Κωτούλα Καλλιόπη Βίλλυ
Σε αυτήν τη πόλη, δυο νέοι νόμοι θεσπίστηκαν από ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Δυο νόμοι οι άδικοι, δυο νόμοι στους οποίους δεν υπάκουσα ποτέ. Έμειναν όμως ανεξίτηλα χαραγμένοι στην μνήμη μου, την περίοδο της οικονομικής κρίσης, πριν από δέκα χρόνια. «Οποιοσδήποτε πολίτης δεν καταστρέφει το εισιτήριο, μετά την έξοδο του από το μετρό, θα πληρώνει 100 φορές το πολλαπλάσιο της άξιας του» και «οποιοσδήποτε πολίτης θα πιάνεται επ’ αυτοφώρω μέσα στους σταθμούς του μετρό, να δίνει το εισιτήριο του σε κάποιον άλλο πολίτη, θα συλλαμβάνεται και θα διώκεται για ποινικό αδίκημα.»
Advertisment
Δεν το μετάνιωσα, αλλά το πλήρωσα, όχι με αίμα, είχε ξεπεραστεί πια αυτή η μέθοδος. Δεν ήθελαν να έχουν νεκρούς πολίτες, μόνο υπάκουους. Αυτός ήταν ο στόχος τους. Είχαν εφεύρει πολλούς τρόπους για να μας κάνουν να υποκύψουμε και να εξορίσουμε από αυτή τη πόλη την αλληλεγγύη. Χρησιμοποίησαν το φόβο. Αρχικά τον σκόρπισαν πάνω από τις οροφές των κτιρίων, ποτίζοντας τους τοίχους όπως η υγρασία. Τον έστρωσαν σαν το τσιμέντο στους δρόμους που διασχίζουμε, τον φύτεψαν όπως τα δέντρα σε όλα τα πεζοδρόμια που περπατάμε, τον επέβαλλαν εκεί που δουλεύουμε, σα την χούντα και τέλος τον μετέδωσαν σα την πανούκλα, μέσα στις ήδη ταλαιπωρημένες ψυχές μας.
Αντιστάθηκα, χωρίς να έχω βρει την θεραπεία για την πανούκλα, ύψωσα την χέρια μου, δεν άφησα τον τοίχο μου να ποτιστεί με υγρασία, τον έβαψα. Αποφάσισα ν να πάω στο μετρό των Αμπελοκήπων, στην διαδρομή κλάδεψα όλα τα δέντρα του φόβου των πεζοδρόμιων, πάτησα πάνω στους δρόμους όπου το τσιμέντο των ενδοιασμών είχε στεγνώσει.
Έφτασα στο μετρό, κατέβηκα τις κυλιόμενες σκάλες, πλησίασα το ηλεκτρονικό εκδοτήριο, και τότε τον είδα, για πρώτη φορά στη ζωή μου αντίκρισα τον μπάτσο των εισιτήριων. Ήταν μυώδης, τα μπράτσα του ήταν έτοιμα να ξεσκίσουν το δερμάτινο του μπουφάν, που με τα βίας τα εγκλώβιζε. Στεκόταν όρθιος, ακριβώς δίπλα στο επικυρωτικό μηχάνημα, ατάραχος με βλέμμα βλοσυρό, ύφος διερευνητικό, κοιτάζοντας στα χέρια κυρίως, όλους τους επιβάτες που είχαν προηγουμένως αποβιβαστεί από το συρμό. Τους επέβλεπε, και εκείνοι τρομαγμένοι πετούσαν τα εισιτήρια τους, μέσα στο διαμορφωμένο κάδο. Ικανοποιημένος τους άφηνε να φύγουν, χτυπώντας τους ελαφριά στην πλάτη για την τυφλή υπακοή τους.
Advertisment
Έβγαλα δυο εισιτήρια και κατευθύνθηκα προς το ακυρωτικό μηχάνημα. Ο μπάτσος ήταν εκεί, τα ακύρωσα μπροστά του, διακρίνοντας στο βλέμμα του μια έντονη απορία, για πιο λόγο χτύπησα δυο εισιτήρια και όχι ένα. Δεν χρειάστηκε να του απαντήσω, διότι η απορία του θα έβρισκε την λύση της σε μερικά δευτερόλεπτα. Περίμενε να περάσω από μπροστά του, για να πάω προς τις πλατφόρμες, όμως εγώ δεν το έκανα, του γύρισα την πλάτη και αμέσως ένιωσα το βλέμμα του να καρφώνεται επάνω μου, ετοιμοπόλεμο. Πλησίασα με ψυχραιμία δυο επιβάτες και προσφέρθηκα να τους δώσω τα εισιτήρια μου. Ο ένας μέσα στην βιασύνη του το πήρε, ο άλλος το αρνήθηκε, λέγοντας μου πως δεν ήθελε να βρω τον μπελά μου και με προσπέρασε.
Ο μπάτσος όμως δεν με προσπέρασε, αντιθέτως με έπιασε με δύναμη από τους ώμους, και με μια λαβή του, γονάτισα στο πάτωμα. Μου πέρασε τις χειροπέδες, με σήκωσε και με περιέφερε μέσα στον σταθμό, σα να ήμουν το λάφυρο του. Όσοι επιβάτες περνούσαν από δίπλα μου και με κοιτούσαν συμπονετικά, τους μυριζόταν και τους έλεγε σατανικά, «Μη την λυπάστε, αυτά παθαίνουν όσοι δεν μας υπακούν.», και συνέχιζε να με τραβά, μέχρι που άνοιξε μια κόκκινη πόρτα και με πέταξε μέσα στο δωμάτιο αναμονής.
«Ήθελες να μου κάνεις τον μάγκα, κοριτσάκι; Ήξερες πολύ καλά ότι σε έβλεπα και πάλι το συνέχισες.» μου είπε με μοχθηρία. Ήθελα πολύ να του απαντήσω, να τον βάλω στην θέση του και πριν το καταλάβω άρχισα να ωρύομαι και να ουρλιάζω…« Με ποιο δικαίωμα με συλλαμβάνεις; Επειδή έδωσα το εισιτήριο μου σε κάποιον άλλον; Επειδή το ελληνικό κράτος έχασε 1,40 ευρώ; Επειδή δεν θέλετε ν’ αλληλοστηριζόμαστε, και σας βολεύει ν’ αλληλοσφαζόμαστε;»
Αναρίθμητα επειδή και αναρίθμητα γιατί, κατέκλυζαν τις σκέψεις μου και τα λόγια μου και συνέχισα, «Γιατί δέχτηκες να είσαι ο Μπάτσος των εισιτήριων; Για ένα κωλομισθό; Για μια κωλοθέση; ή γιατί γουστάρεις να είσαι η εξουσία, θέλεις να έχεις το πάνω χέρι και κανείς να μην σου εναντιώνεται; Γιατί;» «Γιατί κοριτσάκι, μόνο το κράτος μπορεί να σε προστατεύσει από όλους τους εγκληματίες, τους ξένους και κυρίως από την απληστία σας. Για αυτό υπάρχουν οι νόμοι. Τι νομίζεις, θα σε αφήσουμε να μοιράζεις τα εισιτήρια και να χάνει χρήματα το κράτος; Θα σε αφήσουμε να μειώνεις τις θέσεις εργασίας; Θα σε αφήσουμε να κλέβεις το κράτος; Όχι! Ο μπάτσος των εισιτηρίων θα σε σταματήσει!»
Και όντως με σταμάτησε. Δικάστηκα με εικοσιπέντε χρόνια κάθειρξης. Δεν μου αναγνώρισαν κανένα ελαφρυντικό, ούτε καν του πρότερου εντίμου βίου. Η επαναστατική συμπεριφορά μου, εναντίον του κράτους, τιμωρήθηκε αυστηρά, τόσο αυστηρά όπως η δολοφονία. Η ζυγαριά της δικαιοσύνης ισορροπεί ανάμεσα σ΄ ένα εισιτήριο και σε ένα φόνο. Ακόμη θυμάμαι τα παράλογα λόγια του εισαγγελέα. « Ο φόνος κόβει το νήμα μια ζωής, ένα εισιτήριο κόβει την διαδρομή της πατρίδος προς την ανάπτυξη. Την ανθρώπινη ζωή δεν μπορούμε να την αναστήσουμε, όμως την πατρίδα μπορούμε.»
Στη φυλακή μαζευτήκαμε πολλοί επαναστάτες εισιτηρίων. Δεν ήξερα τι να υποθέσω, χαιρόμουν που δεν ήμουν μόνο εγώ. Χαιρόμουν που έβλεπα και άλλους σαν έμενα. Μιλούσαμε για τις συλλήψεις μας, από τους μπάτσους των εισιτηρίων. Όλοι οι μπάτσοι επαναλάμβαναν τα ίδια λόγια, σα να ήταν προγραμματισμένα ρομπότ.
Χρειάστηκε να περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια, για να εναντιωθούν οι πολίτες σε αυτό το άδικο μετρό, διότι οι συλλήψεις επεκταθήκαν σε εφήβους, σε ανήλικα παιδιά, τα οποία είχαν το θάρρος να ξεσηκωθούν και να εξαπλώσουν την αλληλεγγύη σαν μια επιδημία. Τα κατάφεραν, η αλληλεγγύη εξαπλώθηκε και όλοι ακολούθησαν, ακόμη και οι ηλικιωμένοι συμμετείχαν στο κίνημα «Επαναστάτες των εισιτήριων.» Οι κυβερνόντες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να καταργήσουν τον νόμο και εμείς θα αφεθούμε ελεύθεροι.
Σήμερα, 22/5/2028, αποφυλακίζομαι από τις γυναικείες φύλακες «ΑΝΤΙΓΟΝΗ». Το πρώτο πράγμα που θα κάνω, είναι ν’ αγοράσω ένα εισιτήριο και να το δώσω στο πρώτο άνθρωπο που θα συναντήσω. Έχω χρόνια να το κάνω. Μου έλειψε…
Κωτούλα Καλλιόπη Βίλλυ