Ζούσε κάποτε μια θνητή, κόρη μιας συνηθισμένης οικογένειας με τρία παιδιά, που την έλεγαν Ψυχή. ΄Ηταν τόσο πολύ όμορφη, που από όλα τα μέρη του κόσμου έρχονταν για να την επισκεφτούν και να θαυμάσουν την ομορφιά της. Είχαν φτάσει μάλιστα στο σημείο, να την τιμούν περισσότερο και από τη Θεά Αφροδίτη.
Η Αφροδίτη όταν αντιλήφθηκε τι συνέβαινε, διέταξε τον Έρωτα να δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών, ώστε να μην επιθυμούν την Ψυχή.
Advertisment
Ωστόσο όμως, στρέφοντας κατά λάθος το βέλος προς τον εαυτό του, την ερωτεύτηκε και ο ίδιος.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι γονείς της Ψυχής άρχισαν να ανησυχούν από την έλλειψη μνηστήρων και υποψιαζόμενοι ότι κάποιος θεός είχε αναμιχθεί, αποφάσισαν να ζητήσουν χρησμό. Στους Δελφούς, ο Απόλλων με την καθοδήγηση του Έρωτα έδωσε το χρησμό.
«Η Ψυχή δεν προορίζεται να γίνει γυναίκα κανενός θνητού. Ο σύζυγός της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος δεν μπορεί να του αντισταθεί».
Advertisment
Αν και η θλίψη έπεσε βαριά μέσα στην οικογένεια, ωστόσο αποφάσισαν να προχωρήσουν στις διαδικασίες του γάμου με το τέρας.
Ο γάμος έγινε αλλά η Ψυχή δεν μπορούσε να δει το σύζυγό της, αφού εκείνος εμφανιζόταν μόνο βράδυ και πάντα μέσα στο σκοτάδι. ΄Όμως ήταν τόσο τρυφερός και καλόκαρδος που η Ψυχή κατάλαβε πως δεν ήταν δυνατόν να είναι ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά αυτός που επιθυμούσε για σύζυγο σε όλη της τη ζωή.
Αν και περνούσαν πολύ όμορφα μαζί, εξακολουθούσε να προβληματίζεται, που δεν τον είχε δει ακόμη.
Κάποτε, η Ψυχή αποφάσισε να επισκεφτεί το πατρικό της. Οι αδελφές της ζηλεύοντας την ευτυχία της Ψυχής, την έπεισαν πως όχι μόνο θα ήταν ένα τέρας αλλά και ότι στο τέλος θα την σκότωνε επίσης και ότι το καλλίτερο που είχε να κάνει ήταν να τον σκοτώσει εκείνη πρώτη.
‘Όταν η Ψυχή γύρισε στο παλάτι της, το ίδιο βράδυ και καθώς ο σύζυγός της είχε αποκοιμηθεί, πήρε ένα λυχνάρι και ένα μαχαίρι, αποφασισμένη να τον σκοτώσει.
‘Όταν το λυχνάρι φώτισε το πρόσωπο του πανέμορφου θεού Έρωτα, η Ψυχή σάστισε τόσο πολύ που το λυχνάρι έγειρε και το καυτό λάδι έπεσε πάνω στον Έρωτα, που ξυπνώντας από τον πόνο, πέταξε μακριά από την Ψυχή λέγοντάς της πως η καχυποψία της σκότωσε την αγάπη τους και πως δεν θα μπορούσαν πλέον να είναι μαζί, αφού αυτή που ήταν μια θνητή, είδε το πρόσωπο ενός θεού.
Μάταια η Ψυχή περιπλανιόταν και αναζητούσε τον Έρωτα . Η καρδιά της ήταν γεμάτη θλίψη. Κάποτε βρέθηκε στο ναό της θεάς Δήμητρας που συγκινημένη από την ιστορία της, της πρότεινε να παρακαλέσει τη θεά Αφροδίτη, να της επιτρέψει να δει τον αγαπημένο της.
Η Αφροδίτη είχε φυλακίσει τον Έρωτα μέχρι να ξεχάσει την Ψυχή και να επουλωθούν τα τραύματά του από το λάδι. Είπε στην Ψυχή ότι θα της επέτρεπε να τον δει, αν περνούσε με επιτυχία τρεις δοκιμασίες.
Στις δύο πρώτες δοκιμασίες, η Ψυχή τα κατάφερε, η τρίτη όμως απαιτούσε να κατέβει στον Άδη και να της φέρει το κουτί της Περσεφόνης. Το κουτί αυτό περιείχε το μαγικό ελιξήριο της ομορφιάς και η Ψυχή απαγορευόταν να το ανοίξει.
Η Ψυχή πήρε το κουτί αλλά δεν άντεξε στον πειρασμό να ανοίξει το κουτί και να πάρει λίγο από το ελιξήριο για τον εαυτό της. Το κουτί όμως δεν περιείχε κανένα ελιξήριο αλλά το Μορφέα, που την έριξε αμέσως σε βαθύ ύπνο.
‘Όταν ο΄Έρωτας έμαθε τι έπαθε η αγαπημένη του, δραπέτευσε από το παλάτι της θεάς Αφροδίτης και πετώντας στον Όλυμπο, παρακάλεσε τον Δία να σώσει την Ψυχή.
Ο Δίας συγκινημένος από τη βαθιά αγάπη του θεού Έρωτα, έκανε αθάνατη την Ψυχή, επιτρέποντας στο ερωτευμένο ζευγάρι να ενωθεί μαζί για πάντα.