Ποιητικές παρομοιώσεις και συμβολισμοί
Η λέξη «σαν» είναι η πιο συχνή στην ποίηση και μακράν η σημαντικότερη, γιατί η χρησιμότερη δυνατότητα της ποίησης είναι να εγκαθιστά κάποια ομοιότητα μεταξύ δύο θεμάτων με τη χρήση παρομοιώσεων, εκμεταλλευόμενη έτσι το γεγονός ότι κάτι μοιάζει σαν κάτι άλλο.
Advertisment
Αυτή η διττότητα είναι χρήσιμη και στον συμβολισμό, μια άλλη σημαντική λειτουργική δυνατότητα της ποίησης, του νου και της ψυχής. Οι αρχαίοι Έλληνες πρώτοι όρισαν τον (ελληνικό) όρο «σύμβολο», ως «κάτι στη θέση κάτι άλλου», (“τι αντί τινος” το είπαν).
Για παράδειγμα, ένα μαχαίρι και ένα πιρούνι χιαστί είναι «κάτι» (μια συγκεκριμένη εικόνα για την αντίληψή μας), η οποία βοηθά το νου μας να σκεφτεί «κάτι άλλο»: το εστιατόριο. Κυριολεκτικά βλέπουμε «κάτι» και σκεφτόμαστε «κάτι άλλο».
Έτσι, σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, σύμφωνα και με το παράδειγμα που φέραμε, «σύμβολο» είναι κάτι απλό, φανερό και ολοκληρωμένο στον εαυτό του, το οποίο ταυτόχρονα σημαίνει κάτι άλλο. Το ίδιο παράδειγμα κάνει ξεκάθαρο, ότι ο συμβολισμός λειτουργεί ευκολότερα, όταν το σύμβολο (η εικόνα με το μαχαίρι και το πιρούνι χιαστί), μοιάζει με αυτό που συμβολίζεται (το εστιατόριο) ή μας το θυμίζει με ένα φανερό, καθαρό και συγκεκριμένο τρόπο. Μια χούφτα άμμος μπορεί να συμβολίσει μια έρημο και μια σταγόνα νερό έναν ωκεανό. Οι παρομοιώσεις βοηθούν πρακτικά τον συμβολισμό, γιατί παρομοιώσεις και σύμβολα έχουν παρόμοια αμφίσημη φύση και λειτουργούν σε δύο επίπεδα.
Advertisment
Αλληγορία και μεταφορά
Σε ό,τι αφορά την διττότητα της αμφισημίας στην ποίηση, μπορούμε να σημειώσουμε ακόμα ότι «αλληγορία» σημαίνει να λες «κάτι» και να εννοείς «κάτι άλλο». Σε αυτά μπορεί να προστεθεί και ο ορισμός της «μεταφοράς», που είναι: «η μη κυριολεκτική έκφραση μιας ιδέας, με τη χρήση παρομοιώσεων». Στην ουσία, η «μεταφορά» είναι μια παρομοίωση χωρίς τη χρήση της λέξης «σαν».
Με όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι η ποίηση λειτουργεί σε δύο επίπεδα και ότι κάποια διττότητα βρίσκεται πίσω από κάθε ποιητική πράξη, σαν λεκτική γέφυρα που ενώνει δύο επίπεδα, ιδέες, νοήματα ή θέματα. Η αμφισημία είναι το κρυφό κλειδί που παράγει όλη την ποίηση με παρομοιώσεις, συμβολισμούς, μεταφορές και αλληγορίες, ανάλογες κάποιου συγκεκριμένου αρχικού «κάτι».
Ποια είναι η πρακτική αξία όλων αυτών;
Ας αναλογιστούμε πώς ένας αρχιτέκτονας σχεδιάζει και μελετά ένα κτίριο πάνω στο χαρτί πρώτα και μετά εφαρμόζει τις σκέψεις και τις ιδέες του σε ένα πραγματικό κτίριο, σε πραγματική κλίμακα. Ο αρχιτέκτονας παράγει σε μικρή κλίμακα ένα κτίριο «πάνω στο χαρτί», για να ελέγξει πολύ ευκολότερα όλα τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν στην κατασκευή του πραγματικού κτιρίου.
Ξέρει να λειτουργεί σε δύο επίπεδα, το ένα εικαστικό, μικρό και εύχρηστο, το άλλο κυριολεκτικό, ρεαλιστικό και μεγάλο. Ελέγχει το δεύτερο, επειδή ελέγχει εύκολα το πρώτο και επειδή ο νους του, μετά από χρόνια σπουδών σε πολλά και δύσκολα μαθήματα, εκπαιδεύτηκε να λειτουργεί διττά, σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα, το ένα ως πιστή αναλογία του άλλου μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Η αναλογία
Λέξη-κλειδί είναι η «αναλογία». Το κτίριο στο χαρτί, είναι ένα δισδιάστατο πλήρες αντίγραφο σε μικρή κλίμακα, αναλογικά παρόμοιο με το τρισδιάστατο πραγματικό κτίριο σε όλες τις λεπτομέρειες σημείο προς σημείο. «Ανα-λογία» είναι κυριολεκτικά η «επαναλαμβανόμενη σχέση».
Ο αρχιτέκτονας, μετά από μακρόχρονη, εξειδικευμένη και δύσκολη εκπαίδευση, αποκτά τη δυνατότητα να εγκαθιστά απόλυτα ακριβείς αναλογικές ομοιότητες ανάμεσα σε ένα πραγματικό κτίριο και σε ένα κτίριο στο χαρτί.
Όμως, κάθε λογικός άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται αναλογίες σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Την έχει και ο αγράμματος μάστορας που καλείται να δει τις ιδέες που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας στο χαρτί και να τις υλοποιήσει στην πράξη. Κάποιοι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια να σκέφτονται αναλογικά. Όσο μεγαλύτερη τόσο καλύτερα. «Μάστορας», εξάλλου, και όχι «απλός ανειδίκευτος εργάτης», είναι όποιος έχει επαρκή ευχέρεια να σκέφτεται αναλογικά, για να υλοποιεί τις ιδέες του αρχιτέκτονα στα σχέδια.
Όταν ο άνθρωπος έγινε κύριος της αναλογίας, κυρίευσε και την πραγματικότητα. Χωρίς την ευχέρεια της αναλογικής σκέψης, ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να κτίσει δομικά θαύματα όπως ο Παρθενώνας, το Σινικό Τείχος, οι Πυραμίδες, το Ταζ-Μαχάλ, το Empire State Building. Ούτε ο Μπετόβεν θα μπορούσε να συνθέσει την Ενάτη Συμφωνία, η οποία είναι μια μεγάλη και αρμονική δομή ήχων, που την ολοκλήρωσε σχετικά εύκολα, γράφοντας βολικές μουσικές νότες στο χαρτί.
Η αναλογία στην ποίηση
Το «Canto General» του Pablo Neruda, το «Leaves of Grass» του Walt Whitman, το «Waste Land» του Thomas Eliot, είναι παρόμοια λεκτικά δομικά θαύματα. Μεγάλος είναι ο ποιητής που μπορεί να δομήσει «στο χαρτί» έναν ολόκληρο κόσμο, για να τον οργανώσει, να τον αναλύσει, να τον μελετήσει, για να αντλήσει από αυτόν την πολύτιμη φιλοσοφική του ουσία.
Τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, αναδομούν τον αρχαίο κόσμο της Ελληνιστικής εποχής. Κάθε ελληνιστικό ποίημα του Καβάφη, είναι μια καθαρή, απλή και πλήρης στον εαυτό της ρεαλιστική εικόνα-κατάσταση εκείνης της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να σημαίνει και μια «παρόμοια» και «ανάλογη» σύγχρονη κατάσταση, λειτουργώντας σαν διαχρονικό ηθικό, ψυχολογικό και φιλοσοφικό πρότυπο συμπεριφοράς. Η μία κατάσταση «μοιάζει σαν» και μπορεί να εννοήσει την άλλη σαν αληθινή ποιητική αναλογία. Το μεγαλείο ενός ποιητή μετριέται με την αναπαραστατική του δύναμη, την ακρίβεια και τον πλούτο των ποιητικών του αναλογιών και τη φιλοσοφική του ωριμότητα.
Αυτά τα μέτρα της ευχερούς αναλογικής σκέψης και της φιλοσοφικής ωριμότητας, είναι τόσο σημαντικά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια και για έναν ολόκληρο πολιτισμό, όπως ο αρχαίος Κινεζικός, ο Αιγυπτιακός, ο πολιτισμός της Μεσοποταμίας, ο αρχαίος Ελληνικός, όλοι.
Λεκτικά, η «αναλογία» αποτελείται από δύο ελληνικές λέξεις «ανα» και «λόγος», που κυριολεκτικά σημαίνουν «ξανά-σχέση» και εννοούν μία σχέση, που υπάρχει σε δύο διαφορετικά επίπεδα, μεταξύ δύο κατά τα άλλα ανόμοιων θεμάτων. (Ναι, μεταξύ «κάτι» και «κάτι άλλου»).
Η πρακτική διττότητα
Στους σύγχρονους πεζούς καιρούς μας, η ποιητική αμφισημία έχει καταλήξει να σημαίνει κάτι αρνητικό, κάτι θολό και ενοχλητικό και άχρηστο σίγουρα, για τους πρακτικούς και προσγειωμένους ανθρώπους.
Από παλιά οι έννοιες «αμφίσημος», «διττός», δηλώνονταν με την έκφραση «αμφί άγειν», που δήλωνε το αμφίρροπο, την ταυτόχρονη ροπή (τάση, ενέργεια) προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η έννοια μεταπήδησε στο λατινικό ambi-agere και μετά ως το σύγχρονο αγγλικό ambiguity, όλα με τις ίδιες έννοιες του αμφίρροπου, του αμφίσημου, του αμφίβολου, του διττού.
Αυτά όλα δεν εννοούν απαραίτητα κάτι κακό, ούτε άχρηστο. Στην πραγματικότητα, αυτή η συγκεκριμένη δυνατότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου για αναλογική σκέψη ξεχώρισε τον άνθρωπο από τα άλλα είδη. Οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν το λόγο, για να σκεφτούν και να εκφράσουν ιδέες και έννοιες, επειδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί και έχει μια παράλληλη διττή επίγνωση, σε δύο διαφορετικά, αλλά παράλληλα και κατάλληλα αμφισυνδεδεμένα επίπεδα.
Η γλώσσα είναι μια αληθής και ακριβής (λεκτική) αναλογία της άμεσης (αισθητήριας) επίγνωσης. Η λεκτική λειτουργία αρχίζει, όταν μια «λέξη» σημαίνει ένα «πράγμα», που το βλέπουμε ως «εικόνα». Η λέξη «μήλο», για παράδειγμα, είναι ένα σταθερό πακέτο γραμμάτων (ή ανάλογων προφορικών φθόγγων), που σημαίνει το πράγμα «μήλο», το οποίο είναι φανερό στη συνείδησή και στις αισθήσεις μας ως εικόνα «μήλο».
«Λόγος» είναι η ακριβής και συγκεκριμένη «σχέση» μιας λέξης με μια εικόνα και ένα πράγμα. Όλες οι λέξεις είναι συγκεκριμένα και σταθερά πακέτα γραμμάτων (ή προφορικών φθόγγων), που σημαίνουν συγκεκριμένα πράγματα, καταστάσεις, εικόνες, ιδέες, έννοιες. Ο λόγος στο σύνολό του, είναι μια τεράστια λεκτική αναλογία της αχανούς πραγματικότητας, που αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τα αισθητήρια όργανά μας.
Δεν είναι έκπληξη που η γλώσσα στα ελληνικά αποδίδεται με τη λέξη «λόγος» που κυριολεκτικά σημαίνει «σχέση» – ναι, μεταξύ «κάτι» και «κάτι άλλου». Όπως ο «λόγος» του ένα προς το δύο, που μας έλεγαν στο Γυμνάσιο, για παράδειγμα, είναι μια «σχέση», που εκφράζεται με το κλάσμα ½. Μια άλλη κύρια έννοια του λόγου είναι η αιτία, όπως, για παράδειγμα, «ήταν σοβαρός ο λόγος (η αιτία), που άργησες στο σχολείο;»
Η ποίηση που απελευθερώνει
Χωρίς την αμφισημία, την παρομοίωση, τον συμβολισμό, την αναλογία, θα ήμασταν ανίκανοι να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα. Θα παραμέναμε κολλημένοι στο επίπεδο των ανώτερων θηλαστικών – της αγελάδας, για παράδειγμα. Η αγελάδα μπορεί να δει το μήλο μόνο ως μήλο – ως τροφή.
Τα αμφίσημα ποιητικά μέσα βοηθούν τη σκέψη μας να ξεφύγει από την παγίδα της μονοδιάστατης πραγματικότητας, όπου τα «σύκα» είναι πάντα μόνο «σύκα» και η «σκάφη» είναι πάντα μόνο «σκάφη» και ποτέ «σαν» κάτι άλλο.
Η ποίηση οξύνει και διευρύνει τον ανθρώπινο νου και προάγει τη δυνατότητά του να άγει αναλογικά σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, να σκέφτεται σε δύο διαφορετικά επίπεδα.
Η δημιουργική ποιητική πράξη
Ποιητική πράξη είναι να εγκαταστήσεις μια πρωτότυπη, χρήσιμη και λειτουργική σχέση (ένα λόγο) μεταξύ δύο φαινομενικά ανόμοιων και άσχετων πραγμάτων, μεταξύ του «φάντη» και του «ρετσινόλαδου», όπως πάει η γνωστή έκφραση.
Η ποίηση υφαίνει πρωτότυπες, χρήσιμες και λειτουργικές λεκτικές αναλογίες αισθητήριων εικόνων, διευρύνοντας με ολοένα νεότερο, μεγαλύτερο και ωραιότερο περιεχόμενο τη μνήμη. Κάθε νέα και ωραία εικαστική ή λεκτική εικόνα είναι άμεσο όφελος (κέρδος!) για τη μνήμη, που στην ουσία της αποθησαυρίζει αισθητήριες αναμνήσεις – εικόνες. Η διεύρυνση της μνήμης είναι διεύρυνση της δομημένης συνείδησης.
Με αυτή την έννοια, η αισθητική εμπειρία είναι ωφελιμιστική για τη συνείδηση, αφού οι «εικόνες» είναι ο κυριολεκτικός θησαυρός της συνείδησης. Η συνείδηση μπορεί να οριστεί ως «η επίγνωση των αισθητήριων καταγραφών», αυτών των καταγραφών που ερεθίζουν τα αισθητήρια όργανα ως απλά αισθήματα και δομούνται από αυτήν την ίδια την συν-είδηση σε πιο σύνθετες εικόνες, που αποθησαυρίζονται στη μνήμη τελικά.
Η ποίηση είναι το λεκτικό ακόνι που ακονίζει την επίγνωσή μας, για να άγει σε περισσότερες κατευθύνσεις από τη μία, δεδομένη, αυτονόητη, καθαγιασμένη και μόνη αποδεκτή από τους πρακτικούς και προσγειωμένους ανθρώπους μονοσήμαντη «ρεαλιστική πραγματικότητα». Η ποιητική πράξη είναι η μόνη διέξοδος προς τα μπρος, η μόνη δυνατότητα να διευρυνθεί η όποια ανάλλακτη υποτίθεται (εσωτερική και εξωτερική) πραγματικότητα, όταν αυτή καταντήσει πρόβλημα ή εξαντλήσει τον δυναμισμό της.
Η αναλογία του λόγου
Η ποίηση δε λέει την αλήθεια, την παράγει. Η ποίηση δεν υπακούει στους ρητούς και συγκεκριμένους νόμους κάποιας δεδομένης και παγιωμένης λεκτικής επίγνωσης της πραγματικότητας. Η ποίηση παράγει κάθε λεκτική επίγνωση της πραγματικότητας, παράγοντας όλο και ευρύτερες αναλογίες ενός αόρατου, δυναμικού και ζωηφόρου αρχικού «κάτι».
Η ποίηση είναι λόγος ως, μια αέναη «ανα-λογία» (ξανά σχέση) ενός αρχικού «λόγου» (αιτίας).
Η πηγή της αναλογίας
Ποίηση είναι η δυνατότητα που μεταφέρει συμμετρικά την ψυχή σε πολλά επίπεδα. Μας άγει και προς την αόρατη πανταχού παρούσα πηγή των πάντων. Προς τα εκεί πηγαίνουμε όλοι πάντα, έτσι κι αλλιώς. Και δεν εννοώ κάποιον συγκεκριμένο θεό, από τους πολλούς που έχει δημιουργήσει ευφάνταστα και πολύ ωφελιμιστικά κατά καιρούς ο ποιητικός νους του ανθρώπου. Εννοώ την κρυφή, παντοδύναμη «ενέργεια» που ποιεί τα πάντα, ακόμα και τους θεούς, ως συγκεκριμένη αναλογία του μυστηριώδους εαυτού της. Μέγιστος αρχικός λόγος είναι η ενέργεια.
«Η ενέργεια μοιάζει να υπάρχει πριν από τους θεούς». Λάο Τσε, Τάο Τε Τσινγκ
Ο λόγος κάθε αναλογίας
Επειδή η αναλογία είναι το ακριβό εργαλείο της ποίησης, η ποιητική σκέψη, ως συγκεκριμένη ψυχική πράξη, διευρύνει αέναα την επίγνωση προς τα μπρος κι έρχεται όλο και πιο κοντά στην αρχική ουσία, στα αληθινά μέτρα της οποίας δημιουργείται αναλογικά το κάθε επιστητό.
Ο άνθρωπος είπε «ποιητή» τον Θεό, που ο ίδιος του έπλασε από ανάγκη να ερμηνεύσει το παντοδύναμο αρχικό αίτιο (τον λόγο) κάθε αναλογίας.-