Είχα κάμποσο καιρό να κατέβω προς το κέντρο της πόλης. Πήρα τους δρόμους έτσι, χωρίς να θέλω να πάω απαραίτητα κάπου συγκεκριμένα. Πέρασα από τα στέκια τα παλιά, τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί ήταν τότε που ήμουν αρκετά πιο νέος. Για έναν περίεργο λόγο, θυμόμουν με λεπτομέρεια ποιες διαδρομές έπρεπε να ακολουθήσω, δεν χάθηκα ούτε στιγμή, αν και διαπίστωσα ότι είναι πολλά εκείνα που έχουν αλλάξει μετά από τόσα χρόνια. Τελικά είναι φοβερό πράγμα η μνήμη. Ειδικά αν την έχεις λιγάκι ενισχυμένη όπως εγώ. Έτσι και τώρα. Θυμήθηκα ακόμα και τις πιο καλά κρυμμένες γωνιές των δρόμων, τα ασπρόμαυρα μάρμαρα στις πλατείες, τα περίεργα εκείνα σχήματα πάνω στο φθαρμένο ξύλο από τα παγκάκια στο πάρκο. Μέχρι και μερικές φυσιογνωμίες αναγνώρισα αμέσως με το που τις συνάντησα, καθώς περνούσα έξω από σπίτια, πάγκους και μαγαζιά. Δεν έχει σημασία που κανείς τους δεν κατάλαβε ποιος ήμουν, είναι όλοι τους δικαιολογημένοι, περάσαν τα χρόνια, οι άνθρωποι μεγάλωσαν, ασπρίσαν τα μαλλιά τους, άλλοι δεν έχουν καν πια μαλλιά, μεγάλωσα και εγώ, άλλαξα, άλλαξε ακόμα και αυτή η ίδια η γειτονιά, είναι λογικό λοιπόν που κανένας τους δεν μου έκανε έστω ένα νόημα, ένα σινιάλο, για να δείξει ότι με ξέρει. Τι και αν μερικές φορές κοντοστάθηκα επίτηδες έξω από την πόρτα τους, τι κι αν μπήκα μπροστά τους την ώρα που βγαίναν βόλτα με τα παιδιά τους, τι κι αν έκανα πως φωνάζω, πως τάχα κάτι μου είχε συμβεί. Όχι μόνο δεν τους ένοιαξε. Ήταν λες και τους ενοχλούσα, έτσι όπως με παραμέριζαν. Ουστ!
Πως αγρίεψαν έτσι όλοι. Γέμισε η περιοχή από ανθρώπους που είναι λες και έχουν όλοι τους το ίδιο πρόσωπό. Λες και έφυγε το χαμόγελο από τα χείλη τους, λες και δεν έχουν πια καμία άλλη έκφραση παρά μόνο την έκφραση κάποιου που έπαψε να εκφράζεται. Κοιτάζονται σπάνια μεταξύ τους όταν μιλάνε, τις περισσότερες φορές ούτε καν μιλάνε. Κι ύστερα από λίγο, το βλέμμα τους χάνεται, φεύγει σε διαφορετικές κατευθύνσεις, λες και ξεχνιούνται, λες και ξεχνάνε ποιοι είναι, που βρίσκονται, γιατί βρίσκονται, από πότε βρίσκονται εκεί. Μπερδεύουν τα βήματά τους, σκοντάφτουν και ξανασηκώνονται, σκουπίζοντας τα ματωμένα χέρια τους από ρούχα άσπρα γεμάτα τρύπες και λίγο αργότερα ουρλιάζουν, μαλλιοτραβιούνται, κάνουν λες και δεν αναγνωρίζουν αυτόν που έχουν δίπλα τους, αυτόν με τον οποίο μόλις πριν λίγο ήταν αγκαλιά, περίεργα πράγματα, είναι λες και όλοι τους ονειρεύονται ξύπνιοι. Μερικοί από αυτούς έρχονται προς το μέρος μου, μου μιλάνε χωρίς να με ξέρουν, μου πιάνουν κουβέντα, μου λένε λέξεις που είναι μπερδεμένες και που δεν καταλαβαίνω και απλώνουν τα χέρια τους προς το πρόσωπό μου και είναι λες και με παρακαλάνε να τους δώσω λίγη προσοχή, έτσι όπως με περιεργάζονται με τα θολωμένα τους μάτια. Και λίγο μετά, πέφτουν στα γόνατα και με ικετεύουν να τους βοηθήσω ενώ έχω μείνει να παρατηρώ ένα-ένα τα δάκρυα που κυλάνε πάνω στα μάγουλά τους. Και έτσι όπως κλαίνε, βγάζουν κραυγές πνιχτές, κραυγές που τις ακούς κι ας βγαίνουν από στόματα κλειστά. Σαν κλάμα σκύλου.
Advertisment
Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα στ’ αλήθεια με όλα αυτά κι έκανα να απομακρυνθώ από εκείνους τους παράξενους και ανήμπορους τύπους. Πήγα παραπέρα, και άρχισα να χάνομαι μέσα σε πιο απόμερα στενά, δίπλα από κάδους σκουπιδιών, κάτω από σκάλες σάπιες, ετοιμόρροπες. Προχώρησα γοργά και προσπέρασα τοίχους ζωγραφιστούς και κτίρια με τζαμαρίες μεγάλες που όταν έκανες να κοιτάξεις πάνω τους, έβλεπες μονάχα το είδωλό σου, μιας και στο εσωτερικό τους δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο το κενό. Έτσι όπως περιπλανιόμουν αμέριμνος, ένιωσα να μπλέκονται τα πόδια μου με τα πόδια ενός τύπου που είχε ξαπλώσει στο πεζοδρόμιο, πάνω σε μερικά βρεγμένα χαρτόνια και είχε τυλιχτεί από τα νύχια μέχρι το κεφάλι, τόσο που δεν μπορούσες να διακρίνεις καν τα χαρακτηριστικά του, αν ήταν άντρας, αν ήταν γυναίκα, αν ήταν άνθρωπος, αν ήταν ζώο τυλιγμένο. Μόλις τον πάτησα, πετάχτηκε απότομα και αμέσως κουλουριάστηκε σε μια γωνιά, με το κορμί του να τρέμει λες και ένιωσε κάποιον τρόμο μεγάλο, λες και είχε να φάει για ημέρες, δεν ξέρω, μόνο τα μάτια του μπόρεσα να δω μέσα από τη βρώμα, έτσι όπως ανοιγόκλεινε αργά τα τρομαγμένα βλέφαρά του. Κι αυτός ο τρόπος που με κοίταζε, πρώτη μου φορά έβλεπα άνθρωπο να κοιτάζει έτσι, σαν σκυλάκι φοβισμένο, από εκείνα που έχουν ένα βλέμμα μόνιμα θλιμμένο. Πιο κάτω, παραπάτησα πάλι κι έπεσα πάνω σ’ έναν ακόμα τέτοιο. Και σ’ έναν ακόμα. Και σ’ έναν ακόμα. Και σ’ έναν ακόμα. Ήταν τόσοι πολλοί. Και τόσο ίδιοι. Σαν αγέλη.
Έβαλα τα δυνατά μου και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να γλιτώσω. Βγήκα και πάλι στην ελεύθερη, μεγάλη λεωφόρο κι έκανα μια στάση να ηρεμήσω λίγο από το συνεχόμενο λαχανητό. Είχα αρχίσει να διψάω ύστερα από όλη αυτήν την περιπλάνηση αλλά εκεί που βρέθηκα δεν υπήρχε κανείς τριγύρω να μου δώσει λίγο νερό, ψυχή δεν έβλεπες, λες και όλοι είχαν εξαφανιστεί, λες και πήγανε όλοι μαζί για ύπνο, ούτε αυτοκίνητα έβλεπες να κινούνται, ούτε να περπατάει κανείς. Εκμεταλεύτηκα αυτήν την απουσία και σωριάστηκα για λίγο στην άσφαλτο να πάρω μιαν ανάσα, να ξεκουραστώ. Έτσι όπως ηρεμούσα, άκουσα από τη μια μεριά να έρχονται ποδοβολητά λες και τρέχανε μαζί άνθρωποι χιλιάδες, φωνές ακούστηκαν βγαλμένες ταυτόχρονα από τα στόματα, όλες με τον ίδιο το ρυθμό, έτσι καθώς μεγάλωνε η έντασή τους και με πλησιάζανε ολοένα. Από την άλλη την πλευρά είδα να έρχονται άνθρωποι που είχαν όλοι την ίδια φορεσιά και φορούσαν όλοι το ίδιο κράνος και κρατούσαν όλοι το ίδιο κομμάτι γυαλί και είχανε όλοι την ίδια σειρά και βήμα ίδιο. Σε λίγο, χωρίς να το υποψιαστώ, από το πουθενά, βρέθηκα ανάμεσα σε αυτούς που ήρθαν από τη μια πλευρά του δρόμου και που ορμήξανε σε αυτούς που ερχόντουσαν από την άλλη και δεν μπορούσα να βρω τρόπο να ξεμπλέξω από όλο αυτό το πλήθος, έτσι όπως όλοι έτρεχαν και έπαιρναν φόρα και έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο. Ξάφνου, ένιωσα καπνό που μου έκαιγε το λαιμό και τη μύτη και τα μάτια. Κι άρχισα να δακρύζω χωρίς να το θέλω. Με το ζόρι.
Δεν είναι κατάσταση αυτή. Όταν ηρέμησε ο πανικός, πήρα την απόφαση να φύγω, να γυρίσω στο σπίτι μου. Κόντευε πλέον να νυχτώσει. Μου πήρε ώρα να επιστρέψω πίσω αλλά τα κατάφερα, παρά την εξάντλησή μου. Επειδή ήξερα καλά τους δρόμους πήγα από τον συντομότερο. Πέθαινα και της πείνας. Μα, όταν έφτασα, το σπίτι ήταν άδειο και η πόρτα ανοιχτή. Πολλή ησυχία έπεσε εδώ πέρα. Μήπως ανησύχησαν και είπαν να με ψάξουν; Ούτε φαγητό βλέπω να είναι έτοιμο, ακόμα και αυτό το πιάτο μου αδειανό είναι. Ανυπομονώ να βρω τον καλό μου φίλο να του πω όσα είδα και άκουσα σήμερα! Είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, χωρίς υπερβολές. Είναι εδώ όποτε τον χρειαστώ, θα τρέξει να δει αν μου έλειψε τίποτα, αν έχω φάει, αν έχω κοιμηθεί, αν είμαι ήρεμος κι ευτυχισμένος. Θα παίξουμε, θα τρέξουμε, θα κάνουμε τρέλες και κόλπα ωραία και στο τέλος θα μου δώσει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Μα που έχει πάει; Και τι είναι όλα αυτά τα σχηματισμένα βήματα στον χωματένιο δρόμο; Θα τα ακολουθήσω από ένστικτο για να δω που βγάζουν. Που ξέρεις, ίσως τον βρω έτσι. Κι όλο πάω και πάω και ακολουθώ τα χνάρια με όλες μου τις αισθήσεις, μέχρι στη μύτη μου νιώθω τη μυρωδιά από τα ρούχα του, από το κορμί του. Κι ολοένα πλησιάζω. Κι ολοένα τον νιώθω δίπλα μου. Μα δεν τον βλέπω! Το μόνο που βλέπω είναι λουλούδια και ένα μικρό βουνό από χώμα και έναν σταυρό επάνω του. Σαν να τον ακούω μέσα στο έδαφος. Μάλλον θα κρύφτηκε για να μου κάνει έκπληξη. Θα κάτσω εδώ. Όλη τη νύχτα αν χρειαστεί. Και θα γαβγίζω δυνατά. Μήπως και φανεί.
Advertisment
Και θ’ ακούγεται το γάβγισμα σαν κλάμα.