«Ήταν μια φορά ένας Μεσσίας που γεννήθηκε στην άγια γη της Ινδιάνας και μεγάλωσε στους γεμάτους μυστήριο λόφους, ανατολικά του Φορντ Ουαίην. Για τούτον εδώ τον κόσμο άκουσε κι έμαθε φοιτώντας, στα σχολεία της πατρίδας του καθώς και στην δουλειά του σαν μηχανικός αυτοκινήτων»
Το βιβλίο λοιπόν μας διηγείται την ιστορία του Ντόναλντ. Ενός μηχανικού αυτοκινήτων από την Ινδιάνα ο οποίος φανταζόταν πως είχε την δύναμη να βοηθήσει τον εαυτό του αλλά και όλο τον κόσμο. «Και αφού το φανταζόταν έτσι ήταν». Ο κόσμος έβλεπε την θέληση στην δύναμη του και μαζευόταν όπου δούλευε να πάρει κουράγιο, να τον γιατρέψει, να τον βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Μα έτσι με τον κόσμο δεν γινόταν να δουλεύει και οι εργοδότες του δεν μπορούσαν να το ανεχθούν και τον έδιωχναν. Μέχρι που πήρε την απόφαση και έφυγε για την ύπαιθρο και οι ανθρώποι τον ακολούθησαν και τον φώναζαν Μεσσία και θαυματοποιό. «Και αφού το έλεγαν έτσι ήταν».
Advertisment
© Ψευδαισθήσεις
———————-
«Λοιπόν, Ρίτσαρντ, είμαστε μαγνήτες, έτσι δεν είναι; Μάλλον όχι μαγνήτες- σίδηρος τυλιγμένος με χάλκινο σύρμα κι όποτε θελήσουμε να μετατραπούμε σε μαγνήτες μπορούμε. Διοχετεύουμε το εσωτερικό μας βολτάζ μέσω του σύρματος και ελκύουμε ότι θέλουμε. Ο μαγνήτης δεν ενδιαφέρεται για το πώς λειτουργεί. Είναι αυτό που είναι και από τη φύση του ελκύει ορισμένα πράγματα ενώ σ’ άλλα δεν ασκεί καμιά επίδραση.
Έβαλα στο στόμα μου μερικά τσιπς και γύρισα και κοίταξα συνοφρυωμένος. «Κάτι ξέχασες να μου πεις. Με ποιο τρόπο μπορώ να το κάνω αυτό;» «Τίποτα δεν έχεις να κάνεις. Πρόκειται για φυσικό νόμο, μην το ξεχνάς. Τα όμοια έλκονται. Να είσαι απλώς αυτός που είσαι, ήρεμος και φυσικός. Να δείχνεις τον πραγματικό εαυτό σου. Κι όταν είμαστε φυσικοί και ατόφιοι, και ρωτάμε κάθε λεπτό τον εαυτό μας: «αυτό είναι πράγματι που θέλω να κάνω;» και κάνουμε αυτό το κάτι μόνο όταν η απάντησή μας είναι ναι, αυτόματα εκείνοι που δεν έχουν τίποτα να μάθουν από ανθρώπους σαν κι εμάς μένουν αδιάφοροι, ενώ προσελκύονται εκείνοι που έχουν κάτι να μάθουν κι από τους οποίους κι εμείς έχουμε κάτι να μάθουμε». «Αυτό όμως απαιτεί πολλή πίστη και υπομονή και στο μεταξύ ζεις μόνος».
Advertisment
Με κοίταξε παράξενα, δαγκώνοντας το σάντουιτς που κρατούσε. Ανοησίες. Δεν απαιτεί καθόλου πίστη. Φαντασία απαιτεί. Άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι που βρισκόταν ανάμεσά μας, τραβώντας στην άκρη τη σάλτσα, τις τηγανητές πατάτες, τα πιρούνια και τα μαχαίρια, ενώ εγώ τον κοιτούσα απορημένος, περιμένοντας να δω πού το πήγαινε και τι επρόκειτο να κάνει.
«Αν έχεις φαντασία σαν κόκκο σουσαμιού», είπε σπρώχνοντας με το δάχτυλο ένα τέτοιο κόκκο και φέρνοντάς τον στη μέση του τραπεζιού, «όλα είναι δυνατά». Κοίταξα πρώτα το σουσάμι και μετά εκείνον. «Νομίζω πως θα ‘ταν καλύτερα αν κανονίζατε μια συνάντηση όλοι οι Μεσσίες και καταλήγατε σε μια συμφωνία. Γιατί απ’ ότι ξέρω ο Χριστός είπε αν είχατε πίστη σαν κόκκο σινάπεως…»
«Όχι, ήθελα να το διορθώσω αυτό από τότε, πριν παραιτηθώ από το ρόλο του Μεσσία, αλλά θα ήταν δύσκολο να το καταλάβουν. Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, δεν υπήρχε η λέξη φαντασία κι η λέξη πίστη ήταν η καλύτερη που μπορούσαν να βρουν. Ούτε και σουσάμι είχαν τότε. Έτυχε να ξέρω πως υπήρχε σουσάμι τότε, αλλά προτίμησα ν’ αφήσω αυτό το ψεματάκι να περάσει απαρατήρητο.
«Ας πούμε λοιπόν πως φαντάζομαι μια όμορφη και μυαλωμένη γυναίκα στο χωράφι όπου έχουμε τ’ αεροπλάνα μας, στο Ταραγκόν του Ιλλινόις. Μπορώ βέβαια να το κάνω, αλλά τι θα βγει μ’ αυτό, αφού θα πρόκειται απλώς για φαντασία. Κοίταξε προς τον ουρανό μ’ ένα απελπισμένο ύφος. Από πάνω μας βέβαια δε φαινόταν ο ουρανός αλλά το ταβάνι του μπαρ με τον ψυχρό του φωτισμό. «Θα πρόκειται απλώς για φαντασία, ε;» ναι βέβαια θα πρόκειται για φαντασία.
Αφού αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά φαντασία, το ξέχασες;
Όπου είναι η σκέψη σου εκεί είναι οι εμπειρίες σου.
Ο άνθρωπος είναι αυτό που σκέφτεται πως είναι.
Εκείνο που φοβάμαι το παθαίνω.
Σκέψου και γίνε πλούσιος. Δημιουργικός οραματισμός για ψυχαγωγία και κέρδος.
Πώς να κάνεις φίλους με το να είσαι αυτός που είσαι. Η φαντασία σου δεν αλλάζει την πραγματικότητα ούτε κατά το ελάχιστο. Μιλάμε για κόσμους της Γουώρνερ Μπρος και της Μέτρο-Γκόλντεν-Μάγερ που το καθετί σ’ αυτούς είναι ψευδαίσθηση και φαντασία, για όλα εκείνα τα όνειρα και τα σύμβολα που πλάθουμε για τους εαυτούς μας όλοι εμείς πού ονειρευόμαστε στο ξύπνιο μας. Τοποθέτησε το πιρούνι και το μαχαίρι του με τέτοιο τρόπο σαν να ‘θελε να φτιάξει γέφυρα ανάμεσά μας. «Αναρωτιέσαι τι συμβολίζουν τα όνειρά σου; Ρίξε μια ματιά στα έργα σου όταν είσαι ξύπνιος και ν’ αναρωτηθείς τι συμβολίζουν εκείνα. Εσύ, για παράδειγμα με τ’ αεροπλάνα σου που κάθε τόσο αλλάζεις τόπο διαμονής».
«Ναι, Ντόναλντ, λοιπόν;» Προτιμούσα να κάνει σιγανότερα, να μου τα λέει λίγα-λίγα. Ένα χιλιόμετρο την ώρα είναι μεγάλη ταχύτητα για καινούριες ιδέες. «Αν ονειρευόσουν αεροπλάνα, τι θα σήμαινε αυτό για σένα;» με ρώτησε. «Ελευθερία. Τα όνειρα για αεροπλάνα σημαίνουν απόδραση, πέταγμα, κι απελευθέρωση του εαυτού μου».
«Πώς αλλιώς να σου το εξηγήσω. Το όνειρο που βλέπεις ξύπνιος και που θεωρείς πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα. Η επιθυμία σου να απελευθερωθείς απ’ όλα εκείνα τα πράγματα που σε αλυσοδένουν —τη ρουτίνα, την εξουσία των άλλων, την πλήξη, τη βαρύτητα— εκφράζεται με το να έχεις αεροπλάνο. Εκείνο που δεν έχεις καταλάβει είναι πως είσαι κιόλας ελεύθερος και πως πάντα ήσουν. Φαντασία χρειάζεται, λοιπόν, τίποτε άλλο. Τι λες γι’ αυτό;» ‘ Η σερβιτόρα που ήταν λίγο πιο πέρα και σκούπιζε τα πιάτα, γύριζε κάπου-κάπου και του έριχνε ματιές γεμάτες περιέργεια, τεντώνοντας το αυτί της για ν’ ακούσει καλύτερα τι έλεγε.
«Ώστε ποτέ δε νιώθεις μοναξιά, Ντόναλντ;» ρώτησα πάλι.
«Όχι, εκτός αν θέλω. Έχω φίλους από άλλα μήκη και πλάτη, που βρίσκονται κοντά μου από καιρού σε καιρό. Κι εσύ το ίδιο».
«Όχι, εννοώ απ’ αυτόν εδώ το φανταστικό κόσμο. Δώσε μου ένα χειροπιαστό παράδειγμα σχετικά με όσα μου είπες για το μαγνητισμό που διαθέτουμε, ένα μικρό θαύμα… θέλω να το μάθω
αυτό».
«Δοκίμασε μόνος σου», αποκρίθηκε. «Για να φέρεις κάποιον ή κάτι κοντά σου, αρκεί να φανταστείς ότι είναι κοντά σου»
«Σαν τι; Εκείνη την ωραία κοπέλα, για παράδειγμα;»
«Οτιδήποτε. Όχι την κοπέλα. Κάτι μικρό πρώτα».
«Υποτίθεται πως εξασκούμαι τώρα;»
«Ναι».
«Εντάξει… Ένα γαλάζιο φτερό».
Με κοίταξε παραξενεμένος. «Γαλάζιο φτερό, Ρίτσαρντ;»
«Μου είπες οτιδήποτε, κάτι μικρό».
Ανασήκωσε τους ώμους. «Εντάξει, ένα γαλάζιο φτερό. Φαντάσου το φτερό. Δες με τη φαντασία σου κάθε του λεπτομέρεια, κάθε γραμμούλα και γωνιά του. Μόνο για ένα λεπτό. Μετά άφησέ το».
Έκλεισα για ένα λεπτό τα μάτια μου κι είδα με τη φαντασία μου την εικόνα ενός φτερού, δέκα εκατοστά μήκος, σε γαλάζιο και ασημί χρώμα, ένα φωτεινό φτερό να αιωρείται μέσα στο σκοτάδι.
«Μπορείς να το περιβάλλεις με χρυσό φως, αν θέλεις», μου είπε ο Ντόναλντ.
Το φαντάστηκα μέσα σε χρυσές φλόγες. «Εντάξει», είπα.
«Αυτό είναι. Τώρα άνοιξε τα μάτια σου».
Τα άνοιξα. «Πού είναι το φτερό;» τον ρώτησα μη βλέποντας τίποτα.
«Αν το έχεις συλλάβει καθαρά στη σκέψη σου όπου να ‘ναι φτάνει σα βενζινοκίνητο αμάξι».
«Το φτερό; Σαν αμάξι;»
«Ακριβώς, Ρίτσαρντ».
Όλο το απόγευμα περίμενα να εμφανιστεί το φτερό αλλά μάταια. Ήταν η ώρα του δείπνου κι έτρωγα ένα ζεστό σάντουιτς με γαλοπούλα όταν το είδα τελικά. Ήταν μια εικόνα και μια μικρή επιγραφή στο κουτί του γάλατος. Συσκευασμένο από τις κτηνοτροφικές επιχειρήσεις Γαλάζιο φτερό, Μπράϊαν Οχάιο. «Ντόναλντ, το φτερό μου!» φώναξα.
Γύρισε και το είδε. «Εγώ νόμιζα πως ήθελες πραγματικό φτερό», είπε.
«Για ένα αρχάριο καλό είναι κι αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Στη φαντασία σου είδες μόνο το φτερό ή είδες και τον εαυτό σου να το κρατά;»
«Μόνο το φτερό».
«Έτσι εξηγείται. Αν θέλεις να είσαι μαζί μ’ εκείνο που προσπαθείς να μαγνητίσεις, πρέπει να βάλεις και τον εαυτό σου στην εικόνα. Με συγχωρείς που δε σου το είπα».
Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα παράξενο συναίσθημα. Τα κατάφερα. Είχα καταφέρει να μαγνητίσω το πρώτο πράγμα.
«Σήμερα ένα φτερό», είπα, «αύριο τον κόσμο».
«Πρόσεξε Ρίτσαρντ», με προειδοποίησε μ’ ένα περίεργο ύφος, «για να μην το μετανιώσεις».
Ψευδαισθήσεις: Ο Bach είχε δηλώσει ότι μετά τον Ιωνάθαν ότι δεν σκόπευε να γράψει ούτε λέξη και πως είχε πει όλα όσα είχε να πει με τα βιβλία που είχε γράψει μέχρι τότε, δεν υλοποίησε τα λόγια του και λίγα χρόνια αργότερα έπαιρναν την θέση τους στις προθήκες των βιβλιοπωλείων οι «Ψευδαισθήσεις». Παίρνοντας το βιβλίο στα χέρια και γυρίζοντας το στο οπισθόφυλλο δεν ήταν δυνατόν να μην σταθούμε …
“Αφού θέλετε τόσο πολύ την ελευθερία και την χαρά, δεν μπορείτε να καταλάβετε πως βρίσκεται μέσα σας και πουθενά αλλού”,
“Ποτέ δε συμβαίνει να έχεις μια επιθυμία, μια θέληση, χωρίς να έχεις συγχρόνως και τη δύναμη για την πραγματοποίησή της”.
“Βαθιά μέσα στον καθένα μας βρίσκεται η δύναμη που συναινεί στην υγεία ή την αρρώστια, τον πλούτο ή τη φτώχεια, τη λευτεριά ή τη σκλαβιά. Εμείς οι ίδιοι τα κυβερνάμε όλα αυτά και κανείς άλλος”.
“Αφού θέλετε τόσο πολύ την ελευθερία και τη χαρά, δεν μπορείτε να καταλάβετε ότι βρίσκεται μέσα σας και πουθενά αλλού; “.
Τόσο χρήσιμα σήμερα όπως και πάντα. Αυτός είναι ο πρόλογος του βιβλίου
1. Ήταν μια φορά ένας Μεσσίας
που γεννήθηκε στην αψιά Γη
της Ινδιάνας και μεγάλωσε
στούς γεμάτους μυστήριο
λόφους, ανατολικά του
Φορντ Ουέιν.
2. Για τούτον εδώ τον κόσμο άκουσε
κι έμαθε φοιτώντας στα σχολεία
της πατρίδας του, καθώς και στη
δουλειά του σαν μηχανικός
αυτοκίνητων.
3.Μα ο Μεσσίας είχε γνώσεις και πείρα
από άλλους τόπους κι άλλα σχολεία
από προηγούμενες ζωές που είχε ζήσει.
Θυμόταν τις προηγούμενες ζωές του,
κι αυτή η θύμηση τον έκανε σοφό
και τόσο δυνατό που οι άλλοι,
βλέποντας το δύναμη του.
έρχονταν σ’ αυτόν για συμβουλές.
4. Ο Μεσσίας πίστευε πως είχε τη δύναμη
να βοηθήσει τον εαυτό του
κι όλο το ανθρώπινο μένος.
Κι αφού το πίστευε, έτσι ήταν.
Οι άλλοι έβλεπαν το δύναμη του
κι έρχονταν σ’ αυτόν
για να τους λυτρώσει από τα βάσανα
και να τους γιατρέψει
από τις πολλές τους αρρώστιες.
5. Ο Μεσσίας πίστευε πως είναι
σωστό για κάδε άνθρωπο να βλέπει
τον εαυτό του σαν γιο του Θεού.
Κι αφού το πίστευε ,έτσι ήταν.
Και τα πλήθη συνωστίζονταν
καθημερινά σ’ όποιο συνεργείο δούλευε,
ζητώντας άλλοι τη γνώμη
του κι άλλοι το άγγιγμά του.
Κι οι δρόμοι έξω γέμιζαν
από εκείνους που ποθούσαν
η σκιά του και μόνο
να πέσει επάνω τους
καθώς εκείνος περνούσε,
για να αλλάξει τη ζωή τους.
6. Μα εξαιτίας του καθημερινού
πλήθους, οι διάφοροι εργοδότες
κι αρχιμάστορες ζητούσαν
από το Μεσσία να πάρει δρόμο,
το δικό του δρόμο, αφού τόσος ήταν
ο συνωστισμός ώστε δεν
μπορούσαν να δουλέψουν
ούτε αυτός ούτε οι άλλοι τεχνίτες.
7. Έτσι κι έγινε, έφυγε για την ύπαιθρο
κι οι άνθρωποι που τον ακολούθησαν
άρχισαν να τον ονομάζουν
Μεσαία και θαυματουργό.
Κι αφού το πίστευαν, έτσι ήταν.
8.Αν τύχαινε να πιάσει μπόρα
καθώς μιλούσε στα πλήθη
ούτε μια σταγόνα δεν άγγιζε
εκείνον η τους ακροατές του.
Κι ο πιο απομακρυσμένος
ανάμεσα στο πλήθος
άκουγε τα λόγια του τόσο καθαρά
όσο κι ο πρώτος.
έστω κι αν από τον ουρανό ψηλά
έρχονταν απανωτές βροντές.
Και πάντα μιλούσε με παραβολές.
9. Και είπε στα πλήθη.
Βαθιά μέσα στον καθένα μας
βρίσκεται η δύναμη που συναινεί
στον υγεία ή τον αρρώστια,
τον πλούτο ή τη φτώχεια.
τη λευτεριά ή τη σκλαβιά.
Εμείς οι ίδιοι τα κυβερνάμε
όλα αυτά και κανένας άλλος.
10. Ένας εργάτης μίλησε τότε
κι είπε: «εύκολο να το λες εσύ
Κύριε, γιατί είσαι προικισμένος
με χαρίσματα που δεν τα έχουμε εμείς
και δεν είσαι αναγκασμένος
να δουλεύεις σκληρά όπως εμείς.
Ο άνθρωπος πρέπει, ωστόσο,
να δουλεύει σ’ αυτό τον κόσμο
για να βγάζει το ψωμί του».
11. Κι ο Μεσσίας αποκρίθηκε,
«Υπήρχε μια φορά
στην κοίτη ενός μεγάλου,
κρυστάλλινου ποταμού
ένα χωριό από ζωντανά όντα.
12. »Το ποτάμι κυλούσε αθόρυβα τα νερά του
πάνω από τα πλάσματα
εκείνα -νεαρά και γέρικα,
πλούσια και φτωχά, καλά και κακά-
καθώς το ρεύμα ακολουθούσε
το δικό του δρόμο, ξέροντας μόνο
το δικό του κρυστάλλινο εαυτό.
13. »Κάθε πλάσμα με το δικό του
τρόπο κρατιότανε γέρα στα φυτά
και στους βράχους της κοίτης
του ποταμού, αφού η προσκόλληση
ήταν ο τρόπος ζωής τους
κι ο αντίσταση στο ρεύμα
το μόνο που είχαν μάθει
από τότε που γεννήθηκαν.
14. »Μα, τελικά, ένα από τα πλάσματα
αυτά είπε: «Βαρέθηκα να ζω κολλημένο στο ίδιο σημείο.
Και πα’ όλο που δεν μπορώ
να το δω με τα μάτια μου,
έχω ωστόσο την πεποίθηση
πως αυτό το ρεύμα
ξέρει πού πηγαίνει.
Θ’ αφεθώ να με παρασύρει
κι ας με πάει όπου θέλει,
γιατί αν μείνω εδώ προσκολλημένο
θα πεθάνω από πλήξη».
15. »Τα άλλα πλάσματα γέλασαν
και του είπαν: «Ανόητε,
αν κάνεις αυτό που λες,
αυτό το ρεύμα που σε μαγεύει
θα σε κατατσακίσει πάνω στους βράχους
και θα σε σκοτώσει
πολύ πιο γρήγορα από την πλήξη».
16. Εκείνο, όμως, δεν έδωσε σημασία
και παίρνοντας βαθιά ανάσα
αφέθηκε να ξεκολλήσει από τη θέση του.
Και τότε το ρεύμα
ΤΟ αναποδογύρισε, και
παρασύροντας το το έριξε
με δύναμη στα γειτονικά βράχια.
17. »Μα καθώς εκείνο αρνήθηκε
να ξαναπροσκολληθεί στα βράχια,
το ρεύμα το ανασήκωσε,
ελευθερώνοντας το από το βυθό,
κι ούτε ξανάπεσε
ούτε ξαναχτύπησε πουθενά.
18. Καθώς προχωρούσε με το ρεύμα,
άλλα πλάσματα που δεν το ήξεραν,
βλέποντας το φώναζαν: «θαύμα, Θαύμα!
ένα πλάσμα σαν κι εμάς
αλλά πετάει.
Ω, κοιτάχτε, δείτε τον Μεσσία
που έρχεται να μας σώσει!»
19. »Και το πλάσμα που ταξίδευε
με το ρεύμα είπε:
«Δεν είμαι περισσότερο Μεσαίας
από σας. Το ποτάμι με χαρά μας
ελευθερώνει ανασηκώνοντας μας
από το βυθό, φτάνει να έχουμε
εμείς την τόλμη να αφεθούμε
σ’ αυτό. Ο πραγματικός σκοπός
της ζωής μας είναι αυτό
το ταξίδι, αυτή η περιπέτεια».
20. »Τ’ άλλα, ωστόσο, ολοένα και πιο
πολύ φώναζαν αποκαλώντας το
«Σωτήρα», ενώ κρατιόνταν γερά
προσκολλημένα στα βράχια τους
κι όταν ξαναγύρισαν να το κοιτάξουν,
εκείνο είχε φύγει
αφήνοντας τα να φτιάχνουν θρύλους
για κάποιο Σωτήρα».
21. Βλέποντας ο Μεσσίας πως
από μέρα σε μέρα τα πλήθη
που μαζεύονταν γύρω του
μεγάλωναν και γίνονταν πιο ενθουσιώδη,
πιο αφοσιωμένα και πιο απαιτητικά,
και πως ολοένα και πιο πολύ
τον πίεζαν να τους θεραπεύσει,
και πως του ζητούσαν αδιάκοπα
να κάνει θαύματα,
να μάθει για λογαριασμό τους
και να ζήσει τις δικές τους ζωές,
ανέβηκε μια μέρα μόνος
στην κορυφή ενός λόφου,
κι άρχισε να προσεύχεται.
22. Κι είπε: «Ατελεύτητο Φως,
Αν είναι το θέλημα σου,
απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.
Ας απαλλαγώ από την ευθύνη
αυτού του απραγματοποίητου στόχου.
Δεν μου είναι δυνατό να ‘ ζήσω τη ζωή
έστω και μίας άλλης ψυχής,
και όμως τώρα δέκα χιλιάδες άτομα
φωνάζουν και με εκλιπαρούν για ζωή.
Λυπάμαι που άφησα τα πράγματα
να φτάσουν ως εδώ.
Αν είναι το θέλημα σου,
ας γυρίσω πίσω στις μηχανές
και τα σύνεργά μου
κι άφησε με να ζήσω
όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι».
23. Μια φωνή του αποκρίθηκε εκεί
πάνω στην κορυφή του λόφου, μια
φωνή που δεν ήταν ούτε αντρική
ούτε γυναικεία, ούτε δυνατή,
ούτε απαλή, μια φωνή με άπειρη
καλοσύνη. Και είπε η φωνή:
«Όχι το θέλημα μου
αλλά το δικό σου ας γίνει.
Γιατί η δική σου επιθυμία
είναι και δική μου για το άτομο σου!
Ακολούθησε το δρόμο σου
όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι
και ζήσε ευτυχισμένος πάνω στη γη».
24. Ακούγοντας ο Μεσσίας αυτά τα λόγια
χάρηκε κι ευχαρίστησε το Θεό,
και κατέβηκε το λόφο σιγοτραγουδώντας
ένα από εκείνα τα τραγουδάκια
που συνηθίζουν να τραγουδούν οι μηχανικοί
καθώς εργάζονται.
Κι όταν τα πλήθη άρχισαν πάλι
να τον πιέζουν με τις επιθυμίες τους,
ζητώντας του ασταμάτητα
να τους θεραπεύσει,
να τους καθοδηγήσει,
να τους δείξει αγάπη και κατανόηση
και να κάνει θαύματα,
εκείνος χαμογέλασε
και τους είπε με ικανοποίηση:
«Παραιτούμαι».
» Για μια στιγμή τα πλήθη
έμειναν άφωνα από την έκπληξη.
25. Κι εκείνος τους είπε:
«Αν ένας άνθρωπος έλεγε στο Θεό
πως θα ‘θελε πάνω απ’ όλα
να βοηθήσει το βασανισμένο κόσμο,
άσχετα πόσο θα του κόστιζε,
κι ο Θεός απαντούσε
και του έλεγε τι να κάνει,
θα ‘πρεπε να υπακούσει;»
27.«Και βέβαια. Κύριε», φώναξε
ο κόσμος. «Χαρά γι’ αυτόν
να υποφέρει ακόμα και
της κόλασης τα βασανιστήρια,
αφού του το ζήτησε ο Θεός».
28. «Άσχετα πόσο σκληρά
είναι τα βασανιστήρια
και πόσο δύσκολος ο στόχος;»
29. «Τιμή θα ‘ταν να κρεμαστεί,
δόξα να καρφωθεί στο δέντρο και να καεί,
αφού του το ζήτησε ο Θεός», είπαν.
30. «Και τι θα κάνατε», ρώτησε
ο Μεσσίας τον όχλο, «αν ο Θεός σάς
μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο
και σας έλεγε: «ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΕΝΤΟΛΗ
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΖΗΣΕΙΣ»,
Τι θα κάνατε τότε;»
31. Σιγή επικράτησε ανάμεσα στα πλήθη,
κι ούτε ψίθυρος δεν ακούστηκε
στις βουνοπλαγιές και τις κοιλάδες.
32. Και ο Μεσσίας διέκοψε τη σιγή.
«ΣΤΟ μονοπάτι της ευτυχίας μας
θα βρούμε τη γνώση
για την οποία επιλέξαμε αυτή τη ζωή.
Αυτό έμαθα σήμερα,
κι αποφάσισα να σας αφήσω
να τραβήξετε το δικό σας δρόμο,
όπως αρέσει στον καθένα».
33. Και διασχίζοντας τα πλήθη
τους εγκατέλειψε και γύρισε
πίσω στο κόσμο των ανθρώπων
και των μηχανών.