Της Ιωάννας Γκανέτσα
Μεγαλωμένος σε κοινωνίες που σου μαθαίνουν πως για να ζεις καλά πρέπει να περνάς απαρατήρητος, το να επιδεικνύεις τις όποιες ικανότητες έχεις, σε όποιο βαθμό κι αν τις έχεις, θεωρείται επικίνδυνο φλερτ με την πιθανότητα να προσπαθήσουν πολλοί να σε θέσουν στο περιθώριο. Χρόνια τώρα διδάσκεται ακόμη και στα παιδιά, η λογική πως ο καλύτερος τρόπος για να επιβιώσουν και να περνά ο καιρός με ανεπαίσθητα τσιμπήματα κόπου και δυσκολιών, είναι να θεωρείσαι από τους άλλους «χαζούλης».
Advertisment
Λυπηρό δεν είναι; Ποιοι είναι αυτοί που δημιουργούν καλούπια; Ποιος ορίζει το κοινωνικά αποδεκτό; Πόση βαρύτητα δίνεται στο τι θα πουν οι άλλοι; Γιατί, δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην έχει ακούσει έστω μια φορά στην ζωή του τη φράση: «Αν συνεχίσεις έτσι, δεν θα σε θέλει κανείς ή όλοι θα σε κοροϊδεύουν».
Δηλαδή, εν ολίγοις, επικρατεί η ιδέα πως κάποιοι πρέπει να απαρνηθούν την ταυτότητα τους για να γλιτώσουν την κριτική από ανθρώπους που απλώς δεν είχαν το κουράγιο να δείξουν τον πραγματικό τους εαυτό και καταπνίξανε τις επιθυμίες τους. Ή, την κριτική του χειρότερου είδους ανθρώπου, εκείνου που δεν είχε ποτέ άλλες επιθυμίες πλην του να ασχολείται με το ηθικά και κοινωνικά σωστό, κατά τας γραφάς ή κατά το δοκούν.
Φτάνουν πολλοί στο σημείο να επιδεικνύουν στην καθημερινότητα τους μια υποβαθμισμένη πλευρά της προσωπικότητάς τους, ώστε να αποφεύγουν τις συγκρούσεις κι όταν γυρίζουν στο σπίτι βγάζουν τη μάσκα του πρόχειρου, αποδεκτού και συμβατικού εαυτού τους, και ξεχύνονται στα social media, συχνά πάλι με ψευδώνυμο, για να αποφύγουν το ρίσκο να εκθέσουν την πραγματική δυναμική τους, αναδεικνύοντας κομμάτια του αληθινού τους χαρακτήρα.
Advertisment
Πότε σταματήσαμε να αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα και γίναμε οπαδοί της μάζας; Πού πήγε το θάρρος ή η ανάγκη να υπερασπιστούμε αυτό που είμαστε, στο βαθμό που είμαστε;
Στην πρακτική του «αποδοκιμάζω ό,τι δεν μου μοιάζει» δεν βλέπω τίποτα παραπάνω από κοινό, ταπεινό κόμπλεξ. Δεν έχει σημασία αν είσαι περισσότερο ή λιγότερο έξυπνος από τους υπόλοιπους, περισσότερο γρήγορος ή αργός. Σημασία έχει να μην καταπιέζεις τον εαυτό σου να δείχνει αυτό που πραγματικά είναι. Άλλωστε κανείς δεν είναι τέλειος. Κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του χαρίσματα και θα έπρεπε να ξοδεύει το χρόνο του αναδεικνύοντάς τα, όχι αγωνιώντας πώς θα κρύψει εκείνα στα οποία δεν ταυτίζεται με τους υπόλοιπους. Σημασία έχει να ξέρεις σε τι είσαι καλός και σε τι όχι, και να είσαι περήφανος γι’ αυτό.
Το να προσποιείται κανείς και να υιοθετεί μια προσαρμοστική προσωπικότητα, μπορεί να του αποφέρει πολλές κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες όμως έχουν ελάχιστη αξία και σημασία, καθώς είναι μονάχα υποκριτικές και διπλωματικές. Στην πρώτη στροφή που τα συμφέροντα θα συγκρουστούν, θα πάρουν κι αυτές τον πραγματικό δρόμο τους, αυτόν του ανταγωνισμού.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι διδαχτήκαμε πως το να είσαι «κάποιος» είναι συνώνυμο του προσπαθώ να ξεχωρίσω και να σε ξεπεράσω χωρίς να το μάθεις, για να στο τρίψω μετά στη μούρη. Πόσο ανόητος μπορεί να είσαι όταν νομίζεις πως αποφεύγοντας τις αντιπαραθέσεις και κάνοντας τη δουλίτσα σου χωρίς να τραβάς την προσοχή, μπορεί να σε φτάσει ψηλά και μάλιστα να σε βοηθήσει να παραμείνεις εκεί; Και αν σε φτάσει, τελικά, ποιος θα είναι εκεί για να χαρεί μαζί σου;
Αρκετά με όλα αυτά. Νομίζουμε πως έχουμε χίλιες ζωές πια, και θα προλάβουμε κάποια στιγμή να ζήσουμε παρέα με την αλήθεια μας. Δεν χρειάζεται κανείς να προσπαθεί να ευχαριστήσει όποιον συναντά στο δρόμο του με πράγματα που είναι έξω από το χαρακτήρα του. Χρειάζεται να κάνει απλώς αυτό που θέλει, το καλύτερο που διαθέτει, χωρίς να αγχώνεται αν θα αρέσει σε όλους. Δεν θα αρέσει.
Ας αφήσουμε τους ρόλους που παίζει ο καθένας στη ζωή, δικαιολογώντας τον εαυτό του πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιβιώσει. Ας μη προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Ας κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Ας ζήσουμε πραγματικά.