Γεύσεις που κάποιος λατρεύει, κάποιος άλλος τις απεχθάνεται, και κατά τη διάρκεια της ζωής μας τα γούστα μας αλλάζουν. «Γούστα είναι αυτά» λέμε συνήθως, αλλά το θέμα δεν είναι τόσο αόριστο. Κυρίως, είναι θέμα συνήθειας. Το NPR εντρύφησε σε αυτά τα ερωτήματα ρωτώντας τον ψυχολόγο Paul Rozin από το πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, ο οποίος ασχολείται με τις πολιτισμικές συνήθειες. Γιατί μερικοί αντέχουν τα καυτερά φαγητά και μερικοί όχι; Είναι μια διαδικασία μάθησης, είναι η απάντηση του.
Για παράδειγμα, όταν οι πρώτοι εξερευνητές έφεραν τις πιπεριές τσίλι από το Μεξικό προς την Ευρώπη, η γεύση φάνηκε σε όλους απαίσια, γιατί δεν την είχαν ξαναδοκιμάσει. Όμως στη συνέχεια έγινε πολύ βασικό συστατικό στην Αφρική, στην νότια Ασία και στην νοτιοανατολική Ασία.
Advertisment
Σύμφωνα με τον Rozin, σε ένα μεξικάνικο χωριό όπου όλοι τρώνε τα ίδια, τα παιδιά δοκιμάζουν τσίλι σε ηλικία τεσσάρων ή πέντε ετών, επειδή βρίσκεται σε όλα τα φαγητά. Τα γουρούνια και τα σκυλιά που ζουν σε ένα τέτοιο χωριό διαλέγουν τα φαγητά που δεν έχουν τσίλι μέσα από τα σκουπίδια, λέει.
«Αυτό ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα. Και νομίζω ότι είναι ένα πολύ ξεχωριστό ανθρώπινο χαρακτηριστικό – η ικανότητα να ξεπερνάμε μια αρχική αποστροφή και να την μετατρέπουμε σε απόλαυση.» Αυτό γίνεται όταν υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για επανάληψη. «Η συνεχόμενη εμπειρία και η επανάληψη είναι αυτό που μετατρέπει την αποστροφή σε απόλαυση».
Άλλα παραδείγματα για πράγματα που τα παιδιά μισούν αλλά λατρεύουν αργότερα ως ενήλικες είναι ο καφές, η μπύρα και άλλες έντονες ή πικρές γεύσεις, ή ακόμα και θερμοκρασίες. «Το ίδιο συμβαίνει και με το κάπνισμα. Την πρώτη φορά είναι απαίσιο. Αλλά ίσως συνεχίζουμε λόγω κοινωνικής πίεσης. Και αυτή η πίεση δημιουργεί προϋποθέσεις για επανάληψη… και τελικά η πρώτη αρνητική εμπειρία μετατρέπεται σε θετική.»
Advertisment