Της Αγγελικής Μπολουδάκη
“Μια μέρα θα κάνω δικά μου παιδάκια και θα φτιάξω τότε για κείνα μια ζωή γιομάτη θέρμη, τρυφερότητα, περιποιήσεις και ευθυμία’. Δηλαδή, ό,τι είχα ονειρευτεί εγώ όταν ήμουν παιδί”. –Μαρί Καρντινάλ
Advertisment
Το παιδί φέρνει τους γονείς σε επαφή με τη δική τους παιδική ηλικία. Αν αυτά τα χρόνια ήταν γεμάτα από αγάπη, ενθάρρυνση, σεβασμό στην προσωπικότητά τους, τότε είναι εύκολο να επικοινωνήσουν με το παιδί τους και να υποστηρίξουν τη μοναδικότητα της αλήθειας του. Εάν όμως η δική τους παιδική ηλικία χαρακτηριζόταν από συναισθηματικά ελλείμματα, χρειάζεται να θεραπεύσουν τα συναισθήματα που απορρέουν από αυτά, διαφορετικά θα προσκαλέσουν το παιδί τους να κυοφορήσει μια δική τους παιδική ηλικία, ελπίζοντας να ολοκληρωθούν.
Ένα παιδί προσαρμόζεται στις εικόνες που λαμβάνει από τους γονείς του, που είναι τα πιο σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του. Είναι δεκτικό στα μηνύματα που του στέλνουν, ακόμα και αν αυτά τα μηνύματα αναστείλουν την εξέλιξή του. Η μοίρα του χαράζεται στις πρώτες περιόδους της ζωής του και απαιτείται πολλή προσπάθεια στη συνέχεια, για να γραφτεί ξανά ένα νέο πεπρωμένο.
Συχνά, οι γονείς κάνουν ένα λάθος: Δίνουν σε ένα μωρό ένα ρόλο. Ένα ρόλο που θα δώσει πνοή στα όνειρά τους, θα ικανοποιήσει επιθυμίες που άφησαν εκείνοι, και βέβαια οι προσταγές των γονέων θα γίνουν ακόμα πιο έντονες, όσο πιο βαθιά στο συρτάρι παραμένουν τα όνειρά τους. Έτσι, περιμένουν από το παιδί τους να γίνει ο εκφραστής αυτών των απωθημένων, χωρίς να αναλαμβάνουν να δώσουν διέξοδο στις επιθυμίες τους.
Advertisment
Όπως βέβαια μπορεί να νιώθουν βαθιά μέσα τους μια παλιά πληγή που αναβλύζει ακόμα και την έχει προκαλέσει ο δικός τους γονιός. Έτσι, αποτυπώνουν στο βρέφος τους τα χαρακτηριστικά του δικού τους γονιού και φέρονται στο παιδί τους σαν να είναι ένα άλλο πρόσωπο, προσδοκώντας να γιατρευτούν αυτές οι πληγές.
Το βρέφος προσφέρεται με το γελαστό του βλέμμα, το γεμάτο απορία, για εγγραφές, κάποιες από τις οποίες δεν έχουν καμιά σχέση με το ίδιο. Ενώ περιμένει από μας να το καθρεφτίσουμε, να αναγνωρίσουμε και να θαυμάσουμε τα δικά του χαρακτηριστικά για να αποκτήσει οντότητα, εμείς το κοιτάμε και του προσδίδουμε μέσα από το βλέμμα μας χαρακτηριστικά που δεν έχει, αλλά τα αφομοιώνει, επειδή εμείς είμαστε τα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του και η αξία του περνάει μέσα από εμάς.
Το μωρό μας, λοιπόν, γίνεται ένας πίνακας και εμείς αποτυπώνουμε πάνω του στοιχεία που μας θυμίζουν καθετί γνώριμο, το οποίο βιώσαμε με αρνητικό τρόπο κυρίως. Μας κρίνει, όπως η γιαγιά του, γίνεται επιθετικό, όπως ο παππούς του, είναι λυπημένο όπως εμάς. Οι ρόλοι περιμένουν, για να δοθούν. Και εκείνο γίνεται ο ηθοποιός ενός έργου, το οποίο σκηνοθετούμε εμείς. Αναπαριστά, αποτυπώνει και οργανώνει την προσωπικότητά του σύμφωνα με τα μηνύματα που του στέλνουν οι γονείς του.
Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για ένα έργο, η εξέλιξη του οποίου βασίζεται στη μοναδική προσωπικότητα του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερά του ταλέντα, διανθισμένα από χαρακτηριστικά οικείων του προσώπων, όπου αισθάνεται ότι αγαπιέται από αυτά. Οι γονείς, που σέβονται τo παιδί τους και το βοηθούν να υποστηρίξει τη μοναδικότητά του και να αυτονομηθεί, ενώ συνάμα δηλώνουν την παρουσία τους δίπλα του, ζυμώνουν με έντεχνο τρόπο αυτά τα υλικά, ώστε η μορφή που αναδύεται να χαρίζει αέρα στην αυθεντικότητά του.
Στη χειρότερη περίπτωση παρακολουθούμε ένα δράμα, όπου οι ρόλοι είναι προκαθορισμένοι από το παρελθόν.
Το μωρό μπαίνει στην άκρη και αυτό που βλέπουμε σε εκείνο, δεν είναι παρά η αντανάκλαση κάποιου άλλου. Με αυτόν συνομιλούμε και το βρέφος υπακούει. Φοβόμαστε τη βία του ή την επιθετικότητά του. Μα ένα μωρό δεν μπορεί να γίνει εκφραστής βίας! Υπακούει σε αυτήν όμως, όταν του έχουμε δώσει αυτό το συγκεκριμένο ρόλο. Φοβόμαστε τη βία ενός δικού μας ανθρώπου που μας στιγμάτισε στο παρελθόν και κοιτάμε με φόβο το παιδί μας. Βλέπουμε στο παιδί μας τον επιθετικό πατέρα ή την επικριτική μητέρα και οργιζόμαστε ή νιώθουμε φόβο, με αποτέλεσμα να χάνουμε τον έλεγχο των συναισθημάτων μας και να μην μπορούμε να τα ενοποιήσουμε, για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί του.
Μέσα σε μια πλάνη προσπαθούμε να ξαναγράψουμε το «έργο» της ζωής μας, σε μια προσπάθεια να το ξορκίσουμε. Ελπίζουμε να γίνει το μωρό μας ο καλός μπαμπάς ή η μαμά που θα μας εκτιμήσει, τα πρόσωπα δηλαδή που αισθανθήκαμε πως χάσαμε την αγάπη τους, και προσδοκούμε πως στο μωρό μας θα αποκαταστήσουμε την απώλεια.
Το μωρό μας γίνεται ο εκφραστής των προσδοκιών μας να αλλάξει το σενάριο της ζωής μας. Και εκείνο μένει αβοήθητο, έρμαιο των προβολών που κάνουμε σε αυτό. Κι ως εκ θαύματος προσαρμόζεται, όχι στην επιθυμία μας να γίνει κάτι διαφορετικό από το παρελθόν μας, αλλά αφομοιώνει στοιχεία που του προσάπτουμε και προσαρμόζεται σε αυτό που φοβόμαστε. Δεν συμβαίνει εδώ κάτι μαγικό. Απλά συλλαμβάνει τη ματιά μας. Το φόβο μας. Και καταγράφει. Εγγράφει μέσα του τα στοιχεία που υποσυνείδητα του στέλνουμε. Κάθε μήνυμα που είναι χρωματισμένο με συναίσθημα γίνεται πρόσφορο υλικό για αυτό.
Το παιδί περιμένει από τον γονιό του να κατανοήσει τα συναισθήματά του. Ελπίζει πως ο γονιός του θα γίνει ένα δοχείο, που θα εμπεριέχει τα επώδυνα συναισθήματά του, για να μπορέσει και το ίδιο να τα διαχειριστεί. Όταν όμως το κοιτάμε με συναισθήματα που ξεχειλίζουν από τους δικούς μας γονείς, ζητάμε από εκείνο να εμπεριέχει τα συναισθήματά μας, εκείνα που έχουν μείνει απωθημένα, γεμάτα παράπονο στον ψυχισμό μας. Του αδειάζουμε τα συναισθήματά μας και λαμβάνει μηνύματα που, ενώ δεν μπορεί να τα αποκωδικοποιήσει, προσαρμόζεται σε αυτά και ανταποκρίνεται στην υπόγεια δράση τους.
Αντιλαμβάνεται διαισθητικά τον φόβο ή την αγωνία μας και προσαρμόζεται σε μια συμπεριφορά, προκειμένου να προκαλεί αυτά τα συναισθήματα. Ο φόβος γίνεται κομμάτι της ταυτότητάς του και η συμπεριφορά του προσδιορίζεται από αντιδράσεις που προκαλούν φόβο σε μας. Κάθε φορά που μας προκαλεί αγωνία, εμείς το προσέχουμε με διαφορετικό τρόπο από ότι συνήθως και το έντονο συναίσθημα γοητεύει τα παιδιά, ακόμα κι αν ο απόηχος του είναι δραματικός, ακόμα κι αν οι αποχρώσεις του είναι σταχτιές.
Υπακούει στο ρόλο που του ζητούν τα υποσυνείδητα μας αιτήματα και τον υιοθετεί, για να αποκτήσει μια ταυτότητα, ακόμα και αν δε ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του. Το παιδί εξαρτάται από την αγάπη μας. Φοβάται μην την χάσει και αλωθεί. Επομένως, προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στα συνειδητά ή υποσυνείδητα αιτήματά μας, ακόμα και αν αυτά διαστρεβλώνουν την ανάπτυξή του.
Ένας ρόλος αναδύεται και για μας, για να μας αποδείξει πως είμαστε μαριονέτες και θύματα του εαυτού μας. Στενοχωριόμαστε, γιατί αναβιώνουμε το παρελθόν, υποφέρουμε που κάποιος έχει πάρει το ρόλο του δυνάστη ή του θύματος, παρότι του τον έχουμε δώσει υποσυνείδητα εμείς. Στενοχωριόμαστε για όλα εκείνα που ανακαλεί στην μνήμη μας η συμπεριφορά του, ενώ στην πραγματικότητα εμείς τα έχουμε προκαλέσει.
Και το χειρότερο είναι, πως έχουμε δώσει ένα ρόλο στο παιδί μας, που δεν του ανήκει. Είναι φορές που το παιδί της φαντασίας μας έρχεται να πάρει τη θέση από το παιδί που κρατάμε στα χέρια μας. Λες και εκείνο που προσδοκούμε από το παιδί μας έχει περισσότερη δύναμη μέσα μας από την αγάπη για αυτό. Και το πραγματικό παιδί γλιστράει από τα χέρια μας.
Γιατί το κάνουμε; Γιατί στέλνουμε στο παιδί μας όλα αυτά τα μηνύματα; Προβάλλουμε γνώριμα χαρακτηριστικά σε εκείνο, γιατί μας είναι πιο εύκολο να συνομιλούμε με το οικείο, ακόμα κι αν αυτή η οικειότητα μάς έχει πληγώσει στο παρελθόν. Έτσι, κάθε φορά που συναντάμε στο βρέφος μια αντίδραση, του μεταφέρουμε συναισθήματα, από τα οποία κατακλυστήκαμε στο παρελθόν ερχόμενοι σε επαφή με την απόρριψη που εισπράξαμε από τους δικούς μας γονείς. Είτε την παραφράζουμε σαν βία από την πλευρά του και γινόμαστε επιθετικοί μαζί του είτε ταυτιζόμαστε μαζί του και το λυπόμαστε.
Μοιραία σαν να αναζητούμε τον εαυτό μας σε αυτό το μικρό όμοιο και προσπαθούμε να τον θεραπεύσουμε μέσω αυτού ή γυρεύουμε τα πρόσωπα του παρελθόντος μας και κάνουμε ένα διάλογο με αυτά μέσω του παιδιού μας. Και εκείνο γίνεται αποδέκτης των προβολών μας με ένα ψυχικό δέρμα παράταιρο για την προσωπικότητά του και ένα εαυτό που δεν του ανήκει.
Είναι, λοιπόν, ένα μωρό που αγαπιέται για αυτό που είναι και επομένως βοηθιέται να πλάσει την προσωπικότητά του σύμφωνα με την αλήθεια του ή μήπως είναι όλα αυτά που εμείς προβάλλουμε σε αυτό;
——
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
- Αγάπη και Αυτονομία - 25 Μαΐου 2016
- Ξεφλουδίζοντας το παρελθόν - 24 Μαΐου 2016
- Ο πλανήτης της αγάπης - 18 Μαΐου 2016