Παρ’ όλο που μπορεί να γνωρίζουμε ήδη τους κινδύνους από την κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, οι πραγματικές συνέπειες αυτής της συνήθειας μπορεί να είναι πολύ πιο βλαβερές για την υγεία μας από ό,τι φανταζόμαστε. Σχεδόν όλοι ξέρουμε ότι η βελτίωση των διατροφικών μας συνηθειών βελτιώνει την υγεία μας, αλλά οι ερευνητές προειδοποιούν ότι οι επιδράσεις της κακής διατροφής στο ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και μετά τη αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών.
Η επιστημονική ομάδα που πραγματοποίησε τη νέα έρευνα κι έγραψε στο περιοδικό «Journal of Leukocyte Biology» διαπίστωσε ότι ακόμη και μετά από την επιτυχημένη θεραπεία της αθηροσκλήρωσης, όπως τη μείωση της χοληστερίνης και την αλλαγή διατροφής, τα αποτελέσματα του ανθυγιεινού τρόπου ζωής εξακολουθούσαν να επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος.
Advertisment
Με επικεφαλής τον Erik van Kampen από το Πανεπιστήμιο του Λέιντεν στην Ολλανδία, οι ερευνητές έκαναν πειράματα σε ποντίκια για να δείξουν ότι οι διαρκείς αλλαγές στις λειτουργίες του ανοσοποιητικού συμβαίνουν κυρίως επειδή οι κακές διατροφικές συνήθειες αλλάζουν τη γονιδιακή έκφραση, συμπεριλαμβανομένων των γονιδίων που σχετίζονται με την ανοσία.
Η μελέτη των επιγενετικών αλλαγών είναι υψίστης σημασίας
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτές οι επιγενετικές αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση καθιστούν υψηλότερο τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων συγκριτικά με αυτόν που θα υπήρχε αν ένα άτομο δεν είχε εκτεθεί καθόλου σε ανθυγιεινές τροφές.
Ο αριθμός των επιγενετικών αλλαγών που οφείλονται στις διατροφικές συνήθειες αποτέλεσε μια πρόκληση για τους επιστήμονες, αλλά πολλοί πλέον δηλώνουν ότι η έρευνα είναι ακόμα πιο σημαντική από τις άμεσες βιοχημικές αντιδράσεις έξω από το γονιδίωμα.
Advertisment
Ο John Wherry, αναπληρωτής εκδότης του περιοδικού «Journal of Leukocyte Biology», σχολιάζει: «Γνωρίζουμε εδώ και καιρό ότι ο τρόπος ζωής και η διατροφή μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος».
Οι βιολόγοι είχαν υποψιαστεί εδώ και χρόνια ότι υπάρχει ένα είδος επιγενετικής κληρονομικότητας σε κυτταρικό επίπεδο. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα διαφορετικά είδη κυττάρων στο σώμα μας. Τα κύτταρα του δέρματος και τα κύτταρα του εγκεφάλου έχουν διαφορετικές μορφές και λειτουργίες, παρά το γεγονός ότι έχουν ακριβώς το ίδιο DNA. Πρέπει να υπάρχουν μηχανισμοί – εκτός από το DNA – που να κατοχυρώνουν ότι τα κύτταρα του δέρματος παραμένουν έτσι όταν διαιρούνται.
Ο τρόπος που αλληλεπιδρούμε με τον έξω κόσμο αλλάζει το DNA μας. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το ότι ένας από τους σημαντικότερους τρόπους με τους οποίους αλλάζει το DNA μας είναι μέσω της διατροφής. Για παράδειγμα, σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2008 αποδείχτηκε ότι η έκθεση του εγκεφάλου των ποντικιών για μόλις 6 ώρες σε υψηλά επίπεδα σακχάρου οδήγησε σε επιγενετικές αλλαγές που αύξησαν τον κίνδυνο αγγειακής βλάβης. Αυτές οι αλλαγές συνεχίστηκαν ακόμη και μετά από 6 ημέρες φυσιολογικής γλυκόζης στο αίμα, γεγονός που σημαίνει ότι υπήρξαν μακροπρόθεσμες βλάβες μετά από μια σύντομη αύξηση του σακχάρου. Η έρευνα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ύστερα από σύντομη έκθεση σε ουσίες αποτελεί τον πυρήνα της επιγενετικής. Τα συμπεράσματα ενισχύθηκαν από μια άλλη μελέτη του 2008 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Diabetes».
Τα γονίδιά μας βρίσκονται σε διπλές ελικοειδείς αλυσίδες του DNA που ονομάζονται χρωμοσώματα. Στα άκρα των χρωμοσωμάτων υπάρχουν τμήματα DNA που ονομάζονται τελομερή. Αυτά ουσιαστικά αποτελούν το κάλυμμα που προστατεύει τα γενετικά δεδομένα μας, βοηθούν τα κύτταρα να διαιρούνται σωστά και είναι υπεύθυνα για τον τρόπο που γερνάμε. Το υψηλό σάκχαρο στο αίμα μπορεί να βλάψει τα τελομερή, δηλαδή τα άκρα του κώδικα του DNA μας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα υγιές τελομερές μπορεί να έχει προστατευτική δράση ενάντια στον καρκίνο, τον θάνατο αλλά και την ίδια τη γήρανση, κάθε διαδικασία που βλάπτει τα τελομερή μπορεί να μας θέσει σε μεγάλο κίνδυνο.
Ο Erik van Kampen προσθέτει τα εξής: «Σε αυτή τη νέα μελέτη αποδεικνύεται ότι οι διατροφικές συνήθειες έχουν διαρκή επίδραση στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, γεγονός που είναι σημαντικό για τη θεραπεία των ασθενειών που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα. Επίσης, η διερεύνηση της διάρκειας αυτών των αποτελεσμάτων είναι μείζονος σημασίας. Ελπίζω ότι η μελέτη αυτή καταδεικνύει τη σημασία της διατροφής και ενθαρρύνει την πραγματοποίηση περαιτέρω ερευνών για την αλληλεπίδραση μεταξύ της διατροφής, της μεθυλίωσης του DNA και τις ασθένειες».
Η μελέτη της επιγενετικής
Οι επιστήμονες ανέλυσαν 2 ομάδες ποντικιών που διέθεταν 1 διαφοροποιημένο γονίδιο το οποίο τα καθιστούσε περισσότερο επιρρεπή στην εμφάνιση υψηλής χοληστερίνης και αθηροσκλήρωσης. Τα ποντίκια είτε τρέφονταν με τροφές υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά (διατροφή δυτικού τύπου) είτε είχαν κανονική διατροφή.
Μετά από μια μακρά περίοδο σίτισης, οι ερευνητές έλαβαν τμήμα από τον μυελό των οστών αυτών των ποντικιών και τον μεταμόσχευσαν σε ποντίκια με παρόμοιο γενετικό υπόβαθρο αλλά που ο δικός τους μυελός είχε καταστραφεί. Στη δεύτερη ομάδα ποντικιών χορηγούνταν κανονική τροφή για αρκετούς μήνες και στη συνέχεια μετρήθηκε το ποσοστό αθηροσκλήρωσης.
Ο Van Kampen και οι συνεργάτες του εξέτασαν τον αριθμό και την κατάσταση των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος σε όλο το σώμα κι επιπλέον ανέλυσαν τα επιγενετικά σημάδια στο DNA του μυελού των οστών.
Ανακάλυψαν ότι η μεθυλίωση του DNA στον μυελό των οστών ήταν διαφορετική στα ποντίκια στα οποία έγινε μεταμόσχευση από τα ποντίκια με δυτικού τύπου διατροφή από τη μεθυλίωση σε όσα ποντίκια έγινε μεταμόσχευση από τα ποντίκια με κανονική διατροφή.
Επιπλέον, τα συγκεκριμένα ποντίκια παρουσίασαν μεγάλες διαφορές στη λειτουργία του ανοσοποιητικού τους συστήματος και αυξημένη αθηροσκλήρωση.
Η ομάδα οδηγήθηκε στο εξής συμπέρασμα: «Καταλήξαμε στο ότι η δυτικού τύπου διατροφή προκάλεσε επιγενετικές μεταβολές στον μυελό των οστών που μεταμοσχεύτηκε, αλλαγές στο αιμοποιητικό σύστημα και αυξημένη ευπάθεια στην αθηροσκλήρωση».