια κύρια στρατηγική στην καθυστέρηση της ανάπτυξης των όγκων.
Ο γλυκαιμικός δείκτης είναι μια επιστημονική προσέγγιση που μετρά τον ρόλο των διατροφικών υδατανθράκων στα επίπεδα γλυκόζης του αίματος και αναπτύχθηκε το 1981 από τον Dr. David Jenkins. Ο γλυκαιμικός δείκτης είναι ένα χρήσιμο μέσο, για να βοηθά τους ανθρώπους να επιλέγουν τροφές που θα προκαλούν ένα ευνοϊκότερο επίπεδο γλυκόζης του αίματος. Είναι μια αριθμητική κλίμακα που μας δείχνει πόσο γρήγορα εμφανίζεται η γλυκόζη στο αίμα από τη στιγμή που θα φάμε μια συγκεκριμένη τροφή.
Με τη βοήθεια του γλυκαιμικού δείκτη ξέρετε πώς θα επηρεάσει μια τροφή τα επίπεδα σακχάρου και της ινσουλίνης στον οργανισμό σας. Ο δείκτης μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τη μέτρηση τροφών με υδατάνθρακες. Αυτό συμβαίνει επειδή η πρωτεΐνη προκαλεί ελάχιστη αύξηση του σακχάρου, ενώ η αύξηση που προκαλεί το λίπος είναι μηδαμινή.
Ο γλυκαιμικός δείκτης κάθε τροφής μας δείχνει την ταχύτητα με την οποία οι υδατάνθρακες που περιέχει απορροφώνται και κυκλοφορούν στο αίμα. Όσο γρηγορότερα διασπάται και απορροφάται από το λεπτό έντερο μια τροφή με υδατάνθρακες, τόσο ταχύτερα και υψηλότερα ανεβαίνει το σάκχαρο του αίματος και συνεπώς τόσο υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη έχει η συγκεκριμένη τροφή.
Οι καρκινοπαθείς πρέπει να αποφεύγουν τους υδατάνθρακες ταχείας απορρόφησης (υψηλού γλυκαιμικού δείκτη) και να καταναλώνουν υδατάνθρακες βραδείας απορρόφησης (χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη). Υδατάνθρακες ταχείας απορρόφησης περιέχουν τα παντζάρια, τα βρασμένα καρότα, το καλαμπόκι, οι πατάτες, η μπανάνα, ο χουρμάς, το σύκο, το μάνγκο, τα ξερά δαμάσκηνα, οι σταφίδες, το καρπούζι, οι χυμοί φρούτων, οι φρυγανιές, τα παξιμάδια, το άσπρο ψωμί, το κριθάρι, το πλιγούρι, τα κορν φλέικς, το ποπ κορν, τα ζυμαρικά και το ρύζι. Υδατάνθρακες βραδείας απορρόφησης περιέχουν τα υπόλοιπα ωμά και βρασμένα λαχανικά και τα υπόλοιπα φρούτα.
Επειδή η ανταπόκριση του σώματος ποικίλλει με την ποσότητα της τροφής, η μέτρηση του γλυκαιμικού δείκτη μπορεί να είναι παραπλανητική. Γι’ αυτόν τον λόγο έχει αναπτυχθεί μια τροποποίηση που ονομάζεται γλυκαιμικό φορτίο (GL), για να λαμβάνει υπόψη το ποσό της τροφής που καταναλώνουμε.
Διάφορες εργασίες έχουν ερευνήσει τη σύνδεση μεταξύ γλυκαιμικού φορτίου και καρκίνου. Ελεγχόμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το υψηλό γλυκαιμικό φορτίο ενέχει αυξημένο κίνδυνο γαστρικού καρκίνου (42-43), καρκίνου της μήτρας (44) των ωοθηκών (45) και του παχέος εντέρου (46). Μελέτες του γλυκαιμικού δείκτη και του γλυκαιμικού φορτίου παρέχουν πολύτιμα εργαλεία έρευνας, καθώς υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα προάγουν τον καρκίνο.
Δείκτες του διαβήτη, όπως αυξημένη γλυκόζη του αίματος, συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου (47). Ο διαβήτης είναι συνδεδεμένος με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του ορθού (48), της μήτρας (49), και του παγκρέατος (50). Επιπλέον ο διαβήτης μπορεί να είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας που προβλέπει τη θνησιμότητα από καρκίνο του παχέος εντέρου, του παγκρέατος, του ήπατος, της χοληδόχου κύστης και του μαστού των γυναικών (51).
Η δίαιτα χαμηλή σε γλυκαιμικό δείκτη προστατεύει από τον καρκίνο και άλλες παθήσεις
Όσοι ακολουθούν paleo-diet (παλαιολιθική διατροφή), τη νέα διατροφική τάση που αποκλείει από το διαιτολόγιο των ανθρώπων ό, τι τροφή προστέθηκε στη διατροφική αλυσίδα τη γεωργική εποχή (7000 π.Χ.), δηλαδή δημητριακά, όσπρια και γαλακτοκομικά, δεν έχουν να αγχώνονται για τη γλουτένη των τροφών ούτε για τον γλυκαιμικό τους δείκτη, αφού η διατροφή τους συνίσταται στο κρέας, στα πουλερικά, στα ψάρια, στα αυγά, στα λαχανικά, στα φρούτα, στους ξηρούς καρπούς και σε λίπη (ελαιόλαδο και λάδι καρύδας).
Μια τέτοια διατροφή δεν περιέχει γλουτένη (η γλουτένη βρίσκεται μόνο σε ορισμένα δημητριακά) και είναι χαμηλή σε γλυκαιμικό δείκτη, αφού οι ζωικές πρωτεΐνες και τα λίπη δεν έχουν σάκχαρα και δεν επηρεάζουν το σάκχαρο του άιματος. Οι τροφές που είναι πλούσιες σε σάκχαρα είναι τα δημητριακά, τα φρούτα και σε πολύ μικρότερη ποσότητα τα λαχανικά και τα όσπρια, δηλαδή οι τροφές που περιέχουν υδατάνθρακες.
Δεδομένου ότι όσοι ακολουθούν paleo-diet δεν τρώνε δημητριακά, όσπρια και γαλακτοκομικά, δεν έχουν να πολυσκοτίζονται για τα σάκχαρα των τροφών, με την προϋπόθεση ότι αποφεύγουν την κατανάλωση ζάχαρης, μελιού και χυμών φρούτων και δεν τρώνε πάνω από τρεις μερίδες φρούτων την ημέρα. Το μόνο που πρέπει να προσέχουν είναι να αγοράζουν κρέας και πουλερικά βιολογικής εκτροφής, από ζώα ελευθέρας βοσκής που τρέφονται με γρασίδι.
Σε μια δίαιτα γλυκαιμικού δείκτη, οι άνθρωποι πρέπει να αποφεύγουν τις τροφές υψηλού γλυκαιμικού δείκτη (υδατάνθρακες ταχείας απορρόφησης) και να καταναλώνουν ελεύθερα τροφές χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (βραδείας απορρόφησης). Οι τροφές που είναι υψηλές σε γλυκαιμικό δείκτη αυξάνουν απότομα το σάκχαρο του αίματος και συμβάλλουν σε αύξηση βάρους και άλλα προβλήματα υγείας και πρέπει να αποφεύγονται. Δείτε τον παρακάτω πίνακα:
Υδατάνθρακες ταχείας απορρόφησης (υψηλού γλυκαιμικού δείκτη)
Λαχανικά
Γλυκοπατάτες, Πατάτες, Καλαμπόκι, Βρασμένα καρότα, Βρασμένα παντζάρια.
Φρούτα και χυμοί
Χουρμάς, Σύκο, Μάνγκο, Ξερά δαμάσκηνα, Σταφίδες, Χυμοί φρούτων.
Δημητριακά/ψωμί
Φρυγανιές, Παξιμάδια, Κριτσίνια, Μπισκότα, Κρουασάν, Άσπρο ψωμί, Κριθάρι, Πλιγούρι, Κορν φλέικς, Ποπ κορν, Σιμιγδάλι, Ζυμαρικά, Ρύζι.
Υδατάνθρακες βραδείας απορρόφησης (χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη)
Ωμά λαχανικά
Λάχανο, Μαρούλι, Αγγούρι, Ντομάτες, Πιπεριές, Σπανάκι, Σκόρδο, Κρεμμύδι, Σέλινο, Ραπανάκι, Πράσο,Καρότα, Μπρόκολο, Κουνουπίδι, Κολοκύθια.
Βρασμένα λαχανικά
Αγκινάρες, Σπαράγγια, Φασολάκια, Μπρόκολο, Κουνουπίδι, Λαχανάκια Βρυξελλών, Μελιτζάνες, Κολοκύθια, Μπάμιες, Σπανάκι, Μανιτάρια, Κρεμμύδι, Φρέσκο κρεμμυδάκι, Πράσο, Φακές, Μπιζέλια, Ρεβίθια, Φασόλια.
Φρούτα
Μήλα, Βερίκοκα, Βατόμουρα, Φράουλες, Πεπόνι, Κεράσια, Πορτοκάλια, Γκρέιπ φρουτ, Σταφύλια, Ακτινίδια, Λεμόνια, Νεκταρίνια, Ροδάκινα, Μανταρίνια Αχλάδια, Ανανάς, Καρπούζι.
Η αλκαλική δίαιτα θεωρεί ως όξινες και άρα ανθυγιεινές τροφές που είναι ευεργετικές για την υγεία
Μια τροφή που οι οπαδοί της αλκαλικής διατροφής θεωρεί ανθυγιεινή λόγω του ότι είναι όξινη, είναι το ψάρι. Αλλά το ψάρι κάθε άλλο παρά ανθυγιεινή τροφή είναι! Τα ψάρια αποτελούν καλές πηγές σεληνίου, ιωδίου και πολλών ιχνοστοιχείων. Είναι υψηλά σε βιταμίνη Α, βιταμίνη D και βιταμίνη Β12. Περιέχουν ωμέγα 3 λιπαρά οξέα σε μορφή EPA και DHA, Τα λιπαρά οξέα EPA προστατεύουν από την καρδιοπάθεια και τα εγκεφαλικά. Οι υψηλές συγκεντρώσεις EPA αραιώνουν το αίμα. Η μείωση της πηκτικότητας του αίματος είναι ένας κύριος μηχανισμός με τον οποίο τα EPA λειτουργούν και δημιουργούν μικρότερη θνησιμότητα από καρδιοπάθεια.
Τα EPA μειώνουν τα τριγλυκερίδια και σε μικρότερο βαθμό τη χοληστερίνη. Το πιο σημαντικό είναι ότι μειώνουν τη φλεγμονή στο σώμα και είναι σήμερα γνωστό ότι πολλές χρόνιες εκφυλιστικές ασθένειες έχουν ως βασική αιτία τη φλεγμονή. Κύρια αιτία του εμφράγματος είναι η φλεγμονή στις αρτηρίες. Η φλεγμονή μετριέται με μια βιοχημική εξέταση που λέγεται CRP (C αντιδρώσα πρωτεΐνη). Μειώνοντας αυτόν τον δείκτη φλεγμονής, προστατεύουμε την καρδιά μας, και το EPA είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος μείωσης της φλεγμονής. Τα λιπαρά οξέα DHA των ψαριών είναι τα κύρια μακράς διαρκείας λιπαρά οξέα στον εγκέφαλο. Αν και μπορούμε να τα συνθέσουμε, η ικανότητά μας μειώνετε καθώς γερνάμε.
Τα ψάρια έχουν θεωρηθεί τροφή μακροζωίας. Η μακροβιότητα και η ασπίδα προστασίας των Ιαπώνων έναντι της στεφανιαίας νόσου αποδίδεται στην υψηλή κατανάλωση ψαριών. Οι επίσημες στατιστικές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δείχνουν ότι η χαμηλή θνησιμότητα λόγω όλων των αιτιών θανάτου γενικά και κατά συνέπεια η μεγαλύτερη μακροβιότητά τους συναντώνται στην Ιαπωνία. Στην πραγματικότητα ο πιο μακρόβιος πληθυσμός της γης είναι οι Οκινάουα, οι οποίοι ζουν σε ένα νησιωτικό σύμπλεγμα κοντά στην Ιαπωνία.
Στη μακροζωία των Ιαπώνων βασικό ρόλο πρέπει να παίζει η μεγάλη κατανάλωση ψαριού στην Ιαπωνία. Και αυτό τουλάχιστον για τη χαμηλή θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο έχει αποδειχθεί και από τη μελέτη που διεξήγαγε ο Kagawa και οι συνεργάτες του το 1982. Οι εν λόγω επιστήμονες απέδειξαν ότι οι Ιάπωνες που ζουν στις παράκτιες περιοχές και οι οποίοι καταναλώνουν περισσότερα ψάρια από τους Ιάπωνες που ζουν στο εσωτερικό της χώρας παρουσιάζουν χαμηλότερη θνησιμότητα λόγω στεφανιαίας νόσου.
Πολλές είναι οι επιδημιολογικές μελέτες που αποδεικνύουν την προστατευτική δράση της ψαροφαγίας έναντι της καρδιαγγειακής ασθένειας. Ενδεικτικά αναφέρω μια έρευνα που έγινε στο Σικάγο σε 2000 άτομα, τα οποία τέθηκαν σε παρακολούθηση επί είκοσι χρόνια. Από αυτή τη μελέτη φάνηκε ότι η κατανάλωση ψαριών μείωνε τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά επεισόδια (52). Η εργασία του Burr απέδειξε ότι η κατανάλωση δύο γευμάτων την εβδομάδα μείωνε τη θνησιμότητα από έμφραγμα κατά 30% και πλέον, χωρίς να επιφέρει μεταβολή της χοληστερίνης του ορού. Αυτό σημαίνει ότι η χοληστερίνη δεν είναι η αιτία των καρδιαγγειακών.
Ο Burr θεώρησε ότι η μείωση των καρδιαγγειακών από την κατανάλωση ψαριών οφειλόταν στο ότι η κατανάλωση ψαριών ελάττωσε τον κίνδυνο της θρόμβωσης, μειώνοντας τη συνάθροιση των αιμοπεταλίων (53). Βέβαια η μελέτη αυτή έγινε το 1989 και ο Burr δεν γνώριζε για τον ρόλο της φλεγμονής στην καρδιοπάθεια και για το ότι τα ωμέγα 3 λιπαρά οξέα των ψαριών μειώνουν τη φλεγμονή και άρα τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η συχνή κατανάλωση ψαριού μας προστατεύει από διάφορες μορφές καρκίνου. Μια μεγάλη μελέτη στην Ιταλία που συνέκρινε 10.000 καρκινοπαθείς ασθενείς με 8.000 ασθενείς με άλλα προβλήματα υγείας, έδειξε ότι όσοι έτρωγαν δύο ή περισσότερες μερίδες ψάρι την εβδομάδα διέτρεχαν πολύ μικρότερο κίνδυνο για διάφορες μορφές καρκίνου σε σύγκριση με όσους έτρωγαν ψάρι μια φορά την εβδομάδα ή και καθόλου. Συγκεκριμένα όσοι έτρωγαν ψάρι δύο ή περισσότερες φορές την εβδομάδα είχαν ποσοστά καρκίνου του στομάχου, του οισοφάγου, του εντέρου και του παγκρέατος κατά 30 έως 50% χαμηλότερα (54).
Μια άλλη επιδημιολογική μελέτη του 2003 απέδειξε ότι η συχνή κατανάλωση ψαριών προστατεύει από καρκίνο του προστάτη και από μεταστάσεις. Η μελέτη αυτή εξέτασε τις διατροφικές συνήθειες 47.882 ανδρών και κράτησε δώδεκα χρόνια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι έτρωγαν ψάρι περισσότερο από τρεις φορές την εβδομάδα είχαν μειωμένο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο του προστάτη καθώς και μεταστατικό καρκίνο (55). Ομοίως έχουν δείξει και άλλες πιο προσφατες μελέτες. Μια μελέτη του Harvard του 2007 σε 14.916 άνδρες βρήκε χαμηλότερη συχνότητα καρκίνου του προστάτη σε άνδρες με τα υψηλότερα επίπεδα ωμέγα 3 λιπαρών οξέων (56).
Μια μετα-ανάλυση του 2010 βρήκε 63% μείωση στα ποσοστά θανάτου από καρκίνο του προστάτη σε αυτούς με την υψηλότερη κατανάλωση ψαριών (57). Μια μελέτη του Harvard του 2012 σε 525 άνδρες βρήκε 40% χαμηλότερο ποσοστό θανάτων από καρκίνο του προστάτη στος άνδρες με την υψηλότερη πρόσληψη λιπαρών οξέων από ψάρια (58). Και μια μελέτη του Harvard του 2013 σε 293.464 άνδρες βρήκε ότι η αυξημένη πρόσληψη ωμέγα 3 λιπαρών οξέων συνδέθηκε με σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό θανατηφόρου καρκίνου του προστάτη (59).
Μακάρι να μπορούσαμε να τρώμε κάθε μέρα ψάρια, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν ενδείκνυται στη σύγχρονη εποχή λόγω των μολυσμένων θαλασσών και των βαρέων μετάλλων που περιέχουν τα περισσότερα ψάρια. Τα ψάρια, αν και όξινη τροφή, καταπολεμούν τη φλεγμονή και προστατεύουν από την καρδιοπάθεια και τον καρκίνο. Κατά τη λογική των υποστηρικτών της αλκαλικής διατροφής, το ψάρι θα έπρεπε να βλάπτει την υγεία μας και να προκαλεί καρκίνο. Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Η αλκαλική δίαιτα είναι μια φανταστική διατροφή που ποτέ δεν ακολουθούσε το ανθρώπινο είδος
Οι υποστηρικτές της αλκαλικής διατροφής ισχυρίζονται ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι ακολουθούσαν μια αλκαλική διατροφή και ότι οι ασθένειες του δυτικού πολιτισμού είναι αποτέλεσμα της στροφής από μια αλκαλική σε μια όξινη διατροφή. Οι παλαιολιθικοί άνθρωποι όμως ως κυνηγοί αποκλείεται να ακολουθούσαν μια αλκαλική δίαιτα, αφού η κύρια διατροφή τους ήταν τα θηράματά τους και κάποια άγρια χόρτα και φρούτα. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2009 στο American Journal of Clinical Nutrition βρήκε ότι η διατροφή των παλαιολιθικών ανθρώπων λόγω του υψηλού περιεχομένου τους σε ζωικές τροφές δεν ήταν αλκαλική, αλλά σε μεγάλο βαθμό όξινη (60).
Με τη μετάβαση στη γεωργική εποχή είναι φυσικό η διατροφή να είναι περισσότερο αλκαλική, αφού περιείχε πολλά λαχανικά, φρούτα και όσπρια, αλλά περιείχε επίσης μεγάλες ποσότητες δημητριακών και γαλακτοκομικών προϊόντων (τροφές που σχηματίζουν οξέα) καθώς και κάποιες ποσότητες κρέατος, ψαριών και αυγών (που και αυτές προκαλούν οξέα). Η διατροφική μελέτη του Weston Price σε πρωτόγονες υγιείς φυλές τη δεκαετία του 1940 κονιορτοποιεί τη θεωρία περί αλκαλικής διατροφής, αφού η διατροφή των υγιών αυτών πληθυσμών συνίστατο σε μεγάλο βαθμό από ζωικές τροφές, οι οποίες σχηματίζουν οξέα (61).
Η δίαιτα υγιών πρωτόγονων πληθυσμών και ο μύθος της αλκαλικής διατροφής
Ο Dr. Weston Price από το Cleveland του Ohio ήταν ένας φημισμένος οδοντίατρος που είχε λαμπρή καριέρα τη δεκαετία του 1930. Ο Dr. Price είχε ακούσει φήμες για ιθαγενείς κουλτούρες, όπου πρωτόγονοι άνθρωποι ζούσαν μια ευτυχισμένη ζωή χωρίς ασθένειες. Του γεννήθηκε μια ιδέα – γιατί να μην πάει να βρει αυτούς τους ανθρώπους και να εξακριβώσει αν πράγματι είναι υγιείς και αν όντως είναι, να εξακριβώσει τι κάνουν για να διατηρούν τους εαυτούς τους υγιείς. Όντας οικονομικά αυτάρκης, αυτός και η γυναίκα του ξεκίνησαν να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο σε απομονωμένες περιοχές.
Αυτός έψαχνε για υγιείς ανθρώπους που δεν είχαν έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό εκείνο τον καιρό. Δεν ενδιαφερόταν να εξετάσει άρρωστους ανθρώπους, διότι είχε δει αρκετούς από αυτούς στην Αμερική, όπου εργαζόταν. Ήθελε να βρει υγιείς ανθρώπους και να ανακαλύψει τι ήταν αυτό που τους διατηρούσε υγιείς. Κατά τη διάρκεια των 9 χρόνων του ταξιδιού του, ο συνάντησε και ομάδες πρωτογόνων που είχαν διάφορα προβλήματα υγείας, τους οποίους και εξέτασε. Διαπίστωσε ότι τα προβλήματα υγείας προκαλούνταν από διατροφικές ελλείψεις (ιδιαίτερα έλλειψη ζωικών τροφών), ξηρασία και από την επαφή τους με τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Τις παρατηρήσεις του τις έγραψε σε ένα βιβλίο.
Ο Dr. Price και η γυναίκα του ταξίδεψαν σχεδόν παντού. Ταξίδεψαν σε απομονωμένα χωριά των Ελβετικών Άλπεων, στα νησιά των παραλίων της Σκωτίας, Στα βουνά των Άνδεων στο Περού, σε διάφορες απομονωμένες περιοχές της Αφρικής, στα νησιά της Πολυνησίας, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία, στα δάση του βόρειου Καναδά, ακόμα και στον Αρκτικό Κύκλο. Συνολικά, ο Price επισκέφθηκε 14 ομάδες ιθαγενών.
Αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη των ηλικιωμένων χωρικών στα διάφορα μέρη που επισκέφθηκε, ο Price υπολόγιζε τις κοιλότητες των δοντιών (τις βλάβες από τερηδόνα που προκαλούνται από την καταστροφή της αδαμαντίνης και της οδοντίνης ουσίας των δοντιών) και τις εξέταζε. Φανταστείτε την έκπληξή του, όταν βρήκε κατά μέσο όρο λιγότερο από 1% τερηδόνα σε όλους τους ανθρώπους που επισκέφθηκε. Βρήκε επίσης ότι τα δόντια αυτών των ανθρώπων ήταν τελείως ίσια και άσπρα, με υψηλά οδοντικά τόξα και καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά προσώπου. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι κανένας από τους ανθρώπους που ο Price εξέτασε, δεν εφάρμοζαν κανενός είδους στοματικής υγιεινής.
Κανένας από αυτούς τους ανθρώπους δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ οδοντόβουρτσα. Για παράδειγμα, όταν ο Price επισκέφτηκε τους πρώτους ανθρώπους, απομονωμένους χωρικούς των βουνών της Ελβετίας, παρατήρησε ότι τα δόντια των παιδιών καλύπτονταν από μια λεπτή μεμβράνη πράσινης γλίτσας, και παρ’ όλα αυτά δεν είχαν τερηδόνα. Ο Dr. Price και η γυναίκα του πήραν φωτογραφίες από 18.000 ιθαγενείς που επισκέφθηκαν. Οι φωτογραφίες δείχνουν ανθρώπους από όλο τον κόσμο να γελούν δείχνοντας την τέλεια οδοντοστοιχία τους.
Ο Dr. Price έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρήσει τι αυτοί οι άνθρωποι έτρωγαν, διότι είχε υποψιαστεί ότι το κλειδί για την καλή υγεία και την καλή κατάσταση των δοντιών ήταν στο καλό φαί. Εντυπωσιάστηκε που βρήκε ότι ανάλογα με το πού ζούσε κάθε ομάδα έτρωγε διαφορετικά από την άλλη. Για παράδειγμα, οι χωρικοί στα βουνά της Ελβετίας έτρωγαν κυρίως μη παστεριωμένα και ζυμωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα, ιδιαίτερα βούτυρο και τυρί. Η σίκαλη επίσης αποτελούσε ένα σημαντικό μέρος της διατροφής τους.
Περιστασιακά έτρωγαν κρέας (βοδινό), όταν οι αγελάδες στα κοπάδια τους γίνονταν γεροντότερες. Μικρές ποσότητες ζωμού οστών, λαχανικών και μούρων υπήρχαν επίσης στη διατροφή τους. Λόγω του υψηλού υψόμετρου λίγα λαχανικά αναπτύσσονταν. Οι χωρικοί έτρωγαν ό, τι μπορούσαν τους θερινούς μήνες και τουρσί ήταν ό, τι απέμενε τον χειμώνα. Τα βασικά φαγητά τους ήταν όμως το γεμάτο λίπος τυρί, το βούτυρο και το ψωμί σικάλεως.
Οι Κέλτες ψαράδες δεν έτρωγαν γαλακτοκομικά, αλλά έτρωγαν πολύ μπακαλιάρο και άλλες θαλασσινές τροφές, και ιδιαίτερα οστρακοειδή. Λόγω του φτωχού εδάφους τους, το μόνο δημητριακό που μπορούσε να αναπτυχθεί ήταν η βρώμη, και αποτελούσε ένα σημαντικό μέρος της διατροφής τους. Ένα παραδοσιακό πιάτο τους, το οποίο θεωρείτο πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη των παιδιών και για τις μέλλουσες μητέρες, ήταν κεφάλι μπακαλιάρου γεμισμένο με βρώμη και πουρέ συκωτιού ψαριού. Λόγω του ιδιαίτερα αφιλόξενου κλίματος, τα φρούτα και τα λαχανικά αναπτύσσονταν πολύ αραιά. Ο Price παρατήρησε ότι τα νεαρά κορίτσια της περιοχής βρίσκονταν σε αμηχανία, όταν τους προσέφεραν ένα μήλο. Δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους μήλο!
Οι Εσκιμώοι ή Ινουΐτες έτρωγαν μια δίαιτα 100% από ζωικά προϊόντα με μεγάλες ποσότητες ψαριού. Θαλάσσιοι ίπποι και φώκιες και άλλα θαλάσσια θηλαστικά αποτελούσαν επίσης σημαντικό μέρος της διατροφής τους. Κατανάλωναν επίσης λίπος φάλαινας. Οι Ινουίτες συγκέντρωναν ξηρούς καρπούς, μούρα και κάποια χορτάρια κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, αλλά η διατροφή τους ήταν βασικά κρέας και λίπος. Έτρωγαν επίσης μερικώς χωνευμένα χόρτα ταράνδου caribou κόβοντας τα στομάχια και τα έντερά τους.
Οι Μάορι της Νέας Ζηλανδίας κατανάλωναν θαλασσινές τροφές κάθε είδους – ψάρι, καρχαρία, χταπόδι, οστρακοειδή – μαζί με λιπαρό χοιρινό και μια ποικιλία φυτικών τροφών, συμπεριλαμβανομένης της καρύδας και των φρούτων.
Αφρικανικές φυλές όπως οι Μασάι δεν κατανάλωναν καθόλου φυτικές τροφές, παρά μόνο μοσχάρι, όργανα ζώων και ωμό γάλα ανάμεικτο με αίμα. Οι Dinkas του Σουδάν, τους οποίους ο Price θεωρούσε ως τις πιο υγιείς αφρικανικές φυλές που μελέτησε, έτρωγαν έναν συνδυασμό ζυμωμένων δημητριακών ολικής αλέσεως με ψάρι, μαζί με μικρότερες ποσότητες κόκκινου κρέατος, λαχανικών και φρούτων.
Οι Bantu από την άλλη, οι λιγότερο ανθεκτική από τις αφρικανικές φυλές που μελέτησε, ήταν κυρίως γεωπόνοι. Η δίαιτά τους αποτελείτο κυρίως από φασόλια, κολοκύθες, καλαμπόκι, κεχρί, λαχανικά και φρούτα, με μικρότερες ποσότητες γάλακτος και κρέατος. Ο Price δεν βρήκε κανένα λαό που να είναι εντελώς χορτοφαγικός. Τα σύγχρονα ανθρωπολογικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι όλες οι κουλτούρες και όλοι οι άνθρωποι δείχνουν μια προτίμηση προς τις ζωικές τροφές και το ζωικό λίπος (62).
Κυνηγοί-θηρευτές στο βόρειο Καναδά, στη Φλόριντα, στον Αμαζόνιο και στην Αυστραλία κατανάλωναν θηράματα όλων των ειδών, ιδιαίτερα τα όργανα κρεάτων, και μια ποικιλία δημητριακών, οσπρίων, βολβών, λαχανικών και φρούτων, όποτε αυτά ήταν διαθέσιμα. Ο Price παρατήρησε ότι όλοι οι άνθρωποι, με εξαίρεση τους Ινουίτες, κατανάλωναν έντομα και τα σκουλήκια τους. Σε πιο τροπικές περιοχές, τα έντομα αποτελούσαν ένα πιο ολοκληρωμένο μέρος της διατροφής τους. Μέλισσες, σφήκες, λιβελλούλες, σκαθάρια, τριζόνια, τζιτζίκια, σκώροι και τερμίτες καταναλώνονταν με όρεξη, ιδιαίτερα στην Αφρική.
Ο Price παρατήρησε επίσης ότι όλοι οι λαοί κατανάλωναν ζυμωμένες τροφές κάθε μέρα. Τροφές όπως τυρί, βούτυρο, γιαούρτι και ζυμωμένα ποτά δημητριακών όπως μπύρα kaffir (κατασκευασμένη από κεχρί) στην Αφρική ή ψάρι υφιστάμενο ζύμωση όπως με τους Ινουίτες, αποτελούσαν σημαντικό μέρος των ιθαγενών διαιτών. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα δημητριακά δεν τα έτρωγαν, όπως εμείς, αλλά τα επεξεργάζονταν με μια ειδική διαδικασία μούσκεψης και ζύμωσης, διαδικασία που κάνει τα φυτικά οξέα των δημητριακών να μην επηρεάζουν την πέψη των μετάλλων. (Τα δημητριακά και τα όσπρια περιέχουν αντιθρεπτικά συστατικά που ονομάζονται φυτικά οξέα, τα οποία εμποδίζουν την πέψη των μετάλλων στο έντερο).
Όλοι οι ιθαγενείς που μελέτησε έκαναν σημαντικές προσπάθειες να καταναλώνουν θαλασσινά, ιδιαίτερα αυγοτάραχο το οποίο καταναλωνόταν, διότι έτσι πίστευαν ότι θα έχουν υγιή παιδιά. Ακόμα και άνθρωποι που κατοικούσαν σε βουνά έκαναν ταξίδια στη θάλασσα, για να φέρουν πίσω φύκια, αυγά ψαριών και ψάρια. Οι γαρίδες, οι οποίες είναι πλούσιες σε χοληστερίνη και βιταμίνη D, ήταν μια καθιερωμένη τροφή σε πολλά μέρη, από την Αφρική μέχρι τις ανατολικές χώρες.
Το τελευταίο πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των ιθαγενών διατροφών που ο Price βρήκε, ήταν ότι ήταν πλούσιες σε λίπος, ιδιαίτερα σε ζωικό λίπος. Είτε από έντομα, είτε από αυγά, είτε από ψάρια, είτε από θηράματα είτε από εξημερωμένα κοπάδια, οι πρωτόγονοι άνθρωποι ήξεραν ότι θα γίνονταν άρρωστοι, αν δεν κατανάλωναν αρκετό λίπος. Εξερευνητές εκτός από τον Dr. Price έχουν βρει ότι αυτό είναι αλήθεια. Για παράδειγμα, ο Καναδός ανθρωπολόγος Vilhjalmur Stefansson, ο οποίος έζησε για χρόνια στους Ινουίτες Εσκιμώους και στους Βορειο-Καναδούς Ινδιάνους, παρατήρησε πώς οι Ινδιάνοι θα έφευγαν από τον δρόμο τους για να κυνηγήσουν γέρικους αρσενικούς τάρανδους caribou, διότι μετέφεραν 50 λίβρες νωτιαίου λίπους.
Όταν τέτοια ζώα δεν ήταν διαθέσιμα και οι Ινδιάνοι αναγκάζονταν να συντηρούνται με κουνέλια, ένα πολύ άπαχο ζώο, υπέφεραν από διάρροια και πείνα μετά από μερικές βδομάδες. Το ανθρώπινο σώμα χρειάζεται κορεσμένα λίπη για να χρησιμοποιεί κατάλληλα τα απαραίτητα λιπαρά οξέα. Τα κορεσμένα ζωικά λίπη περιέχουν υψηλές ποσότητες λιποδιαλυτών βιταμινών που χρειάζονται για να αφομοιώνονται οι πρωτεΐνες και τα μέταλλα.
Φυσικά οι τροφές που οι ιθαγενείς της μελέτης του Price έτρωγαν ήταν φυσικές και ανεπεξέργαστες. Οι τροφές τους δεν περιείχαν συντηρητικά, πρόσθετα ή χρωστικές. Δεν περιείχαν πρόσθετη ζάχαρη. Δεν έτρωγαν λευκό αλεύρι και κονσερβοποιημένες τροφές. Τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα δεν ήταν παστεριωμένα, ομογενοποιημένα και χαμηλά σε λιπαρά. Οι ζωικές και φυτικές τροφές που κατανάλωναν αναπτύσσονταν σε εδάφη χωρίς φυτοφάρμακα, και στα ζώα δεν δίνονταν αυξητικές ορμόνες και αντιβιοτικά. Με λίγα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι έτρωγαν πάντα βιολογικά τρόφιμα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Dr. Victor Levine του Creighton School of Medicine έκανε ένα ταξίδι στην Αλάσκα, για να μελετήσει την υγεία των ιθαγενών Εσκιμώων. Σε ένα άρθρο του στη New York Times έγραψε: «Οι Εσκιμώοι φαίνεται ότι είναι ικανοί να ανθίστανται στις ασθένειες περισσότερο από άλλους που ζουν σε βόρεια κλίματα. Τρώνε τεράστιες ποσότητες πρωτεΐνης και λίπους» (63). Λίγα χρόνια αργότερα ο οδοντίατρος και διατροφολόγος Weston Price που ταξίδεψε και αυτός στην Αλάσκα, επιβεβαίωσε ότι οι Εσκιμώοι είχαν την καλύτερη υγεία από όλους τους λαούς που είχε επισκεφθεί.
Ένας άλλος ερευνητής, ο χειρουργός Dr. Cleave, ενδιαφέρθηκε για τα χαμηλά ποσοστά καρδιοπάθειας στις κοινότητες των Εσκιμώων. Ο Dr. Cleave παρατήρησε ότι οι Εσκιμώοι ακολουθούσαν μια κρεοφαγική δίαιτα, άφθονη σε κρέας και λίπος (64). Ο Cleave μελέτησε πολλές άλλες παραδοσιακές κουλτούρες σε όλο τον κόσμο και συμπέρανε ότι η θεωρία ότι τα κορεσμένα λίπη προκαλούν καρδιοπάθεια είναι μια ανοησία και δεν έχει καμιά λογική θεμελίωση.
Οι Εσκιμώοι της Αμερικής έχουν τώρα το υψηλότερο ποσοστό ασθενειών από τον γενικό πληθυσμό. Αν και παλιά είχαν απίστευτα χαμηλά ποσοστά διαβήτη και καρδιοπάθειας, οι Εσκιμώοι που τρώνε δυτικές τροφές βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για αυτές τις ασθένειες. Για παράδειγμα, οι ιθαγενείς Εσκιμώοι έχουν τώρα 2,3 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν διαβήτη, 1,6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι παχύσαρκοι και 1,2 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν καρδιοπάθεια από ό, τι οι λευκοί Αμερικανοί (65).
Παρ’ όλα αυτά οι γιατροί και οι διαιτολόγοι ήθελαν να αλλάξουν την παραδοσιακή δίαιτα των Εσκιμώων και να την κάνουν πιο “υγιεινή”. Τους έδωσαν λοιπόν τις ίδιες διατροφικές συμβουλές που δίνουν και στον αμερικανικό πληθυσμό. Τους συμβούλεψαν να τρώνε περισσότερα φρούτα και λαχανικά (πάνω από 9 μερίδες την ημέρα), να τρώνε δημητριακά ολικής αλέσεως και να περιορίσουν το λίπος από τη διατροφή τους (66-67). Η παρακμή της υγείας των Εσκιμώων έχει γίνει πιο γρήγορα από άλλους πληθυσμούς. Αυτό το είχε προβλέψει ο Dr. Price δεκάδες χρόνια πριν. Η παραδοσιακή δίαιτα των Εσκιμώων αποτελείτο από αποξηραμένο σολομό, αυγά ψαριών, δέρμα, φάλαινας και τα όργανα θαλάσσιων ζώων.
Άλλες τροφές περιλάμβαναν caribou, ξηρούς καρπούς, φύκια και cranberries. Κατά τους οπαδούς της συμβατικής διατροφολογίας, μια τέτοια δίαιτα θα έπρεπε να τους στείλει πιο γρήγορα στον τάφο, αφού κατά τους συμβατικούς διαιτολόγους το πολύ κρέας και το ζωικό λίπος προκαλεί καρδιοπάθεια και άλλες ασθένειες.
Ο Dr. Price μελέτησε τους ιθαγενείς Ινδιάνους της Αμερικής και παρατήρησε ότι αυτοί που ακολουθούσαν την παραδοσιακή τους δίαιτα είχαν άριστη υγεία. Η παραδοσιακή δίαιτα των Ινδιάνων πολλές φορές αποτελείτο αποκλειστικά από άγρια ζώα, όπως ελάφια, βίσωνες, αρκούδες και ψάρια. Σήμερα οι Ινδιάνοι έχουν παρόμοια ποσοστά παχυσαρκίας, διαβήτη και καρδιοπάθειας, όπως οι ιθαγενείς Εσκιμώοι (68). Η αιτία είναι ότι εγκατέλειψαν την παραδοσιακή τους κρεοφαγική διατροφή και ακολούθησαν μια διατροφή πλούσια σε υδατάνθρακες. Παρ’ όλα αυτά οι γιατροί και οι διαιτολόγοι συμβουλεύουν τους Ινδιάνους να περιορίσουν το λίπος, να τρώνε άφθονα φρούτα και λαχανικά, να τρώνε τυρί χαμηλό σε λιπαρά, γάλα χαμηλό σε λιπαρά, υποκατάστατα αυγών, μαργαρίνες και να μαγειρεύουν σε φυτικά λάδια (69).
Ο Dr. Price μελέτησε και Αφρικανικούς πληθυσμούς. Απέδειξε ότι οι Αφρικανικοί λαοί που έτρωγαν τη μεγαλύτερη ποσότητα κρέατος δεν είχαν σχεδόν καθόλου τερηδόνα. Αντίθετα όσοι Αφρικανικοί πληθυσμοί έτρωγαν μεγάλες ποσότητες δημητριακών είχαν περισσότερα ποσοστά τερηδόνας. Για παράδειγμα, οι Muhima, των οποίων η διατροφή αποτελείτο από ωμό γάλα, αίμα και κρέας είχαν 0% τερηδόνα, οι Μασάι που ακολουθούσαν παρόμοια διατροφή με τους Muhima, είχαν 0,4% τερηδόνα, ενώ οι Kikuyu που έτρωγαν γλυκοπατάτες, καλαμπόκι, φασόλια, μπανάνες και κεχρί είχαν 5,5% τερηδόνα και διάφορες φυλές στη Bogora που έτρωγαν κυρίως δημητριακά και φασόλια είχαν 7,2% τερηδόνα. Μετά όμως από την εισαγωγή της δυτικής διατροφής στην Αφρική, η υγεία τους κυριολεκτικά καταστράφηκε ήδη από την περίοδο του Price (δεκαετία 1940).
Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ήταν ο πιο μακρόβιος πληθυσμός της γης την εποχή του Dr. Price. Η διατροφή τους αποτελείτο ζώα όπως καγκουρό, θαλασσινά, αυγά, έντομα και λίγες φυτικές τροφές. Ο Dr. Price βρήκε ότι η δυτική δίαιτα είχε καταστροφικές συνέπειες στους ιθαγενείς της Αυστραλίας. Μετά την κατανάλωση των «μοντέρνων» τροφών, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα η γονιμότητα των ανθρώπων αυτών μειώθηκε σε σημείο που τα ποσοστά θανάτων ξεπέρασαν τα ποσοστά γεννήσεων.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο καθηγητής Kerin O’Dea δημοσίευσε ένα άρθρο στο περιοδικό Diabetes, στο οποίο απέδειξε πώς μια ομάδα ιθαγενών Αυστραλέζων ανάρρωσε από διαβήτη μέσα σε πέντε εβδομάδες μετά την επιστροφή τους στην παραδοσιακή τους δίαιτα (70). Δηλαδή όταν εγκατέλειψαν την πλούσια σε δημητριακά και υδατάνθρακες δυτική δίαιτα και επέστρεψαν στην παραδοσιακή κρεοφαγική τους δίαιτα θεραπευτήκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα από διαβήτη. Ο διαβήτης είναι επιδημία σήμερα, διότι η βάση της διατροφής τους είναι τα δημητριακά.
Η πιο σημαντική μεταδοτική ασθένεια την εποχή του Price ήταν η φυματίωση. Ο Price πήρε διάφορες φωτογραφίες παιδιών, συνήθως παιδιών είτε Ευρωπαίων είτε ιθαγενών που είχαν υιοθετήσει τις μοντέρνες τροφές πριν τα παιδιά γεννηθούν. Μερικά παιδιά ήταν πολύ άρρωστα να μετακινηθούν για καλύτερο φωτισμό για τη φωτογράφηση. Άλλοι είχαν πύον εμφανώς αποστραγγισμένο από τους λεμφαδένες και αποστήματα στα δόντια. Κατά κανόνα, οι γονείς και τα παιδιά που είχαν υιοθετήσει τις μοντέρνες τροφές ήταν πιο επιρρεπείς στη φυματίωση και σε άλλες εκφυλιστικές ασθένειες. Αντίθετα, οι ιθαγενείς που ακολουθούσαν την παραδοσιακή τους διατροφή είχαν ισχυρή ανοσία και δεν προσβάλλονταν από φυματίωση.
Όπως βλέπετε, η διατροφή όλων αυτών των υγιών πρωτόγονων πληθυσμών ήταν όξινη και όχι αλκαλική. Αξιοσημείωτη ήταν η άριστη κατάσταση των δοντιών τους. Οι υποστηρικτές της αλκαλικής διατροφής ισχυρίζονται ότι ακόμα και η κακή κατάσταση των δοντιών των δυτικών ανθρώπων οφείλεται στο ότι ακολουθούν μια όξινη διατροφή. Η κατάσταση της υγείας των δοντιών δεν έχει καμμιά σχέση με τις όξινες και αλκαλικές τροφές.
Συμπέρασμα
Δεν αρνούμαι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν δει σημαντικές βελτιώσεις στην υγεία τους, όταν στρέφονται προς μια αλκαλική διατροφή, αλλά οι λόγοι για αυτό δεν έχουν να κάνουν με την ισορροπία του pH. Αυτοί που ακολουθούν μια αλκαλική δίαιτα τρώνε πολλά λαχανικά και φρούτα και περιορίζουν τις επεξεργασμένες τροφές, κάτι που είναι ευεργετικό για την υγεία. Ένα άτομο που στρέφεται προς μια αλκαλική δίαιτα θα μειώσει σημαντικά την κατανάλωση δημητριακών, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές βελτιώσεις στην υγεία για κάποιον που πάσχει από διαπερατότητα του εντέρου ή έχει ευαισθησία στη γλουτένη.
Τα άτομα που ακολουθούν μια αλκαλική διατροφή περιορίζουν επίσης τα γαλακτοκομικά προϊόντα (τα οποία είναι όξινα), κάτι που μπορεί να είναι ωφέλιμο για τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη και δυσανεξία στα γαλακτοκομικά. Και παρόλο που η λευκή ή η καστανή ζάχαρη δεν σχηματίζει οξέα, πολλοί ερασιτεχνικά ασχολούμενοι με τη διατροφή στο διαδίκτυο ισχυρίζονται ότι σχηματίζουν οξέα, και έτσι οι αλκαλικές δίαιτες συνήθως περιέχουν πολύ λιγότερη ζάχαρη από μια τυπική δυτική διατροφή.
Η υιοθέτηση μια δίαιτας χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (μιας δίαιτας που περιορίζει τη ζάχαρη, το μέλι, τα γλυκά, τα αμυλώδη λαχανικά, το ψωμί, τα μακαρόνια, το ρύζι και τους χυμούς φρούτων) είναι πολύ πιο ωφέλιμη από την αλκαλική διατροφή και βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα, κάτι που δεν ισχύει για την αλκαλική διατροφή.
[toggle title="Πηγές"]
1. Remer T., Manz F., Potential renal acid load of foods and its influence on urine pH, J Am Diet Assoc, 95(7):791-7, 1995
2. Tobey J., The question of acid and alkali forming foods, American Journal of Public Health, vol. 26, 1936
3. Koeppen Β.Μ., The kidney and acid-base regulation, Advances in Physiology Education, 33, 4, 275-281, 2009
4. Carr A.J. et al., Effect of sodium bicarbonate on [HCO3-], pH, and gastrointestinal symptoms, Int J Sport Nutr Exerc Metab, 21(3):189-94, 2011
5. Siegler J.C., Effects of various sodium bicarbonate loading protocols on the time-dependent extracellular buffering profile, J Strength Cond Res, 24(9):2551-7, 2010
6. Remer T., Manz F., Potential renal acid load of foods and its influence on urine pH, J Am Diet Assoc, 95(7):791-7, 1995
7. Bonjour J-P., Nutritional disturbance in acid–base balance and osteoporosis: a hypothesis that disregards the essential homeostatic role of the kidney, British Journal of Nutrition, 110, 7, 1168-1177, 2013
8. Koeppen Β.Μ., The kidney and acid-base regulation, Advances in Physiology Education, 33, 4, 275-281, 2009
9. Saito M., Marumo K., Collagen cross-links as a determinant of bone quality: a possible explanation for bone fragility in aging, osteoporosis, and diabetes mellitus, Osteoporos Int, 21(2):195-214, 2010
10. Knott L., Bailey A.J., Collagen cross-links in mineralizing tissues: a review of their chemistry, function, and clinical relevance, Bone, 22(3):181-7, 1998
11. Rondanelli M., Update on nutrients involved in maintaining healthy bone, Endocrinol Nutr, 60(4):197-210, 2013
12. McLean R.R., et al., Dietary acid load is not associated with lower bone mineral density except in older men, J. Nutr, 141, 4 588-594, 2011
13. Fenton T.R., Low urine pH and acid excretion do not predict bone fractures or the loss of bone mineral density: a prospective cohort study, BMC Musculoskeletal Disorders, 11:88, 2010
14. Pedone C., et al., Quality of diet and potential renal acid load as risk factors for reduced bone density in elderly women, Bone, 46(4):1063-7, 2010
15. Tucker K.L., Hannan M.T., Kiel D.P., The acid-base hypothesis: diet and bone in the Framingham Osteoporosis Study, Eur J Nutr, 40(5):231-7, 2001
16. Munger R.G., Cerhan J.R., Chiu B.C., Prospective study of dietary protein intake and risk of hip fracture in postmenopausal women, Am J Clin Nutr, 69(1):147-52, 1999
17. Promislow J.H., Goodman-Gruen D., Slymen D.J., Barrett-Connor E., Protein consumption and bone mineral density in the elderly : the Rancho Bernardo Study, Am J Epidemiol, 155(7):636-44, 2002
18. Munger R.G., Cerhan J.R., Chiu B.C., Prospective study of dietary protein intake and risk of hip fracture in postmenopausal women, Am J Clin Nutr, 69(1):147-52, 1999
19. Promislow J.H., et al., Protein consumption and bone mineral density in the elderly : the Rancho Bernardo Study, Am J Epidemiol, 155(7):636-44, 2002
20. Hannan M., et al., Effect of dietary protein on bone loss in elderly men and women: The Framingham Osteoporosis Study, Journal of Bone and Mineral Research, 15(12), 2504-2512, 2000
21. Dawson-Hughes B., Calcium intake influences the association of protein intake with rates of bone loss in elderly men and women, American Journal of Clinical Nutrition, 75(4), 773-779, 2002
22. Dawson-Hughes B., et al., Effect of dietary protein supplements on calcium excretion in healthy older men and women, Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism, 89(3), 1169-1173, 2004
23. Fenton T. R., et al., Meta-analysis of the effect of the acid-ash hypothesis of osteoporosis on calcium balance, Journal of Bone and Mineral Research, 24, 11, 1835–1840, 2009
24. Fenton T.R., et al., Causal assessment of dietary acid load and bone disease: a systematic review & meta-analysis applying Hill’s epidemiologic criteria for causality, Nutr J, 10:41, 2011
25. Koeppen B.M., The kidney and acid-base regulation, Advances in Physiology Education, 33, 4, 275-281, 2009
26. Fenton T.R., et al., Phosphate decreases urine calcium and increases calcium balance: a meta-analysis of the osteoporosis acid-ash diet hypothesis, Nutr J, 8:41, 2009
27. Bonjour J.P., Dietary protein: an essential nutrient for bone health, J Am Coll Nutr, 24(6 Suppl):526S-36S, 2005
28. Hegsted M., et al., Urinary calcium and calcium balance in young men as affected by level of protein and phosphorus intake, Journal of Nutrition, 111(3), 553-562, 1981
29. Spencer H., Further studies of the effect of a high protein diet as meat on calcium metabolism, American Journal of Clinical Nutrition, 37(6), 924-929, 1983
30. Robey I.F., Examining the relationship between diet-induced acidosis and cancer, Nutrition & Metabolism, 9:72, 2012
31. Bonjour J-P., Nutritional disturbance in acid–base balance and osteoporosis: a hypothesis that disregards the essential homeostatic role of the kidney, British Journal of Nutrition, 110, 7, 1168-1177, 2013
32. de Santo N.G., et al., Effect of an acute oral protein load on renal acidification in healthy humans and in patients with chronic renal failure, JASN, 8, 5, 784-792, 1997
33. Martínez-Zaguilán R., et al., Acidic pH enhances the invasive behavior of human melanoma cells, Clin Exp Metastasis, 14(2):176-86, 1996
34. Moellering R.E., et al., Acid treatment of melanoma cells selects for invasive phenotypes, Clin Exp Metastasis, 25(4):411-25, 2008
35. Otto C., et al., Growth of human gastric cells in nude mice is delayed by a ketogenic diet supplemented with omega-3 fatty acids and medium-chain triglycerides, BMC Cancer, 8, 122, 2008
36. Seyfried T.N., et al., Is the restricted ketogenic diet a viable alternative to the standard of care for managing malignant brain cancer? Epilepsy Res, 2011
37. Stafford P., et al., The ketogenic diet reverses gene expression patterns and reduces reactive species levels when used as an adjuvant therapy for glioma, Nutr. Metab, 7, 74, 2010
38. Nebeling L.C., Effects of a ketogenic diet on tumor metabolism and nutritional status in pediatric oncology patients: two cases reports, J. Am. Coll. Nutr., 14, 202-208, 1995
39. Zuccoli G., et al., Metabolic management of glioblastoma multiforme using standard therapy together with a restricted ketogenic diet: case report, Nutr. Metab., 7, 33, 2010
40. Schmidt M., et al., Effects of a ketogenic diet on the quality of life in 16 patients with advanced cancer: a pilot trial, Nutr. Metab., 8, 54, 2011
41. Santisteban G.A., Biochem & Biophys Res Comm, 132, 3, 1174, Nov. 1985
42. Augustin L.S., Gallus S., Negri E., La Vecchia C., Glycemic index, glycemic load and risk of gastric cancer, Ann Oncol, 15, 581-584, 2004
43. Augustin L.S., Gallus S., Franceschi S., Negri E., Jenkins D.J., Kendall C.W., Dal Maso L., Talamini R., La Vecchia C., Glycemic index and load and risk of upper aero-digestive tract neoplasms (Italy), Cancer Causes Control, 14, 657-662, 2003
44. Augustin L.C., Gallus S., Bosetti C., Levi F., Negri E., Franceschi S., Dal Maso L., Jenkins D.J., Kendall C.W., La Vecchia C., Glycemic index and glycemic load in endometrial cancer, Int J Cancer, 105, 404-407
45. Augustin L.S., Polesel J., Bosetti C., Kendall C.W., La Vecchia C., Parpinel M., Conti E., Montella M., Franceschi S., Jenkins D.J., Dal Maso L., Dietary glycemic index, glycemic load and ovarian cancer risk: a case-control study in Italy, Ann Oncol, 14, 78-84, 2003
46. Franceschi S., Dal Maso L., Augustin L., Negri E., Parpinel M., Boyle P., Jenkins D.J., La Vecchia C., Dietary glycemic load and colorectal cancer risk, Ann Oncol, 12, 173-178
47. Shoem R.E., Tangen C.M., Kuller L.H., Burke G.L., Cushman M., Tracy R.P., Dobs A., Savage P.J., Increased blood glucose and insulin, body size, and incident colorectal cancer, J Natl Cancer Inst, 91, 1147-1154, 1999
48. La Vecchia C., Negri E., Decarli A., Franceschi S., Diabetes mellitus and colorectal cancer risk, Cancer Epidemiol Biomarkers Prev, 6, 1007-1010, 1997
49. Anderson K.E., Anderson E., Mink P.J., Hong C.P., Kushi L.H., Sellers T.A., Lazovich D., Folsom A.R., Diabetes and endometrial cancer in the Iowa women’s health study, Cancer Epidemiol Biomarkers Prev, 10, 611-616, 2001
50. Calle E.E., Murphy T.K., Rodriguez C., Thun M.J., Heath C.W. Jr, Diabetes mellitus and pancreatic cancer mortality in a prospective cohort of United States adults, Cancer Causes Control, 9, 403-410, 1998
51. Coughlin S.S., Calle E.E., Teras L.R., Petrelli J., Thun M.J., Diabetes mellitus as a predictor of cancer mortality in a large cohort of US adults, Am J Epidemiol, 159, 1160-1167, 2004
52. Shekelle R., Missell L., Paul O., Fish consumption and mortality from coronary heart disease, New England Journal of Medicine, 313, 820, 1985
53. Burr M.L., et al., Effects of changes in fat, fish and fiber intakes on death and myocardial reinfarction: Diet and Reinfarction Trial (DART), Lancet, 337, 757-761, 1989
54. Fernandez E., et al., Fish consumption and cancer risk, American Journal of Clinical Nutrition 70:85-90, 1999
55. Augustsson K., et al., A prospective study of intake of fish and marine fatty acids and prostate cancer, Cancer epidemiology, biomarkers and prevention: a publication of the American Association for Cancer Research, 12(1):64-67, 2003
56. Chavarro J.E., et al., A prospective study of polyunsaturated fatty acid levels in blood and prostate cancer risk, Cancer epidemiology, biomarkers and prevention: a publication of the American Association for Cancer Research, 16(7): 1364-1370, 2007
57. Szymanski K.M., et al., Fish consumption and prostate cancer risk: a review and meta-analysis, The American Journal of Clinical Nutrition, 92(5):1223-1233, 2010
58. Epstein MM., et al., Dietary fatty acids intake and prostate cancer survival in Orebro Country, Sweden, American Journal of Epidemiology, 176(3):240-252, 2012
59. Bosire C., et al., Index-based dietary patterns and the risk of prostate cancer in the NIH-AARP diet and health study, American Journal of Epidemiology, 177(6):504-513, 2013
60. Ströhle A., Hahn A., Sebastian A., Estimation of the diet-dependent net acid load in 229 worldwide historically studied hunter-gatherer societies, Am J Clin Nutr, 91, 2, 406-412, 2010
61. Weston P., Nutrition and Physical Degeneration, 2004
62. Abrams L., The preference for animal protein and fat: A cross-cultural survey, in Food and Evolution, Toward a Theory of Human Food Habits, 1987
63. To Study Eskimo Life, New York Times, September 1921
64. Cleave T.L., The Saccharine Disease, 1974
65. American Indian/Alaska native profile, The office of Minority Health
66. We have the power to prevent diabetes, National Diabetes Education Program, May 2008
67. The Diabetes epidemic among American Indians and Alaska natives, May 2008
68. American Indian/Alaska native profile, The office of Minority Health
69. The Heart, the Drum, National Heart, Lung and Blood Institue, May 2008
70. O’Dea K., Marked improvement in carbohydrate and lipid metabolism in diabetic Australian aborigines after temporary reversion to traditional lifestyle, Diabetes, 33:596-603, 1984
[/toggle]
- Τα συμπληρώματα διατροφής με αντιοξειδωτικά δεν αντιδοτούν τη χημειοθεραπεία και την ακτινοβολία - 12 Σεπτεμβρίου 2017
- Αντιμετωπίστε την ψωρίαση με διατροφή, βιταμίνες και βότανα - 24 Μαρτίου 2016
- Πώς σχηματίζονται οι χολόλιθοι: Διαλύστε τους με φυσικές μεθόδους - 11 Ιανουαρίου 2016