Η επικοινωνία είναι για τις σχέσεις των ανθρώπων ό,τι η αναπνοή για την διατήρηση της ζωής V. Satir
Advertisment
Γράφει η Χαρίκλεια Μανουσάκη
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας κι Επικοινωνίας
Προϋποθέσεις για τη Δημιουργία του Στενού Διαπροσωπικού Δεσμού
Ο πληθυσμός των αλεπούδων σε μία συγκριμένη περιοχή του Καναδά, παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη περιοδικότητα ως προς την αύξηση και τη μείωση του αριθμού των μελών του. Σε περίπου τέσσερα χρόνια φθάνει σε μία μέγιστη τιμή, μετά ελαττώνεται έως του σημείου της εξαφάνισης του και κατόπιν αυξάνεται ξανά. Εάν η προσοχή του παρατηρητή περιοριζόταν στις αλεπούδες, το φαινόμενο αυτό θα παρέμενε ανεξήγητο, καθώς τίποτα στη φύση του κύκλου ζωής της αλεπούς δεν θα ερμήνευε αυτήν την περιοδική μεταβολή. Εντούτοις, εάν ο παρατηρητής αντιληφθεί ότι οι συγκεκριμένες αλεπούδες θηρεύουν αποκλειστικά τα αγριοκούνελα της περιοχής κι ότι αυτά δεν έχουν άλλον φυσικό εχθρό, εκτός τις αλεπούδες, θα μπορέσει να εξηγήσει ικανοποιητικά τη συνάφεια μεταξύ των δύο ειδών του ζωικού βασιλείου και της μεταξύ τους σχέσης. Τα αγριοκούνελα, παρουσιάζουν έναν πανομοιότυπο κύκλο αυξομείωσης του πληθυσμού τους, αλλά αντίστροφα με τις αλεπούδες: όσες περισσότερες αλεπούδες υπάρχουν, τόσο περισσότερα κουνέλια θηρεύουν, μειώνοντας τον πληθυσμό που επιζεί για αναπαραγωγή, οπότε, λιγότερα αγριοκούνελα μένουν για τροφή. Αυτό μειώνει, κατά συνέπεια, τον πληθυσμό των αλεπούδων και επιτρέπει την αύξηση του αριθμού των κουνελιών. κ.ο.κ.
Αυτοί οι φαινομενικά άσχετοι μεταξύ τους οργανισμοί, έχουν έναν κοινό παρανομαστή: ένα φαινόμενο παραμένει ανεξήγητο, εάν το φάσμα παρατήρησης, δεν περιλαμβάνει το γενικότερο πλαίσιο, μέσα στο οποίο εκδηλώνεται το προς εξέταση φαινόμενο.
Advertisment
Παρόμοια συμβαίνει και με τους ανθρώπους και τις μεταξύ τους σχέσεις: εάν μία ανθρώπινη συμπεριφορά εξετάζεται μεμονωμένα, μακριά από το πλαίσιο εκδήλωσης της, τότε πολλά θα παραμείνουν ανεξήγητα. Εάν, όμως, τα όρια της διεύρυνσης επεκταθούν τόσο, ώστε να συμπεριλάβουν επιδράσεις της συμπεριφοράς σε άλλους, τότε το επίκεντρο μετατίθεται από την απομονωμένη μονάδα στο σύστημα που δρα και εκφράζεται.
Η μελέτη των διεργασιών των κοινωνικών και των διαπροσωπικών σχέσεων, ως σημαντικά στοιχεία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, μελετήθηκαν από τους John Bowlby, Donald Winnicott, αλλά και άλλους, προκειμένου να ερμηνευτούν οι συναισθηματικοί δεσμοί και να κατανοηθεί το υπόβαθρο των διαπροσωπικών σχέσεων.
Ο Bowlby (1973), ισχυρίσθηκε ότι η ποιότητα των πρωταρχικών, δυαδικών σχέσεων στην αρχή της ζωής, είναι καθοριστικής σημασίας για την ψυχική εξέλιξη ενός ανθρώπου, καθώς μέσα από αυτήν θα αρχίσει να δίνει νόημα στην εμπειρία του και σιγά σιγά να σχηματίζει εικόνα εαυτού. Η τάση του βρέφους για πρόσδεση δεν οφειλόταν μόνον στην ανάγκη για ασφάλεια και προστασία, αλλά και στην ανάγκη για επιβεβαίωση, εάν ο φροντιστής του είναι διαθέσιμος.
Ο Winnicott (1971), θεώρησε ότι η ψυχική διαδρομή της σύνδεσης του βρέφους με τη μητέρα του, προϋποθέτει μία μητέρα η οποία θα μπορεί να επιτελεί, για το βρέφος της, λειτουργίες όπως αυτής της αγκαλιάς, της ενσυναίσθησης, του καθρεπτίσματος, ώστε να δημιουργεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον για το παιδί και κατά συνέπεια ότι είναι παρούσα, ότι αποδέχεται και διευκολύνει την κάλυψη των αναγκών του, βάζοντας σε τάξη την εσωτερική πραγματικότητα του παιδιού της.
Συμπερασματικά, τα αρχικά συστήματα πρόσδεσης (πρόσδεση συνήθως ορίζεται κάθε επιλεκτικός δεσμός, κοινωνικός ή συναισθηματικός), έχουν νευροβιολογικές δομές (στον οργανισμό ενεργοποιούνται διαφορετικά νευρωνικά κυκλώματα στον εγκέφαλο, με κύριο ρόλο στις νευροδιαβιβαστικές ουσίες αυτές της ωκυτοκίνης, της ντοπαμίνης, της σεροτονίνη, της νορεπινεφρίνης, κ.α.) που λειτουργούν ώστε να διευκολύνουν την κοινωνική σύνδεση, την ερωτική συμπεριφορά, να προκαλούν ένα αίσθημα ασφάλειας, να μειώνουν το άγχος και να διευκολύνουν την αντιμετώπιση ψυχοπιεστικών γεγονότων. Αντίθετα, εάν δεν αναπτυχθούν προσδέσεις, το βρέφος, μπορεί αργότερα να παρουσιάσει κοινωνικά δυσλειτουργική συμπεριφορά.
Η θεωρία πρόσδεσης, συνεπώς, θεωρείται κομβική έννοια για όλες, ή σχεδόν όλες, τις εκφάνσεις της ανθρώπινης αγάπης, μεταξύ αυτών και ο στενός διαπροσωπικός δεσμός. Η θεωρία αυτή, ακολουθεί ένα αναπτυξιακό μοντέλο όπου η ποιότητα της σχέσης με τους φροντιστές/γονείς, στα πρωταρχικά χρόνια επηρεάζει την ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη στα στάδια εξέλιξης κι ανάπτυξης και εξέλιξης του προσώπου.
Ειδικότερα, η διαπροσωπική αλληλεπίδραση με τους γονείς και ειδικότερα, ο τρόπος με τον οποίο ο φροντιστής/γονέας ανταποκρίνεται στις ανάγκες του βρέφους, διαμορφώνουν ενεργά μοντέλα δεσμού ή προσδοκίες για τον εαυτό και τους άλλους και συνεπώς τις προσδοκίες στις διαπροσωπικές σχέσεις εν γένει, οι οποίες συνδέονται με κεντρικές συναισθηματικές διεργασίες, όπως αυτή της ρύθμισης των συναισθημάτων.
H δημιουργία ενός στενού διαπροσωπικού δεσμού, η διάρκεια, η οικειότητα, η συμμετοχή του συναισθήματος, η δέσμευση, η διατήρηση της ατομικής προσωπικότητας μέσα στο ζευγάρι, καθώς και η αποτελεσματική επικοινωνία, είναι κατορθωτή, μόνον εάν κατανοήσουμε τα δικά μας, εσωτερικά συναισθήματα.
Πίσω από κάθε συγκινησιακά φορτισμένη επικοινωνία, βρίσκεται πάντοτε μία συνειδητή ή ασυνείδητη πεποίθηση, που προκαλεί συναίσθημα και ωθεί σε συγκεκριμένη επικοινωνία. H πεποίθηση αυτή δημιουργείται από το τι νιώθουμε, ως συνέπεια των όσων πιστεύουμε για εμάς και για αυτό που συμβαίνει. Όσα πιστεύουμε, για εμάς, βασίζονται σε παιδικές βιωματικές εμπειρίες, σε ανάγκες, φοβίες, προσκολλήσεις και προσδοκίες. Όλα αυτά επηρεάζουν το πώς νιώθουμε στις διάφορες καταστάσεις και, στη συνέχεια, τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας με τον/την σύντροφο μας, αλλά και στα παιδιά μας.
Eίναι πολύ σημαντικό, ως σύντροφοι και γονείς να μπορούμε να αναλύουμε πώς νιώθουμε και γιατί νιώθουμε κατά αυτόν τον τρόπο, ούτως ώστε να μπορούμε να επικοινωνούμε ειλικρινά, τόσο μεταξύ μας, όσο και με τα παιδιά μας.
Ορισμός και Διάρκεια του Στενού Διαπροσωπικού Δεσμού
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναπτύσσεται και διαμορφώνεται μέσα από την επικοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις. Από τη στιγμή της γέννησης μας, ερχόμαστε σε επαφή με πλήθος σχέσεων των οποίων η ποιότητα αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της μετέπειτα συναισθηματικής μας ταυτότητας.
Η ανάπτυξη των πρώτων σχέσεων με τους γονείς/φροντιστές μας, επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να αγαπήσει τον εαυτό του και να μεταφέρει την ικανότητα σύναψης διαπροσωπικών δεσμών, με όσους επιλέξει το ίδιο, στο μέλλον. Οι παραστάσεις που έχουμε από τις πρώιμες εμπειρίες μας καθορίζουν την αυτοεκτίμηση που αργότερα θα διαμορφώσουμε για εμάς τους ίδιους. Εάν οι γονείς μας δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον για τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας ως παιδιά, τότε η εικόνα που διαμορφώνουμε ότι ανήκουμε στο σύστημα της οικογένειας, έχει θετικό αντίκτυπο στο πώς βλέπουμε αργότερα τον εαυτό μας. Συνεπώς, η εικόνα που έχουμε για εμάς, βασίζεται στην αξιολόγηση των βιωμάτων μας, στην αντίληψη που έχουμε για εμάς μέσα από τις εμπειρίες μας και στις πεποιθήσεις που έχουμε -μέσω των άλλων- διαμορφώσει.
Σύμφωνα με τον ορισμό που αναφέρει το λεξικό Μπαμπινιώτη, ζευγάρι «είναι δυο όμοια ή παρόμοια ή
αλληλοσυμπληρωνόμενα πράγματα, που συνταιριάζονται για κοινή χρήση ή συναποτελούν αντικείμενο με δυο ξεχωριστά μέρη, ή κομμάτια, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους».
Συνεπώς, το ζευγάρι, αφορά σε δύο πρόσωπα που βρίσκονται σε μία σχέση στο πλαίσιο της οποίας αισθάνονται σεξουαλική έλξη ή/και συναισθηματικό δέσιμο, έχουν κοινά ενδιαφέροντα, αξίες και δραστηριότητες, ενώ μοιράζονται και διάθεση για προσπάθεια διαπραγμάτευσης σημαντικών για τον καθένα και τη σχέση ζητημάτων, εφόσον έχουν φανταστεί ένα μέλλον κοινό.
Η δημιουργία κι η διατήρηση μίας σχέσης, εξαρτάται από παράγοντες όπως η αγάπη, η δέσμευση, ο βαθμός εγγύτητας, η οικειότητα κι η επικοινωνία. Ο ρομαντικός δεσμός, ειδικά, διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες σχέσεις (κοινωνικές, φιλικές, επαγγελματικές), καθώς αναπτύσσεται μέσα από την οικειότητα του ερωτικού στοιχείου. Για να δημιουργηθεί και να υπάρξει σχέση ζεύγους, τα πρόσωπα, πρέπει να αισθάνονται ότι κάτι ισχυρό τα έλκει και τα συνδέει μεταξύ τους κι ότι η συνύπαρξη κι η κοινή ζωή τους δημιουργεί ικανή ευφορία κι ικανοποίηση, ώστε να προβάλουν τη σχέση αυτή και στο μέλλον. Οι άνθρωποι ενυπάρχουν σε ζεύγη, με ένα τρόπο που δημιουργεί νόημα, πρωτίστως στους ίδιους αλλά και μέσα στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, οδηγώντας σε μια μορφή μοναδικής οικειότητας και εξοικείωσης. Πράγματι, εντός του στενού προσωπικού δεσμού, δύο άνθρωποι ασκούν ο ένας στον άλλον σημαντική επίδραση, ώστε αποφάσεις, ακόμα και για προσωπικούς στόχους να λαμβάνονται από κοινού. Ο γνώμονας στην από κοινού απόφαση, οφείλει να έχει τα στοιχεία της ισοτιµίας, της γενικής ικανοποίησης, της συναισθηματικής επικοινωνίας, της ποιότητας και της σταθερότητας στη σχέση. Επιπλέον παράγοντες της διατήρησης της σχέσης αποτελούν η εξατομικευμένη συμπεριφορά κι η έννοια της δέσμευσης, η οποία εμπεριέχει τις ιδέες της επένδυσης στη σχέση, του σεβασμού και της αποφασιστικότητας για τη συνέχισή της, εν όψει οποιασδήποτε δυσκολίας ή προστριβής. Κατά τη διάρκεια και την εγκατάσταση ενός δεσμού εμφανίζονται πολλά συναισθήματα και προκλήσεις, των οποίων η θετική επεξεργασία επιτρέπει στη σχέση να βιωθεί ως πηγή ασφάλειας και χαράς, ενώ η αρνητική, δημιουργεί άγχος, προκαλεί θυμό και φέρνει θλίψη.
Εξομάλυνση Προκλήσεων
Προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε τους εσωτερικούς εκείνους παράγοντες που μας αποτρέπουν να αισθανόμαστε άνετα σε μία σχέση (π.χ. δυσκολία με την συναισθηματική οικειότητα ή την δέσμευση, έλλειψη ανεξαρτησίας, κ.α.) και καθορίζουμε, με προσοχή, τι πραγματικά αναζητούμε από μία σχέση (π.χ. στοργή, σεξ, κοινωνικό status, επιβεβαίωση, κ.α.).
Η ήρεμη παρατήρηση των παραπάνω παραγόντων, μας βοηθά στη διαδικασία ανάγνωσης και ενεργητικής συμμετοχής στην εμπειρία μίας σχέσης, επιτρέποντας τη συνειδητότητα και την ενσυναίσθηση. Επιλέγουμε τον κατάλληλο χρόνο και χώρο και επικοινωνούμε τις δυσκολίες που βιώνουμε με την/τον σύντροφο μας με τρόπο που να γίνει ήρεμα κατανοητός.
Η εδραιωμένη συμμαχία σε ένα ζεύγος, επιτρέπει την εις βάθος διερεύνηση των δυναμικών της, την εξέλιξη της στο χρόνο, την οπτική με την οποία βιώνεται η καθημερινή πραγματικότητα και την εξέταση τυχόν εξωγενών παραγόντων που δημιουργούν συγκρούσεις. Επιπλέον, η καλή επικοινωνία, βοηθά στην εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης και καλλιεργεί τη συναισθηματική ανθεκτικότητα των συντρόφων, με σκοπό να παραμείνουν κοινωνοί στη διεργασία της συζήτησης και της εξερεύνησης των ζητημάτων που υφίστανται στο πλαίσιο της, θέτοντας τα θεμέλια ώστε η σχέση να αποτελέσει πραγματική πηγή ευτυχίας και χαράς.
Χαρίκλεια Μανουσάκη, Επαγγελματίας Ψυχικής Υγείας & Επικοινωνίας Ανθρώπινων Σχέσεων – Επιστημονική Συνεργάτης σε Θέματα Ψυχικής Υγείας
BA, ΜΒΑ, Coaching, Συστημική Σύμβουλος, Συστημική Αναπαράσταση, Play Therapy, EFT, NLP Practitioner, Marte Meo Therapist, CIM Member, CMI Member, Greek Mentoring Network Member, PRPMHC Research Member, LSHR Research Member.