Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζίντου Κρισναμούρτι “Το ξύπνημα της Νοημοσύνης” 2ος τόμος, μετάφρ. Στ.Ταπτά-Ν.Πιλάβιος, εκδ.Κέδρος
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και θα άξιζε τον κόπο αν μπορούσαμε να μοιραστούμε ένα νου που δεν είναι βασανισμένος, που είναι ριζικά ελεύθερος, που δεν εμποδίζεται από τίποτα, που βλέπει τα πράγματα έτσι όπως είναι, που βλέπει ότι ο ψυχολογικός χρόνος είναι εκείνος που δημιουργεί την απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από τη φύση και από τ’ άλλα ανθρώπινα πλάσματα, που βλέπει τη σημασία του φόβου που προκαλεί ο ψυχολογικός χρόνος και χώρος και πόσο απαίσιο πράγμα είναι, που ξέρει αληθινά τι είναι αγάπη.
Advertisment
Αν μπορούσαμε να τον μοιραστούμε — όχι λογικά, όχι με τον πιο επιδέξιο, περίπλοκο, φιλοσοφικό, μεταφυσικό τρόπο, αλλά να συμμετέχουμε αληθινά σ’ αυτόν — αν μπορούσαμε να το κάνουμε, νομίζω πως όλα τα προβλήματα μας θα τελείωναν. Αλλά ο νους που μοιράζεται δεν είναι του άλλου, πρέπει κατ’ αρχάς να τον έχεις εσύ. Κι όταν τον έχεις, τον έχεις σε αφθονία. Και όταν υπάρχει αυτή η αφθονία, ο ένας και οι πολλοί είναι το ίδιο, όπως σ’ ένα δέντρο που είναι γεμάτο φύλλα και κάποιο φύλλο του είναι τέλειο, αλλά είναι μέρος όλου του δέντρου.
Αν μπορούσαμε, σήμερα το βράδυ, να μοιραστούμε αυτή την ιδιότητα, όχι του ομιλητή, αλλά πρώτα να την έχουμε εμείς και μετά να τη μοιραστούμε, τότε δεν θα παρουσιαζόταν καν θέμα μοιράσματος. Είναι όπως ένα λουλούδι που μοσχοβολάει και δεν μοιράζεται, αλλά βρίσκεται εκεί για να το απολαμβάνει όποιος περνάει. Και είτε κάποιος είναι πολύ κοντά στον κήπο είτε είναι πολύ μακριά, για το λουλούδι είναι το ίδιο πράγμα γιατί εκείνο είναι γεμάτο απ’ αυτό το άρωμα κι έτσι μοιράζεται παντού. Αν κανείς μπορέσει να συναντήσει αυτή την ιδιότητα για την οποία μιλάμε, είναι πράγματι ένα μυστηριώδες λουλούδι. Αλλά μοιάζει μόνο μυστηριώδες χωρίς και να είναι, γιατί είμαστε γεμάτοι συναισθηματισμούς και αισθήματα και τα αισθήματα — με την έννοια της συναισθηματικής συγκίνησης — έχουν πολύ λίγη σημασία.
Μπορεί κανείς να συμπαθεί, να είναι γενναιόδωρος, να είναι πολύ καλός, ευγενικός και με εξαιρετικά καλούς τρόπους, αλλά η ιδιότητα για την οποία μιλάω είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ όλα αυτά. Και δεν αναρωτιέστε ποτέ (όχι με αφηρημένους όρους ούτε σύμφωνα με κάτι που μπορεί να κερδηθεί με κάποιο σύστημα πρακτικών, μια φιλοσοφία ή κάποιον γκουρού), δεν αναρωτιέστε γιατί από τα ανθρώπινα πλάσματα λείπει αυτή η ιδιότητα; Γεννούν παιδιά, απολαμβάνουν το σεξ, την τρυφερότητα, κάποια ποιότητα μοιράσματος κοινών πραγμάτων στη συντροφικότητα, στις φιλίες, στη συναδελφικότητα, αλλά αυτό το πράγμα που λέμε δεν το έχουμε.
Advertisment
Γιατί; Αφού, όταν υπάρχει, μπαίνει τέλος σε όλα τα προβλήματα — όποια και να είναι. Και αναρωτιέστε ποτέ, έτσι χαλαρά, κάπου κάπου, όταν περπατάτε μόνοι σας σε κάποιο βρώμικο στενό ή καθισμένοι στο λεωφορείο ή όταν είστε σε διακοπές κοντά στη θάλασσα ή μέσα σ’ ένα δάσος γεμάτο πουλιά, δέντρα, ρυάκια και άγρια ζώα, σας ήρθε ποτέ ν’ αναρωτηθείτε, πώς γίνεται και ο άνθρωπος, που έχει ζήσει χιλιάδες χρόνια, πώς γίνεται και δεν έχει αποκτήσει αυτό το πράγμα, αυτό το εκπληκτικά αμάραντο λουλούδι;
Αν είχατε κάνει αυτή την ερώτηση, ακόμα και από τυχαία περιέργεια, θα είχατε κάποια αμυδρή υποψία, κάποια νύξη, κάποια υπόνοια. Αλλά, πιθανώς, δεν την έχετε κάνει. Ζούμε μια τέτοια μονότονη, νωθρή και γλυκανάλατη ζωή μέσα στο χώρο των προβλημάτων μας και των φόβων μας, που δεν μας αφήνει ποτέ να κάνουμε αυτή την ερώτηση. Και αν την κάναμε αυτή την ερώτηση στους εαυτούς μας (όπως πρόκειται να την κάνουμε τώρα, καθισμένοι κάτω από τούτο το δέντρο αυτό το ήσυχο απόγευμα, με όλη τη φασαρία που κάνουν τα κοράκια), αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η απάντησή μας. Ποια θα ήταν η ειλικρινής απάντηση που έντιμα θα έδινε ο καθένας από μας, χωρίς υπεκφυγές και πονηριές, ποια θα ήταν η απάντηση αν κάνατε αυτή την ερώτηση στον εαυτό σας;
Γιατί περνάμε μέσα απ’ όλα αυτά τα βασανιστικά μαρτύρια, με τόσο πολλά προβλήματα, με πολυάριθμους φόβους να μας κατακλύζουν κι ωστόσο αυτό το μοναδικό πράγμα φαίνεται να μας προσπερνά, φαίνεται να μην έχει καμιά θέση στη ζωή μας. Και αν ρωτούσατε γιατί, γιατί δεν έχει βρει κανένας αυτή την ποιότητα, αναρωτιέμαι: ποια θα ήταν η απάντησή σας; Η απάντηση που θα παίρνατε θα ήταν ανάλογη με την ένταση με την οποία θα κάνατε την ερώτηση και το πόσο επίμονα θα τη θέλατε. Αλλά δεν είμαστε ούτε έντονοι ούτε επίμονοι. Και δεν είμαστε έντονοι και επίμονοι γιατί δεν έχουμε την ενέργεια που χρειάζεται για να είμαστε.
Για να κοιτάξεις οτιδήποτε — κάποιο πουλί, ένα κοράκι που κάθεται καμαρωτό σ’ ένα κλαδί — για να μπορέσεις να κοιτάξεις κάτι με όλη σου την ένταση, με όλα σου τα μάτια, τ’ αυτιά, τα νεύρα, το νου και την καρδιά, για να το κοιτάξεις με πληρότητα, χρειάζεσαι ενέργεια, αλλά όχι τη σκάρτη ενέργεια ενός σκόρπιου νου που έχει παλέψει για να τη βρει, που έχει βασανιστεί γι’ αυτό και που είναι γεμάτος από αμέτρητα βάρη. Και ο νους των περισσότερων ανθρώπων, το ενενήντα εννέα κόμμα εννέα τοις εκατό των ανθρώπων έχει ένα νου μ’ αυτό το φοβερό βάρος, ζει έτσι βασανισμένα. Οπότε δεν μπορεί να υπάρξει αυτή η ενέργεια, ενέργεια που σημαίνει πάθος. Και δεν μπορείς ν’ ανακαλύψεις την αλήθεια χωρίς να έχεις πάθος.
Η λέξη «πάθος» προέρχεται από τη λατινική λέξη που υποδηλώνει το «υποφέρω», που κι αυτή προέρχεται από τα ελληνικά και τα λοιπά. Eξαιτίας αυτού του «υποφέρω» ολόκληρη η χριστιανοσύνη λατρεύει τη θλίψη και όχι το πάθος και έχουν δώσει στη λέξη «πάθος» μια ειδική σημασία. Δεν ξέρω ποια σημασία δίνετε εσείς. Εδώ λέμε για την αίσθηση του ολοκληρωτικού πάθους, που είναι παράφορο, γεμάτο σκέτη ενέργεια, μιλάμε για εκείνο το πάθος στο οποίο δεν υπάρχει κανένα κρυμμένο «θέλω».
Και αν κάναμε την ερώτηση όχι από απλή περιέργεια, αλλά με όλο το πάθος που διαθέτουμε, ποια θα ήταν τότε η απάντηση; Αλλά πιθανώς φοβάστε αυτό το πάθος, γιατί για τους περισσότερους ανθρώπους «πάθος» σημαίνει λαγνεία, είναι το πάθος που προέρχεται από τον έρωτα και όλα τα σχετικά. Ή μπορεί να είναι το πάθος που έρχεται από τα συναισθήματα που νιώθει κανείς όταν ταυτίζεται με τη χώρα όπου ανήκει. Ή το πάθος για κάποιον άθλιο θεούλη που έχει κατασκευάσει το χέρι ή ο νους κι έτσι, αυτό το πάθος είναι κάτι που μάλλον μας φοβίζει, γιατί, αν έχουμε ένα τέτοιο πάθος, δεν ξέρουμε πού θα μας οδηγήσει.
Και γι’ αυτό, είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πού το διοχετεύουμε, στο χτίσιμο γύρω του ενός φράχτη από φιλοσοφικές ιδέες και ιδανικά έτσι ώστε η ενέργεια που απαιτείται για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό το εκπληκτικό ερώτημα (και είναι απίστευτα εκπληκτικό αν το κάνεις στον εαυτό σου έντιμα, με ευθύτητα), γιατί εμείς τ’ ανθρώπινα πλάσματα, που ζούμε μέσα στις οικογένειές μας με παιδιά, είμαστε περιτριγυρισμένοι απ’ όλη την αναταραχή και τη βία που υπάρχει στον κόσμο, γιατί ενώ υπάρχει κάποιο πράγμα που θα μπορούσε να το σαρώσει όλο αυτό, γιατί δεν το έχουμε; Μήπως επειδή στην πραγματικότητα δεν θέλουμε να το ανακαλύψουμε; Γιατί, για να ανακαλύψω κάτι τέτοιο, πρέπει να υπάρχει ελευθερία. Για να ανακαλύψω τι σκέφτομαι, τι αισθάνομαι και ποια είναι τα κίνητρά μου. Για να το ανακαλύψω κι όχι απλώς να κάνω διανοητικές αναλύσεις, για να το ανακαλύψω πρέπει να μπορώ να κοιτάζω ελεύθερα.
Για να κοιτάξεις αληθινά εκείνο το δέντρο, πρέπει να είσαι ελεύθερος από έννοιες, από ανησυχίες, από ενοχές. Για να κοιτάζεις, πρέπει να έχεις ελευθερωθεί από τη γνώση. Κι η ελευθερία είναι μια ποιότητα του νου που δεν μπορεί ν’ αποκτηθεί με το ν’ απαρνείσαι ή να θυσιάζεις διάφορα πράγματα. Παρακολουθείτε ή μιλάω στον αέρα και στα δέντρα; Η ελευθερία είναι μια ποιότητα του νου που είναι απαραίτητη για να βλέπεις. Δεν είναι ελευθερία από κάτι. Αν είστε ελεύθεροι από κάτι, αυτό δεν είναι ελευθερία, είναι μόνο μια αντίδραση.
Αν καπνίζεις και πάψεις να καπνίζεις και πεις «ελευθερώθηκα», στην πραγματικότητα δεν είσαι ελεύθερος παρ’ όλο που μπορεί να είσαι ελεύθερος από αυτή τη συγκεκριμένη συνήθεια. Η ελευθερία έχει άμεση σχέση με ολόκληρο το μηχανισμό σχηματισμού συνηθειών και για να καταλάβει κανείς το πρόβλημα του σχηματισμού συνηθειών στο σύνολό του πρέπει να είναι ελεύθερος να κοιτάξει το μηχανισμό του. Ίσως φοβόμαστε να έχουμε κι αυτή την ελευθερία επίσης, κι έτσι τοποθετούμε την ελευθερία μακριά από μας, σε κάποιον παράδεισο.