Γράφει ο Γιάννης Παρασκευουλάκος
Η ιστορία είναι μια φλούδα πάνω από το μάγμα της ειρήνης. Αν η ιστορία αξιοποιήσει την τεράστια αυτή ενέργεια της ειρήνης, αν αντλήσει από τα ηφαίστεια της χαράς και των ποιημάτων, τότε θα χάσει την φτώχεια της και θα ξεχάσει τις κολαστήριες ψυχώσεις της. (1)
Advertisment
Η επιθυμία του Παραδείσου και η αποτυχία
Ως ανθρωπότητα όλοι αναζητάμε την Εδέμ. Ανεξαρτήτως πίστης ή απιστίας, ανεξαρτήτως θρησκευμάτων, η ευδαιμονικότητα όλων των ειδών και η λύτρωση από τον πόνο αποτελούν μόνιμη επιδίωξη κάθε ανθρώπου. Απλώς ο καθένας της δίνει διαφορετικό περιεχόμενο, αναγνωρίζει διαφορετικές προτεραιότητες στα είδη της ευδαιμονίας και την τοποθετεί στη εδώ ή την «άλλη» ζωή.
Εκείνο που δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε είναι ότι ο παράδεισος δεν μπορεί ποτέ να είναι ένα είδος κλουβιού, ένας προστατευμένος χώρος στον οποίο θα μπούμε κάποια στιγμή και μετά θα καθόμαστε μέσα στην ευδαιμονία. Πρόκειται για την αντίληψη της Εδέμ με όρους παθητικότητας και αδρανειακής απόλαυσης, που υποδεικνύει, ίσως, μια παιδική φάση του είδους μας.
Μια άλλη παρεξήγηση που χαρακτηρίζει ορισμένους πιστούς διαφόρων δογμάτων είναι η τοποθέτηση του παραδείσου αποκλειστικά στην «επόμενη» ζωή ή πάντως σε έναν άλλο κόσμο από αυτόν στον οποίο ζούμε τώρα, κι αυτό προσδίδει μια χαρακτηριστική νότα «αναβολής» στις επιδιώξεις τους για την ευδαιμονία. Πρόκειται για αέναη επανάληψη της πλάνης των Γνωστικών, που θεωρούσαν ότι η ύλη και, κατ’ επέκταση, τούτος ο κόσμος είναι κάτι το βρωμερό και κυριολεκτικά κακό, με το οποίο δεν έχει κανένα νόημα να καταπιάνεσαι.
Advertisment
Ποιο ήταν το προεξάρχον χαρακτηριστικό του κήπου της Εδέμ, σύμφωνα πάντα με την βιβλική διήγηση; Και τι ήταν αυτό που απώλεσε ο άνθρωπος με την έξοδό του; Μέσα στην Εδέμ υπήρχε ειρήνη. Ο φόνος, ακόμα και του ζώου, ήταν παντελώς άγνωστος. Το μίσος και η διαμάχη ήταν επίσης άγνωστα.
Συχνά μας απασχολεί εάν όντως υπήρξε η Εδέμ, πού βρισκόταν κλπ.
Είναι μικρής σημασίας αν υπήρξε ποτέ ένας συγκεκριμένος τόπος της Γης που να δικαιούται τον τίτλο της Εδέμ. Ούτε και υπάρχει λόγος να μας προβληματίζει κάτι τέτοιο. Αν αντικρύσουμε το ζήτημα από τη σκοπιά όχι του παρελθόντος αλλά του μέλλοντος, όλος ο πλανήτης μας επέπρωτο να είναι η Εδέμ και θα μπορούσε να γίνει …. Και με το παραπάνω.
Πόσοι από εμάς κοιτάξαμε φωτογραφίες του πλανήτη μας από μακριά, μέσα στο διάστημα ή τα υπέροχα τοπία που αφθονούν σε κάθε γωνιά του πλανήτη και δεν σκεφτήκαμε ότι είναι αληθινός παράδεισος;
Θα πει βέβαια κανείς πως αυτή η ομορφιά δεν είναι ανθρωπογενής και πως ναι μεν ζούμε μέσα στην ομορφιά αλλά ζούμε και μέσα στην ανθρωπότητα – κι αυτή δεν φαίνεται τόσο παραδεισένια, μετά από όλους τους πολέμους, την βία και την αδικία που έχει δείξει.
Όμως, εκτός του ότι γι’ αυτή την κατάσταση είμαστε αποκλειστικά υπεύθυνοι, αφού εμείς διοικούμε τον πλανήτη κι όχι τα ζώα ή τα φυτά ή τα ορυκτά, η αίσθησή μου είναι ότι το ανθρωπογενές περιβάλλον θα μπορούσε να αποτελεί ακόμα πιο θαυμαστό παράδεισο συγκρινόμενο με εκείνον της φυσικής ομορφιάς.
Ας αναλογιστούμε την ατμόσφαιρα που θα αναδίδαμε ως ανθρωπότητα, εάν είχαμε τολμήσει και επιτύχει διαφορετικές σχέσεις μεταξύ μας. Σχέσεις όχι βασισμένες στην ιδιοτέλεια, την εκμετάλλευση, την εξουσία και τον φόβο, αλλά στη συνεργασία και την αμοιβαία πρόοδο. Ας σκεφτούμε τη δυνατότητα για αλληλοενδυνάμωση και επούλωση των χρόνιων πληγών της ανθρωπότητας, αν, αντί να σπαταλάμε το δυναμικό μας στον ανταγωνισμό, στον πόλεμο, στο να εφεύρουμε νέους τρόπους να ισοπεδώσουμε τον αντίπαλο, συνδυάζαμε τις δυνάμεις μας για να λύσουμε τα προβλήματά μας και για να προοδεύσουμε σαν είδος. Αυτό το τελευταίο ειδικά δεν φαίνεται να μας απασχολεί καθόλου, μάλλον γιατί αισθανόμαστε πολύ σπουδαίοι και αυτάρκεις σε σχέση με τα άλλα βασίλεια της φύσης.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι το ότι ξέραμε ότι αυτό είναι το σωστό αλλά δεν το κάναμε.
Ο Πλούταρχος στα Λακωνικά Αποφθέγματα μας λέει για τον ηλικιωμένο που πήγε να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και κανείς νέος δεν σηκωνότανε για να καθίσει, εκτός από τους Σπαρτιάτες: «όλοι οι Έλληνες ξέρουν ποιο είναι το σωστό αλλά μόνο οι Λακεδαιμόνιοι το πράττουν».
Έλεγα πιο πάνω ότι Παράδεισος δεν είναι ένας τόπος θερινής ραστώνης και ανεμελιάς, παντοτινής αδράνειας, καταφύγιο για τον κουρασμένο ξωμάχο της ζωής, αποκούμπι των κατατρεγμένων και δεν ξέρω εγώ τι άλλο συναφές. Μια τέτοια «κατασκευή» θα αποτελούσε αληθινό κάτεργο πνευμάτων, ανάξιο όχι μόνο του Θεού αλλά ακόμα και ημών.
Επηρεαζόμαστε, όπως φαίνεται, από τη σωματική και ψυχολογική μας διάσταση, που συχνά γνωρίζουν καταστάσεις κόπωσης, βαριεστημάρας, αδράνειας, νεκρότητας και πάντα φέρνουν όλα τα πράγματα στα μέτρα τους. Υπάρχει όμως και μια πνευματική διάσταση μέσα μας που δεν γνωρίζει κόπωση ή απογοητεύσεις, ραθυμία ή παρορμήσεις, φόβους ή ανταγωνισμούς. Σε αυτήν ανήκει ο Παράδεισος και αυτή μπορεί να τον δημιουργήσει.
Παράδεισος είναι ο τόπος των δυναμικών εξελισσόμενων σχέσεων επί τη βάσει Ελευθερίας, Αγάπης και Δικαιοσύνης, που δημιουργούν την αληθινή Ειρήνη. Τον παράδεισο τον συν-δημιουργείς. Και μόνον έτσι τον δικαιούσαι.
Παράδεισος και Ειρήνη είναι όροι συνώνυμοι
Ο Παράδεισος είναι, λοιπόν, πρωτίστως ζήτημα σωστών σχέσεων: σωστών σχέσεων με τον εαυτό μας, σωστών σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους, σωστών σχέσεων με τα άλλα βασίλεια της φύσης με τα οποία μοιραζόμαστε τον πλανήτη. Και όλα τούτα, αθροιστικά λαμβανόμενα υπ όψη και όχι επιμερισμένα και επιλεκτικά.
Θα έλεγα πως οι σωστές σχέσεις είναι η επιτομή της ειρήνης. Συνήθως αντιλαμβανόμαστε τον παράδεισο ως απουσία σχέσεων και απραξία, ενώ πρόκειται για το αντίθετο: για εντατικοποίηση των σχέσεων και έντονη δημιουργικότητα που εναρμονίζουν τους ανθρώπους γύρω από κοινούς στόχους.
Αλλά όπως κάθε τι σημαντικό έχει πάντα ένα τίμημα, έτσι ο παράδεισος έχει ένα τίμημα που συλλογικά σαν ανθρωπότητα δεν θελήσαμε να καταβάλουμε: Το να επιλέξουμε την αυτογνωσία ή, όπως θα έλεγε ο Σωκράτης (2), να προτιμήσουμε να κάνουμε την ψυχή μας καλύτερη από το να μαζεύουμε λεφτά και δόξα και τιμές και άλλα παρόμοια, που όπως και να το κάνουμε, όχι μόνον είναι εφήμερα αλλά και μας φέρνουν σε ευθεία τριβή και αντιπαράθεση με τους άλλους ανθρώπους, εφ’ όσον κι αυτοί επιδιώκουν τα αντίστοιχα. Γιατί, όπως ξέρουμε, όλα τούτα βρίσκονται γύρω μας σε κάποια σπανιότητα και όχι σε αφθονία, και σε αυτό έγκειται η «μεγάλη» τους αξία, σύμφωνα με τη στρεβλή αίσθηση αξιών που καλλιεργήσαμε επί αιώνες. Εννοώ πως η αξία αυτού του είδους είναι «συσχετιστική», αν μπορώ να χρησιμοποιήσω μια τέτοια παράδοξη λέξη, με την έννοια ότι μας φαίνεται τόσο πιο σπουδαία όσο λιγότεροι την διαθέτουν και όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση αυτών που την διαθέτουν από τους ανταγωνιστές τους.
Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ειρήνη την απλή απουσία πολέμου.
Οι αρχαίοι ρωμαίοι λ.χ. έλεγαν: si pacem vis bellum para (εάν θέλεις την ειρήνη, να προετοιμάζεσαι για πόλεμο) και ο Κλαούζεβιτς μας διαβεβαίωνε πως «πόλεμος είναι απλώς η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα».
Μια άλλη προσέγγιση μάς λέει ότι, όταν ενδίδεις στην επιθυμία, όταν η απληστία ρυθμίζει την ζωή σου, και πάλι προετοιμάζεις πόλεμο (3). Όσο παράδοξο κι αν μας φανεί, η ευμάρεια, η υπερβολική, η αφύσικη και αδιάφορη για το Κοινό Καλό ευμάρεια, είναι ήδη πόλεμος με άλλη όψη. Έτσι η ανθρωπότητα άλλοτε προετοιμαζόταν για πόλεμο κι άλλοτε τον διεξήγαγε – πάντως για ειρήνη ούτε λόγος.
Ο Αβραάμ Λίνκολν στον δεύτερο εναρκτήριο λόγο του έκανε λόγο για μια «δίκαιη και διαρκούσα ειρήνη». Πώς θα προέκυπτε αυτή η ειρήνη;
«Χωρίς κακία για κανέναν και με ευσπλαχνία για όλους. Με σταθερότητα στο δίκαιο, όπως ο Θεός μας δίνει να αντιλαμβανόμαστε το δίκαιο …. Να κάνουμε όσα χρειάζονται για να επιτύχουμε και να διατηρήσουμε μια δίκαιη και διαρκούσα ειρήνη ανάμεσά μας και με όλα τα έθνη» (4).
Αυτά απουσιάζουν δραματικά.
Κι ο πόλεμος φαντάζει αποκρουστικός εξ αιτίας της αμφίπλευρης οδύνης, του τρόμου και της αβεβαιότητας που συνεπάγεται για όλους και όχι γιατί θεωρείται κακό καθ’ εαυτό. Εάν μας εξασφαλιζόταν η νίκη εκ των προτέρων και μηδενικές απώλειες, πολύ συχνότερα θα διαλέγαμε τον πόλεμο.
Βέβαια, οσάκις άνθρωποι και έθνη ερωτήθηκαν για τούτη την φιλοπόλεμη διάθεση, την δικαιολογούσαν, γιατί πάντα υπήρχε απέναντι κάποιος ‘άλλος’, κάποιος παλιός ή νέος εχθρός – ποτέ δεν κοίταξαν μέσα στον βόρβορο των δικών τους προθέσεων κι έτσι δεν αντίκρισαν την ίδια τους την απληστία για αποκτήματα και την δίψα για εξουσία.
Αιώνες ως ανθρωπότητα παρακολουθούμε ή ζούμε στο πετσί μας το ατελέσφορο των σχέσεων εξουσίας και δυνάμεως και το αναπόδραστο του πολέμου και της καταστροφής που αυτές καλλιεργούν – αλλά μάταια: τα μαθήματα δεν αντλούνται σε τέτοιο βάθος, ώστε να αλλάξουν ριζικά τις προθέσεις μας και τελικά να δικαιούμαστε αλλά και να μπορούμε να κατακτήσουμε την ειρήνη.
Και τότε πάλι και πάλι, αφού δεν θυμόμαστε το παρελθόν – σύμφωνα με τον Σανταγιάνα – είμαστε καταδικασμένοι να το ζούμε ξανά. Έργο Σισύφειο, φοβερό, μόνον που ο Σίσυφος ήταν καταδικασμένος σε αυτό από μια υπέρτερή του δύναμη, ενώ εμείς από τον ίδιο τον εαυτό μας.
Σπάνια σε εκείνες τις εξαίσιες τροπές της μοίρας και υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί αρκετός πόλεμος, σφαγή και δυστυχία, ώστε η ιδιοτέλεια να κάμπτεται έστω εν μέρει, έστω προσωρινά, εμφανίζεται ένας Σόλων και μας δίνει μια αμυδρή εικόνα ενός καθ’ όλα εφικτού μέλλοντος, που όμως ποτέ δεν επιθυμήσαμε αρκετά ώστε να το δημιουργήσουμε. Γιατί, εάν το επιθυμούσαμε πραγματικά, δεν θα βιώναμε το σημερινό κατάντημα της δημοκρατίας, 2.500 χρόνια μετά τη θεμελίωσή της και παρά τα πλεονεκτήματά μας, όπως την καθολική δημόσια εκπαίδευση, το διαδίκτυο, τα βιβλία μας και την – υποτιθέμενη – εμπειρία από τη γνώση της ιστορίας.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν ένα όραμα αλλά μάλλον έναν απολογισμό.
Απολογισμό πραγμάτων που μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν, δυνατοτήτων που πέθαναν και σάπισαν πολύ πριν βγουν στο φως της μέρας και δοκιμαστούν.
Είχα ακούσει κάποτε πως στην Ιταλία, σε κάποια πόλη που δεν θυμάμαι, υπήρχε ένα άγαλμα της θεάς Τύχης. Η θεά είχε μαλλιά μόνο στο μπροστινό μέρος του προσώπου της και καθόλου πίσω, και μια επιγραφή έλεγε:
«διαβάτη που περνάς όταν αντικρίσεις τη θεά άρπαξέ την από τα μαλλιά όσο σε κοιτάζει κατά πρόσωπο, γιατί, όταν σου γυρίσει την πλάτη, την έχασες».
Με αυτό θέλω να πω πως η ώρα της ευκαιρίας δεν είναι απεριόριστη και πως συχνά ευκαιρίες που δεν αξιοποιήθηκαν στην ώρα τους χάνονται οριστικά.
Και εάν η ευκαιρία για την ειρήνη έχει χαθεί οριστικά, αν τα πικρά μαθήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (και τόσων άλλων πολέμων) ξεχάστηκαν πριν καλά-καλά μαθευτούν κι ο Ψυχρός πόλεμος αποδειχθεί πως ήταν το αληθινό σιδερένιο παραπέτασμα που χώρισε, όχι κομμάτια της ανθρωπότητας μεταξύ τους, αλλά όλη την ανθρωπότητα από το πνεύμα της και τις Ιδέες, τότε….
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον (5)
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου•
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
Και φοβάμαι ότι δεν είμαστε καν Αντώνιοι…
Αναφορές:
(1) Ζήσης Γιάννης, 1996, Ειρήνη και Διανόηση, σελ. 145, Σενέκας – 21ος αιώνας.
(2) Πλάτων, 397, Απολογία Σωκράτους, ΧVII, gutenberg.org
(3) Μουτσοπούλου Ιωάννα, 2014, Έθνη και παγκοσμιοποίηση, ανέκδοτο τμήμα του δοκιμίου που δημοσιεύεται σε συνέχειες στην ιστοσελίδα του «ΣΟΛΩΝΑ», solon.org.gr
(4) Λίνκολν Αβραάμ, 1865, 2ος εναρκτήριος λόγος για την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ, en.wikisource.org
(5) Καβάφης Κωνσταντίνος, 1911, Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον, kavafis.gr
Γιάννης Παρασκευουλάκος, δικηγόρος
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
Φωτό 1: Γιάννης Ζήσης – Φωτό 2: commons.wikimedia.org