Της Αγγελικής Μπολουδάκη
«Πως μπορεί ν’ ανοιχτεί
αυτή η θύρα του φωτός
για μένα που δε γνώρισα
μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής»
Advertisment
Γιάννης Ρίτσος
Σε χρειάζομαι. Ακουμπώ σε σένα. Σαν ένα μαξιλάρι, που πάνω του γέρνω, σε νιώθω, όπου κλείνω τα βλέφαρά μου και ονειρεύομαι. Το ξημέρωμα με βρίσκει να χαϊδεύω την ανάμνησή σου. Για να μην βυθιστώ στην λήθη. Στην αβάσταχτη μοναξιά. Αυτή που με πελεκάει και με αφήνει έναν κορμό, κούφιο και άρριζο, προσμένοντας μάταια τη δροσιά να ξεδιψάσει τη στιγμή που γεννήθηκα, για να μπορέσω να εισχωρήσω στο χώμα, να διαπεράσω τη ζωή και να φανερωθώ. Γέρνω στην εικόνα σου και χουζουρεύω. Γίνομαι ένα χάδι που μαλακώνει την σκληρότητά μου. Χάρη σε εσένα ημερώνω. Το άγριο, το ανήμερο λειαίνει μέσα μου χάρη στην παρουσία σου.
Όμως σήμερα ένιωσα πως σε έχασα. Πως γλιστρούσες μέσα από τα ακροδάχτυλά μου. Εκεί σε είχα τοποθετήσει σαν δροσοσταλιά. Μια εύθραυστη αγάπη ήσουν για εμένα, που περίμενα να σε συναντήσω, για να στεριώσω τη ύπαρξή μου στη ζωή. Να την ριζώσω, να μην είναι άυλη, ανυπόστατη. Παρατηρούσα το βλέμμα σου. Έφευγες σε άλλες χώρες, μακρινές χωρίς εμένα. Θυμήθηκα τον πίνακα του Μουνχ. Η κραυγή άφησε το αποτύπωμά της στον καμβά. Έτσι ένιωθα και εγώ πως ο κόσμος ενωνόταν μαζί μου σε ομόκεντρους κύκλους, που ο πυρήνας τους ήταν το χάος. Σε έχανα. Κάποιος άλλος ή κάτι άλλο σε έπαιρνε μακριά μου και το μόνο που είχα να με συντροφεύει ήταν η απόγνωση, η απελπισία της ψυχής μου.
Advertisment
Σε έχανα, αλλά στην πραγματικότητα σε έδιωχνα εγώ. Προσπαθούσα να σε υποτιμήσω, να μικρύνω την αξία σου, να λιώσω την ύπαρξή σου, για να μην κατοικήσει άλλο μέσα μου. Έπαιρνα την ρίζα που τόσο γενναιόδωρα μου είχες χαρίσει και με ένα δρεπάνι την ξερίζωνα. Και μια Λερναία Ύδρα ξεπηδούσε, για να μου θυμίσει πως είσαι εκεί. Δε φεύγεις, δε χάνεσαι. Οι φόβοι μου σε απομακρύνουν, όμως στο γλυκοχάραμα είσαι πάντα δίπλα μου, για να μου θυμίζεις τη ζωή… και το θάνατο συνάμα!
Έτσι, όπως γλιστρούσες, σου άπλωσα το χέρι. Η γλυκύτητά σου εισχώρησε στην καρδιά μου. Σα βούτυρο που απλώνεται στο ζεστό ψωμί, αυτό που περίμενα από τη μάνα μου, αλλά εκείνης το χέρι παρέμεινε κρύο και έμενα πάντα νηστικός από αγάπη, από ελπίδα, από ζωή. Φοβήθηκα πως θα σε έχανα, όταν σε συνάντησα, πως η ανάγκη μου θα σε συνέθλιβε, θα απομυζούσε όλη σου την επιθυμία για προσφορά. Σκόνταψε το άδειο μου πάνω σου και, επειδή μαγεύτηκε, ποθούσε να τραφεί από εσένα. Τρόμαξα μήπως γίνω ένα αναπόσπαστο κομμάτι μέσα σου, που θα ρουφώ τη διάθεσή σου να μου χαρίσεις ζωή. Εγώ, το μόνο που ήξερα μέχρι τότε, ήταν πως οι δαίμονες μέσα μου έδιωξαν μακριά τους ανθρώπους που αγάπησα. Πώς αλλιώς να εξηγήσω την κακία μου;
Ήμουν ένα παιδόμορφο τέρας, που πάγωσα τη μητέρα μου, για αυτό δεν με πλησίασε ποτέ. Ήμουν μια κουκκίδα ασήμαντη, που η μηδαμινότητά μου την τρόμαξε τόσο πολύ, ώστε εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να μου παραδοθεί και να με αγαπήσει, για αυτό και εσύ, δεν μπορεί, θα ανακαλύψεις αυτό που επιμελώς κρύβω. Αυτό που είδε κι εκείνη σε εμένα, που την τρόμαξε τόσο πολύ κι απομακρύνθηκε.
Έτσι θα φύγεις και εσύ. Θα δραπετεύσεις από την απελπισμένη μου αγάπη. Και δε θα μπορέσεις να με μεταμορφώσεις, γιατί, αν γινόταν, θα το είχε κάνει εκείνη. Την καταλαβαίνω, την δικαιολογώ!
Στον εαυτό μου ρίχνω το φταίξιμο. Η κριτική που κάνω για εμένα είναι μόνο. Αυτός είναι ένας τρόπος να εξιλεωθώ, γιατί έφταιξα. Εγώ ήμουν εκείνο το απωθητικό πλάσμα που έδιωξε μακριά την ανάσα της και δε ζεστάθηκα. Γύρευα τον αχό της, για να φτιάξω τη φωλιά μου, να έχω κάτι να με ζεσταίνει, όταν εκείνη απουσίαζε, αλλά κι όταν ήταν δίπλα μου, άδεια από εκείνη, μια παρουσία άψυχη, αδύναμη να μου παραδοθεί. Έτσι απέμεινα αβάσταχτα μόνος.
Ακόμα και οι σκιές που συναντούσα, όπου αναζητούσα καταφύγια σε αυτές, έτρεχαν μακριά από εμένα να κρυφτούν, να μην τις εγκλωβίσω, γιατί αυτό αποζητούσα, να κλέψω τη ζωή από αυτές, ώστε να έχω ζωή και εγώ. Μια ζωή δανεική με ακολουθούσε πάντα. Και εγώ που δεν μπορούσα να τακτοποιήσω τα χρέη μου, έμεινα οφειλέτης ελπίζοντας. Ώσπου το όνειρο με εγκατάλειψε ολοσχερώς.
Και τότε ήρθες εσύ. Η σκέψη μου αγκάλιασε τη δική σου. Έμεινα να σε παρατηρώ, ρουφούσα τα λόγια σου, μεθούσα από το άρωμά σου, μεγάλωνα με τη φροντίδα σου.
Η σκιά μου όμως παραμόνευε με τρόμο μήπως την εγκαταλείψω. Μπορώ άραγε να παρατηρώ το ηλιοβασίλεμα, να δέχομαι την ανατολή μιας καινούριας ημέρας, να πιστέψω στο αύριο; Αυτό που θα μου φέρει ένα «μαζί». Κουλουριάζεται στην ψυχή μου το ενδιαφέρον. Για εμένα. Για τα όνειρά μου. Κατοικώ και φοβάμαι μήπως με αλώσει η αγάπη που νιώθω. Μήπως κατοικήσει κάθε πόρο του δέρματός μου και μετά καθετί, που γνώρισα, θα μου φαίνεται ξένο. Ένας εισβολέας γίνεται αυτή η αγάπη, που παίρνει το σκήπτρο και εκθρονίζει. Διώχνει μακριά τη μοναξιά μου, τον αυτιστικό τρόπο που λειτουργούσα.
Μένω μόνος με εσένα. Δε σε γνωρίζω. Και για αυτό σε φοβάμαι! Κάθε εικόνα σου, όσο χρώμα κι αν διαθέτει, ξασπρίζει τις δικά μου γκρίζα σούρουπα. Πένθιμα και μελαγχολικά, αλλά τα μόνα προσφιλή. Φέρνω τα σύμβολά μου και τα τοποθετώ ανάμεσα μας. Η αλήθεια σου, όσο κι αν διαπερνά τον πυρήνα της ύπαρξης μου, πληγώνει κάθε πρότερη παράστασή μου. Δεν είναι τα πρόσωπα που συνάντησα εκείνα που άλωσαν την ζωή μου, ορφάνεψαν την επιθυμία μου, αλλά εγώ που προσκάλεσα το μαύρο του θανάτου που μηδένισε την ύπαρξή μου. Πώς να χωρέσει το όλο μου στην καρδιά μου, όταν ένας διάχυτος σαρκασμός συνθλίβει την ιδέα που έχω για μένα;
Η ύπαρξή μου παρέμεινε μια στέρφα χώρα, αποστραγγισμένη από ψευδοάσεις που με επισκέπτονταν στις προσμονές μου, για να μου παρατείνουν την αγωνία μου, να επισπεύσουν τον όλεθρό μου. Όλες εκείνες οι φιγούρες με το θαμπό περίγραμμα, που άδειαζαν από μέσα μου το χρώμα, με προσδιόρισαν στις διαδρομές μου. Αιχμάλωτος των φόβων μου απέδωσα μια εφιαλτική εικόνα στον εαυτό μου και ακολουθούσα τους εφιάλτες μου εξιδανικεύοντάς τους, στολίζοντάς τους με χρώματα θανάτου που στεφάνωναν και εμένα.
Αποχρωματισμένη η ύπαρξη μου πώς να αναγνωρίσει το δικό σου φως; Αλωμένη η ψυχή μου πώς να μη σε δει σαν ένα ακόμα εκπορθητή των ονείρων μου; Κουρσεμένος ο κήπος της ζωής μου πώς να δεχτεί τη δική σου ανθοφορία, που όσο κι αν απλώνεται σαν μια θεραπευτική βροχή πάνω μου, η διάθεση να απορροφήσω τις σταγόνες της ζωής έχει πλέον παραδοθεί στην ξηρασία της ψυχής μου;
Ετοιμοπόλεμη η μάσκα που φορώ, στεφανωμένη από τις αντιστάσεις μου, αντιμάχεται την αποδοχή σου. Βουτηγμένη στο μίσος η ζωή μου, σαν άμυνα στην ‘αγάπη’, που όσο κι αν δρασκελούσα το κατώφλι της με άφηνε απροσκάλεστο, σφαλίζει ερμητικά την υποδοχή μου στο κάλεσμά σου.
Πάνοπλος φρουρός περιφρουρώ την θρυμματισμένη μου ύπαρξη. Το φως σου που με διαπερνά με αφήνει αδιάφορο, ακόμα κι αν οι αχτίδες του ζεσταίνουν με ένα πρωτόγνωρο τρόπο τα ραγίσματά μου. Η ματιά σου θανάσιμη σαΐτα στην παραπλανητική κρούστα, που είχα φτιάξει έως τώρα, κομματιάζει τις άμυνες μου, και αδύναμος να ενώσω τα κατακερματισμένα μου θρύμματα, σου επιτίθεμαι, μήπως περισώσω ένα εαυτό αφανισμένο, παραδομένο στον όλεθρο, αλλά αγαπημένο στην συνήθεια του.
Περιφρουρώ τα όπλα μου, αυτά που μου απέμειναν, τα οποία δεν μπορείς να μου τα πάρεις. Θα σε υποτιμήσω, θα σε εκθρονίσω, θα σε διώξω μακριά μου, τόσο μακριά που δεν θα με απειλείς. Εσύ και αυτή η διαφορετική σκιά που νιώθω να με τυλίγει. Σαν ένα προστατευτικός μανδύας που η ζεστασιά του μου φαίνεται αλλόκοτη, παράταιρη. Ήμουν ικέτης και τώρα διαφεντεύω. Μεταμορφώνομαι σε πολεμιστή που θέλει να αφαιρέσει κάθε ίχνος ζωής από εσένα, ώστε τίποτα να μη μου θυμίζει την ύπαρξή σου. Τίποτα να μην μπορεί να εισχωρήσει στην ψυχή μου και να την αλλοτριώσει. Θέλω το Εγώ μου να παραμείνει ακέραιο. Χωρίς τα δικά σου ψήγματα. Και η πικρία που νιώθεις με αφήνει αδιάφορο.
Εγώ θα έχω παρέα. Τα φαντάσματά μου, αυτά που μου έκαναν παρέα μέχρι τώρα. Αυτά θα επιλέξω και για τη συνέχεια. Εκείνα θα με στοιχειώνουν και αγνοώ τα λόγια σου, πως αυτό είναι ψευδαίσθηση, πως ένα φάντασμα δεν σκλαβώνει μια ψυχή, πως πάλι μόνος μου θα μείνω. Εγώ νοσταλγώ Εκείνη! Που δεν μπόρεσε να μου δώσει τίποτα, αλλά εγώ θα παραμείνω δούλος της. Εσύ θα με αλώσεις, θα εξαφανίσεις το εγώ μου και κάτι άλλο θα προβάλει που δεν είμαι έτοιμος να το δεχτώ.
Φεύγω τώρα, παίρνω στο προσκέφαλό μου την κραυγή του Μουνχ. Για να μου κάνει παρέα. Βλέπεις!… Δεν είμαι μόνος μου!
——
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
- Αγάπη και Αυτονομία - 25 Μαΐου 2016
- Ξεφλουδίζοντας το παρελθόν - 24 Μαΐου 2016
- Ο πλανήτης της αγάπης - 18 Μαΐου 2016